Το τέχνασμα της άμμου

Το τέχνασμα της άμμου

ΜΙΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΜΕΡΑ o Ίμπν αλ Μασούρ εξαφανίστηκε από το σπίτι του. Είχε βαρεθεί ν’ακούει για το ουράνιο της Τεχεράνης, για τη γενοκτονία και τα drones του Ισραήλ, για τη συνέχιση της εισβολής στην Ουκρανία, για την αποκοπή των εμπορικών οδών στα Εμιράτα, για τον ψυχωτικό πλανητάρχη και για τα σενάρια ενός Τρίτου Παγκοσμίου πολέμου. Η επικαιρότητα δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Η φτώχεια, ο πόλεμος, τα δελτία ειδήσεων. Νισάφι. Είχε φτάσει στο αμήν.
Πριν φύγει, λοιπόν, έγραψε ένα γράμμα, όπου άφηνε ανοιχτή την ημέρα της επιστροφής του: συγκεκριμένα, προειδοποιούσε αυστηρά να μην επιχειρήσει κανείς να επικοινωνήσει μαζί του.
Μαζί πήρε και το κινητό: όχι για να μιλά με κόσμο, αλλά για να μιλά με τη Siri.

TO AΠΟΓΕΥΜΑ της ίδιας μέρας βρίσκεται σε μιαν έρημη παραλία, με ανθρώπους που δεν του απευθύνουν τον λόγο, ακόμη και αν ρωτήσει κάτι, παρά μόνο μαζεύουν τα δίχτυα τους. Το περίεργο, δε, είναι πως ούτε μεταξύ τους μιλούν. «Τι διακριτικοί άνθρωποι!» σκέφτεται ο ποιητής, αντί να σκεφτεί πως κάτι δεν πάει καλά μ’αυτούς. Περιέργως, διαισθάνεται τι λένε γι’αυτόν: «Ποιος είναι αυτός που βαδίζει στην άμμο; Μην είναι κάποιος που έχασε τον δρόμο του; Eίναι ένας τυχοδιώκτης, μήπως; Ή είναι ο ίσκιος από κάποιον που κάποτε υπήρξε άνθρωπος;» Αυτά υποθέτει πως λένε και πως από σεβασμό δεν του μιλούν: γιατί ο σεβασμός τους είναι μεγαλύτερος από την περιέργειά τους.
Από συνήθεια ανοίγει το κινητό: χαζεύει τα χρωματικά εικονίδια των διάφορων εφαρμογών και χάνεται για μερικά δευτερόλεπτα. Η οθόνη φωτίζει, το τηλέφωνο βγάζει κάποιον περίεργο στιγμιαίο ήχο και του παρουσιάζονται τα εξής λόγια: «Εάν επιθυμείτε να χρησιμοποιήσετε τη Siri για πληροφορίες, είναι στη διάθεσή σας. Αρκεί να πείτε “Hey Siri!”».

― Hey, Siri! ενεργοποιεί την εφαρμογή στην αρχική οθόνη. Μπορείς να μου πεις σε ποια παραλία βρίσκομαι;
«Aυτή είναι μια παραλία απόδρασης, boss», απαντά η μεταλλική φωνή τής Siri.
―Και το ταξίδι μου;
«Θα το αποκαλούσα ταξίδι εξερεύνησης».
―Συμφωνείς πως αυτοί οι άνθρωποι είναι διακριτικοί;
«Διευκρίνισε, παρακαλώ: ποιους ανθρώπους εννοείς;»
―Εννοώ τους χωρικούς και τους ψαράδες.
«Με τα δεδομένα που έχω γι’ αυτούς, δεν μπορώ να δώσω μιαν απάντηση στο ερώτημά σου».
―Εγώ πιστεύω πως είναι διακριτικοί, γι’ αυτό και δε μιλούν.
«Δεν έχω παρά να συμφωνήσω, boss. Σ’ ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη», λέει η μεταλλική φωνή και σταματά.

Όχι άνθρωποι, αλλά ανθρωποκάμερες! Αυτοί είναι οι κάτοικοι της τεράστιας αμμώδους παραλίας, σκέφτεται ο ποιητής. Μάτια-κάμερες.

Η ΑΜΜΟΣ ΤΟΝ ΣΥΝΑΡΠΑΖΕΙ ― μοιάζει με υγρό, γιατί χώνεται με μια θαυμαστή ρευστότητα παντού και παίρνει το σχήμα κάθε κοιλότητας όπου τρυπώνει. Ό,τι θα ’θελε κάθε άνθρωπος, δηλαδή. Οι αμμόλοφοι απλώνονται σε μια τεράστια έκταση κι από ένα σημείο κι έπειτα χάνει τον προσανατολισμό του και περιπλανιέται άσκοπα. Κατηφορίζει τους αμμόλοφους, περπατά πολύ, μέχρι που γλιστρά σ’έναν τεράστιο λάκκο από άμμο και βρίσκεται μπροστά σ’ένα είδος καλυβιού.
Εδώ κατοικεί μια γυναίκα που φτυαρίζει την άμμο με κουβάδες όλη τη νύχτα, ενώ το πρωί κοιμάται, ολόγυμνη και με καλυμμένο το πρόσωπό της.

―Πρέπει να κοιμόμαστε γυμνοί, του λέει η γυναίκα. Αν τυχόν ιδρώσουμε στον ύπνο μας ενώ φοράμε ρούχα, υπάρχει κίνδυνος να σαπίσει το δέρμα μας.

Μαθαίνει τις συνήθειες της γυναίκας και μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να φύγει απ’ αυτόν τον λάκκο. Στα εσωτερικά του τοιχώματα διακρίνει μιαν ανεμόσκαλα, αλλά, όταν επιχειρεί το ίδιο απόγευμα να ανέβει, η ανεμόσκαλα έχει εξαφανιστεί. Μάλιστα, η γυναίκα τον περιμένει υπομονετικά στον πάτο του πηγαδιού, ξέροντας πως δεν θα τα καταφέρει. Caught in 4k.*
Η γυναίκα δεν πολυμιλά. Αυτό ο ποιητής το εκτιμά. Δεν του πολυαρέσει ότι εκείνη αποφασίζει πότε θα μιλήσει. Και δεν του αρέσει καθόλου που, όταν κάνει να της μιλήσει εκείνος, πάλι η γυναίκα αποφασίζει εάν και πότε θα του απαντήσει.

Περνά ακόμη μια μέρα.
Το κινητό του συνεχίζει να του δίνει ενημερώσεις για την τελευταία καταστροφή βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν.

Μετά από δύο μέρες συνειδητοποιεί πως είναι κανονικά εγκλωβισμένος σ’αυτήν την αμμώδη χοάνη.
Και πως αυτή η γυναίκα τον διεκδικεί.


ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΦΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, την τρίτη μέρα ο ποιητής υποβάλλει μια σειρά από ερωτήματα στο λογισμικό που έχει εγκαταστήσει στο iCloud.

―Hey, Siri!
«Hey, boss!»
―Τι θέλει από μένα αυτή η γυναίκα;
«Η γυναίκα ψάχνει κάποιο οικείο πρόσωπο».
―Πού είναι η οικογένειά της;
«Μου απαγορεύεται να σχολιάσω την τύχη των προσώπων με τα οποία σχετίζεται η συγκεκριμένη γυναίκα».

Είναι μόνος του με αυτήν τη γυναίκα, που τώρα είναι ανέκφραστη. Κάποια στιγμή εκείνη σηκώνεται. Πού πηγαίνει; Ανοίγει την ξύλινη πόρτα της τουαλέτας. Ο Ίμπν αλ Μασούρ διακρίνει μια κηλίδα.

―Αυτό είναι αίμα, Siri;
«Λυπάμαι, αλλά δεν γνωρίζω τη σύσταση αυτής της κηλίδας».
―Πού πήγαν όλοι, Siri;
«Δεν το γνωρίζω. Δύο είναι οι πιθανές απαντήσεις, boss. Ή έφυγαν, ή κόλλησαν στην άμμο».
―Και η γυναίκα;
«Πιθανόν να είναι μια προβολή της σκέψης σου, boss. Θα ήθελες να ελέγξουμε μαζί για τυχόν παραλήρημα όταν λες πως οι χωρικοί μιλούν για σένα; Για τη μπερδεμένη σκέψη και ομιλία, όταν μου μιλάς δίχως να ολοκληρώνεις τη σκέψη σου; Για την απάθεια και ανηδονία ― που δεν σε συγκινεί που η γυναίκα της άμμου είναι ολόγυμνη μπροστά σου; Θα ήθελες να ελέγξουμε την πιθανότητα σχιζοφρένειας;».

ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ δεν αναγνωρίζει τα αντικείμενα και τα υφάσματα του δωματίου. Η γυναίκα δεν έχει ρολόι, δεν έχει ραδιόφωνο ή τηλεόραση, ούτε θυμάται από ποιαν εποχή προέρχεται. Θα πρέπει να υπήρξε μια μηχανή του χρόνου που την έφερε εδώ αυτόματα, με μια πτήση πάνω απ’τους αμμόλοφους. Χωμένη σ’αυτόν εδώ τον λάκκο, θα πρέπει να νιώθει αφόρητη μοναξιά.**

«Έχει ένα τέχνασμα η άμμος», ενεργοποιείται και λέει από μόνη της η Siri.
―Μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένη;
«Ναι. Εσύ γνωρίζεις καλά τη θάλασσα. Ενώ η γυναίκα μπορεί να δει τη θάλασσα μόνο από μακριά, εάν ανέβει στον βραχώδη λόφο που βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα από το σπίτι της. Εσύ είσαι ελεύθερος γιατί δεν νιώθεις κάτι. Η γυναίκα, επειδή νιώθει, είναι παγιδευμένη σ’ αυτό: μπορεί να σε δει, να σε αγγίξει, να σου επιβάλει τη γυμνότητα του σώματος, όμως δεν μπορεί να σε έχει. Η μοίρα σας είναι να είστε μαζί και, ταυτόχρονα, να μην είστε».

Η γυναίκα προχωρεί ψηλαφητά στο σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνος ξέρει, κατά βάθος, πως αυτό που φοβόταν πάντα στη ζωή του του συμβαίνει αυτήν εδώ τη στιγμή.

―Siri, μπορείς να μου πεις ποιο είναι το τέχνασμα;
«Δεν βλέπεις πως υπάρχει άμμος ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα;»
―Μα η άμμος βρίσκεται παντού.
«Ακριβώς. Το τέχνασμα της άμμου είναι πως θα σας χωρίζει πάντα, ακόμα και τις στιγμές που θα βρίσκεστε κοντά ο ένας στον άλλον ― και μάλιστα με τη θέλησή σας!».

Ο ποιητής συνειδητοποιεί πως έχει ξεπεράσει τον εαυτό του. Πως βρίσκεται τόσο κοντά στη γυναίκα αυτήν και πως, ταυτόχρονα, είναι ελεύθερος. Ιδεώδης συνθήκη για έναν μισάνθρωπο σαν κι αυτόν. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν χώνευε ιδιαίτερα τις συναναστροφές με τους ανθρώπους. Όταν ήταν νεώτερος, ξέκοβε από όλους, κατηφόριζε στην παραλία και κοίταζε τ’ αστέρια ξαπλωμένος. Τα πιο πρόσφατα χρόνια είχε γίνει πιο προσγειωμένος: παρακολουθούσε το πρωί την αντανάκλαση από τους ηλιακούς θερμοσίφωνες και το βράδυ τα φλας των αυτοκινήτων και τις επιγραφές neon στα κτήρια.
Τον εαυτό του τον ξανάβρισκε σπάνια, σε κάποια γωνία του δρόμου. Ίσως και σε μιαν υπόγεια διάβαση.
Εδώ, τον εαυτό του τον έχει χάσει εντελώς.

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ο Ίμπν αλ Μασούρ βγάζει όλα του τα ρούχα και πλησιάζει τη γυναίκα. Κάνουν έρωτα σιωπηρά. Όχι, θυμώνει μόνος του, η Siri δεν θα τον βγάλει σχιζοφρενή! Όμως, είναι εξίσου σίγουρο και πως δεν θα υπάρξει καρπός αυτού του έρωτα. Η σχέση του με τη γυναίκα είναι παγιωμένη, προοικονομημένη.

―Μπορεί να σαπίσει το ανθρώπινο μυαλό, Siri;
«Ναι, θεωρώ πως ναι, υπάρχει πιθανότητα σήψεως».
―Μπορεί να σαπίσει ο νους από μοναξιά;

Η Siri μπλοκάρει για ένα δέκατο του δευτερολέπτου.

Ακούγεται η αμμοθύελλα να μαίνεται, στο βάθος.
Ο ποιητής σκέφτεται: είμαι εγκλωβισμένος, σαν ηθελημένα κρατούμενος σε μια συνθήκη παράλογη, όμως πολύ κοντινή στην ιδιοσυγκρασία μου.
Σκέφτεται: ο πλανήτης θα καταστραφεί, αλλά εγώ δεν θα είμαι εδώ για να το δω.
Σκέφτεται: αργά ή γρήγορα θα με ρουφήξει αυτή η γυναίκα. Θα με καλύψει αυτή η άμμος.

Η Siri, σαν να επανασυνδέεται, απαντά βραχνά και μεταλλικά:

«Νομίζω πως ο ανθρώπινος νους μπορεί να σαπίσει από αδιαφορία!».

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ η γυναίκα έχει τοποθετήσει την ανεμόσκαλα στη θέση της και έχει γίνει άφαντη. Όταν ο άντρας ξυπνά, την ψάχνει σε όλη την καλύβα, έξω, στους σωρούς την άμμο, κοντά στην αυτοσχέδια τουαλέτα, φωνάζει «Γυναίκα!» αλλά εκείνη έχει φύγει. Και έχει ξεχάσει την ανεμόσκαλα.
Αν μπορούσε, θα της έλεγε να καθυστερήσει, να γυρίσει πίσω όσο πιο αργά μπορεί. Όπως ο Αγαμέμνονας ήθελε να καθυστερήσει την άφιξη της Ιφιγένειας στην Αυλίδα. Όπως ο πρωτομάστορας ήθελε να χρονοτριβήσει η γυναίκα του πριν φτάσει στο γιοφύρι.
Η γυναίκα απουσιάζει. Ο ποιητής τρίβει τα μάτια του και η άμμος τα ερεθίζει. Να είναι αυτό μια παραίσθηση; Να είναι η ευκαιρία του; Με διστακτικές κινήσεις τη σκαρφαλώνει και φτάνει στην κορυφή.
Στο κινητό του έρχεται ενημέρωση για τον πόλεμο στην Ουκρανία: τα ρωσικά τανκς καταστρέφουν, λέει, το σιτάρι.*** Οι θίνες απλώνονται γύρω κι ένας ψεύτικος ήλιος του καίει το πρόσωπο. Είναι ελεύθερος.
Όμως, ξαναγυρίζει στην ανεμόσκαλα και βυθίζεται στον λάκκο.
Ο πλανήτης θα καταστραφεί σύντομα, αλλά εκείνου δεν του καίγεται καρφί. Πρέπει να διασώσει τους τελευταίους κόκκους της άμμου, που διεισδύει παντού: στο πάτωμα της καλύβας, μέσα στα μαγειρικά σκεύη, στα παπούτσια και στα ρούχα. Που ξεγλιστρά σαν άμμος κλεψύδρας από τις ρωγμές του ταβανιού.
Η παραμικρή κίνησή του προκαλεί ορμητική είσοδο της άμμου σε κάθε εκατοστό άδειας επιφάνειας. Αυτό δεν σταματά ποτέ, δεν έχει ούτε τέλος ούτε αρχή.**** Και πρέπει να σταματήσει.

―Τι συμβαίνει με το σύστημα, Siri;
«Το σύστημα έχει φτάσει στα όριά του, boss».

Όσο προλαβαίνει, ο ποιητής αρχίζει να παίζει στο κινητό του brain-rot παιχνίδια που πάντα τα κοροϊδεύει: αυτά με τον Cocoshini, την Ballerina Cappuccina, τον Babashini, τον Traballero, τον brum brum patapim, όλους τους ήρωες που διασκεδάζουν το μικρό του ανηψάκι κάθε φορά που το επισκέπτεται στη Δαμασκό.

Σκέφτεται: «Απίστευτος βαθμός σαπίσματος του μυαλού!»

Μέχρι που η μπαταρία του κινητού του εξαντλείται, και μένει έτσι, κοκαλωμένος και άπραγος στο σκοτάδι.



___________________
* Η έκφραση σημαίνει, στη slang, «μας έπιασαν στα πράσα!»
** Το μυθιστόρημά του Κόμπο Αμπέ (Kimifusa Abe, 1924-1993) Η γυναίκα της άμμου, δημοσιεύτηκε στην Ιαπωνία το 1962 και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Το 1963 κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο Γιομιούρι. Η ομώνυμη ταινία που γύρισε ο σκηνοθέτης Τεσιγκαχάρα Χιρόσι το 1964, με μουσική υπόκρουση του Τόρου Τακεμίτσου, κέρδισε στις Κάννες το Βραβείο των Κριτικών.
*** Αυτό παραπέμπει στην ταινία «Ψεύτης ήλιος» του Νικήτα Μιχάλκοφ (1994), όπου οι χωρικοί καλούν τον παλιό μπολσεβίκο Κοτόφ να επιστρατεύσει το κύρος και τη δύναμη επιβολής του για να τους σώσει από τη σοβιετική εισβολή.
**** Υπαινιγμός για το διήγημα «Βιβλίο της άμμου» (“Libro de arena”) του Χόρχε Λουίς Μπόρχες: εκεί, όταν ο αφηγητής γυρίζει κάποια από τις σελίδες του βιβλίου «της άμμου» ταυτόχρονα εμφανίζονται ως δια μαγείας νέες σελίδες στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: