Ποιήματα

Ποιήματα


Προ­σευ­χή στο τυ­χαίο

«Να μπο­ρούν να αλ­λά­ζουν όλα, αλ­λά όχι εμάς·
να εί­ναι ίδιες και απα­ράλ­λα­χτες οι αλ­λα­γές μας,
ταυ­τό­χρο­νοι οι θά­να­τοί μας».
Θα πρέ­πει να εί­ναι αβά­στα­χτός ο πό­νος
σαν νιώ­σεις πως παύ­ει η ευ­τυ­χία.

(μτφρ. Ν. Π.)

Στο Βελ­λέ­τρι

Πή­γα μέ­χρι τη στά­ση του λε­ω­φο­ρεί­ου,
κά­θι­σα στο τοι­χά­κι της γέ­φυ­ρας:

σκιά μου ήταν η σκιά ενός νέ­ου,
κι εγώ επί­σης εί­μαι η σκιά ενός νέ­ου.

(μτφρ. Ν. Π.)

Το σώ­μα του αν­θρώ­που

Το σώ­μα του αν­θρώ­που εί­ναι πα­ρά­ξε­νο,
δε θα ‘λε­γε κα­νείς πως εί­ναι ζώο:

στον νέο, εί­ναι μα­κρύ και αδύ­να­το,
στον γέ­ρο, ένα σα­κί πα­τά­τες.

Αν δεν ήταν τό­σο δρα­στή­ριο
θα πέ­θαι­νε από κού­ρα­ση,

αν και εί­ναι νο­ή­μον ον
το έχει φέ­ρει στην κα­τά­στα­ση

δί­χως φτε­ρά ή τρί­χω­μα
σαν κά­θε ζώο κα­νο­νι­κό,

προ­στα­τευό­με­νο απ’ το χει­μώ­να,
με τρό­πο αμύ­νης φυ­σι­κό.

(μτφρ. Ν. Π.)

Το τρα­γού­δι των αγυρ­τών

Εί­μα­στε οι αγύρ­τες που δρουν μι­μη­τι­κά,
τρι­γυρ­νώ­ντας στον ίσκιο των πα­λαιών σπι­τιών

αντι­κα­θι­στώ­ντας τα οι­κεία πρό­σω­πα
με άλ­λα που τους μοιά­ζου­νε κι ας εί­ναι ερ­μη­τι­κά.

Μι­λώ­ντας για πε­ριο­δεί­ες και τα­ξί­δια
μπαί­νου­με στις ζω­ές των αλ­λο­νών,

στις σχέ­σεις τους αλ­λά­ζου­με το σχή­μα,
κό­λα­ση γί­νο­νται, κου­βά­ρι, κρί­μα.

Και της μνη­σι­κα­κί­ας ο σπό­ρος αφού ρι­χθεί,
φεύ­γου­με, ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι και συ­μπο­νε­τι­κοί:

από μας κά­θε έρω­τας έχει δια­βρω­θεί,
κι από μας τα συ­ναι­σθή­μα­τα έχουν χα­λά­σει.

(μτφρ. Ν. Π.)


Να με δια­λύ­σω

Εκτεί­νω προς το πα­ρελ­θόν μου
πλο­κά­μια μά­ταια του ονεί­ρου

για να συλ­λά­βω αντι­κεί­με­να, χαρ­τιά
που ίσως δεν υπάρ­χουν πια·

όμως, θαρ­ρείς από τύ­ψεις,
ξέ­ρω πως τα συμ­βο­λι­κά μου

πλού­τη εί­ναι ακό­μη εκεί,
στο κλει­στό σή­με­ρα σπί­τι,

κλου­βί για έναν τρε­λό και μια γριά:
οι φω­το­γρα­φί­ες μου, τό­τε,

η σφρα­γί­δα με τ’ όνο­μά μου,
και εγώ, εγώ πα­ντού,

στους κα­θρέ­φτες και στους τοί­χους.

Μπρος, πρέ­πει να πάω να ξε­μο­ντά­ρω
αυ­τόν τον ναό του εαυ­τού μου,

να λε­η­λα­τή­σω, να δω­ρί­σω
στα μου­σεία τα πιο σπά­νια

αντι­κεί­με­νά μου και να πε­τά­ξω τα υπό­λοι­πα,
να ξορ­κί­σω το μέ­ρος αυ­τό,

που προ­ο­ρι­ζό­ταν για τη λα­τρεία μου,
να πε­θά­νω δί­χως να αφή­σω

ίχνη επο­νεί­δι­στα ή άλ­λης φύ­σε­ως,
να δια­λυ­θώ εντε­λώς, να φύ­γω

έτσι όπως ήρ­θα.

(μτφρ. Ν. Π.)

Πε­ρί προ­ό­δου

Κα­λό­τυ­χοι όσοι σκέ­φτο­νται την πρό­ο­δο:
εγώ μο­νά­χα σκέ­φτο­μαι τον θά­να­το ή το σεξ.

(μτφρ. Ν. Π.)

Σε όποιον δεν ακού­ει από τού­το το αφτί

Το σπί­τι σου εί­ναι μό­νο του,
ξα­σπρί­ζει βρώ­μι­κο μες στο λιο­πύ­ρι,

και εί­μαι και εγώ που ανα­ρω­τιέ­μαι:
όποιος τρέ­χει πί­σω σου

γυ­ρεύ­ο­ντας λα­γνεία
όπως εγώ, εί­ναι κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος

ή μή­πως ο πραγ­μα­τι­κά σο­φός;

Όσον αφο­ρά εμέ­να,
η σο­φία απο­κλεί­ε­ται,

αλ­λά μου αρέ­σεις τό­σο,

που κα­μιά φο­ρά μου κό­βε­ται η λα­λιά,
μό­νο για­τί έχω μι­σο­δεί,

ανά­με­σα στα ψω­ριά­ρι­κα κλή­μα­τα,
το φορ­τη­γό του πα­τέ­ρα σου.

(μτφρ. Ν. Π.)

Χώ­ρος

Στο δω­μά­τιό μου δεν υπάρ­χει τί­πο­τα,
εκτός από το πι­κάπ κι ένα κρε­βά­τι?

ού­τε στην καρ­διά μου υπάρ­χει τί­πο­τα,
εκτός από ένα παι­δί που δεν μου μοιά­ζει.

Κι έτσι υπάρ­χει χώ­ρος να κι­νη­θώ
τό­σο στην καρ­διά όσο και στο δω­μά­τιο

πέ­τα­ξα τα κου­ρέ­λια στη φω­τιά,
τα συ­ναι­σθή­μα­τα, στη θά­λασ­σα.

Δεν έχουν όλοι άδειο δω­μά­τιο,
δεν έχουν όλοι άδεια καρ­διά –

μπο­ρεί ελεύ­θε­ρα να πε­ρά­σει
κά­θε πρωί κι ένας και­νούρ­γιος κό­σμος.

(μτφρ. Ι. Ν.)

Ο Εξό­ρι­στος

Μια αχτί­δα ήλιου στο νε­ρό,
μια λέ­ξη μο­νά­χα,

εδώ όπου μια πέ­τρι­νη μέ­λισ­σα
προ­σποιεί­ται πως πί­νει απ’ την πη­γή.

Βρες αυ­τή τη μό­νη λέ­ξη
και ξα­να­γί­νε για μια στιγ­μή

σε αυ­τή την εξο­ρία που σε τυ­ραν­νά
ο ποι­η­τής που έπα­ψες να εί­σαι.

(μτφρ. Ι. Ν.)

Δεί­ξε το σώ­μα σου γυ­μνό

Δεί­ξε το σώ­μα σου γυ­μνό,
ο κό­σμος έχει αυ­τή την ανά­γκη για ομορ­φιά

για να απα­λύ­νει τις κα­κές σκέ­ψεις
που εί­ναι πά­ντα ντυ­μέ­νες σκέ­ψεις.

Ανά­δει­ξε ό,τι εί­ναι θεϊ­κό
δί­χως να σε νοιά­ζει μή­πως ξε­σπά­σει σκάν­δα­λο –

δεν θα πέ­σει το στε­ρέ­ω­μα σαν πέ­σουν
το κι­λο­τά­κι και το σου­τιέν σου

μό­νο στις κρύ­ες χώ­ρες οι θε­οί
χρη­σι­μο­ποιού­σαν τέ­τοια εν­δύ­μα­τα. Έπει­τα,

σ’ αυ­τόν τον Όλυ­μπο που διά­λε­ξες να κα­τοι­κείς
με τους εν­νέα λό­φους του Άστε­ως στα πό­δια σου,
θα υψω­θεί ένα πα­λά­τι γε­μά­το κα­θρέ­φτες

και σε κά­θε κα­θρέ­φτη η αντα­νά­κλα­σή σου,
και εκεί θα γί­νο­νται οι τε­λε­τές του Κρά­τους,

οι συ­νε­λεύ­σεις, τα τεστ δε­ξιο­τή­των,
πα­ρου­σία της γυ­μνής αλή­θειας.

(μτφρ. Ι. Ν)

Όταν εσύ, ποί­η­σή μου, δια­βά­ζεις ποί­η­ση,

Όταν εσύ, ποί­η­σή μου, δια­βά­ζεις ποί­η­ση,
ο ου­ρα­νός σκο­τει­νιά­ζει μ’ ένα πρά­σι­νο φως,

ο κό­σμος τρέ­χει να φύ­γει απ’ την ακτή
από κά­ποιο αδιό­ρα­το προ­αί­σθη­μα κα­ται­γί­δας

ή πά­λης των στοι­χεί­ων,
αστρα­πές δια­κλα­δώ­νο­νται στα κα­λώ­δια του τραμ,

και μια βα­ριά σιω­πή πέ­φτει στην πό­λη –
η ποί­η­ση πα­ρα­τη­ρεί τον εαυ­τό της.

Δια­βά­ζεις λέ­ξεις μιας εξα­φα­νι­σμέ­νης επο­χής,
ενός πα­ρό­ντος που κα­ταρ­ρέ­ει ακα­τά­παυ­στα,

γορ­γά μέ­σα στο άμορ­φο πα­ρελ­θόν,
δια­βά­ζεις για βα­σι­λιά­δες και για στέμ­μα­τα, κή­πους και πο­λέ­μους,
εσύ που εί­σαι το στέμ­μα κά­θε αυ­το­κρα­το­ρί­ας

και ο κή­πος του γνω­στού κό­σμου
και ο πό­λε­μος με τα νο­ή­μα­τα της φύ­σης,

δια­βά­ζεις: «ποιος θα πι­στέ­ψει τους στί­χους μου στο μέλ­λον
αν τώ­ρα πω όλες τις αρε­τές σου;»

κι εκεί­νη τη στιγ­μή αυ­τοί οι στί­χοι,
σαν βέ­λος που δια­περ­νά­ει τους αιώ­νες,

καρ­φώ­νο­νται σ’ αυ­τόν που κά­ποια μέ­ρα τους ενέ­πνευ­σε.
Και τό­τε το πρά­σι­νο σκο­τά­δι ει­σβάλ­λει πα­ντού,

ο κό­σμος κρύ­βε­ται, τρο­μαγ­μέ­νος,

και σε μια σιω­πή που θυ­μί­ζει σει­σμό

υψώ­νε­ται η σε­λή­νη πά­νω απ’ τα Ρω­μαϊ­κά Κά­στρα
και αρ­γά τα κά­νει όλα γα­λά­ζια

ενώ εσύ, ποί­η­σή μου, δια­βά­ζεις ποί­η­ση.

(μτφρ. Ι. Ν.)

Πα­ρα­δί­νο­μαι, εί­μαι δι­κός σου, τι­μο­λό­γη­σέ με

Πα­ρα­δί­νο­μαι, εί­μαι δι­κός σου, τι­μο­λό­γη­σέ με
και πού­λα με στην αγο­ρά σ’ ένα κο­φί­νι

αν θες, όπως και να ‘χει απ’ το κα­λά­θι
σε σέ­να θα γυ­ρί­σω σαν σκυ­λά­κι

για να με ξα­να­που­λή­σεις, με ρί­γες
βαμ­μέ­νο ή κα­ρώ, ένα εί­ναι βέ­βαιο:

αυ­τός ο σκύ­λος δεν ξα­ναλ­λά­ζει αφε­ντι­κό.
Πώς γί­νε­ται εγώ που χαι­ρό­μουν να κα­τα­κτώ

τώ­ρα να χαί­ρο­μαι που μ’ έχουν κα­τα­κτή­σει;
Πά­νω τα πο­δα­ρά­κια, σκύ­λε, πέ­σε τ’ ανά­σκε­λα,

κού­να την ου­ρά στον πα­ρά­δει­σό σου!

Τα θεία εί­παν τ’ όνο­μά σου
και η φω­νή τους έφτα­σε ως το με­δού­λι!

Γά­βγι­σε, τρέ­χα, χό­ρε­ψε – τι νί­κη
από­λυ­τη αυ­τή η πα­ρά­δο­ση άνευ όρων!

(μτφρ. Ι. Ν)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: