Κολάζ

Κολάζ



Με προ­σέγ­γι­σε τη βρα­διά που θα με βρά­βευαν για τη συ­νο­λι­κή προ­σφο­ρά μου στα γράμ­μα­τα. Άλ­λοι συ­γκαι­ρι­νοί μου λο­γο­τέ­χνες, με δια­συν­δέ­σεις με το πα­νε­πι­στη­μια­κό κα­τε­στη­μέ­νο, εί­χαν ήδη ανα­κη­ρυ­χθεί επί­τι­μοι δι­δά­κτο­ρες ή απλώς εί­χαν λά­βει τι­μη­τι­κή πλα­κέ­τα συ­νο­δεία πα­νη­γυ­ρι­κών ομι­λιών απο­τί­μη­σης του έρ­γου τους· βά­σει της άτυ­πης επε­τη­ρί­δας, εί­χε έρ­θει η δι­κή μου σει­ρά. Εκεί­νο το βρά­δυ όμως, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μου έκα­ναν μια ωραία φι­λο­λο­γι­κή κη­δεία. Το ήξε­ρα. Μπο­ρού­σα να δω κά­ποια παι­δά­ρια στο ακρο­α­τή­ριο που πε­ρί­με­ναν να μπού­νε μπρο­στά­ρη­δες, κά­νο­ντας στην μπά­ντα - ευ­γε­νι­κά στην δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση - το πα­λιό κα­τε­στη­μέ­νο. Άστρα­φταν τα λαί­μαρ­γα μά­τια τους. Δεν τα κά­κι­ζα. Εί­χα επί­γνω­ση ότι δεν εί­χα κά­τι άλ­λο να δώ­σω.

Ο θαυ­μα­στής μου ήταν ακα­θό­ρι­στης ηλι­κί­ας. Ίσως λί­γο πιο πά­νω από τα σα­ρά­ντα. Γκρί­ζα μαλ­λιά και μαύ­ρα ρού­χα. Μια ασά­φεια διέ­τρε­χε τις γραμ­μές του προ­σώ­που του. Αν τον ξα­νά­βλε­πα, δεν θα τον θυ­μό­μουν. Το μό­νο ξε­κά­θα­ρο επά­νω του ήταν ο τό­νος της φω­νής του. Στα­κά­τος, αυ­στη­ρός, χω­ρίς πα­ρερ­μη­νεί­ες. Δεν με κο­λά­κευ­σε, όπως οι άλ­λοι. Δεν ήθε­λε να με θυ­σιά­σει. Ήταν αρ­κε­τά με­γά­λος για πα­τρο­κτο­νί­ες. Μου εί­πε, απλώς, ότι ήθε­λε να με βοη­θή­σει και μου έχω­σε στη χού­φτα ένα τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο χαρ­τί με τον αριθ­μό του τη­λε­φώ­νου του, για να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σω όταν θα ένιω­θα έτοι­μος.

Μια μέ­ρα με­τά, μό­νο αυ­τόν θυ­μό­μουν. Που με άφη­σε απο­σβο­λω­μέ­νο, τη στιγ­μή του θριάμ­βου μου κι έφυ­γε. Τέ­κτων. Μ’ αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο μου συ­στή­θη­κε. Δεν ένιω­θα θυ­μό. Μό­νο πε­ριέρ­γεια. Τι εί­δους βο­ή­θεια θα μπο­ρού­σε να προ­σφέ­ρει σε έναν πνευ­μα­τι­κό τα­γό ο απί­θα­νος αυ­τός άν­θρω­πος; Μια «δεύ­τε­ρη νιό­τη στα γράμ­μα­τα», μου απά­ντη­σε ο Τέ­κτων από­το­μα στο τη­λέ­φω­νο. Δεν αντέ­δρα­σα, δεν τον διέ­κο­ψα. Εί­χα μια δε­κα­ε­τία να γρά­ψω, τα τε­λευ­ταία κεί­με­νά μου ήταν συ­να­γω­γές με­λε­τών ή κά­ποια φοι­τη­τι­κά σπα­ράγ­μα­τα που πή­ραν νέα ζωή κά­τω από τις πιέ­σεις του εκ­δό­τη μου.

Το μυ­στι­κό του ήταν ένας υπερ­σύγ­χρο­νος ηλε­κτρο­νι­κός υπο­λο­γι­στής. Ο Τέ­κτων μού πρό­τει­νε να κα­τα­χω­ρή­σει στην θη­ριώ­δη μνή­μη του όλα όσα εί­χα γρά­ψει, ακό­μη και τα αδη­μο­σί­ευ­τα και με ένα ει­δι­κό πρό­γραμ­μα που εί­χε εφεύ­ρει, ο υπο­λο­γι­στής θα γεν­νού­σε με πρώ­τη ύλη τα πα­λιά βι­βλία: νέα, αι­ρε­τι­κά, ανα­τρε­πτι­κά. Το εί­χε εφαρ­μό­σει σε μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα στα δι­κά του σκα­ρι­φή­μα­τα, που δεν εί­χαν, όμως, τον δι­κό μου γλωσ­σι­κό πλού­το και αι­σθη­τι­κό εύ­ρος.

Βα­σα­νί­στη­κα μια βδο­μά­δα ν’ απο­φα­σί­σω. Τε­λι­κά, ζή­τη­σα από τον εκ­δό­τη όλα τα βι­βλία μου σε μορ­φή word αρ­χεί­ων, όπως μου πα­ρήγ­γει­λε ο Τέ­κτων και του τα έστει­λα με e-mail σε μία ψευ­δώ­νυ­μη ηλε­κτρο­νι­κή διεύ­θυν­ση, ενώ τα­χυ­δρό­μη­σα σε ανώ­νυ­μη θυ­ρί­δα, όπως μου υπέ­δει­ξε, δέ­κα τε­τρά­δια χει­ρό­γρα­φες ση­μειώ­σεις από ανο­λο­κλή­ρω­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ή άγου­ρα δι­η­γή­μα­τα.

Τρεις μή­νες με­τά, έλα­βα με κού­ριερ, μα­ζί με το αρ­χείο που του εί­χα στεί­λει, μια νου­βέ­λα ενε­νή­ντα πυ­κνο­τυ­πο­γρα­φη­μέ­νων σε­λί­δων. Ήταν ό,τι πιο ευ­φά­ντα­στο και σου­ρε­α­λι­στι­κό εί­χα δια­βά­σει στη ζωή μου. Στα σω­θι­κά της μπο­ρού­σα να δια­κρί­νω κά­ποια δι­κά μου απο­μει­νά­ρια, που συ­ντρί­βο­νταν, ωστό­σο, κά­τω απ’ τον λε­κτι­κό οδο­στρω­τή­ρα μιας πα­ρά­τολ­μης διά­νοιας. Ζή­λε­ψα, πα­ρό­λο που ήταν δι­κό μου παι­δί· έστω, θε­τό. Αντι­λαμ­βα­νό­μουν ότι ήμουν ένας αβέ­βαιος πρό­γο­νος αυ­τού του βι­βλί­ου, ήγει­ρα όμως αξιώ­σεις να διεκ­δι­κή­σω την πα­τρό­τη­τά του.

Άφη­σα τη νου­βέ­λα να πα­λιώ­σει για ένα εξά­μη­νο και όταν πια ήμουν σί­γου­ρος για την υψη­λή της αξία, την έστει­λα πα­νη­γυ­ρι­κά στον εκ­δό­τη μου. Η φρο­ντι­σμέ­νη έκ­δο­ση, η κρι­τι­κή υπο­δο­χή επι­κύ­ρω­σαν την από­φα­σή μου να γί­νω στα γε­ρά­μα­τα ένας κο­μπι­να­δό­ρος της γρα­φής. Τύ­ψεις δεν ένιω­θα, για­τί έκλε­βα τον κό­πο μιας μη­χα­νής που με τη σει­ρά της εί­χε ταϊ­στεί με τα δι­κά μου κεί­με­να, το από­σταγ­μα μιας κο­πια­στι­κής μά­χης με το λό­γο που κρά­τη­σε όλη μου τη ζωή. Ίσως μό­νο έναν ανο­μο­λό­γη­το φό­βο, μή­πως ο Τέ­κνων εμ­φα­νι­στεί από το που­θε­νά και διεκ­δι­κή­σει με­ρί­διο από τα συγ­γρα­φι­κά δι­καιώ­μα­τα και τη δό­ξα.

Ένα χρό­νο κρά­τη­σε ο θρί­αμ­βος, που με ξα­νά­νιω­σε και μ’ έβα­λε πά­λι στο παι­χνί­δι της λο­γο­τε­χνί­ας. Με­τά, εκ­δό­της και κοι­νό άρ­χι­σαν να έχουν νέ­ες, με­γα­λύ­τε­ρες απαι­τή­σεις. Ο μό­νος που δεν πε­ρί­με­νε αντάλ­λαγ­μα ήταν ο Τέ­κτων. Κα­λύ­πτο­ντας την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή τη ζή­τη­ση, μου τα­χυ­δρό­μη­σε χω­ρίς προει­δο­ποί­η­ση, όπως και την πρώ­τη φο­ρά, ένα μυ­θι­στό­ρη­μα τρια­κο­σί­ων σε­λί­δων, βλά­σφη­μο, τολ­μη­ρό, αλ­λά από­λυ­τα ερε­θι­στι­κό για τον απαι­τη­τι­κό ανα­γνώ­στη. Αυ­τό το βι­βλίο ελά­χι­στα θύ­μι­ζε τα δι­κά μου «εμ­βλη­μα­τι­κά κεί­με­να που εί­χαν θρέ­ψει πνευ­μα­τι­κά δυο γε­νιές», όπως πο­λύ εύ­γλωτ­τα εί­χε επι­ση­μά­νει ο βα­σι­κός ομι­λη­τής τη βρα­διά της βρά­βευ­σής μου. Μέ­χρι που σκέ­φτη­κα ότι ο υπο­λο­γι­στής εί­χε πά­ρει το πά­νω χέ­ρι και λει­τουρ­γού­σε αυ­τό­νο­μα. Εί­χε με­τα­τρα­πεί σε έναν ασυμ­βί­βα­στο και ιδιόρ­ρυθ­μο μη­χα­νι­κό καλ­λι­τέ­χνη.

Πη­χυαί­οι τί­τλοι, εκ­δη­λώ­σεις λα­τρεί­ας από πα­λιούς εχθρούς. Απο­λάμ­βα­να την κλεμ­μέ­νη δό­ξα χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή τύ­ψη. Η ανι­διο­τε­λής αφά­νεια του Τέ­κτο­να μού έδι­νε ώθη­ση για πιο υπερ­φί­α­λες δη­λώ­σεις και αμε­τρο­ε­πείς συ­νε­ντεύ­ξεις.

Τρία χρό­νια με­τά την γνω­ρι­μία μας, έλα­βα ένα τη­λε­φώ­νη­μα από το νού­με­ρο του Τέ­κτο­να. Η ρα­γι­σμέ­νη γυ­ναι­κεία φω­νή, από την άλ­λη άκρη της γραμ­μής, με ενη­μέ­ρω­σε ότι ο αδερ­φός της εί­χε τερ­μα­τί­σει τη ζωή του λί­γες μέ­ρες πριν, πέ­φτο­ντας από την τα­ρά­τσα στον ακά­λυ­πτο, ελά­χι­στα τε­τρά­γω­να μα­κριά μου. Ακο­λου­θώ­ντας τις οδη­γί­ες του, επι­κοι­νω­νού­σε μα­ζί μου για να μου πα­ρα­δώ­σει ένα πα­κέ­το.

Έφτα­σα σχε­δόν τρέ­χο­ντας στην διεύ­θυν­ση που μου εί­πε. Μπή­κα με αγω­νία στο στε­νό­χω­ρο δυά­ρι, ψά­χνο­ντας με το βλέμ­μα να βρω τον μη­χα­νι­κό υπερ­λο­γο­τέ­χνη που εί­χε κα­τα­φέ­ρει να νι­κή­σει κα­τά κρά­τος αυ­τόν που αντέ­γρα­φε και να αρ­θρώ­σει μια δι­κή του απα­ρά­μιλ­λη φω­νή. Η αδερ­φή του με πε­ρί­με­νε με ένα κα­σε­λά­κι στην αγκα­λιά της. Ελά­χι­στα μπό­ρε­σα να συ­γκρα­τή­σω από τον συ­γκι­νη­μέ­νο μο­νό­λο­γό της. Λί­γο πριν βου­τή­ξει ο Τέ­κτων στο κε­νό, άφη­σε σε προ­θα­νά­τιο ση­μεί­ω­μα την εντο­λή να μου πα­ρα­δο­θεί το λι­γο­στό πνευ­μα­τι­κό έρ­γο του, για­τί μό­νο εγώ θα ήμουν ικα­νός να εκτι­μή­σω την αξία του.

Όταν, μέ­σα στην απελ­πι­σία μου, βρή­κα το θάρ­ρος να την ρω­τή­σω για τον πε­ρί­φη­μο υπο­λο­γι­στή του, η αδερ­φή του με κοί­τα­ξε έκ­πλη­κτη και μου εί­πε ότι ο κα­τά κό­σμον Ορ­φέ­ας μι­σού­σε την τε­χνο­λο­γία και όλα του τα χρό­νια έγρα­φε με πέ­να και με­λά­νι, «ακό­μη και τα ψώ­νια της λαϊ­κής». Προ­σπά­θη­σα να κρύ­ψω την έκ­πλη­ξή του μπρο­στά στην άγνω­στη γυ­ναί­κα που ήδη θε­ω­ρού­σε εξαι­ρε­τι­κά ασυ­νή­θι­στη τη φι­λία ενός εγνω­σμέ­νης αξί­ας λο­γο­τέ­χνη με τον αδερ­φό της, ο οποί­ος μπαι­νό­βγαι­νε στο ψυ­χια­τρείο από τα χρό­νια της εφη­βεί­ας του.

Το τε­λευ­ταίο έρ­γο του που βρή­κα μέ­σα στο κα­σε­λά­κι, ήταν ένα εφιαλ­τι­κό, δυ­στο­πι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα για έναν άν­θρω­πο-μη­χα­νή που βα­σα­νί­ζε­ται μέ­χρι την ορι­στι­κή αυ­το­κα­τα­στρο­φή του από τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της αν­θρω­πι­νό­τη­τάς του, αλ­λά και τις ευ­κο­λί­ες της υπο­λο­γι­στι­κής πα­ντο­δυ­να­μί­ας του. Η αρ­χή του τέ­λους γι’ αυ­τό το υβρί­διο έρ­χε­ται, όταν ανα­κα­λύ­πτει το λο­γο­τε­χνι­κό του τα­λέ­ντο. Η λο­ξή μα­τιά του αντι­μά­χε­ται τον ίλιγ­γο της πλη­ρο­φο­ρί­ας, η ευαι­σθη­σία του τη συ­ντα­γή των μπεστ-σέ­λερ. Ο κα­τα­σκευα­στής του εί­ναι ένας διά­ση­μος μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος που δια­πι­στώ­νει ότι ο άν­θρω­πος-μη­χα­νή ξε­περ­νά τα δε­δο­μέ­να που του φορ­τώ­νει, ξε­περ­νά και τον ίδιο και φτά­νει σε δυ­σθε­ώ­ρη­τα αι­σθη­τι­κά ύψη. Ο ητ­τη­μέ­νος αυ­τός άν­θρω­πος θύ­μι­ζε τρα­γι­κά εμέ­να, μο­λο­νό­τι τί­πο­τε στην πε­ρι­γρα­φή του δεν θα μπο­ρού­σε να τον ταυ­τί­σει μα­ζί μου. Οι ομοιό­τη­τες με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν στα­μα­τού­σαν εδώ: ο μη­χα­νι­κός λο­γο­τέ­χνης βά­ζει τέ­λος στη ζωή του, πέ­φτο­ντας από την τα­ρά­τσα ενός ου­ρα­νο­ξύ­στη. Όλη η πλο­κή ήταν ένα σχό­λιο στην ασφυ­κτι­κή κοι­νω­νία που εί­χε οδη­γή­σει τον Ορ­φέα στα ψυ­χο­φάρ­μα­κα και τις εξαρ­τή­σεις από χη­μι­κά, αλ­λά και αν­θρώ­πους, σαν εμέ­να.

Το τρί­το έρ­γο του, το πιο άρ­τιο και από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας βγή­κε με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα. Δεν ξέ­ρω αν ο εκ­δό­της μου κα­τά­λα­βε τη φε­νά­κη, αν αντι­λή­φθη­κε ότι κι εγώ έπε­σα θύ­μα της ευ­πι­στί­ας μου. Ο αντι­γρα­φέ­ας μου με ξε­πέ­ρα­σε, η ζωή με ξε­πέ­ρα­σε, όπως και η λο­γο­τε­χνία. Ανέ­λα­βα την επι­μέ­λεια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και με­τά απο­σύρ­θη­κα στο πα­τρι­κό μου σπί­τι, στα ορει­νά της Κρή­της.

Εδώ και δυο χρό­νια ασχο­λού­μαι τα πρω­ι­νά με τον κη­πά­κο μου που σώ­θη­κε από τη νέα χά­ρα­ξη του επαρ­χια­κού δρό­μου και κα­τα­λαμ­βά­νει σα­ρά­ντα τε­τρα­γω­νι­κά μπρο­στά από το πέ­τρι­νο διώ­ρο­φο. Τα απο­γεύ­μα­τα παίρ­νω το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ορ­φέα και κά­θο­μαι στην πλα­τεία κά­τω απ’ τον πλά­τα­νο. Δια­βά­ζω κά­θε φο­ρά ένα κε­φά­λαιο με μου­σι­κή υπό­κρου­ση τα μουρ­μου­ρη­τά των γε­ρό­ντων σαν και μέ­να που ξέ­μει­ναν σε τού­το τον και­νούρ­γιο κό­σμο. Κά­θε από­γευ­μα, προ­σπα­θώ να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω αυ­τήν την σπά­νια, ξο­δε­μέ­νη ευαι­σθη­σία που θα μεί­νει στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας ένα αξε­διά­λυ­το μυ­στή­ριο.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: