Ντάγκο

Ντάγκο

Το Ντά­γκο πραγ­μα­τεύ­ε­ται τον θά­να­το ενός δε­κα­εν­νιά­χρο­νου Έλ­λη­να με­τα­νά­στη στην Τα­σμα­νία το 1956, μια επο­χή όπου η πο­λι­τι­κή με­τα­νά­στευ­σης της Αυ­στρα­λί­ας ήταν ακό­μα δη­μο­σί­ως ρα­τσι­στι­κή. Πριν με­ρι­κά χρό­νια, στα ογδό­ντα του, ο πα­τέ­ρας μί­λη­σε για τον αδερ­φό του για πρώ­τη φο­ρά, αρ­θρώ­νο­ντας το όνο­μά του. Έως τό­τε, το όνο­μα δεν εί­χε ει­πω­θεί πο­τέ. Το κεί­με­νο εί­ναι κα­τ’αρ­χήν ένας στο­χα­σμός γύ­ρω από το ανεί­πω­το όνο­μα, ένα όνο­μα που απα­ντά­ται συ­νε­χώς και που συ­νε­χώς απο­φεύ­γε­ται. Η απο­φυ­γή του ονό­μα­τος των νε­κρών εντάσ­σε­ται και στα ήθη των Αβο­ρί­γι­νων της Τα­σμα­νί­ας (και ολό­κλη­ρης της Αυ­στρα­λί­ας) : το φαι­νό­με­νο ονο­μά­ζε­ται ‘λό­γος απο­φυ­γή­ς’ από τους εθνο­γλωσ­σο­λό­γους. Εκ­κι­νώ­ντας από τού­τη τη σύμ­πτω­ση, αλ­λά και από άλ­λες που κα­θ'ο­δόν ανα­δύ­ο­νται από ηχη­τι­κά και οπτι­κά ντο­κου­μέ­ντα της επο­χής, το κεί­με­νο κα­θι­στά, επί­σης, μια εξε­ρεύ­νη­ση της συ­νά­ντη­σης των σχε­δόν εξο­ντω­μέ­νων Μαύ­ρων της Τα­σμα­νί­ας και των Ελ­λή­νων που κα­τα­φτά­νουν εκεί το 1956 ως άλ­λοι Μαύ­ροι.
Η λέ­ξη Ντά­γκο εί­ναι εφεύ­ρε­ση και προ­έρ­χε­ται από την υπο­τι­μη­τι­κή ονο­μα­σία Ντέι­γκο που απευ­θυ­νό­ταν στους Ισπα­νό­φω­νους, Πορ­το­γά­λους, Ιτα­λούς και, ενί­ο­τε, Έλ­λη­νες με­τα­νά­στες στις ΗΠΑ. Σπα­νί­ως, χρη­σι­μο­ποιού­νταν και στην Αυ­στρα­λία, όπου η πιο κοι­νή ονο­μα­σία για τους Έλ­λη­νες ήταν Ουόγκ.


Ντάγκο
Ένα χωρίο: Τα εξαφανισμένα παιδιά



Για γε­νιές και γε­νιές κλέ­βουν τα παι­διά, και τα παι­διά αυ­τά λέ­γο­νται κλεμ­μέ­να παι­διά και οι γε­νιές αυ­τές κλεμ­μέ­νες γε­νιές. Τα παι­διά που κλά­πη­καν ή που εγκα­τα­λεί­φθη­καν εί­ναι το ίδιο: κλη­ρο­νό­μη­σαν την δια­θή­κη του αιώ­να. Η δια­θή­κη εί­ναι μπού­σου­λας, γρά­φει μέλ­λον για να μην έχουν να το γρά­ψουν οι κλη­ρο­νό­μοι. Εί­ναι μου­σι­κό κου­τί. Το ένα παι­δί γυρ­νά τη μα­νι­βέ­λα και αφου­γκρά­ζε­ται τον εθνι­κό ύμνο. Το δεύ­τε­ρο παι­δί ακού­ει τη Διε­θνή. Το τρί­το χο­ρεύ­ει το γαϊ­τα­νά­κι και τα πλέ­κει όλα. Και σας βα­φτί­ζω Πέρ­ντι­τα, Οι­δί­πο­δα, Περ­σέα, ζώα του κα­λα­θιού, του δά­σους, που ζώα σφά­ζο­νται για χά­ρη σας, ζώα-παι­διά που μα­θαί­νε­τε όλα τα μυ­στι­κά πλην ένα. Και σας βα­φτί­ζω Μω­υ­σή μ’ αρ­χή νε­ρό και τέ­λος το τα­ξί­δι, και σας βα­φτί­ζω Χάν­σελ και Γκρέ­τελ που σκού­ζε­τε ενώ τα γύ­ρω ζώα δεν σας κα­τα­λα­βαί­νουν πια. Και σας βα­φτί­ζω Φά­νι και Αλέ­ξαν­δρο, και σας βα­φτί­ζω κου­τσά σκυ­λιά, αδέ­σπο­τα γα­τιά, ξε­ρι­ζω­μέ­να φύλ­λα, ό,τι δεν απο­φεύ­γε­ται με τί­πο­τα όσο κι αν το χώ­σεις μες στο δά­σος. Όλα τα πρό­δι­δε η ζωή, τις υπο­σχέ­σεις της νιό­της, την ανά­τα­ση αυ­τή που βγαί­νο­ντας απ´την τυ­φλή ανά­γκη των παι­δι­κών χρό­νων, προ­σφε­ρό­ταν σαν χά­ρι­σμα. Η ανά­τα­ση της κου­πα­στής, όπου τρεις γυ­ναί­κες κά­θο­νται δί­πλα δί­πλα και γε­λά­νε: θεά, Βαυ­βώ και θά­να­τος. Ανα­γω­γή της προ­δο­σί­ας σε δό­ξα, της απου­σί­ας σε ανά­στα­ση. Επει­δή ποιος ήταν εκεί­νος και ποιος εγώ ώστε να βρε­θού­με σε τέ­τοιον δι­πλό ενα­γκα­λι­σμό, σε συμ­βί­ω­ση με μια μό­νο πι­θα­νή έξο­δο, σε ασπρό­μαυ­ρη συ­νύ­παρ­ξη; Από την μια, τη δι­κή μου πλευ­ρά, τον βλέ­πω κι ας μην έχω καν μια φω­το­γρα­φία εμπρός μου – θυ­μά­μαι εκεί­νη την πα­λιά αντι­κρι­σμέ­νη σ’ ένα δω­μά­τιο (όπως αρ­γό­τε­ρα, σ’ άλ­λα σπί­τια, έχω δει φω­το­γρα­φί­ες αγα­πη­μέ­νων νε­α­ρών νε­κρών στα πιο πε­ρί­ο­πτα ση­μεία: τζά­κι, τρα­πέ­ζι, ει­κο­νο­στά­σι, ώστε ο νε­κρός να συμ­με­τέ­χει σ’ όλα): το σκού­ρο βλέμ­μα, τα κυ­μα­τι­στά μαλ­λιά, το κο­ντό μου­στά­κι. Κα­τεί­χε τη θέ­ση θε­ού ή πνεύ­μα­τος, ο ίδιος μια Ασμο­δέα που ση­κώ­νει τις σκε­πές από τα σπί­τια, δεν ήτα­νε πια άν­θρω­πος, το μό­νο αν­θρώ­πι­νο ήταν η ρα­γι­σμέ­νη λα­τρεία που του απή­υ­θυ­ναν όσοι τον εί­χαν στη ζωή του αγα­πή­σει – καί­τοι αυ­τά τα λό­για δεν υπήρ­χαν, δεν ει­πώ­νο­νταν.  Ό,τι μπο­ρού­σα να συ­μπε­ρά­νω από ‘κει ήταν η μα­ζε­μέ­νη του ενέρ­γεια, σαν ένα συ­μπα­γές και σφι­χτό πέ­τρω­μα, ο συν­δυα­σμός της νιό­της και μιας, ας πού­με, εγκρά­τειας, ενός μη χα­σί­μα­τος. Με τί­πο­τα δεν κα­τευ­θυ­νό­ταν προς τον θά­να­το, δεν έχα­νε, πώς να το πω, από που­θε­νά. Ένα τέ­τοιο σώ­μα εί­χε κά­λε­σμά του μια πο­ρεία στα­θε­ρή μέ­σα στα χρό­νια της φυ­γής και της αστά­θειας, τό­σο με­στός φαι­νό­ταν, τό­σο συ­γκρο­τη­μέ­νος από τη φύ­ση του ..... Αλ­λά­ζει χρώ­μα κα­θώς τον ορα­μα­τί­ζο­μαι, ση­κώ­νε­ται το μαύ­ρο, μα ας εγκα­τα­στα­θώ για μια στιγ­μή ακό­μα εκεί, σ’ αυ­τήν μας την αντί­θε­ση. Από την άλ­λη, ναι, την απέ­να­ντι σε­λί­δα, με κοι­τά εκεί­νος – μια Μπά­μπα Γιά­γκα, μια συγ­γε­νής λευ­κή, ένα άσπρο ουα­λα­μπί της Ταζ­μα­νί­ας. Τρα­γου­διού­νται σα να ‘ταν τα πα­λιά μου ρού­χα αυ­τά, μια απει­λη­τι­κά και μια αη­δια­στι­κά από την τό­ση μα­ζε­μέ­νη φτώ­χεια και σο­φία μα­ζί, μια φορ­τω­μέ­να σύμ­βο­λα και πα­ρα­δο­σια­κή ερ­μη­νεία και μια αθώα, ραμ­μέ­να χθες από άγνω­στους πε­ρα­στι­κούς ρά­φτες. Άτεγ­κτη, σκλη­ρή γριά μέ­σα στο δά­σος, που συ­νεν­νο­εί­ται με τους κορ­μούς, τα ζώα, τα που­λιά, όπως αυ­τά συ­νεν­νο­ού­νται με­τα­ξύ τους, που άθε­λά σου πας να μα­θη­τεύ­σεις δί­πλα της. Άγνω­στη γυ­ναί­κα –θεία– που, σαν παι­δί απο­κοι­μιέ­σαι πά­νω στο μπρά­τσο της περ­πα­τώ­ντας και ξυ­πνάς απ’ το πλα­δα­ρό, το πο­λύ άσπρο. Ουα­λα­μπί που απο­κλει­σμέ­νο γε­νιές και γε­νιές στο νη­σί λευ­καί­νει. Μια Άτρο­πος κι εγώ, που αιω­ρού­με­νη, κρα­δαί­νω το ψα­λί­δι. Ω, να ζή­σει κα­νείς χω­ρίς δια­θή­κη!




Ντάγκο

Το Ντά­γκο θα εκτε­θεί τον Απρί­λιο ως ηχη­τι­κή εγκα­τά­στα­ση στο Ισλα­χα­νέ της Θεσ­σα­λο­νί­κης.
____________

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Δή­μη­τρα Κα­τιώ­νη και Αγ­γε­λι­κή Πα­πού­λια: ανά­γνω­ση
Χρή­στος Μπάρ­μπας: νέι, πιά­νο, electronics, mixing editing
Να­τα­λία Κα­ρα­γιάν­νη: κεί­με­νο, διεύ­θυν­ση

Η ηχο­γρά­φη­ση έγι­νε από τον Γιάν­νη Μαυ­ρί­δη στο Cue Studio στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.


Ντάγκο
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: