Το «Γκιουζελί τατάμ» της Βάγιας

Το «Γκιουζελί τατάμ» της Βάγιας



Στον Θερ­μαϊ­κό προς την Καλ­λι­κρά­τεια, σε μέ­ρος από­με­ρο που οι πα­λιοί ονο­μά­ζουν Γκιου­ζε­λί, αν­θί­ζουν την άνοι­ξη μι­κρά, πο­λύ μι­κρά άν­θη, τα τα­τάμ. Δύ­σκο­λο να τα ξε­χω­ρί­σεις ανά­με­σα στα βά­τα και τα αγριό­χορ­τα. Λέ­νε, ότι όποιος κα­τα­φέ­ρει να τα βρει και τα πιά­σει χω­ρίς να τα ξε­ρι­ζώ­σει, τα τα­τάμ πο­τί­ζουν με το μα­γευ­τι­κό τους άρω­μα όλη την πα­λά­μη μέ­χρι ψη­λά τον καρ­πό. Έπαιρ­νε, λοι­πόν, η Βά­για, που ήξε­ρε κα­λά το μυ­στι­κό, την πή­λι­νη κα­νά­τα της με το βρό­χι­νο νε­ρό και με το που άγ­γι­ζε τα μι­κρά τα­τάμ, έβα­ζε αμέ­σως τα χέ­ρια της μέ­σα στο νε­ρό, αιχ­μα­λω­τί­ζο­ντας το μο­να­δι­κό αυ­τό άρω­μα που κα­νέ­να άλ­λο λου­λού­δι δεν έχει στον κό­σμο. Αυ­τό το νε­ρό χρη­σι­μο­ποιού­σε στην μα­γει­ρι­κή της η Βά­για για να φτιά­ξει το «Γκιου­ζε­λί τα­τάμ». Το μα­γεί­ρευε τρεις φο­ρές τον χρό­νο, όσοι και οι μή­νες της άνοι­ξης. Φο­ρού­σε την πο­διά της, που ήταν φτιαγ­μέ­νη από κρόσ­σια ζά­χα­ρης που κα­τέ­λη­γαν σε σο­κο­λα­τιά ηδο­νι­κά τρου­φά­κια, το­πο­θε­τού­σε την κα­τσα­ρό­λα με το αρω­μα­τι­σμέ­νο νε­ρό στη φω­τιά και όταν έπαιρ­νε βρά­ση, έρι­χνε ξε­φλου­δι­σμέ­να κομ­μά­τια από βοή φρέ­σκου αγέ­ρα, τρα­γα­νι­σμέ­να φω­νή­ε­ντα, ξύ­σμα με­λαγ­χο­λί­ας και όλα αυ­τά, τα σκέ­πα­ζε με κα­λο­και­ρι­νό φως, που κρα­τού­σε κα­λά φυ­λαγ­μέ­νο μέ­σα σε τρισ­διά­στα­τες φω­το­γρα­φί­ες από τη Λή­μνο. Σαν άρ­χι­ζε το νε­ρό να σώ­νε­ται, έβγα­ζε την κα­τσα­ρό­λα από τη φω­τιά και έχυ­νε το πε­ριε­χό­με­νο σε μα­κρό­στε­νες πή­λι­νες φόρ­μες, αφού τις εί­χε πρώ­τα αλεί­ψει εσω­τε­ρι­κά με αφρούς κυ­μά­των και επι­λεγ­μέ­νους ήχους από νυ­χτε­ρι­νές μου­σι­κές.

Δυο μέ­ρες με­τά, ξε­φόρ­μα­ρε και έκο­βε σε λε­πτές φέ­τες. Το φα­γη­τό σερ­βι­ρι­ζό­ταν στους κα­λε­σμέ­νους της σε συμ­βα­τι­κά πιά­τα με τη δια­φο­ρά ότι, ακρι­βώς στη μέ­ση του πιά­του υπήρ­χε μια μι­κρή εσο­χή που έμοια­ζε με ομ­φα­λό και ανα­δευό­ταν αρ­γά αρ­γά σκορ­πί­ζο­ντας τα αρώ­μα­τα του τα­τάμ. Όσοι εί­χαν τη τύ­χη να δο­κι­μά­σουν το Γκιου­ζε­λί τα­τάμ δεν μπό­ρε­σαν να πε­ρι­γρά­ψουν με λό­για τη νο­στι­μιά του, πο­τέ δεν μπό­ρε­σαν να βρουν τα κα­τάλ­λη­λα λό­για, όλοι, όμως, εί­χαν ξαφ­νι­κά τη δυ­να­τό­τη­τα να αφη­γη­θούν, από την ημέ­ρα αυ­τή και με­τά, μια εξό­χως πρω­τό­τυ­πη ιστο­ρία μο­να­δι­κής ομορ­φιάς.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: