Ποιήματα

Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης


Ο Ισπα­νός ποι­η­τής Jaime Gil de Biedma y Alba (1929-1990), ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους Ισπα­νούς του 20ού αιώ­να, κα­τα­τάσ­σε­ται στη λε­γό­με­νη Γε­νιά του ’50. Δη­λα­δή την πρώ­τη με­τεμ­φυ­λια­κή «λο­γο­τε­χνι­κή γε­νιά» της χώ­ρας, η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει ποι­η­τές και πε­ζο­γρά­φους όπως τους Joan Ferraté, Gabriel Ferrater, Jaime Salinas Bonmatí, Carlos Barral, José Agustín Goytisolo, Juan Marsé, Ángel González, Claudio Rodríguez και τον José Ángel Valente, τον πρώ­το με­τα­φρα­στή του Κα­βά­φη στα ισπα­νι­κά, σε συ­νερ­γα­σία με την Elena Vidal. O ίδιος, βέ­βαια, υπο­στή­ρι­ζε πως οι «λο­γο­τε­χνι­κές γε­νιές» ήταν, εί­ναι και θα εί­ναι απο­κυ­ή­μα­τα της δη­μιουρ­γι­κής φα­ντα­σί­ας των εκ­δο­τών για να κε­ντρί­ζουν διαρ­κώς το εν­δια­φέ­ρον του κοι­νού.

Σπού­δα­σε νο­μι­κά στην Βαρ­κε­λώ­νη και στην Σα­λα­μάν­κα, έζη­σε στο Λον­δί­νο για να μά­θει αγ­γλι­κά προ­κει­μέ­νου να ει­σέλ­θει στο δι­πλω­μα­τι­κό σώ­μα, απέ­τυ­χε στις εξε­τά­σεις και, στη συ­νέ­χεια, δεν του επε­τρά­πη να δι­δά­ξει στο πα­νε­πι­στή­μιο (1953, λό­γω της ομο­φυ­λο­φι­λί­ας του. Ερω­το­τρό­πη­σε με τον μαρ­ξι­σμό αλ­λά δεν έγι­νε δε­κτός στο, πα­ρά­νο­μο τό­τε, PSUC (Ενο­ποι­η­μέ­νο Σο­σια­λι­στι­κό Κόμ­μα Κα­τα­λο­νί­ας), το 1964, επί­σης λό­γω της ομο­φυ­λο­φι­λί­ας του. Κα­τα­γό­με­νος από δυο με­γά­λα «τζά­κια» της ελίτ της χώ­ρας, το ένα κα­στι­λιά­νι­κο και το άλ­λο κα­τα­λα­νι­κό, λό­γω ομο­φυ­λο­φι­λί­ας αλ­λά και μαρ­ξι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας κα­τέ­λη­ξε να εί­ναι το μαύ­ρο πρό­βα­το της οι­κο­γέ­νειας. Μέ­χρι που βρή­κε/του βρή­καν δου­λειά στην ισπα­νι­κή Compañía General de Tabacos de Filipinas (Γε­νι­κή Εται­ρία Προ­ϊ­ό­ντων Κα­πνού των Φι­λιπ­πί­νων), και έφυ­γε για να ζή­σει για χρό­νια μα­κριά, στη Μα­νί­λα, που έγι­νε η δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα του.

Στη ποί­η­σή του εί­ναι εμ­φα­νές το (ομο)ερω­τι­κό στοι­χείο αλ­λά και η πι­κρή και αμεί­λι­κτη κοι­νω­νι­κή και, εμ­μέ­σως, πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή της ζο­φε­ρής και σκο­τα­δι­στι­κής φραν­κι­κής Ισπα­νί­ας αλ­λά και της γκρί­ζας με­τα­πο­λε­μι­κής Ευ­ρώ­πης εν γέ­νει. Έντο­να πε­σι­μι­στής, επη­ρε­α­σμέ­νος, κα­τά κύ­ριο λό­γο, από τον Έλιοτ των «Κουαρ­τέ­των», αλ­λά και τον Όντεν και τον Σπέ­ντερ, και γε­νι­κά την αγ­γλι­κή πα­ρά­δο­ση. Σε ευ­θεία αντί­θε­ση με την ισπα­νι­κή ποί­η­ση μέ­χρι τό­τε, που ήταν, μάλ­λον, «στραμ­μέ­νη» προς την Γαλ­λία. Κι­νεί­ται ανά­με­σα στον εξο­μο­λο­γη­τι­κό τό­νο, απει­κο­νί­ζο­ντας ανα­μνή­σεις και σκέ­ψεις από ομο­ε­ρω­τι­κές εμπει­ρί­ες, κα­θώς και μια με­λαγ­χο­λι­κή και πο­λύ στο­χα­στι­κή μα­τιά στη ζωή του απλού αν­θρώ­που σε μια σκο­τει­νή επο­χή μειω­μέ­νων προσ­δο­κιών και χα­μη­λών πτή­σε­ων. Με μι­κρές ανα­πά­ντε­χες λάμ­ψεις χα­ράς, πα­ρε­μπι­πτό­ντως. Ανά­λο­γη ανα­πά­ντε­χα με τη δι­κή μας σή­με­ρα, τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών· έχει ο και­ρός γυ­ρί­σμα­τα.
Πα­ρά τις ανα­φο­ρές του στη λο­γο­τε­χνία και τον πο­λι­τι­σμό εν γέ­νει, δε θέ­λη­σε να εί­ναι ένας λό­γιος ποι­η­τής, εξάλ­λου απέ­φευ­γε τον πο­λύ συγ­χρω­τι­σμό με κύ­κλους λο­γί­ων και καλ­λι­τε­χνών. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια γλώσ­σα μάλ­λον και απέ­ριτ­τη κα­θη­με­ρι­νή, άλ­λο­τε εί­ναι ερ­μη­τι­κός και άλ­λο­τε εκ­πλη­κτι­κά δια­φα­νής, έως και προ­φα­νής.
Ο Χάι­με Χιλ δε Μπιέ­ντμα δεν έπα­ψε να εί­ναι ένας από τους αγα­πη­μέ­νους ποι­η­τές πολ­λών γε­νε­ών Ισπα­νών. Θε­ω­ρεί­ται ο πρό­δρο­μος της ποί­η­σης της εμπει­ρί­ας, σε συν­δυα­σμό με τις πο­λι­τι­στι­κές ανα­φο­ρές (culturalismo), η οποία έμελ­λε να συ­νε­χί­σει κυ­ριαρ­χη­σει για χρό­νια στην ισπα­νι­κή ποί­η­ση. Εί­χε, ακό­μη, το θλι­βε­ρό προ­νό­μιο να εί­ναι από τους πρώ­τους επι­φα­νείς Ισπα­νούς δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες που ασθέ­νη­σαν και πέ­θα­ναν από aids.




(Από τα αγαπημένα τραγούδια του ποιητή, το τραγουδούσε την εποχή της ασθένειας)

Και τα τρία πα­ρα­τι­θέ­με­να ποι­ή­μα­τα προ­έρ­χο­νται από τον τό­μο “Las personas del verbo” που συ­γκε­ντρώ­νει το σύ­νο­λο του έρ­γο του, το οποίο δεν εί­ναι ιδιαί­τε­ρα πλού­σιο, για­τί από μια χρο­νι­κή στιγ­μή έπα­ψε να γρά­φει ποί­η­ση, δη­λώ­νο­ντας πως «το φυ­σιο­λο­γι­κό δεν εί­ναι να γρά­φει κα­νείς, αλ­λά να δια­βά­ζει». Στο δεύ­τε­ρο ποί­η­μα εί­ναι σα­φώς ανι­χνεύ­σι­μη μια τολ­μη­ρή και πο­λύ­ση­μη ανα­βί­ω­ση/ανα­νέ­ω­ση/με­τα­φο­ρά στον σύγ­χρο­νο κό­σμο της μα­δρι­γα­λι­κής πα­ρά­δο­σης της υστε­ρο­με­σαιω­νι­κής και της ανα­γεν­νη­σια­κής ποί­η­σης: ο πα­ρά­νο­μος ερα­στής έχει μπει στα κρυ­φά στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα της αγα­πη­μέ­νης και ο «φί­λος» του φυ­λά­ει τσί­λιες και τον ει­δο­ποιεί, το χά­ρα­μα, πως εί­ναι ώρα να φεύ­γει. Το τρί­το ποί­η­μα, μια ανά­σα αι­σιο­δο­ξί­ας, εμπνέ­ε­ται από ένα τα­ξί­δι την Ελ­λά­δα, πε­ρι­γρά­φο­ντας ένα πέ­ρα­σμα από έναν λαϊ­κό τό­τε, τό­τε, σο­κά­κι της Πλά­κας και εί­ναι, όπως θα πε­ρί­με­νε κα­νείς, από τα λί­γα με­τα­φρα­σμέ­να στη χώ­ρα μας, σε blogs και sites.
Για τα δύο πρώ­τα έχουν γί­νει συ­χνά σε ερ­γα­στή­ρια του Κέ­ντρο Γλωσ­σών και Πο­λι­τι­σμών της Ιβη­ρι­κής και της Λ. Αμε­ρι­κής Abanico από­πει­ρες συλ­λο­γι­κής λο­γο­τε­χνι­κής με­τά­φρα­σης συ­ντο­νι­ζό­με­να από τον υπο­γρά­φο­ντα. Οι με­τα­φρα­στι­κές εκ­δο­χές ήταν πολ­λές και ποι­κί­λες. Ο ποι­η­τής δύ­σκο­λα με­τα­φρά­ζε­ται. Συν­δυά­ζει πυ­κνό­τη­τα και απλό­τη­τα. Οι με­τα­φρά­σεις τους όμως εδώ ανή­κουν στον υπο­γρά­φο­ντα, όπως και η με­τά­φρα­ση του τρί­του ποι­ή­μα­τος.



ΥΓ. Στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας  ως τις 3/11 υπάρχει μια ενδιαφέρουσα έκθεσή αφιερωμένη στον Jaime Gil de Biedma με τίτλο «Με το πλήρωμα του χρόνου».

Ποιήματα



Οι φα­νε­ρω­μέ­νοι

Σή­με­ρα ήταν, το πρωί
στη μέ­ση του δρό­μου.
                    Πε­ρί­με­να
μα­ζί με τους άλ­λους, μπρο­στά στη διά­βα­ση πε­ζών,
και ξαφ­νι­κά αι­σθάν­θη­κα κά­τι σαν ένα ελα­φρύ άγ­γιγ­μα,
σχε­δόν σα μια ικε­σία στο μα­νί­κι.
                                Και ύστε­ρα,
ενώ περ­νού­σα απέ­να­ντι βια­στι­κά,
την οπτα­σία από μά­τια φο­βε­ρά, που εί­χαν ανα­δυ­θεί
κι εγώ δεν ξέ­ρω από ποιο επώ­δυ­νο κε­νό.

Γε­γο­νός εί­ναι πως αυ­τό συμ­βαί­νει
υπερ­βο­λι­κά συ­χνά.
                                 Κι ωστό­σο,
του­λά­χι­στον σε κά­ποιους από μας,
αφή­νει ένα ίχνος φευ­γα­λέ­ας δυ­σφο­ρί­ας
ένα κά­ποιο συ­ναί­σθη­μα ενο­χής.
                                Θυ­μά­μαι
επί­σης, ήταν μια όμορ­φη βρα­διά
που γύ­ρι­ζα στο σπί­τι… Μια γυ­ναί­κα
που σω­ριά­στη­κε πλάι μου, δι­πλώ­θη­κε
πά­νω στο κορ­μί της, σιω­πη­λά
και με μια βρα­δύ­τη­τα απί­στευ­τη – την κρά­τη­σα
από τις μα­σχά­λες, με το πρό­σω­πο για μια στιγ­μή,
γέ­ρι­κο, σχε­δόν να αγ­γί­ζει το δι­κό μου.
Και ύστε­ρα, χω­ρίς να έχει συ­νέρ­θει ακό­μα,
στύ­λω­σε κά­τι μά­τια όπου τί­πο­τα
δεν διά­βα­ζες, μο­νά­χα τη σκέ­τη στέ­ρη­ση
που μου έκ­φρα­ζε τις ευ­χα­ρι­στί­ες της.
                                Στρά­φη­κα
με την ψυ­χή πε­ρί­λυ­πη για να τη δω να κα­τη­φο­ρί­ζει.

Δεν ξέ­ρω πώς να το εξη­γή­σω, εί­ναι
λες σαν και τα πά­ντα,
λες σαν κι ο κό­σμος γύ­ρω

να εί­χε στα­μα­τή­σει
αλ­λά να συ­νέ­χι­ζε εν κι­νή­σει
κυ­νι­κά, λες
και τί­πο­τα, λες και τί­πο­τα να μην ήταν αλή­θεια.
Η πα­ρου­σία κά­θε νε­κρο­ζώ­ντα­νου
που περ­νά, κά­θε πε­ρί­λυ­πο κορ­μί, που
δεν προ­α­ναγ­γέλ­λει θά­να­το, λέ­ει πως ο θά­να­τος βρι­σκό­ταν
ήδη εν αγνοία ανά­με­σά μας.

Έρ­χο­νται
από εκεί, πέ­ρα απ’ τα τάρ­τα­ρα και το θειά­φι,
από τα βου­βά
ορυ­χεία της πεί­νας και του πλή­θους.
Και ού­τε καν ξέ­ρουν ποιοι εί­ναι:
τους ξε­θά­ψα­νε εν ζωή.



Εω­θι­νό

Ξύ­πνα. Εί­ναι πιο κρύο το κρε­βά­τι πια,
στο πά­τω­μα ριγ­μέ­να βρώ­μι­κα σε­ντό­νια.
Κι από της τζα­μα­ρί­ας τις λε­πτές κο­λώ­νες
                         αρ­χί­ζει να χα­ρά­ζει,
ζαρ­τιέ­ρα γυ­ναι­κεία και πα­νω­φό­ρι επο­χής
                        το χρώ­μα γύ­ρω μοιά­ζει.

Ξύ­πνα και σκέ­ψου πως ο θυ­ρω­ρός
της νύ­χτας σι­γά-σι­γά αρ­χί­ζει να σας κα­λεί.
Τη σι­γα­λιά αφου­γκρά­σου: πί­σω από ένα άλ­λο,
εκεί πέ­ρα μα­κριά, ηχεί και λα­χα­νιά­ζει
το τραμ αυ­τό που στη δου­λειά σε πά­ει.
                         Έφτα­σε η ώρα που χα­ρά­ζει.

Θα στοι­βα­χτού­νε τα άν­θη ένα σω­ρό
στων πω­λη­τών τους πά­γκους μες στις Ρά­μπλας
και τα που­λιά θα τι­τι­βί­ζουν —τα πα­νά­θλια—
μες στα πλα­τά­νια, βλέ­πο­ντας την επι­στρο­φή
της μαύ­ρης αν­θρω­πό­τη­τας, που στο κρε­βά­τι πά­ει
                         όταν τε­λι­κά χα­ρά­ζει.

Την κά­μα­ρα που πλά­για­σες θυ­μή­σου.
Χώ­σε το κε­φά­λι μες στα μα­ξι­λά­ρια,
νιώ­θο­ντας ακό­μη τον ερε­θι­σμό και το κρύο
                            που κά­νει όταν χα­ρά­ζει,
πλάι στο κορ­μί που από χθες διαρ­κώς
                             μας ξε­λο­γιά­ζει,

και σκέ­ψου πως θα ‘πρε­πε να ση­κω­θείς.
Το σπί­τι σκέ­ψου, ακό­μα σκο­τει­νό,
όπου θα μπεις ν’ αλ­λά­ξεις φο­ρε­σιά,
κα­θώς και το γρα­φείο, το νου σου να νυ­στά­ζει,
και άλ­λα πράγ­μα­τα πολ­λά που έρ­χο­νται με την αυ­γή.
                               σαν πιά­νει να χα­ρά­ζει.

Πα­ρό­τι στο πλάι σου τον ψί­θυ­ρο ακούς
από μιαν άλ­λη ανα­πνοή. Πα­ρό­τι απο­ζη­τάς να βρεις,
κει στους μη­ρούς ανά­με­σα, λι­γά­κι ζε­στα­σιά,
—αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νος που ανα­τρι­χιά­ζει.
Πα­ρό­τι ο έρω­τας ακό­μη εί­ναι γλυ­κός,
                         κα­θώς γλυ­κο­χα­ρά­ζει.

— Πλάι στο κορ­μί που από χθες διαρ­κώς με ξε­λο­γιά­ζει
εντε­λώς γυ­μνό, το φως ν’ ανά­ψω άσε με
για ένα φι­λί στο πρό­σω­πο,
                         την ώρα που χα­ρά­ζει.
Δεν εί­ναι από ηδο­νή, μα επει­δή ξέ­ρω κα­λά
                         τι μέ­ρα πλη­σιά­ζει.


Η οδός Παν­δρό­σου

Πο­λυα­γα­πη­μέ­νες ει­κό­νες της Αθή­νας.

Στη γει­το­νιά της Πλά­κας,
δί­πλα στο Μο­να­στη­ρά­κι,
ένας πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νος δρό­μος με πολ­λά μα­γα­ζιά.

Αν κά­ποιος που με αγα­πά
πά­ει κα­μιά φο­ρά στην Ελ­λά­δα
και πε­ρά­σει από εκεί, ει­δι­κά το κα­λο­καί­ρι,
ας του δώ­σει τους χαι­ρε­τι­σμούς μου.

Ήταν μια Δευ­τέ­ρα του Αυ­γού­στου
με­τά από μια φο­βε­ρή χρο­νιά, εί­χα μό­λις φτά­σει.
Θυ­μά­μαι πως ξαφ­νι­κά αγά­πη­σα τη ζωή,
για­τί ο δρό­μος μύ­ρι­ζε
κου­ζί­να και δέρ­μα από πα­πού­τσια.



Ποι­ή­μα­τα του Χάι­με Χιλ δε Μπιέ­ντμα εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί και άλ­λο­τε, στον έντυ­πο Χάρ­τη, σε με­τά­φρα­ση του Τά­σου Δε­νέ­γρη:

Ποιήματα
Ποιήματα
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: