
Ο Τζέιμς Σόλτερ (James Salter), που έφυγε από τη ζωή 90χρονος, στα 2015, είναι μια μυθική φιγούρα στα αμερικανικά γράμματα. Υπήρξε εξαιρετικά αποδεκτός από τους ομοτέχνους του, γι’ αυτό και πήρε την τιμητική προσωνυμία «συγγραφέας των συγγραφέων», δηλαδή σα να λέμε των μυημένων. Βέβαια ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ταυτόχρονα ότι δεν κατέκτησε τις ευρύτερες αναγνωστικές μάζες. Πρώην πιλότος βομβαρδιστικού κατά τον πόλεμο της Κορέας, μετέφερε στα πρώτα βιβλία του την πολεμική εμπειρία. Δούλεψε ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ και κατάφερε να κατακτήσει μια διακριτή, διαυγή, συμπυκνωμένη γραφή, όπου δεν λείπει η ρομαντική διάσταση. Εξέδωσε το Αυτό είν’ όλο λίγο προ του θανάτου του και ύστερα από χρόνια απουσίας. Το βιβλίο, θα έλεγα συνθηματικά, συνιστά μια αποθέωση της καθημερινότητας ― ίσως το δυσκολότερο θέμα στη λογοτεχνία. Πολλοί κριτικοί συνέκλιναν μάλιστα στην άποψη ότι ο Σόλτερ θα κατακτούσε επιτέλους με αυτό του το έργο και το ευρύ κοινό που του είχε στερήσει η μοίρα.
Το βιβλίο του Σόλτερ είναι αναζωογονητικό, καίριο και λυτρωτικό, καθώς ανασκοπεί τα πεπραγμένα μιας ζωής μελετώντας επαγωγικά την καθημερινότητά της. Αν θέλαμε να περιγράψουμε με δυο λέξεις την υπόθεση θα λέγαμε ότι ο κεντρικός ήρωας βρίσκει το δρόμο του εντός της λογοτεχνίας, αλλά ψάχνεται διά του έρωτα. Ο συγγραφέας κάνει αυτό που σπανίως γίνεται στη μυθοπλασία: αφηγείται μια ολόκληρη ζωή, μέσω δε αυτής και των χαλαρά υφασμένων μαζί της άλλων ζωών, ανασυστήνει ολόκληρο τον μεταπολεμικό κόσμο. Πώς το επιτυγχάνει αυτό σε ένα όχι ιδιαίτερα ογκώδες βιβλίο; Με ένα απλό τρόπο: Αποφασίζει να μετατοπισθεί μακριά, ας πούμε σε ένα άλλο πλανήτη, και να παρατηρήσει από κει πάνω τα τεκταινόμενα με μια σχετικά αποστασιοποιημένη ματιά, που επιλέγει συγκεκριμένες στιγμές σύμφωνα με τα τερτίπια της μνήμης για να συγκροτήσει μια αφήγηση απ’ όπου δεν λείπει ο βιβλικός τόνος: «Τον καιρό εκείνο....»
Τι είναι όμως αυτό που συνέβη τον καιρό εκείνο και που είναι άξιο αφήγησης; Μα πρώτα από όλα τέλειωσε ο Πόλεμος εκείνος που έμοιαζε να σημαίνει το τέλος όλων των πολέμων και ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Φίλιπ Μπόουμαν, μετά από τις τελευταίες νικηφόρες ναυμαχίες κατά των Ιαπώνων στον Ειρηνικό θα επανασυνδεθεί με την πρότερη ζωή του. Είναι μια εποχή αθωότητας όπου η ανθρωπότητα μαζεύει τα συντρίμμια της και προσδοκά ένα νομοτελειακά καλύτερο μέλλον. Ο Μπόουμαν, εγκαταλείποντας την μονοδιάστατη ναυτική ζωή όπου οι αποφάσεις παίρνονταν από άλλους, επιχειρεί, και τα καταφέρνει, να ξεκινήσει μια σχετικά επιτυχημένη καριέρα στον εκδοτικό χώρο. Στοχεύει ταυτόχρονα στην ένταξη του σε ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό τοπίο, στην κοινωνική άνοδο και στην αυτοπραγμάτωση διά του έρωτα. Δηλαδή στοχεύει σε όλα όσα επιθυμούσαν ανέκαθεν οι νέοι, ειδικά στις εποχές τις ενδεδυμένες με ενισχυμένες υποσχέσεις. Θα ερωτευθεί και εντέλει παντρευτεί μια όμορφη νεαρά παραδοσιακής πλούσιας οικογενείας της Βιρτζίνια, με την οποία πάντως δεν έχει και πολλά κοινά (εκείνη ασχολείται με τα άλογα κι εκείνος με τα βιβλία). Η σεξουαλική έλξη θα πάψει σύντομα να αποτελεί λυτρωτική διέξοδο και οι ζωές των άλλων μελών της νέας του οικογενείας θα αποδειχθούν μάλλον αποκλίνουσες. Ο ήρωάς μας θα ωριμάσει εν μέσω της γυναικείας χειραφέτησης της εποχής, ανακαλύπτοντας την ύπαρξη και άλλων κόσμων.
Σε ένα ταξίδι του στο Λονδίνο θα γνωρίσει το ευρωπαϊκό εκδοτικό τοπίο και θα ερωτευθεί μια Αγγλίδα, κατακτώντας τρόπον τινά δι’ αυτής ένα ιστορικό παρελθόν που του ήταν απόμακρο και ίσως ακατανόητο. Οι μετακινήσεις του μαζί της και για χάρη της σκιαγραφούν με ιδιαίτερο τρόπο το αδιανόητο του τέλους του έρωτα στο μυαλό των ερωτευμένων, και ταυτόχρονα την βεβαιότητα της έλευσης ενός φαινομενικά αναίτιου τέλους. Στην αφήγηση κυριαρχούν πάντως ακόμη τέσσερις ή πέντε ερωτικές ιστορίες στη διάρκεια τεσσάρων περίπου δεκαετιών, όλες με τις ιδιαιτερότητές τους, τη λαχτάρα για μια ολοκληρωμένη ζωή, την έκπληξη του καινούργιου, τη συγκινητική λύτρωση της κατάκτησης, την προσδοκία της δημιουργίας ενός οίκου και μιας οικογένειας. Ο Μπόουμαν θα βιώσει την εγκατάλειψη και την προδοσία, θα εξυφάνει κάποια στιγμή ένα χονδροειδές είδος εκδίκησης, θα επανεπισκεφθεί τόπους και τοπία με τη φρέσκια ματιά του εξερευνητή, θα ονειρευτεί την αγροτική ζωή σε ιδεατά σπίτια, ενώ δίπλα του συνεχίζονται και συχνά ολοκληρώνονται οι ζωές των άλλων, οικείων και φίλων, υφασμένες με την οικονομία βιογραφικού σημειώματος. Ώσπου σε ώριμη πια ηλικία θα βρει την ευτυχία εκεί όπου το λιγότερο ίσως την περίμενε ― σε ένα οικείο πρόσωπο από τον εργασιακό του χώρο που είχε περάσει απαρατήρητο όλα αυτά τα χρόνια.
Παρά το ότι είναι ανέφικτος στη μακρά διάρκεια, ο έρωτας κυριαρχεί στις ζωές όλων, μας λέει ο συγγραφέας. Επανανακαλύπτεις, εκπλήσσεσαι, σαγηνεύεσαι, αποδέχεσαι με ένα λυγμό τα δώρα του αλλά τελικά απλώς παύει να υφίσταται. Ίσως, σκέφτομαι, να είναι αυτό το στοιχείο που του έκλεισε στο παρελθόν τις πόρτες στο μεγάλο κοινό. Γιατί ο Μίλερ και ο Απντάικ, ο Φορντ, ο Μπέλοου και ο Μέιλερ πιστεύουν τελικά στον έρωτα παρά τα όσα του καταμαρτυρούν ― και αυτό, μεταξύ άλλων, τους εξασφαλίζει την πολυπόθητη ευρεία αναγνωσιμότητα.
Έκλεισα το βιβλίο με ένα αίσθημα πραγμάτωσης που είχα καιρό να βιώσω. Το γιατί δεν είναι εύκολο να απαντηθεί στο πλαίσιο μιας κριτικής ανασκόπησης. Ίσως η μακροσκοπική ματιά του Σόλτερ απέναντι στα πεπραγμένα καταφέρνει να αποδιώξει την έννοια της πλοκής που καταδυναστεύει συχνά την λογοτεχνία υπέρ της Ιστορίας. Ενώ συμβαίνουν τόσα και τόσα στη διάρκεια μιας ζωής, επιλέγει τις μικρές στιγμές, την ατμόσφαιρα, τον φωτισμό, τα χρώματα που θα δώσουν νόημα στα πράγματα. Αποφεύγει ακόμη τα πολλά συγγραφικά τερτίπια, γιατί απλούστατα δεν τα ‘χει ανάγκη. Επισκέπτεται τη ζωή του ήρωα σαν να πρόκειται για μια ζωφόρο που μπορείς να την περικυκλώσεις καθ’ οιανδήποτε φορά και να κοντοσταθείς στα σημεία που σε ενδιαφέρουν.
Με κατακτημένη τη σοφία δεκαετιών, ο Σόλτερ χρησιμοποιεί τις δέουσες δόσεις συνειρμών, ερμηνειών, νατουραλιστικής απεικόνισης, παράκαμψης της κεντρικής αφηγηματικής γραμμής και ένταξης στο ευρύτερο κοινωνικό τοπίο. Εντέλει τα καταφέρνει να μας κάνει να ταυτισθούμε με ήρωες που δεν είναι αναγκαστικά ελκυστικοί αλλά που διαποικίλουν τον βίο μας με την κομψότητα μιας μινιατούρας. Σε μια συνέντευξή του, ο συγγραφέας είχε πει ότι του αρέσει να κυοφορεί ένα λογοτεχνικό έργο σαν κάποιος που κρυφοκοιτάζει τη ζωή σ’ ένα ολόφωτο σπίτι. Άνθρωποι πάνε κι έρχονται, τρώνε και κοιμούνται, εξαφανίζονται για μέρες, τσακώνονται ή παραμένουν αθέατοι για τον παρατηρητή με τη σκιά τους να χορεύει σε κάποιο τοίχο. Χτίζουν μ’ άλλα λόγια την ιστορία τους. Σταδιακά ωστόσο το μάτι ελκύεται από τις λεπτομέρειες της διακόσμησης, θα πρόσθετα. Και ίσως ίσως αυτό που μετράει άμα αρχίσεις να αφηγείσαι την ιστορία των ενοίκων να είναι οι μινιατούρες στα ράφια ή οι διακοσμητικές λεπτομέρειες στους τοίχους.
Κάπως έτσι κι εδώ, ο ενενηντάχρονος συγγραφέας, με πλήρως αφομοιωμένες (όπως και το άλτερ έγκο του, ο Φίλιπ Μπόουμαν) τις λογοτεχνικές τάσεις και σχολές των τελευταίων δύο αιώνων, σε καλεί να γνωρίσεις το άρτια μεταφρασμένο από την Αθηνά Δημητριάδου αριστούργημά του. Ο ίδιος έχει αφηγηθεί, εν μέσω γλωσσικής ευφορίας, μια ιστορία απαρτιζόμενη από τα συνηθισμένα και τα καθημερινά. Κι αυτό είναι όλο.