Στιγμιότοποι, 1

Γουινέα-Μπισάου

Στιγμιότοποι, 1

Μπαρ-κα­φέ «Τσε Γκε­βά­ρα», Μπι­σά­ου, Γου­νέα-Μπι­σά­ου

Το αε­ρο­πλά­νο προ­σγειώ­θη­κε αρ­γά τη νύ­χτα στο Μπι­σά­ου. Το αυ­το­κί­νη­το με πή­γε στο μπαν­γκα­λό­ου μου, σε ένα πά­λαι πο­τέ οι­κι­στι­κό συ­γκρό­τη­μα για τις οι­κο­γέ­νειες των Πορ­το­γά­λων διοι­κη­τι­κών, που ήταν θε­ο­σκό­τει­νο και σε κα­τά­στα­ση πο­λύ ντε­κα­ντάνς. Βγή­κα πρωί-πρωί για πρω­ι­νό. Τα­ρά­χτη­κα. Γύ­ρω από τα κτή­ρια κυ­κλο­φο­ρού­σαν αμέ­ρι­μνοι κά­τι τε­ρά­στιοι γύ­πες. Ο νε­α­ρός μαύ­ρος που σέρ­βι­ρε το πρω­ι­νό ήταν πο­λύ φι­λι­κός. Ανέ­φε­ρα τους γύ­πες. Δεν έδει­ξε να δί­νει ση­μα­σία. Με κά­λε­σε για μια μπύ­ρα το βρά­δυ στο κυ­λι­κείο του Γαλ­λι­κού Ιν­στι­τού­του. Πή­γα. Τα μα­θή­μα­τα ήταν πο­λύ φτη­νά και εί­χε γρα­φτεί για να μά­θει γαλ­λι­κά. (Αγ­γλι­κά, που τα εί­χε πιο πολ­λή ανά­γκη, δεν ήξε­ρε λέ­ξη.) Με­τά το τέ­λος κά­θε μα­θή­μα­τος, ο σπου­δα­στής εί­χε δι­καί­ω­μα σε μια γαλ­λι­κή μπύ­ρα (μια Saint Sylvestre) δω­ρε­άν. Η γαλ­λι­κή πο­λι­τι­στι­κή δι­πλω­μα­τία στην Αφρι­κή! Μοι­ρα­ζό­ταν την μπύ­ρα με τη φί­λη του, την Κάρ­λα, η οποία σχε­δόν πά­ντα τον πε­ρί­με­νε στο κυ­λι­κείο (όπως έμα­θα). Τη βρα­διά εκεί­νη τη μοί­ρα­σε σ’ εμέ­να και τη φί­λη του.
Έφε­ρα την κου­βέ­ντα στους γύ­πες. Μου εξή­γη­σαν πως, λό­γω της θέ­σης τους στην τρο­φι­κή αλυ­σί­δα ‒ο νε­α­ρός τα εί­χε μά­θει κα­λά για να τα λέ­ει στους σπά­νιους του­ρί­στες‒ οι γύ­πες, μα­ζί με τα γου­ρού­νια, εκτε­λούν χρέη σκου­πι­διά­ρη­δων σε αυ­τήν ‒και όχι μό­νο αυ­τήν‒ την αφρι­κα­νι­κή πρω­τεύ­ου­σα. Εί­πα πως τους φο­βό­μουν άμα έρ­χο­νταν κο­ντά μου, με τά­ρα­ζαν. Η κο­πέ­λα μού γέ­λα­σε τσαχ­πί­νι­κα και εί­πε πως πο­τέ δε σι­μώ­νουν σε έναν άντρα όρ­θιο. Ξε­χω­ρί­ζουν τους άντρες από τις γυ­ναί­κες. Πρό­σθε­σε αδιά­φο­ρα πως θα άξι­ζε να επι­σκε­φτώ για κα­φέ ή για πο­τό το μπαρ-κα­φέ «Τσε Γκε­βά­ρα», νευ­ραλ­γι­κό ση­μείο της κο­σμι­κής (!) ζω­ής της πό­λης. Εί­πα πως θα πή­γαι­να το άλ­λο πρωί.
Πή­γα. Κά­θι­σα στον ήλιο, ακρι­βώς μπρο­στά στην εί­σο­δο. Μέ­σα ήταν θε­ο­σκό­τει­να. Ήπια έναν κα­φέ. Στο δρό­μο, σε από­στα­ση ασφα­λεί­ας, σου­λα­τσά­ρι­ζαν δυο γύ­πες. Πλή­ρω­σα και ση­κώ­θη­κα να φύ­γω. Ένα δυ­να­τό φτε­ρο­κό­πη­μα με ξάφ­νια­σε. Πί­σω μου εί­χε έρ­θει στα μου­λω­χτά ένας τρί­τος, ο οποί­ος απο­μα­κρυ­νό­ταν τώ­ρα εσπευ­σμέ­να. Εί­χε βγει μέ­σα από μα­γα­ζί, ο πού­στης! Τα­ρά­χτη­κα, χτύ­πη­σα στο τρα­πέ­ζι και έχυ­σα το νε­ρό.
Άκου­σα μια γνω­στή φω­νή πί­σω μου. «Μη φο­βά­σαι, δεν ξέ­ρεις πως δεν πλη­σιά­ζουν πο­τέ όρ­θιους άντρες; Άντρας δεν εί­σαι;». Και η κο­πέ­λα γέ­λα­σε τσαχ­πί­νι­κα.


Προς ακρό­α­ση ένα σου­ξέ της επο­χής στα μέ­ρη εκεί­να

Στην άκρη της ζού­γκλας, Κο­ντά στο Σα­φίν, Γουι­νέα-Μπι­σά­ου

Κά­να­με ωτο­στόπ και βρή­κα­με έναν «αξιό­πι­στο» και συ­μπα­θή φορ­τη­γα­τζή για να με­τα­φέ­ρει στο Μπι­σά­ου, την πρω­τεύ­ου­σα, την κο­πέ­λα της πα­ρέ­ας και οδη­γό μας ‒ δε θυ­μά­μαι πια το όνο­μά της, έχουν πε­ρά­σει χρό­νια. Όσο για μέ­να και τον Φε­ντε­ρί­κου, θα μέ­να­με να φυ­λά­με το τζιπ, ακρι­βώς δί­πλα στον αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο, εκεί που άρ­χι­ζε η ζού­γκλα.
Όλα αυ­τά για­τί, το πρωί της ίδιας εκεί­νης μέ­ρας, μια ώρα πε­ρί­που με­τά το ξε­κί­νη­μά μας, στα 50 χι­λιό­με­τρα έξω από το Μπι­σά­ου, το τζιπ στα­μά­τη­σε ξαφ­νι­κά. Δια­πι­στώ­σα­με πως το σω­λη­νά­κι του καρ­μπυ­ρα­τέρ εί­χε τρυ­πή­σει ανε­πα­νόρ­θω­τα. Το αντι­κα­τα­στή­σα­με με το εξω­τε­ρι­κό πε­ρί­βλη­μα από ένα στυ­λό μπικ. Και συ­νε­χί­σα­με χα­ρού­με­νοι την εκ­δρο­μή. Δε θα χά­να­με με τί­πο­τα το με­ση­με­ρια­νό γεύ­μα με ψά­ρια από το πο­τά­μι σε μια αρ­χο­ντι­κή κα­λύ­βα στη ζού­γκλα· ήταν με­γά­λο δέ­λε­αρ. Ήμα­σταν κα­λε­σμέ­νοι ενός φυ­λάρ­χου, του πα­τέ­ρα μιας φοι­τή­τριας του Φε­ντε­ρί­κου και οδη­γού του τζιπ μας, η οποία ήταν κι εκεί­νη κα­θη­γή­τρια. Ο φύ­λαρ­χος εί­χε προ­σκα­λέ­σει τους νε­α­ρούς Πορ­το­γά­λους κα­θη­γη­τές της κό­ρης του, την οποία εί­χε στεί­λει να σπου­δά­σει νο­μι­κά στην πρω­τεύ­ου­σα. Για να τους τι­μή­σει και να τους προ­σεγ­γί­σει. Εγώ ήμουν της προ­σκολ­λή­σε­ως.
Όντως, ήταν πο­λύ σπέ­σιαλ τα ψά­ρια με καυ­τε­ρή σάλ­τσα, ήταν θεϊ­κό το μα­γεί­ρε­μά τους πά­νω σε καυ­τές πο­τα­μί­σιες κρο­κά­λες. Το πρω­ι­νό μπικ έλιω­σε κά­ποια στιγ­μή ‒ η βεν­ζί­νη εί­ναι κα­λός δια­λύ­της για τα πλα­στι­κά που πα­ρά­γο­νται από υδρο­γο­νάν­θρα­κες. Για την επι­στρο­φή βρή­κα­με και βά­λα­με άλ­λο μπικ, κι άλ­λο. Η ώρα προ­χω­ρού­σε. Μας τε­λεί­ω­σαν τα μπικ. Φτιά­ξα­με σω­λη­νά­κι από χαρ­τί που δεν κρά­τη­σε ού­τε ένα χι­λιό­με­τρο. Γι’ αυ­τό απο­φα­σί­σα­με να πά­ει η κο­πέ­λα με ωτο­στόπ στο Μπι­σά­ου και να φέ­ρει ανταλ­λα­κτι­κό και μη­χα­νι­κό. Ενώ εμείς, ιπ­πό­τες, θα φυ­λά­γα­με το αμά­ξι νυ­χτιά­τι­κα στις πα­ρυ­φές της ζού­γκλας.
Στο δρό­μο τα μι­σά αυ­το­κί­νη­τα κι­νού­νταν κά­πως ύπου­λα, δεν εί­χαν φώ­τα. Ο Φε­ντε­ρί­κου και εγώ χω­θή­κα­με κά­τω από τις πυ­κνές και σκο­τει­νές φυλ­λω­σιές. Ακού­γο­νταν ήχοι. Ύπο­πτοι. Ο Φε­ντε­ρί­κου υπο­τί­θε­ται πως ανα­γνώ­ρι­ζε από τι ζώο προ­ερ­χό­ταν κά­θε ήχος και μου το έλε­γε. (Τρί­χες. Μί­λα­γε ακα­τά­σχε­τα και έλε­γε μάλ­λον ό,τι του κα­τέ­βαι­νε για να κρύ­ψει το φό­βο του.) Εγώ δεν φο­βό­μουν τη ζού­γκλα, εμέ­να με έλου­ζε κρύ­ος ιδρώ­τας για ό,τι με πε­ρί­με­νε στην πρω­τεύ­ου­σα. Σχε­δόν επι­θυ­μού­σα μια δια­νυ­κτέ­ρευ­ση στη ζού­γκλα. Εί­χα, βλέ­πε­τε, συ­γκα­τα­τε­θεί, με­τά από πολ­λά πα­ρα­κά­λια της πα­ρέ­ας να δε­χτώ την πρό­σκλη­ση από τον πα­τέ­ρα μιας άλ­λης φοι­τή­τριας του Φε­ντε­ρί­κου να μας προ­σφέ­ρει αρ­γά το βρά­δυ της ίδιας εκεί­νης μέ­ρας ένα original αφρι­κα­νι­κό δεί­πνο σε κε­ντρι­κό ζυ­θε­στια­τό­ριο της πρω­τεύ­ου­σας (του οποί­ου ήταν ιδιο­κτή­της και chef), με μια σπά­νια και εκλε­κτή σπε­σια­λι­τέ: ψη­τά πο­δα­ρά­κια και χε­ρά­κια μαϊ­μούς με σάλ­τσα από καυ­τε­ρή πρά­σι­νη πι­πε­ριά και αρά­πι­κα φι­στί­κια. Με δυ­σκο­λία εί­χα κα­τα­φέ­ρει τον εαυ­τό μου να πει το με­γά­λο ναι. Δεν εί­χα θε­λή­σει να φα­νώ, ακα­τά­δε­χτος, αγε­νής και υπε­ρευαί­σθη­τος – ακό­μη και ρα­τσι­στή θα μπο­ρού­σαν να με πουν. Και δε θα ήθε­λα τώ­ρα να κά­νω πί­σω, αν και δεν έπαυα να σκέ­φτο­μαι το δεί­πνο ως απο­τρό­παιο βί­ω­μα που μου επε­φύ­λασ­σε το εγ­γύς μέλ­λον.
Μια στιγ­μή ένιω­σα ξαφ­νι­κά ένα ανά­λα­φρο βά­ρος στον ώμο κι ένα μι­κρό χε­ρά­κι, σα νε­ο­γέν­νη­του παι­διού, να μου χαϊ­δεύ­ει το αυ­τί, να μου κα­τε­βαί­νει ψα­χου­λευ­τά στο λαι­μό και να πλη­σιά­ζει επι­κίν­δυ­να στην τσέ­πη του που­κα­μί­σου. Τα­ρά­χτη­κα. Το άρ­πα­ξα με το ένα χέ­ρι ενώ με το άλ­λο άρ­πα­ξα γρή­γο­ρα τα γυα­λιά ηλί­ου και τα φύ­λα­ξα στο σα­κί­διο. Με το ελεύ­θε­ρο πια χέ­ρι άνα­ψα τον ανα­πτή­ρα και εί­δα πως κρα­τού­σα ένα ρο­δα­λό και πο­λύ τρυ­φε­ρό χέ­ρι, μι­κρού­λι­κο, σα μι­νια­τού­ρα. Γε­μά­το όμως μι­κρούς ρό­ζους και χα­ρα­γές. Έτρε­με σαν το ψά­ρι. Το άφη­σα. Η μαϊ­μού σάλ­τα­ρε στο δέ­ντρο.
Η κο­πέ­λα επέ­στρε­ψε με μη­χα­νι­κό και ανταλ­λα­κτι­κό. Σε μια ώρα πε­ρί­που βρε­θή­κα­με στο Μπι­σά­ου, στο ζυ­θε­στια­τό­ριο με τη σπε­σια­λι­τέ. Κα­τά­φε­ρα και έκα­να εμε­τό πριν την πα­ραγ­γε­λία. Εί­πα πως ήμουν τα­ραγ­μέ­νος. «Για­τί δε λες πως χέ­στη­κες πά­νω σου με το που έμει­νες ένα τρί­ω­ρο νυ­χτιά­τι­κα στη ζού­γκλα;», εί­πε ει­ρω­νι­κά ο Αου­γκού­στου, ένας ακό­μη Πορ­το­γά­λος κα­θη­γη­τής της ομή­γυ­ρης, από τους πέ­ντε που έκα­ναν όλα τα μα­θή­μα­τα στη Νο­μι­κή. Τον κοί­τα­ξα με ευ­γνω­μο­σύ­νη και έγνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά, προ­σθέ­το­ντας πως στην κα­τά­στα­σή μου αυ­τή δεν μπο­ρού­σα να φάω, δε θα το ευ­χα­ρι­στιό­μουν (!). Ήπια μια μπύ­ρα και ευ­χα­ρί­στη­σα για την πρό­σκλη­ση.
Επι­στρέ­φο­ντας στο ξε­νο­δο­χείο μου, πή­γα μια να στα­μα­τή­σω σε ένα foodstall σε μια πλα­τειού­λα. Πού­λα­γε ψη­τό κο­τό­που­λο με σάλ­τσα από καυ­τε­ρή πρά­σι­νη πι­πε­ριά και αρά­πι­κα φι­στί­κια. Πεί­να­γα σα λύ­κος. Θυ­μή­θη­κα ξαφ­νι­κά πως μου εί­χαν πει πως τα ψη­τά χε­ρά­κια και πο­δα­ρά­κια της μαϊ­μούς θυ­μί­ζουν στη γεύ­ση κο­τό­που­λο.
Πλά­για­σα θε­ο­νή­στι­κος.


Προς ακρό­α­ση ένα πα­ντο­τι­νό σου­ξέ στα μέ­ρη εκεί­να

Μπου­μπά­κε, Αρ­χι­πέ­λα­γος Μπι­ζα­γκός, Γουι­νέα-Μπι­σά­ου

«Θα σε δω στο… πλοίο», μου εί­χε πει γε­λώ­ντας παι­χνι­διά­ρι­κα το προη­γού­με­νο βρά­δυ ο Φε­ντε­ρί­κου.
Ο σκυ­λο­πνί­χτης τώ­ρα αρ­μέ­νι­ζε νυ­στα­λέα κά­τω από τον αδυ­σώ­πη­το ήλιο των τρο­πι­κών δια­σχί­ζο­ντας τον απέ­ρα­ντο πο­τα­μό­κολ­πο του πο­τα­μού Γκέ­μπα. Εί­χα­με φύ­γει από το Μπι­σά­ου γύ­ρω στις 12:00, με κα­θυ­στέ­ρη­ση δυο ωρών σε σχέ­ση με την επί­ση­μη ώρα από­πλου, μέ­χρι να κο­πιά­σουν να επι­βι­βα­σθούν και οι ουκ ολί­γοι κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι με­γα­λο­πα­ρά­γο­ντες του νη­σιού και οι λοι­ποί με­γα­λό­σχη­μοι. Έρ­χο­νταν για το τρι­ή­με­ρο και για­τί θα έδι­νε μια συ­ναυ­λία ένας διά­ση­μος μου­σι­κός, με κα­τα­γω­γή από εκεί. Ήταν και αυ­τός στο πλοίο. Μα­ζί του όλο το συ­γκρό­τη­μα. Και τα όρ­γα­να. Οι­κεία η αί­σθη­ση ως εδώ.
Πη­γαί­να­με στο Μπου­μπά­κε, με­γά­λο νη­σί του Αρ­χι­πε­λά­γους Μπι­ζα­γκός, το οποίο απο­τε­λεί­ται από με­ρι­κές δε­κά­δες νη­σιών, κομ­μά­τια του πά­λαι πο­τέ αχα­νούς προ­σχω­σι­γε­νούς δέλ­τα του πο­τα­μού, τα οποία, με την άνο­δο της στάθ­μης της θά­λασ­σας, εί­χαν γί­νει νη­σιά. Όλα προ­στα­τευό­με­να από διε­θνείς ορ­γα­νι­σμούς, λό­γω της πλού­σιας χλω­ρί­δας και της πα­νί­δας, αλ­λά και λό­γω αν­θρω­πο­λο­γι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος· οι πε­ρισ­σό­τε­ροι νη­σιώ­τες εί­ναι ακό­μη ανι­μι­στές. Υπάρ­χουν πολ­λοί μά­γοι. Και γί­νο­νται πολ­λές τε­λε­τές. Ακα­τα­μά­χη­τη αί­σθη­ση μυ­στη­ρί­ου.
Το πλοίο ήταν για γέ­λια: Ένα με­γά­λο φα­ρό­πλοιο του πορ­το­γα­λι­κού ναυ­τι­κού ‒ για την τρο­φο­δο­σία των φά­ρων. Η Πορ­το­γα­λία όταν, το 1974, η Γουι­νέα-Μπι­σά­ου κέρ­δι­σε την ανε­ξαρ­τη­σία της με­τά από πα­ρα­τε­τα­μέ­νο και σκλη­ρό αντάρ­τι­κο, το πα­ρα­χώ­ρη­σε σε έν­δει­ξη κα­λής θε­λή­σε­ως στην κυ­βέρ­νη­ση των μέ­χρι πρό­τι­νος ανταρ­τών. Βα­σι­κά το πα­ρά­τη­σε, θα του ήταν δύ­σκο­λο να αντέ­ξει το τα­ξί­δι μέ­χρι την πα­τρί­δα. Προ­πο­λε­μι­κό, το δια­πί­στω­σα ιδί­οις όμ­μα­σι από με­ταλ­λι­κή πλα­κέ­τα των ναυ­πη­γεί­ων όταν χρειά­στη­κε να επι­σκε­φτώ τις τουα­λέ­τες. (Αδυ­σώ­πη­τη η οσμή, αλη­σμό­νη­τη η εμπει­ρία, πα­ρε­μπι­πτό­ντως). 
Όλοι οι επι­βά­τες ήταν στο κα­τά­στρω­μα, δεν υπήρ­χαν άλ­λοι χώ­ροι υπο­δο­χής. Χύ­μα. Όλοι μαύ­ροι, πλην εμού και του Φε­ντε­ρί­κου. Νη­σιώ­τες οι πιο πολ­λοί. Μα­ζί και κά­ποιοι ντό­πιοι του­ρί­στες του Σ/Κ. Οι Ευ­ρω­παί­οι τα­ξι­δεύ­ουν στο νη­σί αε­ρο­πο­ρι­κώς, για να πά­νε στο Club Mediteranée, σε μια γει­το­νι­κή νη­σί­δα. Οι με­γα­λο­πα­ρά­γο­ντες του νη­σιού και οι λοι­ποί με­γα­λό­σχη­μοι εί­χαν βο­λευ­τεί μα­γι­κά στις σκιές, οι υπό­λοι­ποι ψη­νό­μα­σταν. Εξω­πραγ­μα­τι­κά φλο­γε­ρή η αμεί­λι­κτη αί­σθη­ση μα­στού­ρας. Κά­ποια στιγ­μή το πλοίο άρ­χι­σε να πη­γαί­νει ακό­μη πιο αρ­γά. Μέ­χρι που στα­μά­τη­σε. Γύ­ρω-γύ­ρω πολ­λά τα νη­σιά, η υγρα­σία να κολ­λά­ει στο δέρ­μα, η θά­λασ­σα ακύ­μα­ντη, λά­δι. Και πολ­λή κά­ψα. Γε­νι­κή ανη­συ­χία: Έπρε­πε να φτά­σου­με μέ­ρα, η απο­βί­βα­ση θα ήταν δύ­σκο­λη. Δεν ξέ­ρω αν ήταν μια προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη έκ­πλη­ξη, όπως κυ­κλο­φό­ρη­σε, ή αν ήταν μια κα­λή ιδέα για να ηρε­μή­σουν οι μαύ­ροι. (Άμα ανη­συ­χή­σουν πο­λύ γί­νο­νται άγριοι και εί­ναι απρό­βλε­πτοι): Ο μου­σι­κός θα έδι­νε μια συ­ναυ­λία κά­τω από τον ήλιο με­σο­πέ­λα­γα. Για τους φτω­χούς συ­μπα­τριώ­τες του που δεν εί­χαν τα μέ­σα για να τον ακού­σουν στη συ­ναυ­λία στο νη­σί. Γρή­γο­ρα ήχη­σαν ζε­στές οι πρώ­τες νό­τες στη ντά­λα του με­ση­με­ριού. Λει­τούρ­γη­σε και η μι­κρο­φω­νι­κή. Και ξαφ­νι­κά, χο­ρός. 
Όλες οι νέ­γρες ήθε­λαν να χο­ρέ­ψουν με μέ­να και τον Φε­ντε­ρί­κου. Με­γά­λο πρά­μα να έχεις σω­μα­τι­κή επα­φή με λευ­κό (ή λευ­κή). Των αδυ­νά­των αδύ­να­τον να πού­με όχι. Λιώ­σα­με κά­τω από τον ήλιο. Μου έρ­χο­νταν στο νου οι στί­χοι του τρα­γου­διού του Τσι­τσά­νη: «Αρα­πί­νες λά­γνες, ξε­δο­ντιά­ρες…». (Λά­θος, αλ­λά και σω­στό). Τε­λι­κά μας πα­ρέ­συ­ρε το κύ­μα. Λι­κνι­ζό­μα­σταν ηδο­νι­κά. Οι τρο­πι­κοί έχουν τον τρό­πο τους να ξε­λο­γιά­ζουν. Πε­ρά­σα­με τέ­λεια. Το πλοίο ξα­να­πή­ρε μπρος και άρ­χι­σε να λι­κνί­ζε­ται στην αύ­ρα του απο­με­σή­με­ρου.
Φτά­σα­με στο Μπου­μπά­κε σού­ρου­πο. Το «λι­μά­νι» ήταν ένα από­κρη­μνος όρ­μος. Ένας νε­α­ρός, ο Πά­ου­λου, μας πή­ρε τα πράγ­μα­τα και μας βο­ή­θη­σε να βγού­με πα­τώ­ντας στην κου­πα­στή και σκαρ­φα­λώ­νο­ντας στα δύ­σβα­τα βρά­χια. Ζό­ρι­κο. Νη­σιώ­της και ο Πά­ου­λου, φοι­τη­τής του Φε­ντε­ρί­κου στη Νο­μι­κή του Μπι­σά­ου, που τη διοι­κού­σαν πέ­ντε Πορ­το­γά­λοι με­τα­πτυ­χια­κοί, με­τα­ξύ των οποί­ων και ο Φε­ντε­ρί­κου. Και δί­δα­σκαν όλα τα μα­θή­μα­τα σε όλα τα έτη.
Δια­σχί­σα­με την πο­λί­χνη, δη­λα­δή την «τα­μπάν­κα», όπως τη λέ­νε, ένα σύ­νο­λο από κα­λύ­βες γύ­ρω από μια χού­φτα κυ­βερ­νη­τι­κά κτή­ρια, χτι­στά. Μια φα­βε­λο­κα­τά­στα­ση εν ολί­γοις. Κα­τευ­θυν­θή­κα­με προς τα μπαν­γκα­λό­ους μιας γει­το­νι­κής πα­ρα­λί­ας. Από­στα­ση μι­σής ώρας. Ο Πά­ου­λου μας έδι­νε πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το νη­σί. Και μας ορ­μή­νευε. Μια στιγ­μή μας έδει­ξε στο σύ­θα­μπο τα ξύ­λι­να μπαν­γκα­λό­ους κά­τω από τα πυ­κνά δέ­ντρα της ζού­γκλας. Εί­πε να προ­σέ­χου­με τα βρά­δια. Υπήρ­χαν λέ­ει στο νη­σί κά­τι πρά­σι­να φί­δια, γύ­ρω στο ένα μέ­τρο, που συ­χνά­ζουν σε τό­πους χλο­ε­ρούς, κά­τω από δέ­ντρα. Κυ­κλο­φο­ρούν τη νύ­χτα. Τα λέ­νε του­τού. Επι­κίν­δυ­νο το δά­γκω­μά τους. Από αυ­τό εί­χε πε­θά­νει μια γυ­ναί­κα την πε­ρα­σμέ­νη βδο­μά­δα. (Το εί­χε πει και το ρά­διο.) Πε­θαί­νεις στο τέ­ταρ­το. Εκτός και αν έχεις μα­ζί σου ένε­ση με το αντί­δο­το. Δεν εί­χα­με. «Ιστο­ρί­ες (των αγρί­ων) για πο­λι­τι­σμέ­νους», σκέ­φτη­κα.
Ήμα­σταν εί­κο­σι μέ­τρα από το πρώ­το μπαν­γκα­λό­ου, το δι­κό μας. Ακού­στη­κε ένα σούρ­σι­μο στα χόρ­τα, ένας συ­ρι­στι­κός ήχος και με­τά ένας ξε­ρός ήχος. Ο Πά­ου­λου άνα­ψε το φα­κό του. Το μα­χαί­ρι του εί­χε μπη­χτεί μες στο πη­χτό σκο­τά­δι στο κε­φά­λι του φι­διού και το εί­χε καρ­φώ­σει στο χώ­μα. Το σώ­μα του φι­διού κυ­μά­τι­ζε. Χο­ρο­γρα­φία θα­νά­του. Ο Φε­ντε­ρί­κου, μα­νιώ­δης ερα­σι­τέ­χνης φω­το­γρά­φος, προ­σπα­θού­σε να βά­λει φλας στη μη­χα­νή του για το απα­θα­να­τί­σει. (Κυ­ριο­λε­κτι­κά, το φί­δι αρ­γό­σβη­νε). Εγώ έβα­λα τις φω­νές και κι­νή­θη­κα προς το μπαν­γκα­λό­ου. Ο Πά­ου­λου μά­ζε­ψε το μα­χαί­ρι που εί­χε εκ­σφεν­δο­νί­σει, το σκού­πι­σε στο μπλου­ζά­κι του και το έβα­λε στην κω­λό­τσε­πη, επι­μέ­νο­ντας σε­μνά αλ­λά στα­θε­ρά πως έπρε­πε να την κά­νου­με, τα του­τού σπά­νια κυ­κλο­φο­ρούν μό­να. Ο φω­το­γρα­φι­κός οί­στρος του Φε­ντε­ρί­κου τον εγκα­τέ­λει­ψε από­το­μα.
Μπή­κα­με στο μπαν­γκα­λό­ου. Ο Πά­ου­λου έβα­λε πε­τρέ­λαιο στη γεν­νή­τρια και ανά­ψα­με το φως. Εξέ­τα­σε εξο­νυ­χι­στι­κά τις γω­νί­ες, τις ντου­λά­πες, το χώ­ρο κά­τω από τα κρε­βά­τια. Κά­τι πά­τη­σε που έκα­νε κλατς. Δε θέ­λη­σα να ξέ­ρω τι ήταν. Ήμα­σταν σε μια λι­τή, ξύ­λι­νη, βουλ­γά­ρι­κη τρο­χό­βι­λα με μι­κρά πα­ρά­θυ­ρα – για τους κρύ­ους χει­μώ­νες στα χει­μα­διά της Ρο­δό­πης, σκέ­φτη­κα. (Η χώ­ρα μό­λις πριν λί­γα χρό­νια εί­χε βγει από τη ζώ­νη επιρ­ρο­ής του ανα­το­λι­κού μπλοκ, όταν αυ­τό εί­χε πια δια­λυ­θεί ‒ Βούλ­γα­ροι ήταν μέ­χρι πρό­τι­νος και οι κα­θη­γη­τές στη Νο­μι­κή). Ο Πά­ου­λου εί­πε να προ­σέ­χου­με, γε­νι­κά. Και το πρωί να μην τα­ρα­χτού­με όταν, κα­τά τις δέ­κα, θα ακού­γα­με δυ­να­τό θό­ρυ­βο. Θα ήταν από το αε­ρο­πλα­νά­κι που θα προ­σγειω­νό­ταν στο μο­να­δι­κό αε­ρο­δρό­μιο του Αρ­χι­πε­λά­γους, ένα χι­λιό­με­τρο πιο κά­τω στην πα­ρα­λία. Όταν θα εί­χαν διώ­ξει τα κα­τσί­κια από τους «δια­δρό­μους», με­τά τη πρω­ι­νή βο­σκή τους. Το μπαρ στην πα­ρα­λία άνοι­γε για πρω­ι­νό στις έντε­κα. Ο Πά­ου­λου με­τά μας κα­λη­νύ­χτη­σε και έφυ­γε. Ού­τε λό­γος να βγού­με έξω για φα­γη­τό.
Ήμα­σταν χε­σμέ­νοι. Ευ­τυ­χώς δε μας έπια­σε και χέ­σι­μο. Για­τί οι τουα­λέ­τες ήταν έξω, στο σκο­τά­δι, κά­τω από τα δέ­ντρα και δεν εί­χα­με φα­κό. Για κα­τού­ρη­μα θα χρη­σι­μο­ποιού­σα­με, σε πρώ­τη φά­ση, τα δυο πο­τή­ρια του μπαν­γκα­λό­ου. Δεν θα έφτα­ναν, όσο και να εί­χα­με αφυ­δα­τω­θεί στον ήλιο του κα­τα­στρώ­μα­τος. Ο Φε­ντε­ρί­κου θυ­μή­θη­κε πως εί­χε ένα πλα­στι­κό μπου­κά­λι με νε­ρό. Εί­πε να το χύ­σου­με, για να μην το πιού­με και να έτσι μειώ­σου­με το κα­τού­ρη­μα. Και να το χρη­σι­μο­ποιού­με και αυ­τό το βρά­δυ δί­κην κοι­νού δο­χεί­ου νυ­κτός. Από κοι­νού. Ένιω­σα συ­ντρο­φι­κά. Γί­να­με γρή­γο­ρα πο­λύ φί­λοι με τον Φε­ντε­ρί­κου. Ο φό­βος φέρ­νει κο­ντά τους αν­θρώ­πους. Μου έστει­λε τα­χυ­δρο­μι­κά και κά­ποιες φω­το­γρα­φί­ες που εί­χε εμ­φα­νί­σει ο ίδιος από εκεί­νο το τε­τρα­ή­με­ρο στο Μπου­μπά­κε.


Προς ακρό­α­ση ένα σου­ξέ της επο­χής στα μέ­ρη εκεί­να

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: