
Το 2017 ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος, ―ένα από τα οξύτερα πνεύματα στα μεταπολεμικά μας γράμματα, που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 101 χρονών στις 14. 4 2015― κατέθετε ένα πολυσήμαντο βιβλίο για τον ρόλο της κριτικής διά μέσου της ιστορίας, προτείνοντας την θεώρησή της ως οργανικό μέρος του λογοτεχνικού έργου. Το να επανερχόμαστε βέβαια στην παρακαταθήκη που μας άφησε είναι μια εξαιρετική δύσκολη δουλειά, όχι μόνο γιατί είναι γνωστή η αμέριστη εκτίμησή μου για το έργο του συγγραφέα, αλλά και γιατί ο ίδιος με έχει τιμήσει τα τελευταία χρόνια με εκτεταμένες κριτικές μελέτες για δικά μου βιβλία. Αλλά, αν είναι να τιμήσουμε τη μνήμη του, προτιμώ αυτή την κριτική επάνοδο από τα έτσι κι αλλιώς πολύτιμα βιογραφικά του στοιχεία που κόσμησαν τον τύπο, τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο αυτές τις τελευταίες βδομάδες.
Όπως και να ‘χει, το Κριτική της Κριτικής είναι ένα ερεθιστικά ιδιότυπο έργο που θα λέγαμε συνθηματολογικά πως εξετάζει την παλινδρόμησή της κριτικής μεταξύ δόγματος και μόδας. Προσιδιάζει μάλλον στο δοκίμιο κατά την έννοια που είχε δώσει το πάλαι ποτέ στον όρο ο Μοντένιος, αλλά δεν του λείπουν και οι καθαρόαιμες κριτικές αναλύσεις για συγκεκριμένα έργα, οι συνεντεύξεις όπου ο συγγραφέας επεξηγεί την προβληματική του και, κυρίως, ένα ιδιαίτερα πυκνό και εκτεταμένο πρώτο κεφάλαιο όπου έχουμε μια επισκόπηση της λειτουργίας της κριτικής από την κλασσική Ελλάδα ως τις μέρες μας.
Όλα τούτα δίνονται με το ένδυμα της «πολεμικής», σήμα κατατεθέν του Ραυτόπουλου, που ασπάζεται προγραμματικά την αρχαιοελληνική ρητορική έριδα (λογομαχία, διακωμώδηση) ως προαγωγό της γνώσης και εν δυνάμει βελτίωση του κατατεθειμένου λόγου. Ως απαρχή δε της κριτικής λειτουργίας προτείνει, μαζί με τον επίσης προσφάτως αποβιώσαντα Κώστα Γεωργουσόπουλο, τους Βατράχους
του Αριστοφάνη, όπου έχουμε μια διακωμώδηση του ευριπίδειου πραγματισμού υπέρ της αισχύλειας μεγαλοπραγμοσύνης (παράλληλα στηλιτεύεται η «παραλογοτεχνία» της εποχής, ο φιλολογικός λαϊκισμός και η εύκολη στιχουργική).
Η πολεμική του Ραυτόπουλου ―αν τον αποκωδικοποιώ σωστά― στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις που δεν είναι διόλου άσχετες μεταξύ τους. Στο εκτεταμένο πρώτο δοκίμιο της συλλογής, ―αντιφώνηση κατά την ανακήρυξή του ως επιτίμου διδάκτορα του ΑΠΘ, που έχει ήδη εκδοθεί αυτόνομα από το περιοδικό Μανδραγόρας― κρίνεται μεταξύ άλλων ενδελεχώς η μετατόπιση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι προς τον μεταμοντερνισμό. Ο κατά Ρολάν Μπαρτ «θάνατος του συγγραφέα», η δυσφήμηση του δημιουργού και του υποκειμένου της γραφής, η απώλεια νοήματος, η άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η θεματική εσωστρέφεια, η σχετικοποίηση της αξίας ενός έργου (άρα και του αξιολογικού ρόλου της κριτικής), η κατάργηση των μεγάλων θεματικών γραμμών υπέρ μιας συγχρονικής εσωστρέφειας, δέχονται την κριτική του Ραυτόπουλου. Ο θρίαμβος της λεγομένης «Θεωρίας», δηλαδή μιας μορφής διεπιστημονικότητας δίχως όρια και χωρίς αξιώσεις διαψευσιμότητας ή επαληθευσιμότητας, αντιμετωπίζει την κατεδαφιστική ανάλυση του συγγραφέα, ο οποίος επιπλέον ανεκδοτολογεί παραθέτοντας ένα στιγμιότυπο όπου κάποιος συνδαιτημόνας στρέφεται σε έναν άλλο με τα λόγια: «Δόξα τω θεώ που είστε τρομοκράτης, εγώ φοβόμουν μην είστε θεωρητικός».
Πάντως, μέχρι να φτάσει ως εκεί, ο Ραυτόπουλος έχει διεξέλθει με άνεση και κοφτή, άμεση γλώσσα όλα πρακτικά τα στάδια της λειτουργίας του κριτικού ως προνομιακού διαμεσολαβητή και ερμηνευτή του λογοτεχνικού έργου, με άλλα λόγια ως ένα είδος άνωθεν φυσικής επιλογής, όπου τελικώς το καλύτερο έργο (πλην ατυχήματος) θα θριαμβεύσει. Αλλά και του κριτικού ως συνδιαμορφωτή της λογοτεχνικής σκηνής, καθώς ωθεί με τον τρόπο του προς νέες κατευθύνσεις, εντάσσει το έργο στο ευρύτερο κοινωνικό/ πολιτιτισμικό του πλαίσιο, προτείνει άμεσα ή έμμεσα καινοτομίες και λειτουργεί σαν μπαμπούλας για τυχόν αστοχίες. Είναι γι’ αυτό που, απευθυνόμενος σε νεότερους κριτικούς, τους παροτρύνει να ασχολούνται με έργα που «αξίζουν τον κόπο».
Πέραν τούτων όμως, στο θετικό ισοζύγιο της κριτικής παρεισφρέει η ίδια η συγγραφική λειτουργία: οι συγγραφείς μυθοπλασίας γίνονται κάποτε και οι ίδιοι κριτικοί, όχι μόνο όταν πραγματεύονται διά των ηρώων τους κάποιο έργο τέχνης, αλλά και όταν υπερβαίνουν το παρελθόν με την κατεστημένη θεματική και μορφική του λειτουργία (την προϊστορία του είδους, θα λέγαμε) ωθώντας την λογοτεχνία προς τα εμπρός. Αυτό το «εμπρός» δεν σημαίνει αναγκαστικά «καλύτερο» έργο, αλλά ενδεχομένως έργο προσαρμοσμένο μορφικά στην εποχή, στα επιστημονικά δεδομένα, τις νέες θεωρίες και πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως βεβαίως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις μόδες ποικίλων ιστορικών περιόδων (εδώ ο Ραυτόπουλος μας θέλει όλους – παραγωγούς, καταναλωτές και διαμεσολαβητές του γραπτού λόγου- ιδιαίτερα προσεκτικούς) .
Εννοείται βεβαίως ότι συχνά η κριτική κάνει λάθος, λόγω του υποκειμενισμού που ενέχει. Εξαιρετικά συχνά μάλιστα, αν σκεφτεί κανείς τον εντυπωσιακό κατάλογο έργων και συγγραφέων (από τον Μποντλέρ και τον Ζολά ως τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, οι πρόσκαιρα αποσυνάγωγοι συγκροτούν εδώ ένα εντυπωσιακό κατάλογο) που έτυχαν της σκληρής αδιαφορίας ή και λοιδωρίας κριτικών και ομοτέχνων, για να αναγνωρισθούν αργότερα, ενίοτε μάλιστα με στροφή 180ο των ίδιων των πρώην αμείλικτων κριτών τους. Στο βιβλίο ωστόσο έχουμε μια εξαιρετικά πυκνή συμπόρευση φιλοσοφικών θεωριών και κριτικού έργου που ερμηνεύουν εν πολλοίς τις ...ερμηνείες (από τον Ρουσό ως τον Όσκαρ Ουάιλντ και από τον Αντόρνο ως τον Χάιντεγκερ). Έχουμε με άλλα λόγια συντήξεις και αποκλίσεις, ωσμώσεις και διαχωρισμούς που άλλοτε εγκαθιδρύουν τον κριτικό ως αυτόνομο παραγωγό και άλλοτε τον τοποθετούν στο επίκεντρο του ίδιου του έργου. Έχουμε επίσης την παράθεση άφθονης χολής για την κριτική προσέγγιση των έργων τους από πολλούς θιγομένους.
Ωστόσο ο Ραυτόπουλος ασχολείται ελάχιστα με μονομέρειες, μικρότητες και συνωμοσίες και αποδίδει τα όποια λάθη και ανεπάρκειες της κριτικής πρωτίστως στον δογματισμό. Ως συνιδρυτής και πρωτεργάτης από την δεκαετία του ‘50 της περίφημης Επιθεώρησης Τέχνης, έζησε στο πετσί του την τυραννία της νομοτέλειας ή αλλιώς την άτεγκτη κομματική γραμμή που τον καιρό εκείνο υπηρετούσε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (ακόμη και μετά τον θάνατο του Στάλιν). Και αν το ένα θύμα των εσωτερικών κομματικών γραμμών [και δικών] ήταν η ελευθερία, το άλλο ήταν η ίδια η ποιότητα της λογοτεχνίας. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο βρίσκει περισσότερο ασυγχώρητο ο Ραυτόπουλος αλλά στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα μέρη του βιβλίου βρίσκεται λ.χ. η διχοτόμηση του έργου του Καβάφη από τον Τσίρκα ώστε να καταβαραθρωθεί το ερωτικό, ηδονοθηρικό, «αστικό», ιδιωτικό του έργο υπέρ του «δημοσίου» (πρόκειται για την λεγομένη στα φιλολογικά πράγματα «τομή του 1911»), που θα απέληγε μάλιστα κάποια στιγμή στην απόδοση στον ποιητή του χρίσματος του παρεμβατικού, του κοινωνιστή κ.ά. Ή ακόμη, η ίδια η στροφή του διαγραμμένου από το κόμμα Τσίρκα στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό σε κάποια μέρη της τριλογίας του αλλά κυρίως στην μεταγενέστερη Χαμένη Άνοιξη. Ή επίσης η δυσφήμηση του μεγάλου αυτόχειρα Καρυωτάκη ως παρακμιακού, θανατολάγνου κλπ. ― ιδιότητες αντιτιθέμενες στην επαναστατική γυμναστική. Τέλος, η μη ενασχόληση της αριστερής κριτικής με τις «φιλελεύθερες» όψεις του Καραγάτση, ο οποίος αν και ασχολείται στα έργα του ενδελεχώς με αμιγώς πολιτικά/οικονομικά ζητήματα (π.χ. η Επανάσταση του ‘17, ο Τσάρος, η ελληνική αστική τάξη, η εκβιομηχάνιση της χώρας, ακόμη και το αγροτικό ζήτημα) εντούτοις αντιμετωπίζεται σχεδόν αποκλειστικά ως αδενοπαθής συγγραφέας του βρώμικου ερωτισμού και της προτεραιότητας στον ντετερμινιστικό βιολογισμό.
Ο Ραυτόπουλος δεν πετάει βέβαια με τα απόνερα και το μωρό. Αν και γνήσιος μοντερνιστής, αναγνωρίζει τις ποιότητες και τις αναγκαιότητες του ρεαλισμού (υπάρχει και η πεισματάρα πραγματικότητα, βρε αδελφέ!), προάγει την αναγκαιότητα των μεγάλων θεματικών αξόνων, διεξέρχεται με επιμέλεια (αν και εξ ανάγκης αποσπασματικά) όλες πρακτικά τις θεωρίες προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου, δέχεται ότι οι νέες θεωρητικές προσεγγίσεις προσέφεραν πολλά «στην κωδικοποίηση του κόσμου» όπου στοχεύει το καλό λογοτεχνικό έργο, πριν ακόμα γίνουν δόγμα και μόδα. Η εμμονή του ωστόσο είναι η πρόοδος, η προσαρμογή, η οικουμενικότητα των αξιών του δυτικού πολιτισμού και βεβαίως της λογοτεχνίας. Αποτίει ακόμη φόρο τιμής σε παραγνωρισμένους στις μέρες μας δημιουργούς όπως ο Λασκαράτος, τοποθετώντας τους στο ιστορικό τους πλαίσιο, σε νεότερες δημιουργικές φιλολογικές εργασίες (π.χ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου) αλλά και σε συστηματικούς εργάτες της φιλολογικής έρευνας όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου (σε δυο μάλιστα κεφάλαια), χωρίς πάντως να χαρίζει κάστανα πουθενά.
Το βιβλίο έχει ασφαλώς τις δυσκολίες του. Θέλει προσεκτική μελέτη, αναδρομές, ξαναδιάβασμα, προκειμένου να αποκαλύψει τον εαυτό του. Πάντως, το μόνο «λάθος» του κριτικού Ραυτόπουλου είναι πως ξεκινά πάντα να γράφει με την υπόθεση εργασίας ότι οι συνομιλητές του είναι, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, επαρκώς μορφωμένοι, επειδή απλούστατα αυτό δηλώνουν. Αμφιβάλλω από τη μεριά μου αν μια χώρα που δεν κατασκευάζει ούτε τους συνδετήρες που καταναλώνει είναι σε θέση να παίζει στα δάχτυλα τον Φουκό και τον Χάιντεγκερ. Απλώς, ως καλός ευπατρίδης, ο Ραυτόπουλος δέχεται αξιωματικά την ενημέρωση/ γνώση του κρινόμενου, του συνομιλητή, του αναγνώστη, και αρχίζει αμέσως μετά την δημιουργική έριδα που λέγαμε και στην αρχή. Έτσι κι αλλιώς οι ανταμοιβές υπήρξαν πολλαπλές για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Αιωνία του η μνήμη.