Ερωτική κοινωνική θέαση του κόσμου

Ερωτική κοινωνική θέαση του κόσμου

Τζένη Καραβίτη, «Κυρία Santé», εκδ. Ενύπνιο 2024

Η Κυρία Santé είναι η πρώτη εμφάνιση της Τζένης Καραβίτη με ποιητική συλλογή – η σχέση της με τη γραφή είναι μακρόχρονη, με λογοτεχνικά και άλλα είδη κειμένων.
Κάποιοι από τους άξονες αναφοράς στη συλλογή: Η φύση, η κοινωνική ματιά, η μνήμη, ο έρωτας. Ένας συνεχής ιστός συνδέει το παρελθόν με το παρόν, στον έρωτα για παράδειγμα, αλλά και στα κοινωνικά θέματα.
Φανερή η αγάπη και ο σύνδεσμος με τη φύση στα ποιήματα. Η φύση ωστόσο συχνά εισχωρεί στην κοινωνική ματιά του ποιητικού υποκειμένου. Στο ποίημα «Καλοκαιρινό» τα τζιτζίκια γίνονται αφορμή και αφετηρία, για να δέσει το ποιητικό υποκείμενο τα καβουράκια που κλαίνε στου γιαλού τα βοτσαλάκια, τον Στράτο Διονυσίου και το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», αλλά και τις φάμπρικες της Γερμανίας και τα ορυχεία του Βελγίου, καθώς και τα πρόσωπα που χάνονται παρά τις αγωνιώδεις αναζητήσεις.

Τα τζιτζίκια
δεν ανησυχούν μην και βρεθούνε ξαφνικά/“μέσα στο τρένο Γερμανίας-Αθηνών,/στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές”,/ δεκάρα δεν δίνουν τι θα πει/ «έκτοτε τα ίχνη του χάνονται»/και πόσο μακριά απ’ τη μουριά να είναι άραγε/ η Υπηρεσία αναζητήσεων/ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού/ και πώς θα πάνε εκεί «όσοι γνωρίζουν/ δια τα εξής πρόσωπα» (σ. 13)

Οι λεπτομέρειες από τη φύση γίνονται συχνά σύμβολα, ακόμη και σε προσωπικά εξομολογητικά ποιήματα. Πράγματι, η ανάγνωση των ποιημάτων της Τζένης Καραβίτη μού υπέβαλε την ατμόσφαιρα του λογοτεχνικού ρεύματος του συμβολισμού. Θυμήθηκα τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο[1] με τα σύμβολα και τις κοινωνικές του ανησυχίες.

Μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό
δείχνει το φεγγάρι...
Κάτι μο’χουν πάρει μες απ᾿ την ψυχή,
κάτι μο’χουν πάρει.
(«Δε γυρεύω ξένο»)

Πόσο κοντά με το ποίημα «Θάλασσες», όπου το ποιητικό υποκείμενο εξομολογείται:

Αλλόκοτες θάλασσες
οι δικές της
βουβά
σε αργή αέναη κίνηση κύματα
ταξιδεύουν μερόνυχτα
να συντριβούν
σε βράχια οργισμένα. (σ. 45)

Φυσικά, με την ιδιαίτερη, σύγχρονη γραφή της ποιήτριας, τη δική της μουσικότητα και αφαιρετικότητα.
Παρεισφρέει η φύση και στις εξομολογητικές καταθέσεις του ποιητικού υποκειμένου. Και εκεί εμφανίζονται οι μνήμες. Μνήμες προσωπικές και μνήμες με κοινωνική χροιά. Ο ιστός του χρόνου, που ξεκινάει από το παρόν και πάει πίσω στο παρελθόν ή περιγράφει τις μνήμες και τον απόηχό τους ή την απώλεια, είτε με τη μορφή της στέρησης είτε με την οριστική απώλεια-θάνατο.
Οι «Πρέσπες (Counter memory)» είναι ένα ποίημα με πολύ ενδιαφέρουσα δομή. Το ποιητικό υποκείμενο καταφέρνει να δώσει ιστορικά στοιχεία, μέσα σε ένα πλαίσιο της φύσης, με λεπτομέρειες τουριστικές. Από τα φασόλια και τις κόκκινες πιπεριές, «εμείς οι εκδρομείς του τριημέρου», στις λίμνες, στις σπηλιές. Προσωποποιώντας τις λίμνες, μέσα από εικόνες και αφήγηση σαν του παραμυθιού, φθάνει στη βεβαιότητα:

Ήσυχα θα κοιμούνται/ τις αφέγγαρες νύχτες/ οι λίμνες (σ. 33)

Αφήνει μόνο μια αμφιβολία, «φανταζόμαστε». Πάνω σε αυτή πατάει το ποιητικό υποκείμενο, για την τελική περιγραφή, σε ένα κρεσέντο έκφρασης. Τα μαυροπούλια, τη βαρκούλα, τη στοιχειωμένη Μνήμη, που πρέπει να πνιγεί.

Δεν την καταλαβαίνουμε τη γλώσσα των λιμνών/ κι έτσι ποτέ δεν θα μπορέσουν να μας πουν/ πώς έγινε/ πώς έγινε και μαζευτήκαν τόσα μαυροπούλια/ κι έσπρωξαν απ’ τη βαρκούλα/ αυτή την άλλη στοιχειωμένη Μνήμη/ την έσπρωξαν στον πάτο/ να πνιγεί. (σ. 33-34)

Πνίγηκε όμως; Η γραφή του ποιήματος μαρτυρά το αντίθετο. Οι λίμνες μπορούν να μοιράζονται τα μυστικά τους με κάποιους που ακούν προσεκτικά. Και που γνωρίζουν τις λέξεις φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση εξόδου. Μια αντίσταση, μέσω της μνήμης (Counter memory), σε ό,τι λέγεται και θεωρείται «αληθής γνώση», αποσιωπώντας μαρτυρίες και οπτικές.
Στο ποίημα «Αναλογίες» το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται με απαλό, τρυφερό τρόπο στη σύγκριση-αναλογία ανάμεσα στα «σπαρακτικά αθώα» αγριολούλουδα και στα ασυνόδευτα παιδιά της γης. Η τεχνική της αναλογίας χρησιμοποιείται με εξαιρετικό τρόπο. Να προσεχθεί η επανάληψη λέξεων και φράσεων, που εξυπηρετούν διαφορετικά περιβάλλοντα σε κάθε στροφή. Με κοινό άξονα την Άνοιξη, και πολλές από τις συνδηλώσεις της.

Άνοιξη στο βουνό/ αγριολούλουδα/ καταπώς τα ’φερε ο σπόρος/ τούτα μοναχικά/ σε συντροφιές εκείνα/ σπαρακτικά αθώα.

Το ποιητικό υποκείμενο τρέμει μην το κλικ της φωτογραφικής μηχανής ταράξει την ησυχία τους.

Άνοιξη στις ασφάλτους του ντουνιά/ παιδιά/ καταπώς τα ’φερε ο χρόνος/ τούτα μοναχικά/ σε συντροφιές εκείνα/ σπαρακτικά αθώα.

Εδώ είναι τα όνειρα που δεν πρέπει άθελα, με κάποια αδέξια κίνηση, να ποδοπατηθούν, όνειρα «φυτρωμένα στο τσιμέντο». («Αναλογίες», 46)
Στο ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα «Κυρία Santé», η φύση εισβάλλει και μπλέκεται δυναμικά με το ερωτικό στοιχείο. Η ρίζα της ελιάς στον πρώτο στίχο, η καρτερία της ελιάς στον τελευταίο. Κι ανάμεσα μια δροσερή ερωτική ιστορία, ένα πακέτο τσιγάρα Santé, οι γνωστές ξανθές μπούκλες στο πακέτο, τα μηνύματα στο ρυζόχαρτο, η αναμονή. Και εν τέλει, παράλληλα με τη μνήμη, η αίσθηση όχι σαν από κάτι που τελείωσε, αλλά σαν προσμονή για κάτι άλλο; παρόμοιο; σε ένα παρόν και σε ένα μέλλον.

Τώρα/ κάθε Νοέμβρη/ που τη φέρνει ο δρόμος στο χωράφι/ στη ρίζα εκείνης της ελιάς/ άφαντες πια οι μπούκλες της κυρίας Santé/ σε κόκκινο φόντο./Εν τη απουσία τους/ στην καρτερία της ελιάς αρκείται. (σ. 20-21)

Στο ποίημα «Αναγκαιότητα» δηλώνεται ρητά η άχρονη διάρκεια του έρωτα, της αγάπης, έστω κι αν οι συγκυρίες επιβάλλουν τη συγκάλυψή της.
Ένα βήμα πιο πέρα, η έλλειψη που βασανίζει το ποιητικό υποκείμενο από κάποια ερωτική απομάκρυνση εκτείνεται από το παρελθόν ως σήμερα.

Κατακαλόκαιρο συνάντησα το Κρύο,/ δεν είχε χρώμα ούτε μυρωδιά/ στροβίλου δύναμη είχε και σαν βέλος/ με βρήκε κατευθείαν στην καρδιά.// […] Συγκατοικούμε από τότε με το Κρύο/ – εκείνο δηλαδή με κατοικεί –/ όταν κοιμάται έχει το σπίτι ησυχία/ κι όταν ξυπνάει φεύγω μη με βρει εκεί. (σ. 43)

Με συντομία ή με περισσότερη αφηγηματικότητα, το ποιητικό υποκείμενο θα μιλήσει για τα συναισθήματα που και πιο πάνω επισημάνθηκαν, με ρυθμό, εικόνες, προσωποποιήσεις (το Ποτέ) και με πικρό χιούμορ στα ποιήματα «Επέτειος», σ. 22, και «Ποτέ», σ. 23-24.

Στο ποίημα «Γιατί δεν καθαρίζω πια τη φακή», μια άλλου είδους απώλεια, οριστική. Μέσα από τη γυναίκα που καθαρίζει φακή, το ποιητικό υποκείμενο πηγαίνει με αριστοτεχνικό τρόπο από τα χέρια που ψάχνουν «σβολάκια χώμα χωραφίσιο και πετραδάκια στη φακή», στο δυο χούφτες χώμα στο χάος – η μάνα που έχασε τους δυο γιους της. Χωρίς μελοδραματισμό αλλά με έντονη συγκίνηση, το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να κάνει το άρρητο ρητό

Κάθομαι στο τραπέζι/– το βλέμμα καρφωμένο στη φακή –/ ψάχνω κι εγώ ξεστρατισμένους σβόλους/ και πώς να κάνω το άρρητο ρητό (σ. 24)

Στο «Πλατινένιο Ιωβηλαίο», μια επίσκεψη στην Tate Modern gallery τέμνει το σήμερα με το χθες. Έξω, στην πόλη (Λονδίνο) ο εορτασμός με την «Πλατίνα εκτυφλωτική στους δρόμους», για τη βασίλισσα Ελισάβετ και τα 70 χρόνια της στον θρόνο -2022. Μέσα μια έκθεση ζωγραφικής. Από το συγκεκριμένο της έκθεσης στο απροσδόκητο: Το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζει σε έναν πίνακα Βρετανού ζωγράφου, ανάμεσα σε τρία νεκρά σώματα, το σώμα του νεκρού Μπελογιάννη

στα πετρωμένα δάχτυλα του δεξιού/ γαρίφαλο άλικο.

Με ακρίβεια για την εικαστική δημιουργία, αλλά και για το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται, η ποιητικότητα διατηρείται, ενώ ταυτόχρονα ενώνεται ο χρόνος με τις μνήμες που ανακαλούνται. Το ποιητικό υποκείμενο νιώθει να μικραίνει από το βάρος των λέξεων. Η Ιστορία και η Τέχνη συναντούν τα προσωπικά της αισθήματα, σε μια στιγμή που το μόνο που έψαχνε ήταν

ν’ αποφύγει/ τη γυαλάδα του Πλατινένιου Ιωβηλαίου» (σ. 49-50)

Συνοψίζοντας: Ο έρωτας στα ποιήματα της Τζένης Καραβίτη φανερώνεται πολυπρισματικός. Ενώνεται με τη φύση, με προσωπικές μνήμες του ποιητικού υποκειμένου, με την κοινωνική έγνοια. Ο έρωτας δεν είναι μια νοσταλγική ματιά στο παρελθόν, εκτείνεται στο παρόν.
Η κοινωνική ματιά τής Καραβίτη διεισδυτική σε ιστορικά γεγονότα αλλά και με ένα τρυφερό νοιάξιμο για το τότε και το τώρα, μια τρυφερή ματιά του ποιητικού υποκειμένου στις ταλαιπωρίες και στον πόνο των ανθρώπων. Με τη μνήμη να συνδέει πάλι το παρελθόν με το παρόν.
Αφαιρετικότητα, αφηγηματικότητα, ήρεμος εξομολογητικός τόνος, αλλά και κρυφή ένταση, χωρίς κραυγές και λεκτικά πυροτεχνήματα. Ένας αδιάλειπτος εσωτερικός ρυθμός, σαν απαλός κυματισμός.
Συχνά η αδιόρατη ειρωνεία, ένα μισό χαμόγελο, ένας συγκρατημένος πικρός σαρκασμός δίνουν τον τόνο στην ποιητική ατμόσφαιρα. Και η γλώσσα, καίρια και δυναμική, να στηρίζει και να βαθαίνει την ποικιλία της έκφρασης. Να προσεχθούν οι επαναλήψεις λέξεων μέσα στο ίδιο ποίημα, εσκεμμένα, με έμφαση στην ένταση του νοήματος, ταυτόχρονα με τη διατήρηση, ή και την επίταση, του ρυθμού.
Η Τζένη Καραβίτη στα ποιήματά της μιλά για την Ιστορία, τους ανθρώπους γενικά, τα συναισθήματα, τις μνήμες. Η ποιητική της έκφραση αλαφροπατάει πραγματικά, να μην ταράξει τις όποιες ισορροπίες της φύση, των ψυχών, των συναισθημάτων. Ενώνει το προσωπικό της βίωμα με εκείνα των άλλων, με μνήμες τωρινές και του παρελθόντος. Και καταφέρνει να αποδώσει το όλον μέσα στη γραφή της, με τον έρωτα, τις απώλειες, την κοινωνική έγνοια, την αγάπη.



______________
*«Δε γυρεύω ξένο», Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Τα ελεγεία και τα ειδύλλια, 1898, στο Μιχάλης Περάνθης, Μεγάλη ελληνική ποιητική ανθολογία, τόμος Α΄, εκδ. Π. Δημητράκου, σ. 417


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: