«Φοβάμαι τη θάλασσα»: Παναγιώτης Κεχαγιάς, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μαίρη Σταθοπούλου, Πάνος Τσίρος

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.
————————————————————————
Στις τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«Φο­βά­μαι τη θά­λασ­σα».

«Φοβάμαι τη θάλασσα»: Παναγιώτης Κεχαγιάς, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μαίρη Σταθοπούλου, Πάνος Τσίρος

Μια ανά­σα

Βού­τη­ξα στο βυ­θό και έμει­να για λί­γο κά­τω, με την ανά­σα μου ακί­νη­τη να με­τρά­ει αντί­στρο­φα. Στον βρά­χο μπρο­στά μου εί­δα κά­ποιον να βγαί­νει από μια σπη­λιά. Για λί­γο νό­μι­ζα ότι έκα­νε ελεύ­θε­ρη κα­τά­δυ­ση, όπως εγώ, αλ­λά κο­λύ­μπη­σε προς το μέ­ρος μου και στα­μά­τη­σε μπρο­στά μου. Ήταν σαν κα­θρέ­φτι­σμα, ολόι­διος με εμέ­να. Ένα ψά­ρι με λα­μπε­ρές πορ­το­κα­λιές ρί­γες πέ­ρα­σε κο­λυ­μπώ­ντας επι­δέ­ξια ανά­με­σα στις γω­νί­ες του νε­ρού και του ήλιου. Το κα­θρέ­φτι­σμα χα­μο­γέ­λα­σε σαν κά­τι να θυ­μή­θη­κε και το χέ­ρι του άγ­γι­ξε το μά­γου­λό του στο ση­μείο που εγώ εί­χα την ου­λή κι εκεί­νος όχι. Ούρ­λια­ξα και τι­νά­χτη­κα προς την επι­φά­νεια.
Τώ­ρα πια όταν πη­γαί­νω στην πα­ρα­λία λέω στον εαυ­τό μου ότι ήταν όνει­ρο, ψευ­δαί­σθη­ση. Κά­θο­μαι στην πε­τσέ­τα μου, βά­ζω αντη­λια­κό. Λέω στον εαυ­τό μου, πά­με τώ­ρα. Τα παι­διά παί­ζουν στο νε­ρό με χρω­μα­τι­στές μπά­λες, φου­σκω­τά ζώα. Πάω εκεί που το κύ­μα σβή­νει στην άμ­μο. Τη φο­βά­μαι τη θά­λασ­σα για­τί εί­ναι γα­λά­ζια και από­λυ­τη, ένα αρ­χείο χω­ρίς μνή­μη. Μέ­σα της έχει τα πά­ντα και δεν θυ­μά­ται τί­πο­τα. Ένας τρό­μος με κυ­ριεύ­ει και δεν μπο­ρώ να κου­νη­θώ. Κοι­τάω τη γραμ­μή εκεί που το γα­λά­ζιο συ­να­ντά το γα­λά­ζιο, κοι­τά­ζω το νε­ρό που δεν στα­μα­τά να κι­νεί­ται, και δεν μπο­ρώ πια να πω με σι­γου­ριά ποιος ήταν αυ­τός που κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι την επι­φά­νεια και ποιος αρ­χειο­θε­τή­θη­κε για πά­ντα εκεί κά­τω. Για­τί προ­σπα­θώ να θυ­μη­θώ πώς απέ­κτη­σα την ου­λή αλ­λά το μυα­λό μου εί­ναι άδειο.

Πα­να­γιώ­της Κε­χα­γιάς

Η κο­λυμ­βή­τρια

Στην πα­ρα­λία της Νι­κή­της έχουν μα­ζευ­τεί τρεις χι­λιά­δες άτο­μα. Η ώρα εί­ναι εν­νιά το βρά­δυ και η προ­κυ­μαία έχει φω­τα­γω­γη­θεί. Οι κο­λυμ­βη­τές του Διά­πλου έχουν βγει (όσοι μπό­ρε­σαν) κι ο κό­σμος πε­ρι­μέ­νει την τε­λευ­ταία, που όπως δια­δό­θη­κε εί­ναι τυ­φλή – πα­λεύ­ει με τα κύ­μα­τα απ’ τις οχτώ το πρωί που έχουν πέ­σει όλοι μα­ζί οι κο­λυμ­βη­τές από το απέ­να­ντι πό­δι της Χαλ­κι­δι­κής, την Άθυ­το. Έχει φτά­σει δια­κό­σια μέ­τρα απ’ την ακτή. Συ­μπλη­ρώ­νει δέ­κα τρεις ώρες μέ­σα στο νε­ρό. Επει­δή κο­λυ­μπά­ει στα τυ­φλά, έχει μια συ­σκευή στο μα­γιό και την κα­θο­δη­γούν απ’ την βάρ­κα συ­νο­δεί­ας της με ηχη­τι­κό σή­μα για την κα­τεύ­θυν­ση. Φαί­νε­ται τώ­ρα εξα­ντλη­μέ­νη, μι­σο­πνιγ­μέ­νη. Με τσα­κι­σμέ­νες χε­ριές κά­νει τα τε­λευ­ταία μέ­τρα. Δεν ξέ­ρου­με αν θα φτά­σει. Πολ­λοί στην πα­ρα­λία κλαί­νε, κά­ποιοι με λυγ­μούς, άλ­λοι χει­ρο­κρο­τούν και της δί­νουν κου­ρά­γιο με κραυ­γές.
Βγαί­νει, σέρ­νε­ται στην ακτή, κά­τα­σπρη, πα­που­δια­σμέ­νη σαν νε­κρή τριών ημε­ρών. Τρέ­χουν δυο νε­α­ροί, την αρ­πά­ζουν απ’ τις μα­σχά­λες, την στή­νουν όρ­θια και την στε­φα­νώ­νουν με κλα­διά ελιάς. Αυ­τή βγά­ζει με κό­πο τα γυα­λά­κια κο­λυμ­βή­σε­ως, που τα φο­ρού­σε για απλή προ­στα­σία. Προ­βο­λείς από κά­με­ρες πέ­φτουν πά­νω της. Τα μά­τια της λευ­κά, απλα­νή, άδεια. Δα­κρυ­σμέ­να. Δύ­σκο­λα στέ­κει στα πό­δια της. Τρέ­μει. Την ανε­βά­ζουν βή­μα-βή­μα, με προ­σο­χή στην εξέ­δρα. Ο κό­σμος γύ­ρω θρη­νεί και ζη­τω­κραυ­γά­ζει. Ο πα­ρου­σια­στής της εκ­δή­λω­σης, αφού αυ­τή παίρ­νει λί­γες ανά­σες και κά­πως συ­νέρ­χε­ται, την ρω­τά­ει για­τί απο­φά­σι­σε να κο­λυ­μπή­σει, πα­ρά την κα­τά­στα­σή της, τα εί­κο­σι έξη χι­λιό­με­τρα του Το­ρω­ναί­ου. Και εκεί­νη, μό­λις βρί­σκει λί­γο την ανά­σα της, απα­ντά­ει, σχε­δόν τραυ­λί­ζο­ντας:

– Για­τί από μι­κρή φο­βά­μαι την θά­λασ­σα.

Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης

Άνασ­σα ανά­σα

Μ’ έχουν κα­τά και­ρούς πνί­ξει η σιω­πή, η αγα­νά­χτη­ση, το δί­κιο. Μ’ έχουν πνί­ξει η ζέ­στη, η δυ­σω­δία, οι στε­νοί χώ­ροι, οι στε­νο­χώ­ριες. Έχω πνι­γεί από ψα­ρο­κό­κα­λο, ψω­μί και πορ­το­κά­λι. Εί­χα πνι­γεί σε αγκα­λιά έναν και­ρό. Έχω πνι­γεί σε μια κου­τα­λιά νε­ρό. Έχω πει, μου έχουν πει: «Θα σε πνί­ξω». Έχω πνι­γεί απ’ τα γέ­λια. Μ’ έχουν πνί­ξει λυγ­μοί. Έχω βρε­θεί σε σπί­τι κρε­μα­σμέ­νου κι έχω πνι­γεί από την ανά­γκη να μι­λή­σω, ει­δι­κά εκεί, για σκοι­νί. Έχω πνι­γεί τυ­λιγ­μέ­νη από τον ίδιο μου τον ίσκιο. Έχω πνι­γεί μπου­κω­μέ­νη από την ίδια μου τη γλώσ­σα. Έχω πνι­γεί ξε­χα­σμέ­νη από την ίδια μου την ανά­σα. Κι όμως, απ’ όλα όσα πνί­γουν, πιο πο­λύ φο­βά­μαι τη θά­λασ­σα. Ει­δι­κά όταν εί­ναι ήρε­μη. Όταν σε κα­λεί να ξα­πλώ­σεις άφο­βα πά­νω της, για­τί έχει κύ­μα­τα αδρα­νή και κή­τη ημε­ρω­μέ­να. Κι εσύ ξα­πλώ­νεις. Ανά­σκε­λα. Χέ­ρια εν εκτά­σει. Από μα­κριά μοιά­ζεις νε­κρός ή σταυ­ρω­μέ­νος, ωστό­σο τα όρ­γα­να της ανα­πνο­ής σου λει­τουρ­γούν κι έχουν πλή­ρως συ­ντο­νι­στεί με τον υπνω­τι­κό βόμ­βο του βυ­θού. Κι αυ­τό που ακού­γε­ται σαν αρ­χαίο υπο­θα­λάσ­σιο τύ­μπα­νο, εί­ναι απλώς ο χτύ­πος της καρ­διάς σου. Όλο και πιο γρή­γο­ρος, όσο ο ου­ρά­νιος θό­λος δεί­χνει ν’ ανοι­γο­κλεί­νει από πά­νω σου σαν μη­χα­νι­κή μα­σέ­λα. Όλο και πιο δυ­να­τός, όσο ο ήλιος απλώ­νει στά­χτη στα μι­σο­καμ­μέ­να σου βλέ­φα­ρα. Μέ­χρι που σου κό­βε­ται η ανά­σα. Σχε­δόν άπνους, τι­νά­ζε­σαι αντα­να­κλα­στι­κά, στρέ­φε­σαι μπρού­μυ­τα και κο­λυ­μπάς ως την ακτή. Η πρώ­τη σου βα­θιά ανά­σα με­τά από ώρα. Ζεις; Ζεις. Απο­σπα­σμέ­νος από τον πνι­γη­ρό βυ­θό της ευ­κρι­νούς ύπαρ­ξης.

Μαί­ρη Στα­θο­πού­λου

Φο­βά­μαι τη θά­λασ­σα

Ωραία λοι­πόν. Ας μι­λή­σου­με για τη θά­λασ­σα.
Την απο­χαι­ρέ­τη­σες πέ­ρυ­σι τον Σε­πτέμ­βριο και γύ­ρι­σες στην πό­λη.
Αυ­τή έμει­νε εκεί πε­ρι­μέ­νο­ντας. Με­τρώ­ντας μή­νες, αλ­λά­ζο­ντας χρώ­μα­τα.
Να που ξα­να­γύ­ρι­σες. Την έχεις τώ­ρα απέ­να­ντί σου πά­λι, ολό­κλη­ρη, απέ­ρα­ντη, γα­λά­ζια.
Φο­ράς τη μά­σκα με τον ανα­πνευ­στή­ρα όπως κά­θε κα­λο­καί­ρι. Βυ­θί­ζε­σαι.
Η θά­λασ­σα απο­τε­λεί­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από πολ­λά δω­μά­τια. Σε κά­θε δω­μά­τιο συμ­βαί­νουν ωραία και πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα.
Ένα με­γά­λο τυ­φλό κή­τος κι­νεί­ται αρ­γά στον πυθ­μέ­να. Ένας δύ­της με κί­τρι­νο σκά­φαν­δρο μα­στο­ρεύ­ει στα ύφα­λα του πλοί­ου. Ένα σμή­νος
χε­λι­δο­νιών μπαι­νο­βγαί­νει στο πα­λιό ναυά­γιο. Ένα φό­ρε­μα λευ­κό ανε­μί­ζει στα ρεύ­μα­τα.
Πλέ­εις πά­ντα κα­τά μή­κος της ακτής. Για­τί φο­βά­σαι τα βά­θη. Θυ­μά­σαι μια φο­ρά που ξε­χά­στη­κες κι ανοί­χτη­κες πέ­ρα από την κόκ­κι­νη ση­μα­δού­ρα; Πώς κρύ­ω­σε το νε­ρό, πώς σκο­τεί­νια­σε ο βυ­θός, πώς βά­θυ­νε ο πυθ­μέ­νας; Όπως τό­τε που βρέ­θη­κες, παι­δί, σε κεί­νη την τα­ρά­τσα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας και κοι­τού­σες από ψη­λά το δρό­μο και ζα­λί­στη­κες. Εκεί κά­τω στε­κό­ταν το φά­ντα­σμά σου και σου άπλω­νε τα χέ­ρια. Φο­βή­θη­κες μή­πως πέ­σεις.
Όμως η θά­λασ­σα σου σε κρα­τά­ει. Με την τε­χνι­κή της, την άνω­σή της, και όλες τις με­θό­δους της, σε προ­φυ­λάσ­σει. Και θα σε επι­στρέ­ψει πί­σω στην ακτή σώο και αβλα­βή.
Απλώς να θυ­μά­σαι. Όλο αυ­τό μπο­ρεί να απο­δει­χθεί κά­ποια στιγ­μή μια εύ­θραυ­στη ισορ­ρο­πία.

Πά­νος Τσί­ρος

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: