Forrό, από πολλές απόψεις! Δε θα βαρυστομαχιάστε, δεν θα βαρεθείτε

Γιάννης Ανδριανάτος, «Δείπνο αντιβαρύτητας», Gutenberg 2021

Forrό, από πολλές απόψεις! Δε θα  βαρυστομαχιάστε, δεν θα βαρεθείτε

Ενό­τη­τες της συλ­λο­γής:
Kαρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, Έντε­κα διά­λο­γοι, Μι­κροί Λαι­στρυ­γό­νες, Μαύ­ροι κύ­κνοι, Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, Από­στα­ξη φι­λιών. Πα­ράρ­τη­μα: 200 χρό­νια, 8 σα­τι­ρι­κά ση­μειώ­μα­τα. Γλωσ­σά­ρι

Ελά­τε άν­θρω­ποι να ανοί­ξω έναν στί­χο να κο­λα­τσί­σου­με.
(Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 31)
Πέ­σε, αλ­λά προς τα πά­νω… Ου­ρα­νό­τρυ­ση
(Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 128)
Μια εκτί­να­ξη προς τα μέ­σα. Ο πιο μα­κρι­νός προ­ο­ρι­σμός μας.
(Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 12)
Να βρεις τη σκά­λα που μπο­ρεί να βα­δι­στεί μό­νο προς τα πά­νω
(Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 117)



Με τα τρία, από τα τέσ­σε­ρα συ­νο­λι­κά που πα­ρα­θέ­τω, σύ­ντο­μα ποι­ή­μα­τα από το βι­βλίο, πα­ρα­βιά­ζω ανοι­χτές θύ­ρες, νο­μί­ζω, σε σχέ­ση με την απο­κω­δι­κο­ποί­η­ση του τί­τλου του βι­βλί­ου για όσους το έχουν ήδη δια­βά­σει: Εί­ναι μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των που λει­τουρ­γεί ως πρό­σκλη­ση σε ένα γεύ­μα λέ­ξε­ων και σκέ­ψε­ων με στό­χο να επι­τευ­χθεί μια κά­ποια «Ανώ­πτω­ση» (= τί­τλος ποι­ή­μα­τος στην σελ. 86, στην ενό­τη­τα Μαύ­ροι κύ­κνοι). Ή να ανα­γνω­σθούν/απαγ­γελ­θούν σε κα­τά­στα­ση «ανώ­πτω­σης».

Και­ρός να ερ­μη­νεύ­σω και τον λό­γο ύπαρ­ξης της «άγνω­στης λέ­ξης» στον τί­τλο του δι­κού μου κει­μέ­νου. Τo forrό εί­ναι μια βρα­ζι­λιά­νι­κη λαϊ­κή και δη­μο­φι­λής (pop) φιέ­στα ανοι­χτού χώ­ρου, κά­πως πα­νη­γυ­ριώ­τι­κη και πε­ρι­λαμ­βά­νου­σα, συ­νή­θως, και φα­γο­πό­τι. Κα­τά­γε­ται από την βο­ρειο­δυ­τι­κή πο­λι­τεία του Περ­να­μπού­κο. Κα­τ’ επέ­κτα­ση, ο όρος forrό, συ­νή­θως, χρη­σι­μο­ποιεί­ται πλέ­ον και για κά­ποια συγ­γε­νή με­τα­ξύ τους μου­σι­κά εί­δη –και χο­ρούς ̶ που εί­χαν ανέ­κα­θεν την τι­μη­τι­κή τους στη φιέ­στα αυ­τή. Έχω βρε­θεί σε μια τέ­τοια φιέ­στα. Μου έκα­νε εντύ­πω­ση η κα­θο­λι­κό­τη­τά της σε ό,τι αφο­ρά την (όποια) συμ­με­το­χή στο χο­ρό. Ίσως για­τί άφη­νε πολ­λές «χο­ρο­γρα­φι­κές» ελευ­θε­ρί­ες στον κα­θέ­να και στην κα­θε­μία, ασχέ­τως ηλι­κί­ας, σω­μα­τό­τυ­που, φυ­λής και κοι­νω­νι­κής προ­έ­λευ­σης. Ανά­λο­γα με τις δυ­να­τό­τη­τες και την ιδιαί­τε­ρη διά­θε­ση της στιγ­μής. Με απο­τέ­λε­σμα μια αί­σθη­ση κα­θο­λι­κής ανά­τα­σης. Ή μια κα­θο­λι­κή αί­σθη­ση ανά­τα­σης. Ήταν μια φιέ­στα απλή, ικα­νή να ξε­ση­κώ­νει όλους. Και, όσο και αν αυ­τό ακού­γε­ται πα­ρά­ξε­νο, δη­μιουρ­γού­σε συ­νο­λι­κά μια ατμό­σφαι­ρα νη­φά­λιου σα­μα­τά: όλοι κι όλες, ο κα­θέ­νας του στον κό­σμο του αλ­λά και μα­ζί. Κά­τι σαν την ξαφ­νι­κή αγαλ­λί­α­ση ή και ιλα­ρό­τη­τα που μας κα­τα­κλύ­ζει όταν, μέ­σα στην κα­τ’ επί­φα­ση χα­ο­τι­κή αλ­λα­γή και τις αντι­θέ­σεις γύ­ρω μας, αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την ται­ρια­στή και τρο­με­ρή ενό­τη­τα των αντι­θέ­των μέ­σα στη ροή. Όταν αυ­τό που βλέ­που­με εί­ναι το γιν να γί­νε­ται γιανγκ ενώ το γιάνγκ γί­νε­ται γιν. Ρώ­τη­σα επι­τό­που για την ετυ­μο­λο­γία της λέ­ξης forrό. Mου εί­παν, χω­ρίς πολ­λή σκέ­ψη, πως προ­έρ­χε­ται από το αγ­γλι­κό for all.





Μια εντυ­πω­σια­κά ανά­λο­γη αί­σθη­ση μου προ­ξέ­νη­σε και η πρώ­τη ανά­γνω­ση της εκτε­νούς ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του Γ. Αν­δρια­νά­του. Εί­ναι for all. Λό­γω ποι­κι­λί­ας, μορ­φι­κής και θε­μα­τι­κής, αρ­χι­κά. Επι­πλέ­ον, εί­ναι σα­φές, όταν αρ­χί­σει η ανά­γνω­ση, πως πρό­κει­ται για μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή κα­θό­λου ερ­μη­τι­κή εν γέ­νει. Μια συλ­λο­γή για όλους, «ανοι­χτή» σε όλους: συλ­λέ­κτες ποι­η­τι­κής αλ­λά και ανα­γνώ­στες-επι­σκέ­πτες «που εί­δαν φως και μπή­καν». Όλοι τους μπο­ρούν να πά­ρουν από αυ­τήν ό,τι θέ­λουν – ακό­μη και όλα ̶ για από­λαυ­ση κα­τ’ ιδί­αν εί­τε με πα­ρέα, κα­θό­τι όλα τα ποι­ή­μα­τα προ­σφέ­ρο­νται πο­λύ για πολ­λή συ­ζή­τη­ση. (Όπως πε­ρί­που σε ένα δεί­πνο με πλού­σιο μπου­φέ.) Ποι­ή­μα­τα που έχουν απ’ όλα και εί­ναι για όλους λοι­πόν. Εύ­πε­πτα; Μάλ­λον. Για να τα με­τα­βο­λί­σουν όλοι στη συ­νέ­χεια. Ο κα­θέ­νας, βέ­βαια, έχει το δι­κό του με­τα­βο­λι­σμό… Αρ­κεί να εί­ναι και οι συν­δαι­τυ­μό­νες ανοι­χτοί, πράγ­μα στο οποίο συμ­βάλ­λει το βι­βλίο. Για­τί, πα­ρά τις κά­ποιες απο­κλί­σεις και τις εξαι­ρέ­σεις, η ποί­η­ση στο «Δεί­πνο αντι­βα­ρύ­τη­τας», στο βαθ­μό που εί­ναι, συ­νει­δη­τά νο­μί­ζω, μια ποί­η­ση for all, δεν προ­ξε­νεί… βα­ρυ­στο­μα­χιά· διά­βα­ζε βα­ρε­μά­ρα. Τε­λειώ­νει κα­νείς το βι­βλίο και επι­στρέ­φει στην λε­γό­με­νη κα­θη­με­ρι­νή ζωή με μια αί­σθη­ση απε­λευ­θε­ρω­τι­κής ελα­φρό­τη­τας. Κα­λό το «τα­ξί­δι» με το βι­βλίο αυ­τό. Η ποι­η­τι­κή του Γ. Αν­δρια­νά­του έχει, ακό­μη και στα πιο «βα­ριά» ή «σο­βα­ρά» θέ­μα­τα (έρω­τας, θά­να­τος, εξου­σία, φύ­ση, άστυ κά) κά­τι το δυ­να­μι­κό. Και εν δυ­νά­μει παι­γνιώ­δες. Έστω και αν, κα­τά τον συγ­γρα­φέα, ίσως δεν λει­τουρ­γεί (πά­ντα) έτσι η ποί­η­ση: - Τι εί­ναι ποί­η­ση;/-Δια­βά­ζεις ένα βι­βλίο/και μέ­νεις έγκυος (Έντε­κα διά­λο­γοι, σελ 40).

Προ­φα­νώς, η ενυ­πάρ­χου­σα αντί­φα­ση σε κά­θε τι που σχε­τί­ζε­ται με τη φύ­ση και τα αν­θρώ­πι­να, τα νοη­τά και τα αι­σθη­τά, όλα δη­λα­δή, εί­ναι και αυ­τή ένα από τα κύ­ρια επα­νερ­χό­με­να θέ­μα­τα της συλ­λο­γής: -Κάρ­βου­νο ακό­μα εδώ;/Ο αδελ­φός σου έγι­νε δια­μά­ντι!/-Και ποιος θα συ­ντη­ρή­σει το μαύ­ρο αυ­τού του κό­σμου; (Έντε­κα διά­λο­γοι, σελ 40). Ιδού λοι­πόν, λα­κω­νι­κά, ο μό­νι­μος δι­χα­σμός, η απο­ρία του αν­θρώ­που και η αμ­φι­βο­λία του ποι­η­τή (μας). Δη­λα­δή: Στο σταυ­ρο­δρό­μι μέ­σα στα χιό­νια:/ο ένας δρό­μος με χνά­ρια/ ο άλ­λος απά­τη­τος./Ποιον να βα­δί­σω; (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 31). Κα­τα­νοη­τό από όλους/ες μας. Ως γνω­στόν, όλοι μας πά­ντα εί­χα­με και θα έχου­με «συγ­γε­νείς εξ απο­ρί­ας». Οπό­τε… ή το ένα ή το άλ­λο; Απά­ντη­ση; Το νε­ρό μέ­σα στο πο­τή­ρι./Η πιο σύ­ντο­μη Ιστο­ρία/του Πο­λι­τι­σμού (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ.36). Αφού, αν το κα­λο­σκε­φτού­με, δια­πι­στώ­νου­με: Εί­μαι ένα τί­πο­τα/που γί­νε­ται κά­τι/μό­λις ανα­ρω­τη­θώ: μή­πως εί­μαι ένα τί­πο­τα; (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ.34). Τού­τη η απο­ρία και η αμ­φι­βο­λία συ­μπυ­κνώ­νο­νται τε­λι­κά στην Απροσ­διο­ρι­στία του κό­σμου και του αν­θρώ­που, λέ­ξη που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας και που, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στην κβα­ντι­κή φυ­σι­κή και, ει­δι­κό­τε­ρα, στην Αρ­χή της Απροσ­διο­ρι­στί­ας: Το ποιος εί­σαι/κρί­νε­ται από το πό­ση/Απροσ­διο­ρι­στία αντέ­χεις. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 128). Και άλ­λες λέ­ξεις των ποι­η­μά­των όμως πα­ρα­πέ­μπουν στη σύγ­χρο­νη φυ­σι­κή. Και άλ­λων επι­στη­μών, ενί­ο­τε. Ακό­μη και ο τί­τλος, βέ­βαια.

Σε αντί­θε­ση με τις πε­ρισ­σό­τε­ρες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές — από τις πά­μπολ­λες που ανα­φύ­ο­νται στις μέ­ρες μας ̶̶ η συλ­λο­γή Δεί­πνο αντι­βα­ρύ­τη­τας δεν υπα­γο­ρεύ­ει την όποια ανά­γνω­σή της ως ποί­η­ση ρη­τά ή υπόρ­ρη­τα εξο­μο­λο­γη­τι­κή ή/και πρό­δη­λα βιω­μα­τι­κή. Με κά­ποιες, όμως, σπο­ρα­δι­κές σπα­ρα­χτι­κές όσο και στο­χα­στι­κές και ση­μα­ντι­κές εξαι­ρέ­σεις: H πά­πια με τα ού­ρα του πα­τέ­ρα μου./Μια τε­λε­τή απο­χαι­ρε­τι­σμού./Μια σπον­δή σε όλη την αόμ­μα­τη/δια­δρο­μή των γο­νι­δί­ων (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 38).

Για­τί, χω­ρίς να εί­ναι κα­θό­λου απρό­σω­πη η συλ­λο­γή, δεν πε­ριέ­χει ποί­η­ση αυ­το­α­να­φο­ρι­κή του ποι­η­τή· (πε­ριέ­χει όμως ποί­η­ση αυ­το­α­να­φο­ρι­κή της ποι­η­τι­κής του). Το πρό­σω­πο του ποι­η­τή υπάρ­χει όσο χρειά­ζε­ται για να θυ­μη­θεί ο ανα­γνώ­στης το δι­κό του. Με λί­γες εξαι­ρέ­σεις (;), που οι πιο πολ­λές αυ­τές βρί­σκο­νται στην τε­λευ­ταία ενό­τη­τα και, γε­νι­κό­τε­ρα, στα ποι­ή­μα­τα που έχουν θέ­μα τον έρω­τα: Στο φι­λί σου γλώσ­σα δελ­φί­νι./Σώ­ζει στη ρά­χη της/τον μι­κρό αοι­δό/που έχω μέ­σα μου ναυα­γό (Από­στα­ξη φι­λιών, σελ. 135).

Σε γε­νι­κές γραμ­μές ποί­η­ση του Γ. Αν­δρια­νά­του δεν απαι­τεί και δεν προ­ϋ­πο­θέ­τει, όπως συμ­βαί­νει με με­γά­λο μέ­ρος της ποι­η­τι­κής πα­ρα­γω­γής, κά­ποιες ει­δι­κές εις βά­θος γνώ­σεις από την ιστο­ρία του κό­σμου και της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης, της λο­γο­τε­χνί­ας ή/και της τέ­χνης. Με αρ­κε­τές, και πά­λι, εξαι­ρέ­σεις, ευ­ρι­σκό­με­νες κυ­ρί­ως σε ολό­κλη­ρη την ενό­τη­τα Μαύ­ροι κύ­κνοι, αλ­λά και αλ­λού, σκόρ­πιες: HMΕ­ΡΟ­ΣΟ­ΦΙΑ// Το πρωί να ξυ­πνάς/με τον βί­αιο λυ­ρι­σμό/του Νί­τσε//Το με­ση­μέ­ρι να με­τω­ρί­ζε­σαι/με την ανα­πά­ντη­τη αγω­νία/του Κίρ­κε­γκωρ//Το από­γευ­μα να ει­ρω­νεύ­ε­σαι/τις μα­κρό­συρ­τες σκιές/με την ευαί­σθη­τη δη­κτι­κό­τη­τα/του Ουάιλντ//Το βρά­δυ να ξα­πλώ­νεις/με τη με­λαγ­χο­λι­κή επί­γευ­ση αυ­το­θέ­α­σης/του Πε­σόα//να ζεις εκα­τό χρό­νια στο­χα­σμού/σε μια μέ­ρα…/Κά­θε μέ­ρα!...//Την άλ­λη μέ­ρα να ξυ­πνάς/με τη μει­λί­χια απο­ξέ­νω­ση/του Κα­μύ. (Μαύ­ροι κύ­κνοι, σελ. 67). Ση­μειώ­νου­με ότι η ενό­τη­τα αυ­τή, οι Μαύ­ροι κύ­κνοι, συ­νι­στά μια εντυ­πω­σια­κή πε­ρι­ή­γη­ση σε μορ­φές ή «τό­πους» της σκέ­ψης που εί­ναι πη­γές έμπνευ­σης του ποι­η­τή: Δη­λα­δή φι­λό­σο­φους «με τη βού­λα» (Kίρ­κε­γκωρ, Πυ­θα­γό­ρας, Πλω­τί­νος, Τζορ­ντά­νο Μπρού­νο κ.ά.) εί­τε φι­λο­σο­φού­ντες λο­γο­τέ­χνες (π.χ. Ουάιλντ, Πε­σόα), που τους άλ­λο­τε τους «βά­ζει» να συ­νο­μι­λούν και άλ­λο­τε συ­νο­μι­λεί αυ­τός μα­ζί τους. Αλ­λά πολ­λά προ­σφε­ρό­με­να για πρω­τό­τυ­πη ποι­η­τι­κή και φι­λο­σο­φι­κή επε­ξερ­γα­σία, τε­τριμ­μέ­να όσο και ασυ­νή­θι­στα, θέ­μα­τα από τη μυ­θο­λο­γία (π.χ. μο­νο­σά­ντα­λος, ψυ­χο­πο­μπός, Ελ­πή­νωρ κά), τις θρη­σκεί­ες (π.χ. Μυ­στι­κός Δεί­πνος, Βού­δας κά). Ενί­ο­τε κά­πως δυσ­διά­κρι­τα ή και «απροσ­διό­ρι­στα». Τα φι­λο­σο­φι­κά θέ­μα­τα, ανα­πτύσ­σο­νται σε εκτε­νή ποι­ή­μα­τα, συ­χνά με ιστο­ρι­κά άλ­μα­τα, αφη­γη­μα­τι­κά, με προ­σχη­μα­τι­κή εμπλο­κή του ποι­η­τή (όπως π.χ. στα κα­βα­φι­κά Τεί­χη). Συ­χνά κυ­ριαρ­χούν στοι­χεία πι­κρής ει­ρω­νεί­ας και πρό­κλη­σης: Αν εξαι­ρέ­σου­με τους μα­κρι­νούς καρ­πο­συλ­λέ­κτες/και τη διο­νυ­σια­κή ωμο­φα­γία,/ο άν­θρω­πος, το μό­νο που μπο­ρεί/τε­λι­κά να φά­ει/εί­ναι «άν­θρω­πο». (Τε­λευ­ταί­οι στί­χοι από το ποί­η­μα «Βυ­ζα­ντι­νή Ιστο­ρία», Μαύ­ροι κύ­κνοι, σελ. 85). Ίσως εί­ναι η πιο δύ­σκο­λη ενό­τη­τα του βι­βλί­ου. Οπωσ­δή­πο­τε η πιο «φευ­γά­τη».

Πα­ρά τον πλού­το και την ποι­κι­λία της λε­ξι­λο­γι­κά, δεν θα έλε­γε κα­νείς πως η συλ­λο­γή πε­ριέ­χει «πολ­λή» ποί­η­ση βα­σι­ζό­με­νη στον γλωσ­σι­κό ιστό της ελ­λη­νι­κής και τις δυ­να­τό­τη­τες που αυ­τός προ­σφέ­ρει, όσον αφο­ρά λε­κτι­κές ακρο­βα­σί­ες, παι­χνί­δια και τερ­τί­πια του λό­γου. Και εδώ, όμως, υπάρ­χουν απρό­σμε­νες εξαι­ρέ­σεις, στιγ­μές που ο ποι­η­τής εν­δί­δει ανε­ρυ­θρί­α­στα στο γλωσ­σι­κό πει­ρα­σμό: Xαί­ρε Κό­ρη Ακό­ρε­στη! (Από την Από­στα­ξη φι­λιών, σελ. 142).

Τέ­λος, θα πρέ­πει να επι­ση­μά­νου­με πως δεν πρό­κει­ται για κα­ταγ­γελ­τι­κή ή ερ­μη­νευ­τι­κή/«παι­δευ­τι­κή» κοι­νω­νι­κή ποί­η­ση πα­λαιού τύ­που, δηλ. ένα εί­δος διαρ­κούς σχο­λί­ου για την κοι­νω­νι­κή αδι­κία, αλ­λά ού­τε και για κοι­νω­νι­κή ποί­η­ση νέ­ου τύ­που, με πα­ρα­πο­μπές και ανα­φο­ρές σε ταυ­το­τι­κά ζη­τή­μα­τα. Δεν πα­ρα­κάμ­πτει, όμως, το με­γά­λο θέ­μα της επο­χής μας, το θέ­μα του εαυ­τού και του άλ­λου: Για να πεί­σου­με/πρέ­πει να σκε­φτού­με πρώ­τα/όπως οι άλ­λοι,/ώστε να τους κά­νου­με να σκε­φτούν/όπως εμείς! (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 123). Ή, σε άλ­λο τό­νο: Μό­λις κα­τα­νο­ή­σεις κά­ποιον/και τον νιώ­θεις ευ­ε­ξή­γη­το/βγά­ζεις ένα πι­στό­λι/και τον πυ­ρο­βο­λείς ανά­με­σα στα μά­τια,/όπως ένα αιχ­μά­λω­το/που δεν προσ­δο­κάς πια/να πά­ρεις λύ­τρα (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 13).

Θα ήταν πα­ρά­λει­ψη να μην επι­ση­μά­νου­με πως ο Γ. Αν­δρια­νά­τος έχει σπου­δά­σει φι­λο­σο­φία – δεν το ανα­φέ­ρω αυ­τό ως ερ­μη­νεία ή ως εξή­γη­ση της ποι­η­τι­κής του – και πως τα ποι­ή­μα­τά του εί­ναι, σε πρώ­τη όσο και σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, όλα σχε­δόν φι­λο­σο­φι­κά. Αλ­λά και παι­γνιώ­δη και προ­σι­τά, το επα­να­λαμ­βά­νω. Ακό­μη και εκεί­να που προ­δί­δουν, για τον επί­μο­νο κρι­τι­κό έστω, κά­ποια βιω­μα­τι­κή αφορ­μή, αυ­τή συ­νή­θως λει­τουρ­γεί ως δέ­λε­αρ για την κα­λύ­τε­ρη ανά­πτυ­ξη και πρό­σλη­ψη ενός φι­λο­σο­φι­κού θέ­μα­τος. Και τα ποι­ή­μα­τα αυ­τά, τε­λι­κά, στην πο­ρεία, απο­κτούν μια οιο­νεί κα­θο­λι­κή προ­βο­λή, κα­θί­στα­νται, ανε­παι­σθή­τως, κα­τάλ­λη­λα for all: Πά­σχω από Συ­νεί­δη­ση./Δεν υπάρ­χει πια μια πει­στι­κή ψευ­δαί­σθη­ση/μια πε­τυ­χη­μέ­νη αυ­τα­πά­τη να ξε­γε­λα­στώ/ού­τε πια αυ­τές οι άσαρ­κες λέ­ξεις./Η Συ­νεί­δη­ση κα­τα­λαμ­βά­νει όλο τον χώ­ρο,/όλο τον χρό­νο, σαν ακοί­μη­τη/τα­μεια­κή μη­χα­νή ανοι­χτής γραμ­μής/που διαρ­κώς, ολό­σω­μη λο­γα­ριά­ζει/Αν δεν γί­νει η Συ­νεί­δη­ση γα­λή­νη/θα γί­νει πα­ρα­φο­ρά! (Μι­κροί Λαι­στρυ­γό­νες, σελ. 59).

Το κοι­νω­νι­κό όμως, και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο το πο­λι­τι­κό στοι­χείο, βρί­σκουν με ποι­κί­λους τρό­πους το δρό­μο για να φτά­σουν στην πε­ρί­ο­πτη θέ­ση που κα­τέ­χουν σε πά­ρα πολ­λά ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής. Δι­η­θού­με­να μέ­σα από ένα πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό φι­λο­σο­φι­κό φίλ­τρο, κα­μω­μέ­νο από πολ­λά ρεύ­μα­τα και σχο­λές σκέ­ψης της Αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας, της Δύ­σης αλ­λά και της Άπω Ανα­το­λής, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας με πε­ρί­σκε­ψη και τα μύ­ρια όσα μά­ντρα των και­ρών μας. Εί­τε για να εμπνεύ­σουν τη με­λαγ­χο­λι­κή πλην στω­ι­κή απα­ντο­χή ̶ χω­ρίς όμως απο­δο­χή: Θάρ­θει και­ρός που θα ψη­φί­σου­με όλοι/να μην έχου­με πλέ­ον ψή­φο/και θα ονο­μα­στεί αυ­τό ύψι­στη ελευ­θε­ρία/χω­ρίς κα­μία δό­ση ει­ρω­νεί­ας/για­τί ακό­μη και η ει­ρω­νεία/απαι­τεί μια από­στα­ση από τη ζωή, μια νο­ή­μο­να πλά­για μα­τιά/στην αυ­τα­πά­τη των επι­λο­γών./Ο υπαι­νιγ­μός θα απα­γο­ρευ­θεί, για­τί/δυ­νη­τι­κά δια­κι­νεί Συ­νεί­δη­ση/που θα επι­κη­ρυ­χθεί/ως ο μέ­γας κα­τα­ζη­τού­με­νος του μέλ­λο­ντος. (Μι­κροί Λαι­στρυ­γό­νες, σελ. 55). Εί­τε, πά­λι, για να αφου­γκρα­στεί προ­σε­κτι­κά ο ποι­η­τής τα μαυ­λι­στι­κά λό­για του zeitgeist με σκο­πό να τα απο­στο­μώ­σει, θαρ­ρείς αδιά­φο­ρα, με μια (δι)αχρο­νι­κή, ιστο­ρι­κή σο­φία. Μια σο­φία που πα­ρα­πέ­μπει σε τα­οϊ­στή σο­φό, ο οποί­ος πα­ρα­τη­ρεί και βιώ­νει τη ροή σο­φί­ας (εκ) των πραγ­μά­των, δεν την (επι)διώ­κει εμ­μο­νι­κά, όπως ο «συ­νή­θης ύπο­πτος», ο δυ­τι­κός φι­λό­σο­φος των θε­ω­ρη­τι­κών σχη­μά­των και ανα­πα­ρα­στά­σε­ων: Ο κό­σμος δεν αλ­λά­ζει/επει­δή κά­ποιοι αγω­νί­ζο­νται/αλ­λά επει­δή κά­ποιοι αλ­λά­ζουν. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 127). Εί­τε, ακό­μη, – εφό­σον, όπως εί­δα­με, η αντί­φα­ση και η δι­χο­στα­σία δεν φο­βί­ζει και δεν απω­θεί τον ποι­η­τή, μιας και την βλέ­πει να εμ­φα­νί­ζε­ται, συ­νε­πής στο ρα­ντε­βού της πά­ντα, στην κά­θε θέ­ση και το­πο­θέ­τη­ση του κά­θε αν­θρώ­που μέ­σα στη φύ­ση και την ιστο­ρία – με στό­χο να δη­λώ­σει την ανά­γκη, κά­πο­τε, της αφύ­πνι­σης και της ενερ­γού στά­σης. Ει­δι­κά σε επο­χές παν­δη­μιών, πο­λέ­μων και άλ­λων υπαρ­κτών και νοη­τών «κα­τω­στρο­φών», οι οποί­ες πα­ρα­κω­λύ­ουν τη «ανώ­πτω­ση». Επο­χές στις οποί­ες το κύ­ριο ερ­γα­λείο της εξου­σί­ας κα­τα­λή­γει να εί­ναι η χο­ντρι­κή και λια­νι­κή πώ­λη­ση του φό­βου, με απο­τέ­λε­σμα να ελ­λο­χεύ­ει ο κίν­δυ­νος του πε­ριο­ρι­σμού του αν­θρώ­που στη «γυ­μνή ύπαρ­ξη»: Όταν φο­βά­σαι/το σύ­μπαν σε δα­γκώ­νει! (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ 177). Κα­θώς και: Όποιος φο­βά­ται, ακο­νί­ζει τα δό­ντια/των θη­ρευ­τών του (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 127). Ή, κά­πως επε­ξη­γη­μα­τι­κά: Ο ανε­ντό­πι­στος φό­βος που δεν έχει πρό­σω­πο/θα ανα­σύ­ρει/όσα πρό­σω­πα φρί­κης κρύ­βου­με μέ­σα μας. (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 13). Δε­δο­μέ­νου ότι: Όποιος δεν τολ­μά­ει σή­με­ρα/θα υπα­κού­ει αύ­ριο. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 123). Αλ­λά και επει­δή: To αδια­νό­η­το/εί­ναι ο αυ­ρια­νός Ηγέ­της. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 131). Δό­ση ελ­πί­δας; Ίσως, για­τί, αν όντως ναι, τό­τε: Aσ’ τους να λέ­νε·/ένα χε­λι­δό­νι μό­νο φέρ­νει την Άνοι­ξη./τα υπό­λοι­πα απλώς επω­φε­λού­νται. (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 29). Αφού, τε­λι­κά, ο μεί­ζων πραγ­μα­τι­κός κίν­δυ­νος για τη ζωή σή­με­ρα ̶ η ζωή εί­ναι και το «εν τέ­λει» ζη­τού­με­νο από/κα­τά τον ποι­η­τή ̶ βρί­σκε­ται στον μέ­γα (τε­χνηέ­ντως και αό­κνως ενι­σχυό­με­νο, από τους «από πά­νω») θα­νά­σι­μο εθι­σμό των ημε­ρών μας: Nα σι­γο­πε­θαί­νεις… η νέα μό­δα,/έτσι που όταν πε­θά­νεις/να μην έχει με­γά­λη δια­φο­ρά. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 114). (Α, για στα­θεί­τε όμως:) το ποί­η­μα δια­βά­ζε­ται και… θε­τι­κά! Πλην της ει­ρω­νεί­ας και του υπαι­νιγ­μού, η δυ­να­τό­τη­τα εκτρο­πής του νο­ή­μα­τος εί­ναι ένα ακό­μη από τα «φόρ­τε» του Γ. Αν­δρια­νά­του, για­τί γνω­ρί­ζει ότι: To ποί­η­μα ολο­κλη­ρώ­νε­ται/όταν ο ανα­γνώ­στης/γί­νει μια λέ­ξη του. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 114).

Ελευ­θε­ρία η θά­να­τος./Πο­τέ δεν κα­τα­βλή­θη­κε τό­σο με­γά­λη/προ­σπά­θεια για να ξε­χα­στεί η σύν­δε­ση/δύο μό­νο λέ­ξε­ων! (Πα­ράρ­τη­μα – 200 Χρό­νια 8 Σα­τυ­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα). Το πρώ­το αυ­τό ποί­η­μα του ενό­τη­τας του Πα­ραρ­τή­μα­τος, της πιο ανα­πά­ντε­χης και χορ­τα­στι­κής (προ)τε­λευ­ταί­ας ενό­τη­τας του Δεί­πνου, μιας ενό­τη­τας εμπνευ­σμέ­νης από τη μυ­στι­κή αί­σθη­ση κλαυ­σί­γε­λου που προ­ξέ­νη­σε σε πολ­λούς, συ­νή­θως σιω­πη­λούς, ο επί­ση­μος εορ­τα­σμός της επε­τεί­ου, συ­μπυ­κνώ­νει τρία στοι­χεία που ανι­χνεύ­ο­νται και σε όλη τη συλ­λο­γή: τέ­λεια ευ­θυ­βο­λία, λε­πτό και συ­χνά σαρ­κα­σμό και δι­χο­στα­σία, ήρε­μη χαρ­μο­λύ­πη. Εί­ναι η πιο άμε­σα ανα­γνω­ρί­σι­μα «πο­λι­τι­κή» ενό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου ότι ανα­φέ­ρε­ται σε οι­κεία πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα. Για­τί τα πο­λι­τι­κό, με την ευ­ρεία του έν­νοια, ας μη γε­λιό­μα­στε, υπο­βό­σκει σε κά­θε σχε­δόν σε­λί­δα του βι­βλί­ου. Στην ενό­τη­τα αυ­τή το υπο­δό­ριο χιού­μορ μπο­ρεί να εί­ναι και ο πυ­ρο­κρο­τη­τής του ανα­γκαί­ου λυ­τρω­τι­κού καγ­χα­σμού: Tην πα­ρέ­λα­ση πα­ρα­κο­λού­θη­σαν/σε απευ­θεί­ας με­τά­δο­ση/όλοι οι κλέ­φτες του Μο­ριά! (από τη σελ. 159). (Πα­ράρ­τη­μα, σελ. 159). (Φλα­σιά:) Ο Γ. Αν­δρια­νά­τος μου θύ­μι­σε σύγ­χρο­νο Σου­ρή, που η ει­ρω­νεία του έχει πλέ­ον απο­κρυ­σταλ­λω­θεί λα­κω­νι­κά σε μια εναρ­γέ­στα­τη ολι­γό­λο­γη στα­κά­τη σά­τiρα: Τού­τη η ενό­τη­τα, το Πα­ράρ­τη­μα, συ­νι­στά το πα­νη­γυ­ρι­κό και πα­νη­γυ­ριώ­τι­κο το κλεί­σι­μο/επι­στέ­γα­σμα του βι­βλί­ου. Η θε­α­μα­τι­κή με­τά­βα­ση από το κα­θο­λι­κό/οι­κου­με­νι­κό στο «δι­κό μας», στο αιώ­νιο ρω­μέι­κο και την τρα­γι­κά φαι­δρά πορ­το­κα­λέα που καλ­λιερ­γεί, εξα­νε­μί­ζει κά­θε υπό­νοια σο­βα­ρο­φά­νειας από μέ­ρους του ποι­η­τή.

Εί­πα­με, όλα τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι for all. Και αυ­τά που έχουν τη μορ­φή αφο­ρι­σμών, τα οποία μάλ­λον «δί­νουν τον τό­νο» στο βι­βλίο (αφού «αφο­ρι­σμοί» ανευ­ρί­σκο­νται και ανά­με­σα στους στί­χους κά­πως πιο εκτε­νών ποι­η­μά­των, ει­δι­κά αυ­τών της ενό­τη­τας Μι­κροί Λαι­στρυ­γό­νες), αλ­λά και τα δια­λο­γι­κά, και εκεί­να που θυ­μί­ζουν χαϊ­κού, κα­θώς και τα σα­φώς εκτε­νέ­στε­ρα Τα οποία προ­σλαμ­βά­νουν, σχε­δόν πά­ντα, και έναν αφη­γη­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, πο­λύ ευ­φά­ντα­στο ενί­ο­τε. Ανα­φέ­ρο­μαι στα ποι­ή­μα­τα της ενό­τη­τας Μαύ­ροι κύ­κνοι ̶ που εί­ναι και τα μό­να που φέ­ρουν τί­τλο, μα­ζί με κά­ποια από την Από­στα­ξη φι­λιών) ̶ κα­τά κύ­ριο λό­γο, αλ­λά και της ενό­τη­τας Από­στα­ξη φι­λιών, μια ενό­τη­τα αφιε­ρω­μέ­νη στον έρω­τα αλ­λά και στα «πέ­ριξ του». Σκέ­φτο­μαι πως αυ­τή η τουρ­λού ποι­κι­λία και ποι­κι­λο­μορ­φία στη συλ­λο­γή εί­ναι εσκεμ­μέ­νη, προ­με­λε­τη­μέ­νη, για να συμ­βά­λει εμ­φα­τι­κά στο χα­ρα­κτή­ρα και στην όψη ενός βι­βλί­ου for all. Ίσως πά­λι όμως και να οφεί­λε­ται σε ιδιο­συ­γκρα­σια­κούς λό­γους, στην κό­ψη του αν­θρώ­που που εί­ναι ο ποι­η­τής αφού: Ο πραγ­μα­τι­κός ηθο­ποιός, ο Εαυ­τός μου/έχει αρ­ρω­στή­σει/κι εγώ τον αντι­κα­θι­στώ προ­σω­ρι­νά/μέ­χρι να επι­στρέ­ψει./Μα όλοι συ­νή­θι­σαν πλέ­ον/τον αντι­κα­τα­στά­τη/και σχε­δόν έχουν λη­σμο­νή­σει/τον πρω­ταρ­χι­κό δι­καιού­χο. Εσείς; (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 25). Πι­θα­νόν οι δύο πα­ρα­πά­νω «ερ­μη­νεί­ες» να εί­ναι ένα και το αυ­τό. Τα ποι­ή­μα­τα, πά­ντως, δεν δεί­χνουν να κρύ­βουν τον ποι­η­τή, αν και η προ­σω­πι­κή έκ­θε­σή του μάλ­λον δεν τν εν­δια­φέ­ρει προ­σω­σπι­κά.

Ο Γ. Αν­δρια­νά­τος, επει­δή προ­φα­νώς έχει συγ­χρω­τι­σθεί πο­λύ με τη φι­λο­σο­φία και τη γνω­ρί­ζει (απ’ την κα­λή κι απ’ την ανά­πο­δη, νο­μί­ζω) ̶ τη σπού­δα­σε, εξάλ­λου ̶ δεν δη­μιουρ­γεί ένα βι­βλίο αυ­το­βο­ή­θειας μέ­σω της φι­λο­σο­φί­ας ή, έστω, ένα έρ­γο πρα­κτι­κής φι­λο­σο­φί­ας. Ο συγ­γρα­φέ­ας ντύ­νει τη φι­λο­σο­φία με τις ποι­κί­λες φο­ρε­σιές της ποί­η­σης, οι οποί­ες την κά­νουν πιο θελ­κτι­κή. Ενί­ο­τε την καλ­λω­πί­ζει και με τα ψι­μύ­θια μια λυ­ρι­κής πλην λι­τής ποί­η­σης: Στους μαύ­ρους κύ­κλους των μα­τιών σου/λού­ζε­ται η Περ­σε­φό­νη/κι ο θά­να­τος εί­ναι πά­ντα νε­ό­φυ­τος (Από­στα­ξη φι­λιών, σελ. 154). Γε­νι­κά, προ­κει­μέ­νου να εί­ναι ευ­θύ­βο­λος, ο Γ. Αν­δρια­νά­τος δε δι­στά­ζει να ακο­λου­θή­σει, απρο­κά­λυ­πτα ή συ­γκε­κα­λυμ­μέ­να, ποι­η­τι­κούς τρό­πους προ­ερ­χό­με­νους από ποι­κί­λα ποι­η­τι­κά ρεύ­μα­τα και σχο­λές, με τρό­πο απρό­σμε­νο και εφέ απροσ­δό­κη­το, όπως συμ­βαί­νει στο κα­τ’ επ’ επί­φα­ση σου­ρε­α­λί­ζον ποί­η­μα: Mε αλ­λε­πάλ­λη­λα ξυ­πνη­τή­ρια/σχε­δόν εξη­με­ρώ­σα­με/τα άγρια όνει­ρα/σε κα­τοι­κί­δια (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 23). Ή ακό­μη: Tα δά­κρυα εί­ναι ηλε­κτρι­σμός ανα­ξιο­ποί­η­τος. (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 25). Ή και στο, εκ πρώ­της όψε­ως, πα­ρα­πέ­μπον στο πα­ρά­λο­γο οιο­νεί «ερ­μη­τι­κό» ποί­η­μα πε­ρί θα­νά­του: Οι μύ­γες με νυμ­φεύ­ουν με το μέλ­λον. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 115).

Εύ­κο­λα συ­μπε­ραί­νει κα­νείς ότι ο Γ. Αν­δρια­νά­τος, πα­ρά έναν πο­λύ σύγ­χρο­νο και ρη­ξι­κέ­λευ­θο φι­λο­σο­φι­κό εκλε­κτι­κι­σμό που επι­δει­κνύ­ει (Κυ­νι­κοί, Πυ­θα­γό­ρας, Πλω­τί­νος, Βου­δι­σμός, ταό, ζεν κ.ά.), εί­ναι, εν πολ­λοίς, ένας σύγ­χρο­νος ηρα­κλεί­τειος. Ακό­μη, ίσως, και ένας ιδα­νι­κός ερα­στής του δια­λε­κτι­κού μο­νι­σμού, ενός πα­λαιού αλ­λά και αει­θα­λούς φι­λο­σο­φι­κού ρεύ­μα­τος που ξε­κι­νά από τον Ηρά­κλει­το του «εν το παν και εκ του πα­ντός το εν», αλ­λά και από το ταό, για να πα­ρα­σύ­ρει ανα­πά­ντε­χα στο πέ­ρα­σμά του μορ­φές όπως ο Σαίξ­πηρ και ο Σαρτ, ενώ πολ­λοί αλ­λό­κο­τοι στρο­βι­λι­σμοί του ανευ­ρί­σκο­νται μέ­χρι και στη με­ξι­κα­νι­κή κο­σμο­γο­νία και μυ­θο­λο­γία.

Οι σα­φείς ανα­φο­ρές σε μορ­φές και έρ­γα της πα­γκό­σμιας γραμ­μα­τεί­ας και σκέ­ψης, όπως εί­δα­με, δεν απο­λεί­πουν από τη συλ­λο­γή. Για τον πιο υπο­ψια­σμέ­νο ανα­γνώ­στη υπάρ­χει και το παι­χνί­δι να βρει το «κλεί­σι­μο του μα­τιού» του ποι­η­τή προς κά­ποιους δια­νοη­τές, φι­λο­σο­φι­κά ζη­τή­μα­τα ή και στη σύγ­χρο­νη φυ­σι­κή φι­λο­σο­φία: Το παι­δί παί­ζει/και ταυ­τό­χρο­να γερ­νά­ει./Υπάρ­χει χρό­νος για όλα. (Ανα­φο­ρά σε Ηρά­κλει­το αλ­λά και Κώ­στα Αξε­λό – Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 122). Να ζεις σαν φω­τό­νιο,/πα­ντού και ανε­ντό­πι­στος (Ευ­θεία ανα­φο­ρά στη σύγ­χρο­νη φυ­σι­κή – Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 125). Χω­ρίς τη σκιά του/τί­πο­τα δεν εί­ναι πλή­ρες. (Ανα­φο­ρά στον Χέ­γκελ, τον Κώ­στα Πα­παϊ­ω­άν­νου και, πι­θα­νόν, και στον Να­γκαρ­τζού­να του «τί­πο­τα δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό που εί­ναι» – Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 113). Γρά­φω το όνο­μά σου στην άμ­μο,/γνω­ρί­ζο­ντας πως κα­νέ­νας/δεν θα με­τα­κι­νή­σει πλέ­ον/ού­τε έναν κόκ­κο της (Ανα­φο­ρά στον Γ. Σε­φέ­ρη – Από­στα­ξη φι­λιών, σελ. 148).

Δυο από τα επα­νερ­χό­με­να σα­φώς οριο­θε­τη­μέ­να ποι­η­τι­κά «θέ­μα­τα» του βι­βλί­ου, σε όλες τις ενό­τη­τες, εί­ναι ο έρω­τας και ο θά­να­τος, μέ­σα από ποι­κί­λες ευ­θεί­ες και λο­ξές μα­τιές. Επι­λέ­γω δυο, που θα μπο­ρού­σαν να θε­ω­ρη­θούν ως στιγ­μιαί­ες απο­τυ­πώ­σεις ευ­θεί­ας όσο και λο­ξής μα­τιάς: -Μ’ αγα­πάς κα­θό­λου;/-Κα­θρέ­φτη, δεν νο­μί­ζεις ότι/πα­ρα­γνω­ρι­στή­κα­με; (Έντε­κα διά­λο­γοι, σελ. 41). Ο θά­να­τος συ­γκά­τοι­κος,/μα το ενοί­κιο το πλη­ρώ­νεις μό­νος σου. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 118).

Εντυ­πω­σια­κά πολ­λά εί­ναι και τα, ενί­ο­τε φι­λο­σο­φι­κά, ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής πε­ρί της ποι­η­τι­κής. Της εν γέ­νει ή (και) της προ­σω­πι­κής: Κοί­τα το ποί­η­μα: ένα δρο­σε­ρό άν­θος/που μό­λις το μυ­ρί­σεις/βγά­ζει αγκά­θια! (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 35). Ποιος με ακο­λου­θεί;/Σκύ­βει,/μα­ζεύ­ει ανέκ­φρα­στες σκέ­ψεις,/ανεκ­πλή­ρω­τους πό­θου μου,/ανο­μο­λό­γη­τες μο­να­ξιές/που πε­τώ πί­σω μου, αβί­ω­τα κά­θε μέ­ρα./Αυ­τός τα πε­ρι­σώ­ζει, τα σου­λου­πώ­νει, τα σκα­ρώ­νει στί­χους/κι ύστε­ρα με μια προ­σποι­η­τή ευ­μέ­νεια/χα­μο­γε­λά και λέ­ει:/Κύ­ριε σας έπε­σαν αυ­τά…/Δι­κά σας δεν εί­ναι;/Kαι μου δί­νει τα χει­ρό­γρα­φα/έτοι­μων ποι­η­μά­των/γραμ­μέ­να με το δι­κό μου/γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Μέ­σα από τα δό­ντια λέω, Ευ­χα­ρι­στώ!/Τα παίρ­νω και χω­ρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη/τα δη­μο­σιεύω σαν δι­κά μου! (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 57).

Ο Γιάν­νης Αν­δρια­νά­τος εί­ναι ιδρυ­τής και διευ­θυ­ντής του «Ρη­το­ρι­κού Κύ­κλου», όπου προ­σφέ­ρο­νται σπου­δές πά­νω στη χρή­ση και έκ­φρα­ση του λό­γου, στη δια­λε­κτι­κή και τη φι­λο­σο­φία. Εί­ναι, εν ολί­γοις, ένας φι­λό­σο­φος του προ­φο­ρι­κού λό­γου, κά­τι ασύμ­βα­το εν πολ­λοίς, με τη φι­λο­σο­φία της Επο­χής του (ορ­θού) Λό­γου, η οποία εί­ναι κα­τά βά­ση γρα­πτή. Γρά­φει λοι­πόν, σχε­τι­κά: Τε­λε­σφό­ρη­σε ο Λό­γος./Τώ­ρα εί­ναι η επο­χή/του από­η­χου. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 128). Παί­ζει τά­χα με την αμ­φι­ση­μία των λέ­ξε­ων «λό­γος» και «τέ­λος» στα ελ­λη­νι­κά; Πι­θα­νόν. Και ποιός λό­γος για αυ­τό; Η γρα­φή ευ­νού­χι­σε την κραυ­γή/ενώ της υπο­σχέ­θη­κε να την εκ­προ­σω­πή­σει. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 113). Ο Γ. Αν­δρια­νά­τος εί­ναι σα­φώς πιο κο­ντά στον προ­φο­ρι­κό, στο σαρ­κω­μέ­νο λό­γο. Φαί­νε­ται αυ­τό από το απλό αλ­λά εύ­στο­χο λε­ξι­λό­γιό του, από τη στί­ξη του, κα­θώς και το πώς και πού «κό­βει» τον στί­χο, για να τον κά­νει πιο «προ­φο­ρι­κό», μέ­σα στη γρα­φή του. Στους Καρ­κι­νι­κούς δεί­κτες εί­ναι αρ­κε­τά σα­φής: Κά­θε γρα­φή εί­ναι απου­σία/απ’ αυ­τό που συμ­βαί­νει/και μια επι­νό­η­ση/αυ­τού που θα μπο­ρού­σε ένα συμ­βεί./Γρα­φή εί­ναι η ελευ­θε­ρία/να πα­ρα­μέ­νω στο δι­πο­λι­κό κε­λί/του μυα­λού μου. (σελ. 12).

Έχει επι­ση­μαν­θεί, από αν­θρω­πο­λό­γους, ιστο­ρι­κούς, φι­λο­σό­φους και θε­ω­ρη­τι­κούς της αι­σθη­τι­κής ότι το πέ­ρα­σμα της αν­θρω­πό­τη­τας στην επο­χή της γρα­φής έδω­σε σα­φή πρω­το­κα­θε­δρία στην όρα­ση απέ­να­ντι στις άλ­λες αι­σθή­σεις. Με την Ανα­γέν­νη­ση, χά­ρη και στην εκτε­τα­μέ­νη χρή­ση της προ­ο­πτι­κής στη ζω­γρα­φι­κή, η πρω­το­κα­θε­δρία της εμπε­δώ­θη­κε. Κα­τά την επο­χή της Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, με την ανα­πα­ρα­γω­γή της ει­κό­νας και, ει­δι­κό­τε­ρα, κα­τά την ψη­φια­κή επο­χή και της πα­ντα­χού πα­ρου­σία της οθό­νης ο οφθαλ­μο­κε­ντρι­σμός, σε ό,τι αφο­ρά την πρό­σλη­ψη του κό­σμου από τον άν­θρω­πο, εί­ναι πλέ­ον αδια­φι­λο­νί­κη­τος. Προ­φα­νώς, αυ­τό το στοι­χείο έχει επη­ρε­ά­σει και κα­θο­ρι­στι­κά όλη τη φι­λο­σο­φία. Τα μά­τια, έχουν ένα προ­νό­μιο απέ­να­ντι στα άλ­λα αι­σθη­τή­ρια. Μπο­ρούν να βλέ­πουν τον εαυ­τό τους να βλέ­πει. Απο­τε­λούν το ορ­γα­νι­κό πρω­τό­τυ­πο για την φι­λο­σο­φία, στα μεί­ζο­να ρεύ­μα­τά της. Βέ­βαια, η όρα­ση έχει ένα μεί­ζον μειο­νέ­κτη­μα, σε σχέ­ση π.χ. με την ακοή ει­δι­κό­τε­ρα. Δεν συλ­λαμ­βά­νει το πέ­ρα­σμα του χρό­νου σε πραγ­μα­τι­κό χρό­νο. Κι εδώ βρί­σκε­ται η… οντο­λο­γι­κή (!) δια­φο­ρά με­τα­ξύ του γρα­πτού λό­γου, με την ει­κα­στι­κή του «ταυ­τό­τη­τα», και του προ­φο­ρι­κού. Κατ΄ εμέ, επ’ αυ­τού σχο­λιά­ζει ο Γ. Αν­δρια­νά­τος: To βλέμ­μα βά­ζει δέρ­μα στα πράγ­μα­τα:/στη θά­λασ­σα, τα σύν­νε­φα, στα βου­νά, στην Ευαν­θία./Κι έτσι δεν μπο­ρώ πο­τέ/ να δω την καρ­διά τους! (Καρ­κι­νι­κοί δεί­κτες, σελ. 27).

Ένας ζω­γρά­φος μπο­ρεί να τα νιώ­σει εύ­κο­λα τα πα­ρα­πά­νω. Πολ­λές οι προ­σπά­θειες της σύγ­χρο­νης τέ­χνης να απο­τυ­πώ­σουν και ανα­παρ­στή­σουν (το) χρό­νο. Δια­χρο­νι­κά. Αλ­λά η ει­κό­να θα εί­ναι πά­ντα πα­γω­μέ­νος χρό­νος. Ο Γ. Αν­δρια­νά­τος έχει σπου­δά­σει (και) ζω­γρα­φι­κή. Η ει­κο­νο­ποι­ία στην ποί­η­σή του, δια­κρι­τι­κή,, σπο­ρα­δι­κή, και κά­πως conceptual πολ­λές φο­ρές, απη­χεί μια νο­σταλ­γία για τις εκ­πε­σού­σες αι­σθή­σεις: Tο δά­κρυ εί­ναι η χει­ρα­ψία του πό­νου. (Συ­νε­χό­με­νοι πνιγ­μοί, σελ. 128). Μά­τια που ακού­νε./χεί­λη που βλέ­πουν./Αφή μυ­ρω­διάς./Εσύ! (Από­στα­ξη φι­λιών, σελ. 141). Φί­λη­σα τα μά­τια σου/και τα χεί­λη μου εί­δαν. (Από­στα­ξη φι­λιών, σελ. 155). Γρά­φω conceptual για­τί εί­ναι συ­νή­θως αυ­τό που concept γεν­νά την ει­κό­να και όχι το αντί­στρο­φο. Ο Γ. Αν­δρια­νά­τος, όντας (και) ζω­γρά­φος, μάλ­λον έχει γνω­ρί­σει βιω­μα­τι­κά αυ­τό γνω­ρί­ζου­με από τον Σι­μω­νί­δη τον Κείο: «την μεν ζω­γρα­φί­αν ποί­η­σιν σιω­πώ­σαν, την δε ποί­η­σιν ζω­γρα­φί­αν λα­λού­σαν».


Κά­ποιοι Βρα­ζι­λιά­νοι φι­λό­λο­γοι δια­τεί­νο­νται πως η ευ­ρέ­ως δια­δε­ο­μέ­νη άπο­ψη ότι η λέ­ξη forrό προ­έρ­χε­ται από το for all απο­τε­λεί πα­ρε­τυ­μο­λο­γία. Την ετυ­μο­λο­γούν από τον γαλ­λι­κό μου­σι­κό όρο faux-bourdon, που πα­ρε­φθά­ρη στα πορ­το­γα­λι­κά σε for(ο)bodό και, συ­νεκ­δο­χι­κά, σή­μαι­νε, κά­πο­τε, τον πα­ρα­το­νι­σμό, την πα­ρα­φω­νία. Οι ηθε­λη­μέ­νες «πα­ρα­φω­νί­ες», εν πολ­λοίς, του «Δεί­πνου αντι­βα­ρύ­τη­τας» ̶ πό­σω μάλ­λον αν η εν λό­γω συλ­λο­γή ει­δω­θεί συ­νο­λι­κά ̶ , ει­δι­κά σε σχέ­ση με πο­λύ με­γά­λο μέ­ρος της πα­ρα­γό­με­νης ποί­η­σης στη χώ­ρα μας, την κα­θι­στά όχι μό­νο πρω­τό­τυ­πη και ευ­χά­ρι­στη, σε επα­νει­λημ­μέ­νες ανα­γνώ­σεις της, αλ­λά και πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα. Συ­νι­στά­ται να δια­βά­ζε­ται με­γα­λό­φω­να και με πα­ρέα. Κά­πως ου­δέ­τε­ρα, άχρω­μα (αλ­λά όχι άτο­να), δί­χως στοι­χεία θε­α­τρι­κής απαγ­γε­λί­ας.


Πορτρέτο κριτικών, του Nikias Skapinakis (βρίσκεται στο café Brasileira, Λισαβώνα)
Πορτρέτο κριτικών, του Nikias Skapinakis (βρίσκεται στο café Brasileira, Λισαβώνα)


Πο­τέ δεν με έπει­σε πο­τέ η βι­βλιο­κρι­τι­κή και κά­θε κρι­τι­κή έρ­γου τέ­χνης ή (της τέ­χνης) του λό­γο. Ει­δι­κά η κρι­τι­κή της ποί­η­σης, στην οποία το υπο­κει­με­νι­κό κρι­τή­ριο έχει τη με­ρί­δα του λέ­ο­ντος. Μου εί­ναι πιο οι­κεία η πα­λαιά κι­νε­ζι­κή στά­ση απέ­να­ντι στην κρι­τι­κή: αν σου αρέ­σει ένα έρ­γο τέ­χνης ή λό­γου, μπο­ρείς τό­τε να «γρά­ψεις» ή να «ζω­γρα­φί­σεις» σε σχέ­ση με αυ­τό, μι­μού­με­νός το, κά­νο­ντας κά­τι κά­πως ανά­λο­γο. Και κά­νο­ντάς το οι­κείο. (Δεν κό­φτο­νταν τό­τε για ζη­τή­μα­τα copyright και λο­γο­κλο­πής, του­να­ντί­ον). Μι­μή­θη­κα και εγώ τον Γ. Αν­δρια­νά­το, κά­πως, στο κεί­με­νο αυ­τό. Σε ό,τι αφο­ρά την απλό­τη­τα των ποι­η­μά­των του, που απλώ­νε­ται σε πολ­λές σε­λί­δες, έτσι ώστε να μπο­ρεί να προ­σεγ­γι­σθεί (μό­νο), εξα­πλου­στευ­τι­κά, ως ηθε­λη­μέ­νη απλ(οϊκ)ότη­τα. Το βι­βλίο μου φά­νη­κε οι­κείο εξ αρ­χής. Όπως οι­κείο εί­χα νιώ­σει και το πα­λαιό­τε­ρο ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Γ. Αν­δρια­νά­του, με τον τί­τλο Άνευ απο­δο­χών, 253 χαϊ­κού και 146 αι­νιγ­μα­τι­σμοί, Gutenberg 2016., το οποίο, καί­τοι ποι­η­τι­κά πρω­τό­λειο, μπο­ρεί να εκλη­φθεί και ως μα­κρι­νό προ­α­νά­κρου­σμα του λε­πτο­δου­λε­μέ­νου «Δεί­πνου αντι­βα­ρύ­τη­τας»: Πώς να επι­στρέ­ψω στο πα­ρόν;/Να, αυ­τό εί­ναι όλο το τα­ξί­δι μου. (Από το Άνευ απο­δο­χών, σελ. 80). Αλή­θεια, πε­ρί­ερ­γο πράγ­μα η οι­κειό­τη­τα. Πά­ντως, εί­ναι και εκεί­νος από νη­σί, γεν­νή­θη­κε στη Νέα Ζη­λαν­δία (με γο­νείς από Ιθά­κη και Κε­φα­λο­νιά), όπως και εγώ, που εί­μαι από την Κρή­τη. Και ας μη βια­στεί κα­νείς να πει «πας Κρης ψεύ­της», κα­τά τον κρη­τι­κό μά­ντη Επι­με­νί­δη.

Έχω χρη­σι­μποι­ή­σει, πά­ντα εντός ει­σα­γω­γι­κών, λέ­ξεις και μι­κρές συ­νεκ­φο­ρές από το Γλωσ­σά­ρι στο τέ­λος του βι­βλί­ου. Λέ­ξεις που θα έπρε­πε ίσως να υπάρ­χουν και που εί­ναι, οπωσ­δή­πο­τε, ανα­γκαί­ες στην ποί­η­σή του Γ. Αν­δρια­νά­του, τις χρη­σι­μο­ποιεί αρ­κε­τά. Λέ­ξεις επι­νοη­μέ­νες από εκεί­νον. Λέ­ξεις όπως ανώ­πτω­ση (πτώ­ση προς τον ου­ρα­νό), ημε­ρο­σο­φία (το άθλη­μα να γί­νε­σαι σο­φό­τε­ρος κά­θε μέ­ρα) κά. Απο­τόλ­μη­σα μά­λι­στα να επι­νο­ή­σω μία. Ωραία εμπει­ρία.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: