Υπάρχει ένας τόπος


[τεχνητοί δορυφόροι]


Υπάρχει ένας τόπος

Για το βιβλίο του Χρήστου Αστερίου «Η εγγαστρίμυθη φάλαινα», Πατάκης 2025

Υπάρχει ένας τόπος, ισχυρίζονται, όπου συγκατοικούν, δίδυμες αδελφές, η Φαντασία με την Έκπληξη. Ας τις προσωποποιήσουμε για εδώ, με κεφαλαία το Φι και το Έψιλον, κι ας τις διανοηθούμε στον τόπο αυτόν, σα σ’ αυτοσχέδιο λαχανόκηπο, που μες στη λειψυδρία ποτίζεται από νερό εξ ολοκλήρου νοερό. Ή, ας υποθέσουμε, πως βρίσκεται κάπου εκεί κι ένας υπαίθριος κινηματογράφος και παίζει ασταμάτητα μία και μόνο ταινία και η ταινία αυτή είναι η Πρωινή Περίπολος του Νίκου Νικολαΐδη ή το Παρίσι, Τέξας του Βιμ Βέντερς.
Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ περιφέρονται κι όμως δεν εξαντλούνται, η Φαντασία και η Έκπληξη, και η μαμά τους, η ενδελεχής Μελέτη, με το Μι κεφαλαίο κι αυτή, τις καμαρώνει απ’ το παράθυρο, τις βλέπει καθώς κρατούν η καθεμιά μια μάχαιρα γιγάντια στα χέρια και κόβουν, σχολαστικά κι αλύπητα, όλες εκείνες τις περικοκλάδες που έχουν φυτρώσει και φράζουν τον δρόμο από το σπίτι μέχρι το σούπερ μάρκετ και από εκεί στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς και στον σταθμό του τρένου και στο κέντρο της πόλης, με τους τεχνίτες και τους μαγαζάτορες, τους αργυραμοιβούς, τους χρυσοχόους, τους πιλοποιούς και τους κουρείς, με μια τελευταία στάση στο συνθηματικό μειδίαμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και των αθλητικών ομίλων που είχαν εκεί, φαντάσματα, τη στέγη τους.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ που επέλεξε να ζει έξω κι απ’ το παρόν κι από το παρελθόν κι από το μέλλον, ν’ ανήκει, όμως, εξίσου και στα τρία τους. Αυτός ο χρόνος είναι σε θέση να εξιστορήσει στην εντέλεια κι αυτό που προηγήθηκε, ήδη από πολύ παλιά, κι εκείνο που έπεται κι εκείνο που δε θά ’ρθει. Κι ας είναι σύγχρονός μας, δεν τον παρεμποδίζει η τρέχουσα ύπαρξή μας, αποφεύγει τη μέγγενη της επικαιρότητας και τοξεύει, σχολαστικά κι αλύπητα, κάτι το σαγηνευτικά ανοίκειο, όσο αναγνωρίσιμο κι αν είναι.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΙΤΛΟΣ, Η εγγαστρίμυθη φάλαινα, που είναι τίτλος ολόκληρου του βιβλίου και τίτλος της εναρκτήριας νουβέλας και τίτλος ενός βιβλίου που μέσα στη νουβέλα αναφέρεται, ενός καταραμένου, ιερού βιβλίου που το κουβαλά μαζί του στο «Ορίμπε, το μικρό χωριό της βορειοδυτικής περιφέρειας ―μίλια μακριά από το Βάλε Σαγράδο―» ο Χούλιο Αβεγιάρδο.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ως αλληγορία ενσαρκωμένος, τοποθετημένος σε μια ισπανόφωνη μυθοπλασία πραγματικότητα, που κλείνει το μάτι στον Μπόρχες, τον Ρούλφο, τον Μπολάνιο, τον Σάμπατο, τον Κορτάσαρ. Και που –χωρίς να θέλω να προδώσω πολλά– σα ν’ απεικονίζει τη μετατροπή του πολιτισμού μας, του δυτικού, ας πούμε, πολιτισμού, της βιβλιόφιλης, κινηματογραφόφιλης, φιλότεχνης, φιλόμουσής μας ύπαρξης σε μουσείο επ’ άπειρον κλειστό για μια ματαιωμένη ανακαίνιση.

Άνεμος, άμμος, ξεραμένα χόρτα.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΡΟΜΟΣ ότι «σύντομα θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου να καλέσουν κι εμάς να παραδώσουμε τα κλειδιά». Η αφήγηση των δίδυμων αδελφών Αβεγιάρδο, της Έλμα και της Γιολάντα, δε θα μπορούσε παρά να είναι επείγουσα, δε θα μπορούσε παρά να ειπωθεί εν συντομία. Όλα όσα γράφονται, γράφονται για λόγους ανωτέρας βίας.
Τραβάει, όμως, σε μάκρος η ιστορία αυτή, τραβάει γιατί κατάγεται απ’ όλες τις προηγούμενες, γιατί έχει ξεκινήσει πολύ πριν απ’ την πρώτη σελίδα, γιατί υποχρεούται, σαν καθρέφτης, να εμφανιστεί θρυμματισμένη εμπρός μας. Όλα και κάτι άλλο υπαινίσσονται, όλα και κάτι άλλο εκπροσωπούν, όλα εγκυμονούν το αντίθετό τους και είναι πύλες προς τα επόμενα που πρέπει να γραφτούν.
Σε πρώτο πληθυντικό, για τη συλλογική διάσωση που η αφήγηση υπόσχεται, για τη συλλογική απελπισία που δε δύναται, παρηγορητικά, ν’ απαλύνει ― και σα να συνοψίζεται, εδώ, η ιστορία της λογοτεχνίας, με τα συστατικά μοτίβα της: την περιπλάνηση, την απόδραση, την καθήλωση, το αρχέκακο αίμα, τ’ ασήκωτα κληροδοτήματα, τα ιερά και τα όσια της αναπαράστασης, τις απατηλές και δίκοπες εκείνες, την επινόηση και την κατάρριψη των μύθων.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ, το ιστορικό βιβλιοπωλείο «Κήτος» του Χούλιο Αβεγιάρδο, η ίδρυσή του στη θέση ενός πανδοχείου, η άνθισή του, ο μαρασμός.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΟΜΟΣ πεντακοσίων σελίδων, Η εγγαστρίμυθη φάλαινα, «με εκατοντάδες σχέδια φαλαινών, χωρίς όνομα συγγραφέα και χωρίς κανένα συνοδευτικό κείμενο, το πολυτιμότερο οικογενειακό μας κειμήλιο, που το φυλάμε ως και σήμερα σε ασφαλές σημείο».
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ, όπου το να γράφεις δε σημαίνει παρά ότι εγγράφεσαι σε μια παράδοση και το κάνεις από αγάπη ή από πένθος. Το βιβλίο αυτό δεν είναι, αν αναλογιστούμε και τον τίτλο του τελευταίου διηγήματος, παρά μια απογραφή του πολιτισμού μας, του δυτικού, ας πούμε, πολιτισμού.

Αίμα, φωτιά.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ, που έπεται του οποιουδήποτε άλλου, που τον ακολουθεί, τον προϋποθέτει, τον μηρυκάζει, τον νοσταλγεί.

Ένας μεσόκοπος κριτικός κινηματογράφου, υπόλειμμα μιας άλλης εποχής, όπου κυριαρχούσαν τ’ απολιθωμένα, πλέον, τέρατα των έντυπων μέσων και των σκοτεινών αιθουσών, επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι για να μπει «στην ύστερη φάση της ζωής του», «περιτριγυρισμένος από αντικείμενα του μακρινού και του εγγύς παρελθόντος του», κειμήλιο και ο ίδιος μεταξύ κειμηλίων.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ, όπου προβάλλονται όλα, όλα εκτίθενται, μόνο και μόνο για να καούν. Που, ως δακτυλόγραφες σελίδες στα «αόρατα πλήκτρα μιας αχνής γραφομηχανής», διαβάζονται σα να εκτυλίσσονται στη μεταιχμιακή στιγμή ανάμεσα στην τελευταία αναλαμπή και στην αρχή του ονείρου.
«Η Αθήνα άδεια, χωρίς κατοίκους ή άλλα όντα εν ζωή. Υπονοούσα μια πυρηνικού τύπου καταστροφή που είχε εξαφανίσει ανθρώπους και ζώα αφήνοντας, ωστόσο, ανέγγιχτη την πόλη, κατά προέκταση και τη χώρα, τον κόσμο ολόκληρο»: έτσι περιγράφεται στο διήγημα «Απογραφή» η ταινία Απογραφή από τον σκηνοθέτη της.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ, όπου η Σάρα Μπερνάρ αλληλογραφεί με τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν και που του λέει: «θα μείνουμε στην ιστορία της πολύπαθης ηπείρου μας σαν σύμβολα μιας παρακμής», μιας παρακμής, ωστόσο, μεγαλειώδους, θριαμβικής.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ που πάει, πέρασε. Χρόνος για επιστολές χειρόγραφες και χρόνος γι’ ανακρίσεις, χρόνος για τείχη εκούσια, που χτίζουμε από μόνοι μας, λες και θα ήταν δυνατόν να θωρακίσουμε την ίδια τη ζωή μας, να τη διατηρήσουμε αλώβητη, να προστατέψουμε τα σύνορά της, να έχουμε εμείς τον έλεγχο του τι, του πώς, σε ποιους θ’ αφηγηθούμε.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ που μας έρχεται, που είναι ήδη εδώ: «ένας λαβύρινθος σπαρμένος με κάθε λογής εμπόδια και δυο φίλοι που προσπαθούν να βρουν την έξοδο κουβαλώντας από ένα καρπούζι ο καθένας. Αν τα καταφέρουν εντός χρόνου, θα κερδίσουν πακέτα διακοπών και ηλεκτρικές μικροσυσκευές. Έχουν καθυστερήσει όμως, δεν βλέπει πώς μπορούν να νικήσουν το χρονόμετρο. Στο μεταξύ, συνεχίζουν να τρώνε τούμπες· θα έβαζε στοίχημα πως το έδαφος είναι αλειμμένο με φοινικέλαιο».

Αυτή είναι η ζωή μας.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ, που περνά απ’ το «μικρό γυάλινο σκάφανδρο» ενός σταθμού διοδίων και σα να συμπυκνώνεται κι εκεί, μεθοδικά, η αφήγηση: εκεί όπου ασκείται και οξύνεται η τεχνική της παρατήρησης και της περιγραφής, εκεί όπου γεννιέται η επινόηση.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ, μες στον καύσωνα, που φτάνει σ’ ένα «μικρό, αραιοχτισμένο χωριό στην κορυφή του βουνού».
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΡΟΛΟΣ που έχουμε να παίξουμε και μια τελετουργία να υποδυθούμε. Στο εσαεί κι εμείς και το βιβλίο εκτυλισσόμαστε.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ, όπου όλα αυτά θα γίνουν και θα ξαναγίνουν, όπου και η αποψινή βραδιά θα επαναληφθεί παραλλαγμένη ελαφρώς, σχεδόν ανεπαισθήτως.

«Δεν θα σκοτίσουμε, όμως, σήμερα με τα δικά μας τους απρόσμενους επισκέπτες. Είναι οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπουμε μετά από τόσο καιρό. Έφτασαν προ ολίγου, πεινασμένοι και κατάκοποι. Θα τους σερβίρουμε ό,τι περίσσεψε απ’ το μεσημεριανό, αφήνοντάς τους να διηγηθούν τη δική τους ιστορία».


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: