Μήνας Ιούλιος ήταν κι εκείνος, ο Ιούλιος Καίσαρ, τα κύματα αψηφούσε κι ένα-ένα τα φιλιά της Κλεοπάτρας έσωζε από βέβαιο πνιγμό, άφοβος, ως συνεπής ναυαγοσώστης. Ασφαλής στην ιστορία των φαντασιώσεών του μετρούσε τα φιλιά της μέχρι που ξεψύχησε στην αγκαλιά της κι ας ήταν απούσα η βασίλισσα, κι ας ήταν μίλια μακριά του.
Αυτός είναι ο Ιούλιος, μεταμορφώνει την απουσία σε παρουσία, όλα τα λειαίνει, τα ξορκίζει, τα αλλάζει, λιώνει σαν παγωτό και μετασχηματίζεται εκ νέου, πυροδοτεί και εκρήγνυται. Λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα του: πότε ως λαχταριστή κόκκινη φέτα καρπουζιού και πότε ως ανένοχη φραουλίτσα του παραμυθιού, ας ξενυχτήσουμε παρέα στους πρόποδες της θάλασσας κι από το σπινθηροβόλημα των αγνώστων του νερού μικροοργανισμών να φτιάξουμε τα κοσμήματα που θα σε στολίσουν αυτό το βράδυ. Εσύ, Κλεοπάτρα μου, ποτέ δεν φόρεσες ένα στέμμα της προκοπής, ευκαιρία είναι καταμεσής του Ιουλίου να το φορέσεις, κανείς δεν παρεξηγεί κανέναν, είναι μακριά οι χειμώνες για να εκδικηθούν και η ζήλεια των ανθρώπων να βρει καταφύγιο.
Όλα θα ξεχαστούν, ο Ιούλιος είναι όλο εκπλήξεις, σε θερινό σινεμαδάκι, λίγο πιο κάτω από την Παναγιά τη Φανερωμένη, η σκηνή έσκασε σαν βόμβα, το πανί ξεσκίστηκε, αεράκι δροσιάς απλώθηκε και ιπτάμενη η Julia Montoya με πελώρια φτερά τζιτζικιού έκανε δυο στροφές στον αέρα και χάθηκε στην λεία επιφάνεια του Ιουλίου, μια ζωγραφιά μετέωρη έμεινε στο γαλάζιο της επικράτειας.
Να σας συστήσω τον ειδικό των χρωμάτων, τον Ιούλιο Βερν αυτόν που διάλεξε για όνομά του το ανεξερεύνητο βάθος, αν θέλετε φερθείτε του ευγενικά και παραχωρήστε τη σειρά σας, φερθείτε γενναιόδωρα και κεράστε τον ένα παγωτό χωνάκι μισό σοκολάτα μισό κρέμα, πάντα τον Ιούλιο τα αντίθετα έχουν γεύση εκρηκτική.
Ο Ιούλιος, σαν τον Σαμψών, καταμεσής του καλοκαιριού, όλα σείονται, μακριά, μακριά και γρήγορα μην σας πλακώσουν οι βεβαιότητές σας.
Ιούλιος ο λείος
