Δίχως να έχει ειπωθεί η πρώτη συλλαβή

Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη




Γεν­νη­μέ­νη στο Με­ξι­κό το 1964, η Μα­ριά­να Μπερ­νάρ­ντες εί­ναι μία από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες σύγ­χρο­νες Με­ξι­κα­νές ποι­ή­τριες, με σπου­δές λο­γο­τε­χνί­ας και φι­λο­σο­φί­ας, με­τα­πτυ­χια­κές και δι­δα­κτο­ρι­κές. Επι­χει­ρεί να συν­δέ­σει την ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία με τον ακα­δη­μαϊ­κό και τον εκ­δο­τι­κό χώ­ρο και εί­ναι ει­ση­γή­τρια σε σε­μι­νά­ρια με θέ­μα «ποί­η­ση και γνώ­ση». Στο πλού­σιο ποι­η­τι­κό και δο­κι­μια­κό έρ­γο της, διε­ρευ­νά τα όρια της «απο­τε­λε­σμα­τι­κής» και «επι­κοι­νω­νια­κής» γλώσ­σας, κα­θώς και τη λει­τουρ­γία της με­τα­φο­ράς και των συμ­βό­λων.
Τα πα­ρα­κά­τω ποι­ή­μα­τα πα­ρου­σιά­στη­καν στην Ποι­η­τι­κή Βρα­διά του 15ου φε­στι­βάλ ιβη­ρο­α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας LEA/ΛΕΑ – Literatura en Atenas/Λο­γο­τε­χνία εν Αθή­ναις με απαγ­γε­λία της προ­σκε­κλη­μέ­νης ποι­ή­τριας, κα­θώς και στη με­τά­φρα­ση της Ιφι­γέ­νειας Ντού­μη. Ωστό­σο, η πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση της ποί­η­σης της Μπερ­νάρ­ντες έγι­νε έναν χρό­νο νω­ρί­τε­ρα, στο πλαί­σιο του εξ απο­στά­σε­ως σε­μι­να­ρί­ου με­τά­φρα­σης του κέ­ντρου γλωσ­σών και πο­λι­τι­σμών της Ιβη­ρι­κής και της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής Abanico με θέ­μα «Γυ­ναι­κεία ερω­τι­κή ποί­η­ση της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής» και δι­δά­σκο­ντα τον Νί­κο Πρα­τσί­νη, στο οποίο οι ποι­ή­τριες συμ­με­τεί­χαν μέ­σω τη­λε­διά­σκε­ψης.


Δίχως να έχει ειπωθεί η πρώτη συλλαβή



Το κε­φά­λι του πα­τέ­ρα εί­ναι γε­μά­το αστέ­ρια

Το κε­φά­λι του πα­τέ­ρα εί­ναι γε­μά­το αστέ­ρια
λί­γα αι­νιγ­μα­τι­κά λέ­ει για τη μα­ντι­κή του όρα­ση
όμως με­τρά το σφυγ­μό της μέ­ρας
με βά­ση τις ιδιο­τρο­πί­ες του φω­τός
χα­ράσ­σο­ντας το πε­ρί­γραμ­μα της ομί­χλης
Πί­νει αρ­γά γου­λιά γου­λιά το ελι­ξί­ριο της λή­θης
λες και θα βρει επι­τέ­λους στο νε­ρό της βά­πτι­σής του
το κλει­δί για να φα­νε­ρώ­σει το μυ­στή­ριο
λες κι έχει κα­μιά ση­μα­σία η όποια βε­βαιό­τη­τα
όταν τα χεί­λη του αθε­τούν την υπό­σχε­ση να εί­ναι
Και μες στη σιω­πή πια
μα­κρι­νή πρέ­πει να του φαί­νε­ται
                αυ­τή η άλ­λη όχθη
                         απ’ την οποία
                         τον κοι­τώ να απο­μα­κρύ­νε­ται
                         ολό­λα­μπρος.





Παύ­ει η βρο­χή

Παύ­ει η βρο­χή κι η ατμό­σφαι­ρα φεγ­γί­ζει
Απαγ­γέλ­λω τον στί­χο του Εσπρον­θέ­δα
Ασία από τη μια, από την άλ­λη Ευ­ρώ­πη
κι η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη πη­γά­ζει και ρέ­ει πο­τα­μός
μέ­σα απ’ την ομί­χλη του Βο­σπό­ρου.

Θυ­μά­σαι τις Απο­γοη­τευ­μέ­νες του Πιερ Λο­τί;

Μες στο βι­βλίο υπάρ­χουν κά­ποιες καρτ πο­στάλ
το Μπλε Τζα­μί
η Αγιά Σο­φιά
το Τοπ­κα­πί
και το βυ­θι­σμέ­νο Ανά­κτο­ρο
με το δά­σος των κιό­νων
και η κε­φα­λή της Μέ­δου­σας να προ­στα­τεύ­ει τη μοί­ρα του

Διά­βα­ζες ορι­σμέ­να απο­σπά­σμα­τα δυ­να­τά
μπρο­στά στη θά­λασ­σα του Μα­σα­τλάν[1]
Ποιος να μά­ντευε το με­γα­λείο του ανε­πα­νά­λη­πτου
και την εκ νέ­ου ανα­κά­λυ­ψη το με­ση­μέ­ρι εκεί­νου του Ιου­λί­ου
σαν μά­θα­με πως ο χρό­νος εί­ναι μο­νά­χα μια επι­θυ­μία
με σέ­να να προ­χω­ράς εκτυ­φλω­τι­κός
ανά­με­σα στους πά­γκους του Με­γά­λου Πα­ζα­ριού
κι ένα σμά­ρι σκου­λα­ρί­κια
να απο­σπούν ένα σου κλεί­σι­μο του μα­τιού
κα­θώς το θά­μπω­μα απ’ τις ανα­λα­μπές τους
σε προ­κα­λεί να κα­τα­κτή­σεις ένα σώ­μα λες και πί­νεις το πυ­ρω­μέ­νο φως
κι από το χνά­ρι αυ­τό η κα­μέ­νη γρα­φή
                         το βι­βλίο της φω­τιάς
                         κι η τέ­φρα της Πε­ντη­κο­στής
                         ὥσπερ φε­ρο­μέ­νης πνοῆς βιαί­ας

                        Εξ ου ο συ­ριγ­μός

                        και η ζωή…





__________
*Πό­λη και ση­μα­ντι­κό λι­μά­νι του Με­ξι­κού. Στα νά­ουατλ η λέ­ξη ση­μαί­νει «ελα­φό­το­πος».




Μπλε. Θά­λασ­σα

Μπλε. Θά­λασ­σα
πέ­ρα μα­κριά το μπλε
Μου πή­ρε πολ­λά χρό­νια να φτά­σω
για­τί όπο­τε θέ­λη­σα να φτά­σω
μου ήταν πά­ντο­τε μα­κρύς ο δρό­μος.
Αντα­ρια­σμέ­νη απ’ τη ζωή άρ­γη­σα να μπο­ρέ­σω
απλώς να το μπο­ρέ­σω ν’ ανέ­βω την πλα­γιά
να αιχ­μα­λω­τί­σω τη θά­λασ­σα
λες κι όλη η γραμ­μα­τι­κή της
κι η μη γνώ­ση της
θα χώ­ρα­γαν στα χέ­ρια μου

κι η φω­νή που βγαί­νει από τού­τη τη σχι­σμή
αυ­τού του από­κρυ­φου
ού­τε κι αυ­τή εί­ναι λευ­κή μες στη διαύ­γειά της

μο­νά­χα εδώ
μα­κριά
πο­σώς με­τρά κι αν απαρ­νή­θη­κες ό,τι λα­τρε­μέ­νο
ή την ερη­μιά που εκ­θειά­ζει την απο­τυ­χία
για­τί το απέ­ρα­ντο
απαι­τεί τη μο­να­ξιά ως έχει
το κε­νό που υπο­σκά­πτει τον εαυ­τό του
το λύ­σι­μο των κά­βων
ώσπου να γί­νεις έρ­μαιο στην πύ­ρα του στί­χου

Έχει η ζωή χτυ­πή­μα­τα τό­σο ισχυ­ρά… Δεν ξέ­ρω!





Δί­χως να έχει ει­πω­θεί η πρώ­τη συλ­λα­βή

Δί­χως να έχει ει­πω­θεί η πρώ­τη συλ­λα­βή
πριν πο­λύ πριν
πριν απ’ το εναρ­κτή­ριο γέ­λιο και τη λάμ­ψη
έμα­θα για το πρω­ι­μά­δι της σιω­πής
και το κρα­σί των ημε­ρών της
και ποιος
στο πε­ρί­γραμ­μα όλο ετού­του του νη­σιού
και στους γκρε­μούς επά­νω και στα βρά­χια
ποιος
θα ’πρε­πε ν’ αρ­νη­θεί να μα­γευ­τεί
από τ’ ολό­φω­τό του ύψω­μα
και το σχε­δόν ακρι­βο­θώ­ρη­τό του ελά­φι
                        άλ­λο­τε σκύ­λος
                        άλ­λο­τε χα­ραγ­μα­τιά
πά­ντο­τε όμως πα­νάρ­χαιο πο­τά­μι.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: