Ερευγμοί

Σκηνή από το «Δεκαήμερον» (15ος αι.)
Σκηνή από το «Δεκαήμερον» (15ος αι.)


Η ρέμ­βη που ξέ­φυ­γε

το με­ση­μέ­ρι αυ­τό απ’ τα χεί­λη

ήταν μια έκρη­ξη μη­λί­τη.

*

Μα­κρό­συρ­το, βα­ρύ

του στό­μα­τος ζε­μπέ­κι­κο,

πώς να γλι­τώ­σουν τα στέ­α­τα

απ’ το μπα­χα­ρι­κό;

*

Μια υπο­ψία κα­νέ­λας

σε άνε­μο ενά­ντιο

το ού­ριο πά­θος πρό­δω­σε

λυ­σί­κο­μης μπο­λο­νέ­ζας.

*

Στό­μα ρη­χό, γλώσ­σα ασή­μα­ντη

για τον αχό της θυ­σί­ας

μιας κράμ­βης στο όξος.

*

Ατί­θα­ση, αφυ­λά­κι­στη, επι­κή

θα λάμ­ψεις, αύ­ρα του μυτ­τω­τού

με σκόρ­δο, στην έκτα­κτη

εσχά­τη ανα­πνοή.

*

Η δάφ­νη εμ­ψυ­χω­τής δει­νός,

που ακέ­ραιη δό­ξα ενέ­πνευ­σε

σε μπά­μιες ατσα­λά­κω­τες,

όμη­ρος πώς να γί­νει

των ου­ρα­νί­σκων;

*
Σύ­ντρο­φε ολι­κής αλέ­σε­ως,

γλυ­κά­νι­σο ασυ­ντρό­φευ­το,

κα­τα­φυ­γή μου μό­νη αξία

ού­ζου ο ερευγ­μός.

*

Του στο­μα­χιού απώ­θη­σε

ερε­θι­σμέ­νη σκέ­ψη· σαν κρύ­ω­σε,

κα­τα­κά­θι­σε στον κα­φέ

ο μο­νό­λο­γος τρό­μος.

*

Αν­θρα­κι­κών βο­λή

στα δό­ντια, λι­γό­τε­ρο βί­αιη

απ’ τη φι­λία του τρα­πε­ζιού

που δεν έδε­σε.

*
Πνεύ­μα οσπρί­ων

πελ­τα­στών ανά­δευ­σε την κοί­λη

αμη­χα­νία ολο­σχε­ρώς

της χα­λα­σμέ­νης ευω­χί­ας.

*

Λα­θραί­ος, χθό­νιος ερευγ­μός

απ’ τη ζωή του κλέ­βει

όσα εκεί­νη του χρω­στά·

αυ­το­δι­κία μοι­ραία.

*

Ο κερ­δι­σμέ­νος χρό­νος

αέ­ρας κερ­δι­σμέ­νος με­τα­ξύ

στο­μά­χου, λά­ρυγ­γος, χει­λέ­ων

(αρ­γό­τε­ρα πρω­κτού).

*
Κε­φτέ­δες ανερ­μή­νευ­τοι

σε σύ­σπα­ση αγρία του οι­σο­φά­γου

κα­τέ­θε­σαν την πλά­νη

του μαϊ­ντα­νού.

*

Σιέ­λου έφο­δος ανα­χαι­τί­ζει

την ει­σβο­λή χο­λε­νερ­γών

πο­λε­μι­στών ανή­λε­ων

του τζι­γε­ρο­σαρ­μά.

*

Το λό­ξυ­γκα αδελ­φό

κη­ρύσ­σω, του ερευγ­μού

αι­νιγ­μα­τι­κό φι­λή­το­ρα.

*
Κομ­ψές πνο­ές σα­ρα­κο­στής

(ελαιών, κρομ­μύ­ου, τα­ρα­μά,

νε­ρό­βρα­στων γε­ω­μή­λων)

τα­χέ­ως το τα­χί­νι ιό­νι­σαν.

*

Κάρ­δα­μο απε­ρί­σκε­πτο

στα φύλ­λα του βα­σι­λι­κού

τη φα­ντα­σία εκτό­ξευ­σε

διε­γερ­τι­κής χω­ριά­τι­κης.

*

Στα σαρ­μα­δά­κια έσπει­ρε

τον πα­νι­κό του δυό­σμου

λα­διού πνοή αυ­το­δί­δα­κτη

σαν τύ­ψη του Αι­σχύ­λου.*

Συ­ντέ­λειας άνε­μος σφο­δρός

σα­ρώ­νει αρ­ρα­βώ­νες

της μπε­σα­μέλ με τον κι­μά,

μιας Φρά­ου μ’ έναν Κώ­στα.

*

Τ’ άσπρα δο­ντά­κια τυ­ραν­νά

αιφ­νί­διος κυ­κλώ­νας

των μυ­κη­τό­ζυ­μων τυ­ριών

σου­φλέ ανα­πο­φά­σι­στου.

*

Έκ­θε­τοι ερευγ­μοί εκ­δι­κη­τές,

διάτ­το­ντες γα­στέ­ρων

αβυσ­σα­λέ­ων και κου­ρο­τρό­φων,

των εδω­δί­μων δη­μί­ων.


Ιπ­πό­της Ερευγ­μός

Το μυ­στι­κό Σας φύ­λα­ξα,

νό­στι­μη Δε­σπο­σύ­νη,

σε μια στρο­φή του αέ­ρα.

Δεν πρό­δω­σα της συ­ντα­γής

τη σκο­τει­νή μα­γεία

που χρό­νια επε­σώ­ρευ­σαν

δρυί­δες της κου­ζί­νας.

Βα­ριά εστά­θη η Ανα­το­λή

για το γλυ­κό Σας στό­μα,

η υμνω­δία του ιμάμ

κα­τέ­κλυ­σε τα εντό­σθια.

Δεν άντε­ξε η Ευ­γέ­νεια

στην τό­ση ευ­ρυθ­μία

των φα­γη­τών τη με­λι­κή:

λί­νος, παιάν Τής ξέ­φυ­γε,

αρ­μό­διος, λι­τυ­έρ­σης!

Μο­νο­μα­χούν στα χεί­λη Σας

τό­σοι ύμνοι με αν­δρεία.

Κι εγώ ο ιπ­πό­της Ερευγ­μός

πο­λε­μι­στής ωραί­ος

με τακτ απο­μα­κρύ­νο­μαι.

Ρε­ψί­θυ­ροι κλαυ­σί­θυ­ροι

Στην πόρ­τα σου με ξε­νυ­χτούν

έω­λες γεύ­σεις της προ­σμο­νής.

Μ’ αλυ­σο­δέ­νουν, με γερ­νούν

για­πρά­κια κο­ζα­νί­τι­κα, των χα­διών

σου ερ­μη­νεύ­ο­ντας τη σπα­τά­λη.

Κι ο νη­στευ­τής εγώ δε­ξιώ­θη­κα

κλαυ­σί­θυ­ρους φρυγ­μέ­νους γο­ε­ρά

με άνη­θο και με κι­μά.

Της γά­στρας σου τα πεί­σμα­τα

της όρε­ξής μου χρί­σμα­τα.

Δεν ήταν ήχος χώ­νε­ψης, επέ­λα­ση

αε­ρί­ων· μό­νο μια κρύα ανά­τα­ση

έρω­τος στο στο­μά­χι.

Θυ­μού απυ­ρό­βλη­τες πνο­ές

μιας σπου­δής με θυ­μά­ρι κι αρ­νά­κι

απ’ το φούρ­νο σου

φι­λιά ας με ζώ­σουν, τη μι­κρό-

πνοη νιό­τη μου να πυ­ρώ­σουν.

«Ρο­μάν­τζο - σκωρ»

Δεν πή­ρα δη­λη­τή­ριο, κα­θάρ­σιο πή­ρα,

με την ελ­πί­δα να σε μοι­ρα­στώ κι έξω

να δο­κι­μά­σου­νε ατρύ­γη­το τρυ­γία από

εφτά χρό­νια πα­χύ­σαρ­κα που πέ­ρα­σα

μα­ζί σου κι άλ­λα εφτά διαί­της,

όταν ψί­χου­λο - ψι­χου­λά­κι έτρε­φες

την καρ­διά μου.

Με σε­βα­σμό

θα ενα­πο­χέ­σω στα δια­βρω­τι­κά σου

χά­δια ψη­μέ­να στην ωμό­τη­τα του πά­θους,

ενώ θα σε φα­ντά­ζο­μαι, το τε­λευ­ταίο

αντίο κου­λου­ρια­σμέ­νο, αθέ­α­το,

σαν ένα ευ­γε­νι­κό, απο­φα­σι­σμέ­νο φί­δι

που σκέ­φτε­ται αν­θρώ­πι­να.



ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Ερευγ­μός = ρέ­ψι­μο (ερεύ­ο­μαι)
Έω­λος-η-ον = α) πα­λιός, μιας μέ­ρας και πά­νω (εώς ή ηώς = αυ­γή), αντί­θε­το του πρό­σφα­τος β) ο με­τά από κραι­πά­λη
Κλαυ­σί­θυ­ρος = εί­δος ερω­τι­κής ελε­γεί­ας στη ρω­μαϊ­κή επο­χή (κλαίω + θύ­ρα)
Κράμ­βη = λά­χα­νο
Μα­νέ­ρως, Λί­νος, Παιάν, Αρ­μό­διος, Λι­τυ­έρ­σης = αρ­χαί­οι ελ­λη­νι­κοί ύμνοι
Μυτ­τω­τός = σκορ­δα­λιά
Σκωρ –γεν. του σκα­τός = πε­ρίτ­τω­μα



*Πβ. αὐτο­δί­δα­κτος ἐρι­νύς: Ἀγα­μέ­μνων, στ. 967