Μετάφραση: Πωλίνα Δημέα
Η μητέρα μου με ρωτάει συνεχώς
― Πότε θα παντρευτείς;
ο πατέρας μου με κοιτάζει πάνω από την εφημερίδα, περιμένουν και οι δύο την απάντηση, λέω
―Όταν βρω την κατάλληλη γυναίκα
και κάθομαι στην άλλη άκρη του καναπέ με το οικονομικό ένθετο, που ο πατέρας μου δεν διαβάζει και εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου, έχει όμως τα δύο σκίτσα με τις επτά διαφορές στο κάτω μέρος της σελίδας, κυκλώνω τη μία (το μεγαλύτερο καπέλο σε ένα από τα τετράγωνα), κυκλώνω τη δεύτερη (τέσσερα λουλούδια σε ένα από τα βάζα, πέντε στο άλλο), δεν βρίσκω την τρίτη, βάζω τα γυαλιά στο σακάκι, διπλώνω την εφημερίδα, σηκώνομαι, απαντώ στη μητέρα μου.
―Mόλις βρω μια σαν εσένα, φτιάχνοντας τη
τη γραβάτα, γιατί μου αρέσουν τα πράγματα τακτοποιημένα, η μητέρα μου επιστρέφει ταπεινά στο βελονάκι της
― Σαν εμένα θα βρεις πολλές
αυτή που κάθε εβδομάδα υπενθυμίζει στον πατέρα μου
― Ούτε στα όνειρά σου τέτοια τύχη που με γνώρισες
ο πατέρας μου τη λοξοκοιτάζει
― Το ακούσαμε και αυτό
εγώ στον πατέρα μου
― Εδώ η μαμά έχει δίκιο, ήσουν τυχερός
ο πατέρας μου κλείνει το μάτι
― Τέτοιες γυναίκες τις βρίσκεις με το τσουβάλι
ενώ περιεργάζεται ένα κουμπί στο πουκάμισο, η μητέρα μου σε εμένα, απορροφημένη στο πλέξιμο, έκπληκτη με την τόλμη της
― Δεν πιστεύω να είσαι απ’ τους άλλους;
ο πατέρας μου την επιπλήττει αμέσως
―Ελοΐζα
εγώ αλλάζω θέση στη μπαλαρίνα στη σιφονιέρα
― Μην αγχώνεσαι, δεν είμαι
η μητέρα μου, στρέφοντας το πρόσωπο σε εμένα, γεμάτη ενοχές
― Αστειεύτηκα, φυσικά
ο πατέρας μου που εξακολουθεί να είναι θυμωμένος
― Με κάποια πράγματα δεν αστειευόμαστε
εγώ στον πατέρα μου
― Μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά, θα πεθάνεις γρήγορα
ο πατέρας μου σε εμάς τους δύο
― Γίνεται ο δικός μου γιος να είναι απ’ τους άλλους;
εγώ στον πατέρα μου
― Αφού είναι ξεκάθαρο ότι δεν ισχύει, δεν υπάρχει λόγος να εξάπτεσαι
ο πατέρας μου στο πουθενά
― Προκαλούμε την τύχη μας με αυτά που λέμε
η μητέρα μου μετά από μια παύση σύντομη και συνάμα μακρά
― Μα στην περίπτωση του δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας
εγώ στη μητέρα μου
― Είπες μεγάλη αλήθεια τώρα, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας
η μητέρα μου σε εμένα
― Θέλω να γίνω γιαγιά, να έχω έναν πιτσιρίκο εδώ στο σπίτι
εγώ στη μητέρα μου
― Θα γίνεις, και νωρίτερα από όσο νομίζεις
και στον πατέρα μου, κουβέντες μεταξύ αντρών
― Αρχίζω να διακρίνω κάποιες ενδιαφέρουσες περιπτώσεις
ο πατέρας μου σε εμένα
― Εκεί στο γραφείο, γιε μου;
εγώ στον πατέρα μου
― Όχι μόνο στο γραφείο
ο πατέρας μου αισιόδοξος
― Με προσοχή όμως, με αργά βήματα, να τη γνωρίσεις καλά πρώτα
εγώ στον πατέρα μου
― Κλείνω τα σαράντα, δεν είμαι κανένα αγγελούδι
ο πατέρας μου σε εμένα
― Εμείς, οι άντρες, όλοι αγγελούδια είμαστε
εγώ στον πατέρα μου
― Με τη μαμά αγγελούδι ήσουν, πατέρα;
η μητέρα σε εμένα
― Ο πατέρας σου ήξερε τι έκανε, με κέρδισε με τα ωραία λόγια του
επαναλαμβάνει με νοσταλγία στον εαυτό της
― Αχ αυτά τα λόγια του
ο πατέρας μου σε εμένα
― Αυτή τα έκανε όλα, με το που με είδε, με τύλιξε μια για πάντα
η μητέρα μου σε εμένα με μια αγανακτισμένη ικανοποίηση
― Βλέπεις το θράσος του;
εγώ στη μητέρα μου και τον πατέρα μου
― Και οι δύο ξέρατε τι κάνατε, και τέλος
η μητέρα μου σε μένα
― Αυτός πιο πολύ από μένα
ο πατέρας μου σε εκείνη
― Ποιος ήταν στην τελική ο άντρας;
εγώ στη μητέρα μου και τον πατέρα μου
― Άξιζε, δεν άξιζε τον κόπο;
ο πατέρας μου χτυπάει ελαφρά τη μητέρα μου στο γόνατο
― Είναι στιγμές που φαίνεται πως άξιζε
η μητέρα μου στον πατέρα μου
― Αν εξαιρέσεις την ιστορία με την Εσμεράλντα, νομίζω πως άξιζε τον κόπο
εγώ στη μητέρα μου
― Και αμέσως μετά κάνατε εμένα
η μητέρα μου σε εμένα με ένα χαμόγελο απροσδόκητα ντροπαλό
― Δεν χάσαμε χρόνο, ούτε δυσκολευτήκαμε.
ο πατέρας μου πανευτυχής
―Ένα αγόρι που μόνο χαρές μας έχει δώσει
η μητέρα μου προσθέτει εμφατικά
― Καλός μαθητής, καλός άνθρωπος, υπάκουος, πράος
ο πατέρας μου σε εμένα
― Ήμασταν, βλέπεις, πολύ τυχεροί
η μητέρα μου στον πατέρα μου
― Όντως ήμασταν πολλοί τυχεροί
ο πατέρας μου σε εμένα
― Αν είναι συνάδελφος απ’ το γραφείο, πάρε τον χρόνο σου, να τη γνωρίσεις καλά
η μητέρα μου σε εμένα
― Μην βιαστείς να ενθουσιαστείς
ο πατέρας μου σε εμένα
― Με το μαλακό, γιε μου, με το μαλακό
εγώ στους γονείς μου
― Απόψε θα πάω για μπιλιάρδο στη λέσχη, αν αργήσω, μην ανησυχήσετε
η μητέρα μου σε εμένα
―Η έγνοια μου είναι να μην αποκοιμηθώ και δεν ακούσω το κλειδί στην πόρτα, τόσα συμβαίνουν
εγώ στη μητέρα μου
― Θυμάσαι ότι σε λίγο πατάω τα σαράντα;
και έτσι, μετά το βραδινό, άλλαξα ρούχα, αρωματίστηκα, γυάλισα τα παπούτσια μου, έφτιαξα τα μαλλιά μου, τους έδωσα λίγο όγκο, κατέβηκα τις σκάλες χορεύοντας, είδα τη σκιά να με περιμένει, πλησίασα τη σκιά και φίλησα τον Το Μανέ πίσω από μια περίφραξη, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν μας έβλεπε κανείς.
Μετάφραση: Ελένη Βλάχου
Η μητέρα μου όλη την ώρα με ρωτάει:
―Εσύ πότε θα παντρευτείς;
ενώ ο πατέρας μου με κοιτάζει πίσω από την εφημερίδα του, και περιμένουνε και οι δυο τι θα απαντήσω, κι εγώ λέω
―Όταν βρω την κατάλληλη γυναίκα
και θρονιάζομαι στην άλλη άκρη του καναπέ, με το ένθετο της Οικονομίας που ο πατέρας μου δεν διαβάζει και που δεν με ενδιαφέρει αλλά που έχει τα δυο σκίτσα με τις εφτά διαφορές κάτω-κάτω στη σελίδα, κάνω έναν κύκλο γύρω από την μία (το καπέλο είναι πιο μεγάλο στο ένα πλαίσιο), κάνω έναν κύκλο γύρω από τη δεύτερη (τέσσερα μόνο λουλούδια σε ένα βάζο, πέντε στο άλλο), την τρίτη δεν την βρίσκω, φυλάω τα γυαλιά μου στο πανωφόρι μου, διπλώνω την εφημερίδα, σηκώνομαι, της απαντάω της μητέρας μου
―Μόλις βρω γυναίκα σαν εσένα διορθώνοντας
παράλληλα τη γραβάτα μου επειδή μου αρέσουνε τα σωστά τα πράγματα, η μητέρα μου, γυρνώντας στο πλεκτό της, μετριόφρων.
―Γυναίκες σαν εμένα έχει παντού
εκείνη, που κάθε βδομάδα υπενθυμίζει στον πατέρα μου
―Ούτε στον ύπνο σου τέτοια τύχη που ‘χες να με βρεις
ο πατέρας μου την λοξοκοιτάζει
―Για κοίτα κάτι πράματα
και λέω του πατέρα μου
―Σε αυτό έχει δίκιο η μαμά, τυχερός ήσουν
ο πατέρας μου, ενώ ταυτόχρονα μου κλείνει το μάτι
―Πάρε-πάρε, δυο δεκάρες η οκά, κι έχει σε κάθε γωνιά
ενώ παράλληλα περιεργάζεται ένα κουμπί στο πουκάμισό του, μου λέει η μητέρα μου, από το βάθος του πλεκτού, έκπληκτη από την ίδια της την τόλμη
―Δεν πιστεύω να ‘σαι αδερφή;
ο πατέρας μου αμέσως να την λογοκρίνει
―Ελοΐζα
κι εγώ μετακινώ την μπαλαρίνα στο ράφι
―Ηρέμησε, δεν είμαι
ώστε το κεφάλι της να δείχνει προς τα μένα, η μητέρα μου, με ενοχές,
―Αστειευόμουν προφανώς
ο πατέρας μου, που είναι ακόμα θυμωμένος
―Με κάποια πράγματα δεν κάνει να αστειευόμαστε
του λέω του πατέρα μου
―Μην τα παίρνεις όλα στα σοβαρά γιατί θα πεθάνεις μια ώρα αρχύτερα
μας λέει ο πατέρας μου και στους δυο μας
―Μα είναι δυνατό ο δικός μου ο γιος να είναι αδερφή;
του λέω του πατέρα μου
―Εφόσον είναι εμφανές πως δεν είναι δεν χρειάζεται να εξάπτεσαι
λέει ο πατέρας μου, μονολογώντας,
―Μερικά λόγια φέρνουν γρουσουζιά
λέει η μητέρα μου μετά από μια μικρή και ταυτόχρονα μεγάλη παύση
―Στη δική του την περίπτωση ασφαλώς δεν έχει φόβο
και της λέω της μητέρας μου
―Τώρα μάλιστα είπες μεγάλη αλήθεια δεν έχει φόβο για τίποτα
μου λέει η μητέρα μου
―Θα ήθελα να γίνω γιαγιά, να έχω ένα παιδάκι εδώ στο σπίτι
της λέω της μητέρας μου
―Και θα γίνεις πιο γρήγορα απ’ ό,τι νομίζεις, αγαπητή μου
και του πατέρα μου, μεταξύ ανδρών
―Αρχίζω να διακρίνω κάποιες υποθέσεις
και μου λέει ο πατέρας μου
―Στο γραφείο, γιε μου;
και του λέω του πατέρα μου
―Στο γραφείο κι όχι μόνο
ο πατέρας μου, όλο ελπίδα
―Αλλά να προσέχεις, να φυλάγεσαι, να την γνωρίσεις καλά πρώτα
και του λέω του πατέρα μου
―Σαρανταρίζω, αγαπητέ μου, δεν είμαι κάνα αγγελούδι
και μου λέει ο πατέρας μου
―Εμείς, οι άνδρες, αγγελούδια είμαστε όλοι μας
και του λέω του πατέρα μου
―Με τη μαμά αγγελούδι ήσουν, μπαμπά;
και μου λέει η μητέρα μου
―Ο πατέρας σου ήξερε τι έκανε, ήρθε και μου έλεγε γλυκόλογα
τα ξαναλέει μόνη της, νοσταλγώντας
―Και τι γλυκόλογα
μου λέει ο πατέρας μου
―Εκείνη τα έκανε όλα, με το που με είδε δεν με άφηνε
μου λέει η μητέρα μου, με αγανακτισμένη ικανοποίηση
―Μα κοίτα δω τι λέει, σαν δεν ντρέπεται!
λέω στη μητέρα και στον πατέρα μου
―Κι οι δυο μαζί το βάλατε το χεράκι σας, τελεία
μου λέει η μητέρα μου
―Εκείνος πιο πολύ
της λέει ο πατέρας μου
―Ε μα ποιος είναι ο άντρας της υπόθεσης;
λέω στη μητέρα μου και στον πατέρα μου
―Άξιζε τον κόπο ναι ή όχι;
ο πατέρας μου, βάζοντας την παλάμη στο γόνατο της μητέρας μου
―Πού και πού μου φαίνεται πως άξιζε
λέει η μητέρα μου του πατέρα μου
―Παρά την υπόθεση με την Εσμεράλδα, πιστεύω πως άξιζε
της λέω της μητέρας μου
―Και με κάνατε αμέσως
μου λέει η μητέρα μου, με ένα ξαφνικά συνεσταλμένο γελάκι
―Στο άψε σβήσε
λέει ο πατέρας μου, ικανοποιημένος
―Ένα παιδί που μόνο χαρές μας έδωσε
λέει η μητέρα μου, εμφατικά
―Καλός μαθητής, καλός άνθρωπος, υπάκουος, ήσυχος
μου λέει ο πατέρας μου
―Ήμασταν πολύ τυχεροί, να το ξέρεις
του λέει η μητέρα μου του πατέρα μου
―Πάρα πολύ τυχεροί
μου λέει ο πατέρας μου
―Αν είναι συνάδελφος από το γραφείο έχεις πιο πολύ χρόνο για να τη γνωρίσεις καλά
μου λέει η μητέρα μου
―Ναι, αλλά η βιάση ψήνει το ψωμί μα δεν το καλοψήνει
μου λέει ο πατέρας μου
―Λάου-λάου, γιε μου, λάου-λάου
λέω εγώ στους γονείς μου
―Έχω μπιλιάρδο στη Λέσχη απόψε, μην ανησυχήσετε αν αργήσω
μου λέει η μητέρα μου
―Εγώ πάντα φοβάμαι να κοιμηθώ πριν βάλεις το κλειδί στην κλειδαριά, τόσα μπορούν να γίνουν
της λέω της μητέρας μου
―Μα δεν σαρανταρίζω, αγαπητή μου;
κι έτσι, μετά το βραδινό, άλλαξα ρούχα, παρφουμαρίστηκα, λούστραρα τα παπούτσια μου, διόρθωσα το χτένισμά μου, φούντωσα την πλούσια κόμη μου, κατέβηκα τη σκάλα χοροπηδώντας χορευτικά πάνω στα σκαλιά, είδα τη σκιά που με περίμενε, πλησίασα την σκιά και φίλησα τον Το Μανέ, πίσω από έναν φράχτη, μόνο όταν ήμουν βέβαιος ότι δεν μας έβλεπε κανείς.