Σελίδες/Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ

Lorenzο & Jacopo Salimbeni, «Σκηνές από τη ζωή του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή». Τοιχογραφία, Ουρμπίνο, αρχές 15ου αι.
Lorenzο & Jacopo Salimbeni, «Σκηνές από τη ζωή του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή». Τοιχογραφία, Ουρμπίνο, αρχές 15ου αι.


ξανα­βρή­κα τον Ουίλ­κοκ μες στον Εν­ρί­κε Βί­λα-Μά­τας, αλ­λά πού τον εί­χα πρω­το­α­κού­σει; Στο Μπάρ­τλε­μπυ & Σία, ο Βί­λα-Μά­τας ανα­φέ­ρε­ται σε μια πα­ρά­γρα­φο του ‘Μα­ταιό­δο­ξου’, όπου ο αφη­γη­τής εύ­χε­ται να εμ­φα­νι­στεί πά­νω στο δέρ­μα ενός δια­φα­νούς, μα­ταιό­δο­ξου ατό­μου ένας άσπρος λε­κές ώστε να απαλ­λα­χθεί από τη μα­ταιο­δο­ξία του. Μου τρά­βη­ξε την προ­σο­χή επει­δή μέ­χρι εκεί­νη τη στιγ­μή η λεύ­καν­ση πα­ρέ­πε­μπε κα­τά κά­ποιον τρό­πο στην εξα­φά­νι­ση (κα­θώς με­τα­φρά­ζω αυ­τό το κεί­με­νο στα ελ­λη­νι­κά τώ­ρα, πε­τά­ει μπρο­στά μου η έκ­φρα­ση «δια-λεύ­καν­ση», που, αντι­θέ­τως, προσ­δο­κά σε κά­τι που τε­λι­κά εμ­φα­νί­ζε­ται, την αλή­θεια). Τό­τε, όμως, με τον Ουίλ­κοκ, σαν η αντί­θε­τη ιδέα να προ­σφε­ρό­ταν ξάφ­νου: το να ασπρί­σεις σή­μαι­νε να γε­μί­σεις με κά­ποια (ανε­πι­θύ­μη­τη, προ­δο­τι­κή) ου­σία.

Εκεί­νη την επο­χή έγρα­φα ένα δο­κί­μιο για την έν­νοια της εξα­φά­νι­σης και τις αμ­φι­ση­μί­ες της. Κα­τε­χό­μουν από την διαί­σθη­ση πως, όσο ανοί­κεια και αν ακού­γε­ται, η εξα­φά­νι­ση εί­ναι επί­σης και (ενερ­γο) ποι­η­τι­κή. Το δο­κί­μιο γρα­φό­ταν σε μια τρί­τη για μέ­να γλώσ­σα που εί­χα ως τό­τε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μό­νο για πα­νε­πι­στη­μια­κά άρ­θρα: κα­τα­λά­βαι­να αυ­τό που έκα­να ως εξα­φά­νι­ση από μια δι­κή μου γλώσ­σα. Έψα­ξα τον Ουίλ­κοκ και βρή­κα το βι­βλίο όπου εμ­φα­νι­ζό­ταν το δι­ή­γη­μα με την επι­θυ­μία του άσπρου λε­κέ. Μου φά­νη­κε φο­βε­ρή σύμ­πτω­ση ο Ουίλ­κοκ να εί­ναι εξω-φω­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας, σύμ­φω­να με τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό που επέ­δι­δε στο οπι­σθό­φυλ­λο του TLS πριν πά­ρει σύ­ντα­ξη ο J. C., σε αν­θρώ­πους σαν τον Να­μπό­κοφ, τον Μπέ­κετ, και πιο κο­ντά σε εμάς, την Γιό­κο Τα­ουά­ντα ή την Τζού­μπα Λα­χί­ρι.

Ο Ουίλ­κοκ ήταν φί­λος της Σιλ­βί­να Οκά­μπο και της ομά­δας «Σουρ» («Νό­τος»· δε χρειά­ζε­ται να ανα­φερ­θού­με ονο­μα­στι­κά στους υπό­λοι­πους με τους οποί­ους ανα­πό­φευ­κτα τον συ­γκρί­νουν και τον συν­δέ­ουν πά­ντα – ας δια­βά­σου­με κα­λύ­τε­ρα την Σιλ­βί­να ή την αδερ­φή της, Βι­κτώ­ρια). Έφυ­γε από την Αρ­γε­ντι­νή για διά­φο­ρους λό­γους που σχε­τί­ζο­νταν με τις πο­λι­τι­κές του προ­τι­μή­σεις, την ανά­γκη του για φρέ­σκο αέ­ρα, την ομο­φυ­λο­φι­λία του και επει­δή απλού­στα­τα … εί­χε την δυ­να­τό­τη­τα να το κά­νει. Ναι, μπο­ρού­σε – όχι λό­γω χρη­μα­τι­κής άνε­σης, μα χά­ρη στην πλού­σιά του κουλ­τού­ρα, και στη γε­ρή του πο­λυ­γλωσ­σία. Τα ιτα­λι­κά του ήταν άρι­στα – η μη­τέ­ρα του ήταν Ιτα­λί­δα – κι έτσι με­τα­κό­μι­σε στην Ρώ­μη, όπου προ­σέγ­γι­σε τη δυ­να­τό­τε­ρη λο­γο­τε­χνι­κή ομά­δα, εκεί­νη του εκ­δο­τι­κού οί­κου Αντέλ­φι, και όπου με­τα­τρά­πη­κε σε επαγ­γελ­μα­τία με­τα­φρα­στή δια­φό­ρων γλωσ­σών προς τα ιτα­λι­κά.

Κά­νω μια παύ­ση τώ­ρα, προ­σπα­θώ­ντας να θυ­μη­θώ πού τον εί­χα πρω­το­δεί πριν τον Βί­λα-Μά­τας. Μα­ταί­ως. Ένα εί­ναι σί­γου­ρο: κα­θώς τε­λεί­ω­να εκεί­νο το δο­κί­μιο πε­ρί εξα­φά­νι­σης, έμα­θα πως ο Γάλ­λος κοι­νω­νιο­λό­γος Ντα­βίντ Λε Μπρε­τόν έχει γρά­ψει ένα βι­βλίο με τον πολ­λά υπο­σχό­με­νο τί­τλο Η εξα­φά­νι­ση από τον εαυ­τό. Το αγό­ρα­σα και δια­βά­ζο­ντάς το αστρα­πιαία μή­πως υπάρ­χει κά­τι που να πρέ­πει να συ­μπε­ρι­λά­βω τε­λευ­ταία στιγ­μή πριν το υπο­βά­λω για δη­μο­σί­ευ­ση, βρή­κα μια ανα­φο­ρά στο βι­βλίο του Βί­λα-Μά­τας και μια ανα­φο­ρά στον Ουίλ­κοκ. Αλ­λά αυ­τό έγι­νε αρ­γό­τε­ρα. Πού εί­χα δει το όνο­μα του Ουίλ­κοκ για πρώ­τη φο­ρά;

Πί­σω στη στιγ­μή όπου άρ­χι­σα να μα­θαί­νω πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον Ουίλ­κοκ: το πρώ­το βι­βλίο που διά­βα­σα ήταν Lo stereoscopio dei solitari, που θα πε­ρι­γρά­φα­με επι­σή­μως σαν μια συλ­λο­γη συ­ντο­μό­τα­των δι­η­γη­μά­των. Ο τί­τλος του γέν­νη­σε αμέ­σως ερω­τη­μα­τι­κά.
Κα­τ’αρ­χάς, οι φαι­νο­με­νι­κά αθώ­οι ‘solitari’, οι μο­να­χι­κοί, μας κα­τευ­θύ­νουν αμέ­σως προς την απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα των κοι­νω­νιών μας και την μο­να­ξιά του πε­ρι­θω­ρί­ου. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ανα­φέ­ρο­νται σε αν­θρώ­πους που εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νοι να υπο­στούν τη μο­να­ξιά – σπα­νί­ως την επι­λέ­γουν. Ο κέ­νταυ­ρος Ολί­γκορ, για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι ο τε­λευ­ταί­ος του εί­δους του. Ο άγ­γε­λος Ελ­ζέ­βαρ δεν έχει πια πε­λά­τες στο επάγ­γελ­μά του, την πορ­νεία. Ο κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος Τσέ­λιο πέ­φτει μέ­σα σ’ ένα λα­το­μείο, σπρωγ­μέ­νος από τους συγ­χω­ρια­νούς του. Εί­ναι όλοι μο­να­χι­κοί, όντως. Όμως πώς να σκε­φτού­με τα Κα­ρούν­τσι, εκεί­να τα κου­τά τέ­ρα­τα που μοιά­ζουν με που­λε­ρι­κά και που – ενω­μέ­να – κα­τα­στρέ­φουν το πα­ρελ­θόν; Δεν έχουν ο ένας τον άλ­λον τού­τοι οι ερα­στές που τε­λι­κά κα­τα­βρο­χθί­ζο­νται αλ­λή­λως (βλ. εδώ σε με­τά­φρα­ση Ιφι­γέ­νειας Ντού­μη); Και εκεί­νες οι πλη­θυ­ντι­κές Νέ­ες Μορ­φές που κα­τα­φτά­νουν στο τέ­λος του βι­βλί­ου και που θα μπο­ρού­σαν, ανα­τρι­χια­στι­κά, να έχουν γρα­φεί αύ­ριο; Μπο­ρεί μεν να ανή­κουν στο πε­ρι­θώ­ριο, αλ­λά δεν εί­ναι μό­νες τους.

Ο Ουίλ­κοκ εί­χε πει πως πρό­κει­ται για ένα μυ­θι­στό­ρη­μα με 70 – εί­ναι 67 στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα – πρω­τα­γω­νι­στές που δεν συ­να­ντιού­νται πο­τέ, και αν απο­φα­σί­σου­με να μην απορ­ρί­ψου­με την φρά­ση ως εξυ­πνά­δα (αρε­σκό­ταν στις φρά­σεις που ικα­νο­ποιού­σαν ένα κοι­νό του οποί­ου οι δια­νοη­τι­κές ικα­νό­τη­τες και οι απαι­τή­σεις τού φαί­νο­νταν λει­ψές), μπο­ρού­με να τους σκε­φτού­με σαν ξέ­χω­ρα κέ­ντρα αφή­γη­σης, εφή­με­ρες αφη­γη­μα­τι­κές βο­λί­δες που μας χτυ­πούν και εξα­φα­νί­ζο­νται αντί για απα­ράλ­λα­χτα μο­να­χι­κούς. Πα­ρ'ό­λα αυ­τά, δεν γί­νε­ται να αγνο­ή­σου­με πως τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυ­τά τα όντα πε­ρι­γρά­φο­νται ως μο­να­χι­κά, όπως συμ­βαί­νει και στα βι­βλία La Sinagoga degli Iconoclasti και Il Libro dei Mostri, όπως συ­νέ­βαι­νε και στον ίδιο τον Ουίλ­κοκ.

Αν επι­μεί­νου­με στην ιδέα ότι αυ­τοί οι μο­να­χι­κοί συ­νυ­πάρ­χουν μέ­σα στο ίδιο πλαί­σιο που ονει­ρεύ­τη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας τους, τό­τε η λέ­ξη που ψά­χνου­με εί­ναι «πα­ράλ­λη­λα». Φαί­νε­ται ανα­πό­φευ­κτο να το­πο­θε­τη­θεί ο Ουίλ­κοκ στην γραμ­μή που αρ­χί­ζει κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα με τους Πα­ράλ­λη­λους Βί­ους του Πλου­τάρ­χου και τε­λειώ­νει με την πρό­σφα­τη προ­σφο­ρά Τρεις Ζω­ές της Φλερ Γιέ­γκι, περ­νώ­ντας από τις Φα­ντα­στι­κές Ζω­ές του Μαρ­σέλ Σβομπ. Δη­λα­δή, κι­νού­νται πα­ράλ­λη­λα τα όντα του Ουίλ­κοκ; Όχι ακρι­βώς, ή μάλ­λον: ίσως, μα δεν μας το λέ­ει, αντί­θε­τα από τον Πλού­ταρ­χο. Πά­ντως, κι­νού­νται – αφού, η ιστο­ρία τους εί­ναι πά­ντα δυ­να­μι­κή, εί­τε εστιά­ζε­ται σε μια λε­πτο­μέ­ρεια του βί­ου τους, εί­τε σε μια πλα­τύ­τε­ρη avventura.

Από κοι­νω­νιο­λο­γι­κής άπο­ψης, αν επο­πτεύ­ο­ντας τις ζω­ές των κρα­ταιών και διά­ση­μων, το έρ­γο του Πλου­τάρ­χου το­πο­θε­τη­θεί στον ένα πό­λο, τό­τε ο Ουίλ­κοκ της Στε­ρε­ο­σκο­πιάς βρί­σκε­ται στον αντι­δια­με­τρι­κό, αφού ασχο­λεί­ται απο­κλει­στι­κά με τους πε­ρι­θω­ρια­κούς και πε­ρί­ερ­γους (και κουίρ, θα λέ­γα­με σή­με­ρα, βλ. το δι­ή­γη­μα «Ίλιο Κόλ­λιο», σε με­τά­φρα­ση Νί­κου Πρα­τσί­νη εδώ). Το πε­ρι­θώ­ριο, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, παίρ­νει συ­χνά την κοί­λη μορ­φή μιας σπη­λιάς, μιας τρύ­πας, ενός λα­το­μεί­ου – ένα λάι­τμο­τίφ που κάλ­λι­στα θα μπο­ρού­σε να γί­νει η ου­σία μιας με­τα­πτυ­χια­κής ερ­γα­σί­ας: τό­σα κε­νά κέ­ντρα σαν κα­τα­φύ­για!

Εν αντι­θέ­σει με τον Σβομπ, ο Ουιλ­κοκ δεν πλέ­κει συ­στη­μα­τι­κά το αλη­θές με το φα­ντα­στι­κό (με σπά­νιες εξαι­ρέ­σεις – βλ. επάγ­γελ­μα του Μπά­ρουχ στο δι­ή­γη­μα «Οι Βαλ­κυ­ρί­ες»). Πα­ρα­ταύ­τα, δια­φαί­νε­ται το εν­δια­φέ­ρον του για την αλη­θο­φά­νεια (ή την εσω­τε­ρι­κή συ­νέ­πεια): η χ ή ψ λε­πτο­μέ­ρεια για συ­ναι­σθή­μα­τα ή υλι­κές συν­θή­κες δεν εί­ναι πο­τέ εκεί από σκέ­το κα­πρί­τσιο. Το πα­ρά­λο­γο που ανα­δει­κνύ­ει –και κα­ταγ­γέ­λει– εί­ναι πά­ντα εντός στε­νά ελεγ­χό­με­νων σει­ρών από πα­ρα­τη­ρή­σεις και εντός ομοί­ως στε­νά ελεγ­χό­με­νου γλωσ­σι­κού δι­κτύ­ου, των ιτα­λι­κών του.
Ας ανοί­ξω μια πα­ρέν­θε­ση εδώ πε­ρί της χρή­σης της άνω τε­λεί­ας (punto e virgola), ενός κα­τα­πλη­κτι­κού χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού που τεί­νει να εξα­φα­νι­στεί στις μέ­ρες μας κα­θώς οι μπι­ντέ­δες στα ακρι­βά ξε­νο­δο­χεία, που θα έλε­γε κι ο Χα­βιέρ Μα­ρί­ας. Και εί­ναι η άνω τε­λεία που φέρ­νει στο νου τον Σέ­σαρ Άι­ρα, όχι για­τί ο τε­λευ­ταί­ος την πο­λυ­χρη­σι­μο­ποιεί, μα για­τί εί­ναι ακρι­βώς αυ­τή η στί­ξη που επι­τρέ­πει στον δι­κό μας να πά­ρει τις από­το­μες στρο­φές που του υπο­δει­κνύ­ει η φα­ντα­σία του. Φα­ντά­ζε­ται κα­νείς πό­σο θα δια­σκέ­δα­ζε γρά­φο­ντας τα δι­η­γή­μα­τα – ακρι­βώς όπως φα­ντά­ζε­ται την από­λαυ­ση του Άι­ρα δια­βά­ζο­ντας τα πιο πα­λα­βά του.

Επι­στρέ­φο­ντας στο πρό­βλη­μα που εί­χα βρει μπρο­στά μου, έπρε­πε να ερευ­νή­σω την στε­ρε­ο­σκο­πι­κή πλευ­ρά του τί­τλου, πά­νω στην οποία δεν υπήρ­χε εν­δο­κει­με­νι­κή εξή­γη­ση. Βοη­θή­θη­κα εις τρι­πλούν. Πρώ­τα, πρώ­τα, μια αδελ­φή ψυ­χή που γνω­ρί­ζει κα­λά το εί­δος των προ­βλη­μά­των που μου τί­θε­νται, ανέ­σκα­ψε ένα άρ­θρο, γραμ­μέ­νο το 1859 από έναν 'Ο­λι­βερ Ου­έ­ντελ Χολμς στο πε­ριο­δι­κό Δη Ατλά­ντικ. Ιδού δυο απο­σπά­σμα­τα:

‘A stereoscope is an instrument which makes surfaces look solid. All pictures in which perspective and light and shade are properly managed, have more or less of the effect of solidity; but by this instrument that effect is so heightened’.

«Το στερεοσκόπιο είναι ένα εργαλείο που κάνει τις επιφάνειες να φαίνονται στέρεες. Όλες οι εικόνες στις οποίες προοπτική, φως και σκιά είναι σωστά δουλεμένες επιτυγχάνουν την ιδέα της στερεότητας· μα με το εργαλείο αυτό, το αποτέλεσμα είναι πολύ εντονότερο.»

Και αρ­γό­τε­ρα:

‘The first effect of looking at a good photograph through the stereoscope is a surprise such as no painting ever produced. The mind feels its way into the very depths of the picture. The scraggy branches of a tree in the foreground run out at us as if they would scratch our eyes out. The elbow of a figure stands forth so as to make us almost uncomfortable. Then there is such a frightful amount of detail, that we have the same sense of infinite complexity which Nature gives us. A painter shows us masses; the stereoscopic figure spares us nothing—all must be there, every stick, straw, scratch, as faithfully as the dome of St. Peter's, or the summit of Mont Blanc, or the ever-moving stillness of Niagara. The sun is no respecter of persons or of things.’

«Η πρώτη αντίδραση όταν κοιτάς μια καλή φωτογραφία μέσα από το στερεοσκόπιο είναι έκπληξη ανώτερη από εκείνη που θα μπορούσε να δημιουργήσει οποιοσδήποτε πίνακας. Το μυαλό προχωρά αισθαντικά ως το βάθος της εικόνας. Τα κλαδιά ενός δένδρου στο μπροστινό πλάνο βγαίνουν προς τα έξω σαν να πήγαιναν να σου βγάλουν τα μάτια. Ο αγκώνας μιας μορφής ξεχωρίζει τόσο ώστε να αισθανόμαστε άβολα. Και είναι τέτοιος ο αριθμός των λεπτομερειών, που έχουμε την ίδια αίσθηση ατελείωτης πολυπλοκότητας που μας προσφέρει η Φύση. Ένας ζωγράφος μας δείχνει μάζες· η στερεοσκοπική μορφή δεν μας γλιτώνει από τίποτα – όλα πρέπει να είναι εκεί, κάθε κλαρί, καλάμι, γρατζουνιά, τόσο πιστά όσο και o θόλος του Αγ. Πέτρου, ή η κορυφή του Λευκού Όρους, ή η αενάως κινούμενη στασιμότητα του Νιαγάρα. Ο ήλιος δεν σέβεται άτομα ή πράγματα.»

Από αυ­τήν την από­πει­ρα πε­ρι­γρα­φής της χρη­σι­μό­τη­τας του στε­ρε­ο­σκό­πιου, κρα­τώ την αυ­ξη­μέ­νη αί­σθη­ση στε­ρε­ό­τη­τας και του βά­θους τής ει­κό­νας κα­θώς και μια ιδιαί­τε­ρη πο­λυ­πλο­κό­τη­τα. Θυ­μά­στε τον εαυ­τό σας παι­δί να κοι­τά μέ­σα σ’ εκεί­να τα κόκ­κι­να, σκλη­ρά, πλα­στι­κά κου­τιά που άλ­λα­ζαν ει­κό­νες οταν πα­τού­σες το κου­μπί; Η αί­σθη­ση ήταν του άπει­ρου βά­θους και την έκα­νε ακό­μα πιο απο­λαυ­στι­κή η γνώ­ση πως επρό­κει­ται για ψευ­δαί­σθη­ση – σαν να πη­δάς μέ­σα στους πί­να­κες με την Μαί­ρη Πό­πινς.

«Τοίχος», του Ουίλιαμ Κέντριτζ
«Τοίχος», του Ουίλιαμ Κέντριτζ


Λί­γες μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, έτυ­χε να επι­σκε­φτώ μια έκ­θε­ση του Ουί­λιαμ Κέ­ντριτζ. Ένα από τα εξαι­ρε­τι­κά φιλμ που μάλ­λον εί­χα ξα­να­δεί αλ­λά δεν θυ­μό­μουν λε­γό­ταν Στε­ρε­ο­σκο­πι­κό. Εί­ναι ένα φιλμ που ξε­χω­ρί­ζει μέ­σα στη δια­δρο­μή του Κέ­ντριτζ χά­ρη στην εκτε­νή χρή­ση του μπλε χρώ­μα­τος για πράγ­μα­τα άλ­λα από το νε­ρό – το ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα, ο ήχος, μια γά­τα. Το κε­ντρι­κό θέ­μα εί­ναι η εξά­θρω­ση με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κο­τή­των, τα απο­τε­λέ­σμα­τα της εξέ­γερ­σης και της βί­ας πά­νω στην κα­πι­τα­λι­στι­κή ρου­τί­να του πρω­τα­γω­νι­στή Σό­χο Εκ­στάιν και το γε­γο­νός ότι πα­ρά την (μπλε ελε­κτρίκ και όχι κόκ­κι­νη) γραμ­μή που περ­νά ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους και τα πράγ­μα­τα και που τους ενώ­νει αρ­χι­κά, υπάρ­χουν ρωγ­μές μέ­σα κι ανά­με­σά τους. Ο Κέ­ντριτζ, λοι­πόν, βοη­θού­με­νος από την μπλε γραμ­μή που θα τους ένω­νε όλους, χω­ρί­ζει την οθό­νη στα δύο. Μας δεί­χνει ότι όσο πιο κο­ντά ή πιο βα­θιά κοι­τά­με, η ει­κό­να δεν εί­ναι πια μία.

Από το «Στερεοσκοπικό» του Ουίλιαμ Κέντριτζ
Από το «Στερεοσκοπικό» του Ουίλιαμ Κέντριτζ


Το οποίο, τρί­τον, μου έφε­ρε στον νου μια συ­ζή­τη­ση ανά­με­σα στις ει­κα­στι­κούς Ρό­νι Χορν και Τά­σι­τα Ντην: η τε­λευ­ταία κά­νει μια πα­ρα­τή­ρη­ση πά­νω στην δυι­κό­τη­τα (στέ­ρεο, υπο­γραμ­μί­ζει, δη­λα­δή που πα­ρά­γει στε­ρε­ό­τη­τα) με­ρι­κών ορ­γά­νων μας: αυ­τιά, μά­τια, χέ­ρια σε αντί­θε­ση με την ενι­κό­τη­τα (μό­νο) άλ­λων: στό­μα, μύ­τη, εγκέ­φα­λος. Και όντως, εί­δα να επι­τε­λεί­ται τού­τη η πα­ρα­τή­ρη­ση στο φιλμ «Αντι­γό­νη», όπου η Ντην σπά­ει την οθό­νη σε δύο, τρία και πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα κομ­μά­τια. Οι δυο προ­βο­λείς συ­νει­σφέ­ρουν πο­λύ. Πράγ­μα­τι, όσοι πε­ρισ­σό­τε­ροι προ­βο­λείς, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη η πο­λυ­πλο­κό­τη­τα που μπο­ρείς να επι­τύ­χεις: πα­ρό­τι δεί­χνει μια μα­κριά dance macabre, το έρ­γο More Sweetly Play the Dance του Κέ­ντριτζ χρη­σι­μο­ποιεί οχτώ ή πε­ρισ­σό­τε­ρους προ­βο­λείς και, το­πο­θε­τώ­ντας σε γω­νία με­τα­ξύ τους αντί­στοι­χα πολ­λές οθό­νες, επι­τυγ­χά­νει μια συ­νε­χώς απο­ρη­μα­τι­κή, ανα­στα­τω­μέ­νη διά­θε­ση.

Ο πρό­γο­νος της πο­λυο­θό­νης εί­ναι το polyvision, έν­νοια και μη­χα­νι­σμός μα­ζί που εφευ­ρέ­θη­καν για την ται­νία «Να­πο­λέ­ων» του κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή Αμπέλ Γκανς. Η εφεύ­ρε­ση τού επέ­τρε­πε να έχει μια πο­λύ ευ­ρεία οθό­νη τε­τμη­μέ­νη στα τρία και να δη­μιουρ­γεί μια πα­ρά­θε­ση ει­κό­νων στο μά­τι και το μυα­λό του θε­α­τή. H επί­δρα­ση μιας τέ­τοιας πα­ρά­θε­σης εί­ναι εντυ­πω­σια­κά όμοια με το απο­τύ­πω­μα του βι­βλί­ου του Ουίλ­κοκ. Ίσως τώ­ρα να έχου­με να επι­δεί­ξου­με κά­ποια πρό­ο­δο σχε­τι­κά με τον τί­τλο, πα­ρά τον πε­ρι­στρο­φι­κό δρό­μο που πή­ρα­με: ενώ ου­σια­στι­κά χρη­σι­μο­ποί­η­σε το polyvision, ο Ουίλ­κοκ ονό­μα­σε το βι­βλίο του με το όνο­μα του ερ­γα­λεί­ου που εφευ­ρέ­θη­κε για να κά­νει τις επί­πε­δες ει­κό­νες ανά­γλυ­φες, και τρισ­διά­στα­τες. Πρό­κει­ται για ερ­γα­λείο ψευ­δαί­σθη­σης: λέ­νε πως, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το, βλέ­πεις κα­λύ­τε­ρα.

Η αρ­χι­κή το­πο­θε­σία της πρώ­της ανα­φο­ράς στον Ουίλ­κοκ εί­ναι χα­μέ­νη. Τε­λειώ­νο­ντας το ση­μεί­ω­μα αυ­τό, το γνω­ρί­ζω με απο­γοη­τευ­τι­κή σι­γου­ριά. Συ­χνά υπάρ­χει μια mise en abîme όταν κα­νείς ανα­κα­λύ­πτει κά­τι που θαυ­μα­τουρ­γά εγκολ­πώ­νε­ται σε προ­ϋ­πάρ­χο­ντα εν­δια­φέ­ρο­ντα: συ­χνά, τα βή­μα­τα επα­να­λαμ­βά­νο­νται μα οδη­γούν σε κά­ποιο τέ­λος. Δεν εί­ναι η πε­ρί­πτω­σή μας. Το μό­νο που μπο­ρώ πλέ­ον να προ­σφέ­ρω εί­ναι η εξής λέ­ξη: Μπο­λά­νιο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: