Μια φωτογραφία: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ρούλα Γεωργακοπούλου, Άκης Παπαντώνης, Κατερίνα Χανδρινού

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί ως ἐναυ­σμα
μια φω­το­γρα­φία του Άκη Πα­πα­ντώ­νη
————————  ≈ ————————


Δι­ή­γη­μα εμπνευ­σμέ­νο από μια ωραία φω­το­γρα­φία όπου ένα παι­δί κοι­τά­ζει μέ­σα από ένα πα­ρά­θυ­ρο τη θά­λασ­σα και το απέ­να­ντι νη­σί

Άρ­γη­σαν οι πει­ρα­τές.

Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης


Του χρό­νου

Πό­σο ψη­λός εί­σαι; Μη γυ­ρί­σεις.
Πό­σων χρο­νών εί­σαι; Μη μου απα­ντή­σεις.
Βλέ­πεις ό, τι έβλε­πες ή το έξω έρ­χε­ται πιο κο­ντά με κά­θε πό­ντο που παίρ­νεις;
Μην το αφή­σεις να μπει. Δεν θα σε πά­ει μα­κριά. Αυ­τό στο υπό­σχο­μαι. Δεν θα σ’ αγ­γί­ξω. Κι αυ­τό στο υπό­σχο­μαι.
Σου προ­τεί­νω να συ­γκε­ντρω­θείς στο τρί­γω­νο πά­νω από το πα­ρά­θυ­ρο και να με πε­ρι­μέ­νεις μέ­χρι του χρό­νου που θα έρ­θω να σε ξα­να­με­τρή­σω. Ίσως τό­τε να σου πω και για τους Μυ­κη­ναϊ­κούς τά­φους. Για­τί  ΄σαι όλος αυ­τιά κι εγώ εί­μαι όλη μά­τια κι αυ­τό δεν πρό­κει­ται να ανα­στρα­φεί πο­τέ.

Ρού­λα Γε­ωρ­γα­κο­πού­λου


Πριν τον έρω­τα

Χρό­νια με­τά θα κα­τα­λά­βαι­νες πως την εί­χες ερω­τευ­τεί. Ερ­χό­ταν μό­νο τα κα­λο­καί­ρια, στο πί­σω κά­θι­σμα του με­γά­λου τζιπ του πα­τέ­ρα της — κρουα­ζιε­ρό­πλοιο στα στε­νά του χω­ριού, κα­τέ­πλεε μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρό σου. Εσύ κοι­τού­σες. Η νό­να της που­λού­σε εί­δη λαϊ­κής τέ­χνης —φτη­νά πή­λι­να, μα­γνη­τά­κια και χά­ντρες για το μά­τι— απέ­να­ντι απ’ το σπί­τι σας· κα­θή­με­νη μια ζωή στο τα­μείο, να σπά­ει κα­ρύ­δια ή να κα­θα­ρί­ζει φα­σο­λά­κια, και το ρα­διό­φω­νο συ­ντο­νι­σμέ­νο πά­ντο­τε στα ιτα­λι­κά.
Τα απο­γεύ­μα­τα εκεί­νη εμ­φα­νι­ζό­ταν στο μα­γα­ζί, φι­λού­σε τη νό­να της πε­τα­χτά στα μαλ­λιά κι ανέ­βαι­νε στο κά­στρο. Από το πα­ρά­θυ­ρό σου έβλε­πες τη σκιά του φου­στα­νιού της όπως ανέ­μι­ζε στα ασβε­στω­μέ­να σκα­λιά. Ντυ­νό­σουν, έβγαι­νες, δο­κί­μα­ζες ν’ ανέ­βεις δυο δυο τα σκα­λιά όπως τα με­γα­λύ­τε­ρα αγό­ρια, της ηλι­κί­ας της. Ήξε­ρες πως θα την έβρι­σκες στο «δω­μά­τιο του θρό­νου», εκεί­νο που έβλε­πε στον Βάλ­το. Πε­ρί­με­νες απ’ έξω — τα πεύ­κα σε έκρυ­βαν από τον ήλιο. Κα­θό­σουν στις ρί­ζες που ανα­δύ­ο­νταν από τα χα­λά­σμα­τα, ανα­δυό­ταν κι εκεί­νη από τα σκο­τά­δια του αρ­χαί­ου δω­μα­τί­ου, πρώ­τη, χα­μο­γε­λώ­ντας με τα μά­τια· ύστε­ρα το αγό­ρι. Χα­μή­λω­νες αυ­τό­μα­τα το βλέμ­μα ή το έστρε­φες προς τη θά­λασ­σα. Μό­λις χα­νό­ταν έτρε­χες μέ­σα· γε­μά­τος ακό­μα ο χώ­ρος από τη μυ­ρω­διά της, στις δέ­σμες φω­τός που έμπαι­ναν από τα ανοίγ­μα­τα στον τοί­χο αιω­ρού­νταν η σκό­νη που εί­χαν ση­κώ­σει τα βή­μα­τά της. Κι αν έκα­νες από­λυ­τη ησυ­χία, αν δεν περ­νού­σαν του­ρί­στες και αν δεν έπαι­ζαν μπά­λα τα άλ­λα αγό­ρια, μπο­ρού­σες ίσα ν’ ακού­σεις πώς αντη­χούν οι τοί­χοι τον ήχο από το φι­λί που εί­χε μό­λις δώ­σει.

Άκης Πα­πα­ντώ­νης


Τα κου­δού­νια

Λέ­νε τό­σα τα κου­δού­νια των δια­με­ρι­σμά­των για τους ενοί­κους τους. Σε άλ­λα τα ονό­μα­τα εί­ναι τυ­πω­μέ­να, σε κά­ποια χει­ρό­γρα­φα. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα όμως εί­ναι πλέ­ον τυ­πω­μέ­να. Άλ­λα με καλ­λι­γρα­φι­κούς χα­ρα­κτή­ρες άλ­λα με αυ­στη­ρές γραμ­μα­το­σει­ρές. Με­ρι­κά εί­ναι υπο­φω­τι­σμέ­να. Κά­ποια τε­λεί­ως σκο­τει­νά και θέ­λεις ανα­πτή­ρα. (Σε κοι­τούν τό­τε πε­ρί­ερ­γα που ψά­χνεις. Δεν απο­κλεί­ε­ται να ακού­σεις ξαφ­νι­κά και ένα ποιον θέ­λε­τε κύ­ριε; από κά­ποιον που μπαί­νει στην πο­λυ­κα­τοι­κία εκεί­νη τη στιγ­μή με τα κλει­διά του.) Σε ορι­σμέ­να το καρ­τε­λά­κι έχει πέ­σει ελα­φρά προς τα εμπρός. Ή εί­ναι κομ­μέ­νο στρα­βά ή οδο­ντω­τά σα γραμ­μα­τό­ση­μο ή κολ­λη­μέ­νο με ται­νία πά­νω στο κου­δού­νι. Το όνο­μα στο κου­δού­νι συ­νή­θως εί­ναι ένα. Κά­πο­τε χω­ρά­ει δί­πλα η ιδιό­τη­τα, ακό­μη και ο όρο­φος του ενοί­κου. Υπάρ­χουν ζευ­γά­ρια που μέ­νουν χρό­νια μα­ζί, κι όμως, στο κου­δού­νι εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι γραμ­μέ­νο το όνο­μα του ενός μο­νά­χα· του ιδιο­κτή­τη ή αυ­τού που κα­τοί­κη­σε το χώ­ρο πρώ­τος. Του άλ­λου το όνο­μα δεν χω­ρά­ει. Πλα­νά­ται η σκιά της προ­σω­ρι­νό­τη­τας. (Κι όμως, ξέ­ρω έναν τζό­ρα σώ­γα­μπρο που επέ­βα­λε να γρά­φε­ται μό­νο το δι­κό του όνο­μα στο κου­δού­νι). Μα αν το φι­λο­ξε­νού­με­νο πρό­σω­πο τύ­χει και εί­ναι γυ­ναί­κα, κι αν η γυ­ναί­κα αυ­τή φέ­ρει στον κό­σμο ένα παι­δί, τό­τε το παι­δί, το παι­δά­κι, που η αγά­πη της για κεί­νο κά­θε μέ­ρα που περ­νά­ει θ' αυ­γα­τί­ζει, θα την κά­νει αυ­τό­μα­τα από σπι­τω­μέ­νη, κυ­ρία του σπι­τιού, θα θε­με­λιώ­σει δι­καιώ­μα­τα χά­ρη στη μη­τρό­τη­τα η γυ­ναί­κα, με τ' όνο­μά της να προ­στί­θε­ται στη μαρ­κί­ζα, ακό­μα και πριν γεν­νή­σει (αν και όχι απ' την αρ­χή της κύ­η­σης).    

Κα­τε­ρί­να Χαν­δρι­νού

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: