
«Και η Ομορφιά –όση απόμεινε– που βρίσκεται λαβωμένη εν κινδύνω κι ωστόσο σιωπηλή συνεχίζει να στηρίζει τον άνθρωπο»
Κάθε βιβλίο του Παναγιώτη Κουσαθανά αποτελεί καταρχάς αισθητική απόλαυση του βλέμματος και συνοδεύεται πάντα από μια πρόσθετη χειρονομία σεβασμού του συγγραφέα προς τον αναγνώστη. Το σχήμα του βιβλίου, το εξώφυλλο, τα χρώματα, η ποιότητα του χαρτιού, η γραμματοσειρά, τα διακοσμητικά στοιχεία που εξυπηρετούν τη λειτουργικότητα της ανάγνωσης· αλλά και το ιδιωματικό γλωσσάρι, που συνηθίζει να εντάσσει στα βιβλία του συνηθίζοντας και τον αναγνώστη στο να το αποζητά για να διευρύνει τον πλούτο και το βάθος της γλώσσας του· οι πρώτες δημοσιεύσεις επίσης· και οι σημειώσεις, με τη σχολαστικότητα φιλολόγου, απαραίτητες στη διακειμενική συνομιλία που παροτρύνει τον αναγνώστη να διευρύνει τον διάλογό του με τους συχνούς συνδαιτυμόνες, όπως η Μέλπω Αξιώτη και ο Γιώργος Σεφέρης, αλλά και σποραδικότερα με πολλούς άλλους ακόμη (Σαπφώ, Αισχύλος, Σοφοκλής, Στράβων, Σείκιλος, Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Παπατσώνης, Καραγάτσης, Αντωνίου, Καραντώνης, Ελευθερίου, Κωνσταντινίδης, Ρίλκε, Σαρ, Μπόρχες, Πεσόα· φωτογράφοι, ζωγράφοι, περιηγητές, συνθέτες κ.ά.). Στα «ιστορήματα» (εννέα συνολικά) περιλαμβάνονται κάποια ήδη δημοσιευμένα, που ενταγμένα όμως σ’ αυτό το σύνολο, συνιστούν μια ενότητα και διαβάζονται σαν για πρώτη φορά.
Αναφορά στο κείμενο αυτό γίνεται στο πρώτο «ιστόρημα» που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο Η Βάρδια του Ντραγάτη και στο τελευταίο «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αρχαία παρουμία». Το πρώτο αδημοσίευτο, το δεύτερο δημοσιευμένο σε μια εξαιρετική, εκτός εμπορίου έκδοση, για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο της Μέλπως Αξιώτη· σαν ένα πιάτο καλοστολισμένο σιτάρι για να μην μείνει αδιάβαστη η μεγάλη συγγραφέας, όπως θα το φρόντιζε παλιά ένας πιστός χωρίς τίποτα να παραλείψει· σιτάρι, ρόδια, ασπρισμένα αμύγδαλα, σταφίδες, άχνη ζάχαρη, όλα τα υλικά λογαριασμένα.
Στις «Παραλλαγές» τρεις φίλοι στοχάζονται και αναθυμούνται· σαλοί για τους πολλούς, μπορεί και για τους ίδιους, αφού πιστεύουν, και ψυχανεμίζονται, τον αρχαίο μύθο που έλεγε ότι σ’ εκείνη τη μακρινή πάλη ανάμεσα στους Θεούς και του Γίγαντες, ο Ηρακλής, μόλις νίκησε τους Γίγαντες, τους καταπλάκωσε με βράχια στα σπλάχνα της Μυκόνου.
Οι τρεις φίλοι αφουγκράζονται την ανάσα τους και το νιώθουν πως οι Γίγαντες θα ξυπνήσουν και θα γυρέψουν να επιβάλουν τη «διασαλευθείσα τάξη», αφού οι Θεοί «απόκαμαν πια να μας ακούν, βαργέστησαν και να μας βλέπουν». Ακόμη και το κοπίδι του Γιάννη Κεφαλληνού, από άλλο μονοπάτι, χαράσσει τα ίδια προμηνύματα. Ένας από τους Γίγαντες μοιάζει να έχει ξεπροβάλει ήδη σε μια παραγκαιριά (χέρσο, άγονο χωράφι με βράχους, πέτρες και αγριόχορτα) του νησιού.
Οι τρεις φίλοι μένουν βουβοί, αλλά ο αναγνώστης, στο μενεξεδί σεπτεμβριάτικο δειλινό, αποτυπώνει ό,τι συλλαμβάνει η ματιά τους, καταγράφει ο νους τους και εκμυστηρεύεται η καρδιά τους. Δεν είναι μόνο οι βίλες της έπαρσης, του κέρδους και του θορύβου, αλλά πέρα στον Απάνω Μαχαλά, πληρώνουν και τα ξεκοιλιασμένα χωριουλάκια (αγροτόσπιτα) την ύβρι του ασβέστη τους που χώνεψε τα μάρμαρα από τις Δήλες. Περιμένουν την «ευθανασία με την κατεδάφισή τους για να λυτρωθούν». Η μοίρα της Μυκόνου, του ελληνικού τόπου γενικότερα, που από τόπος με μνήμες και μνημεία, έγινε τουριστικό τοπίο-αξιοθέατο στοιχισμένο στο «όλα όλα πουλιούνται».
Οι μεγάλες αλλαγές, που έχουν αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του νησιού, καταγράφονται και στη «Βάρδια του Ντραγάτη». Και μάλιστα από συγγραφέα που είναι γέννημα θρέμμα του τόπου του και που απομακρύνθηκε απ’ αυτόν στην ηλικία των δώδεκα ετών για τις σπουδές του και τη στρατιωτική του θητεία, εξακολουθώντας και τότε να τον αποζητά και να τον ζει νοσταλγικά.
Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στη διάσωση της Μυκόνου, στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της, με όλες τις επιμέρους παραγωγικές κατατάξεις που μπορεί να επινοηθούν. Κι όλη αυτή η καταγραφή πραγματώνεται με το ιδίωμα του νησιού, γιατί ο συγγραφέας γνωρίζει καλά πως η γλώσσα είναι ταυτόχρονα και το εργαλείο και το οικοδόμημα. Δεν γινόταν, λοιπόν, να επιτευχθεί η καταγραφή των ποικιλόμορφων πτυχών της μυκονιάτικης φύσης και ζωής χωρίς τη γλώσσα στην οποία αυτές εκφράστηκαν. Ανακηρύσσεται έτσι πρωτοπόρος σε μια μερική στροφή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, από νέους κυρίως συγγραφείς, προς μια εντοπιότητα (όχι με την έννοια της ελληνικότητας της γενιάς του ’30)· χρήση της ντοπιολαλιάς, ίσως σαν αντίδοτο στην κατακλυσμιαία ομοιομορφία. Με τη διαφορά ότι η ιδιόλεκτος του Παναγιώτη Κουσαθανά είναι η γλώσσα του κι όχι ένα ιδίωμα που εξυπηρετεί τη μυθοποιημένη ζωή των ηρώων του.
Ο ντραγάτης είχε «την ευθύνη και την έγνοια να προλαβαίνει όλες τις κλεψιές, ανεξαρτήτως σκοπού, τις παράνομες και τις άλλες, τις νόμιμες ή μισονόμιμες». Κι η βάρδια του γινόταν το καλοκαίρι, γιατί τότε έπιαναν δουλειά και οι κλέφτες, τότε είχαν φόβο τα σύκα και τ’ αμπέλια. Έτσι η ειρήνη στη λαγκαδιά διατηρούνταν απ’ το φόβο «μισό του θεού και τον άλλονε μισό του ντραγάτη». Αλλά ποιος ήταν αυτός ο ντραγάτης δεν το αποκάλυψε ποτέ στο μικρό παιδί ο πατέρας, γιατί έπρεπε να μεγαλώνει με το φόβο μέσα του, να μην γίνει κλέφτης, και μάλιστα όχι κλέφτης από ανάγκη αλλά από «αχορταγιά κλέφτης, που ’ναι ό,τι χειρότερο». Ένας τέτοιος ντραγάτης δεν μπορεί παρά να είχε υπερφυσικές δυνάμεις και δυνατότητες, τις οποίες ο μικρός ήρωας αγωνίζεται ν’ αναγνωρίσει, όταν, επιτέλους με τον θάνατό του (με το «φευγιό» του) και μόνο τότε, του αποκαλύπτεται η ταυτότητα του ντραγάτη.
Αλλά με το φόβο της βάρδιας του ντραγάτη ξετυλίγεται σαν ντοκιμαντέρ κάθε δραστηριότητα στο νησί της Μυκόνου. Τότε που ο άνθρωπος δεν είχε τρελάνει ακόμη τη φύση κι οι εποχές –χειμώνας, φθινόπωρο, άνοιξη, καλοκαίρι– «διατηρούσαν καθεμιά τα σταθερά χαρακτηριστικά» τους. Και καθιστούσαν τη διατροφή –εκείνη που σήμερα είναι πανάκριβη και μόνο για τους πλούσιους– πλούσια και κοινή για όλους τους φτωχούς, χωρίς να τους υπολείπεται και το «πρεπόν», αυτό που έπρεπε να έχει κάθε νοικοκυριό για τον αναπάντεχο επισκέπτη. Τώρα στους πρόποδες της «Βάρδιας» δεν έχει απομείνει πια ούτε ένα αμπέλι, ούτε ένας ενεργός ληνός, ούτε πηγάδι με δροσερό νερό, όλα «πανταπάνε» και εμείς «εκορυζιάσαμε» (= πολυδιψάσαμε).
Ένα ντοκιμαντέρ που με ιδιαίτερη μαεστρία κινείται αντιστικτικά συνεχώς σε δυο χρόνους, στο παρελθόν και το παρόν καθιστώντας διαυγέστατο και το μέλλον. Ο αφηγητής αλλάζει θέση· μετακινείται από πρόσωπο σε πρόσωπο· δεν αφήνει τον αναγνώστη να χαλαρώσει, γιατί διαρκώς σχολιάζει και επιζητά επιτακτικά και τη δική του άποψη. Και όχι μόνο σε σχέση με τον καταιγισμό των αλλαγών που περιγράφει (δυνατές περιγραφές σαν εκείνες των καλών διηγηματογράφων, του Μιχαήλ Μητσάκη και του Δημοσθένη Βουτυρά), αλλά και για θέματα ποιητικής και διακειμενικής εγρήγορσης. Ολιγόλεξες προτάσεις, με πυκνό νόημα, που λειτουργούν επιγραμματικά και σε υποχρεώνουν να επιστρέφεις σ’ αυτές απολαμβάνοντας την ευρηματικότητα και τη σοφία του συγγραφέα τους.
Απαραίτητες για την αποπεράτωση της εικόνας του πρώτου και του τελευταίου «ιστορήματος» του βιβλίου, όλες οι ενδιάμεσες ψηφίδες (άλλα επτά «ιστορήματα») που εναποτίθενται προσεκτικά για να ολοκληρώσουν μια σύνθεση που πολεμάει τη λήθη: «Όποιος πιστεύει ότι η λογοτεχνία και η αλήθεια, οι δυο αυτές λέξεις πάνε μαζί αχώριστες, σωστά το πιστεύει, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η λέξη αλήθεια θα διατηρήσει το πρωταρχικό νόημά της, εκείνο της καταγωγής της κι όχι το αλαλούμ από τα νοήματα που της έχουν προσδώσει σήμερα οι άνθρωποι κατά το καθημερ’νό αλισιβερίσι τους – κάθε άνθρωπος και άλλη αλήθεια! Πάντως, για να μη μακρηγορώ, το καρβέλι της λογοτεχνίας, για να φουσκώσει και να ετοιμαστεί για φούρνισμα, έχει ανάγκη μια γερή δόση από τη μαγιά του ψεύδους, του αθώου μεν, αλλά κάποτε και του άλλου του πονηρού…».
Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς –κι αυτό ίσως αναδεικνύεται σ’ ένα από τα ιδιαίτερα αφηγηματικά του γνωρίσματα– ξεκινάει («μακαρίζει») από κάτι μικρό, όπως στη «Βάρδια» τα δυο βράχια σε σχήμα χελώνας, τα φιλοτεχνημένα κι από τον Γιάννη Κεφαλληνό· σημεία αναφοράς άλλοτε στο νησί, που σιγά σιγά «ανισομερώς, ανισοβαρώς κι ανεπαισθήτως» εξέπεσαν. Δεν προσδοκά βέβαια να τ’ αναδείξει σε τοπόσημα, αναγνωρίζει απευθυνόμενος εις εαυτόν ότι όλα αυτά τα γράφει και τα φωνάζει «διαπρύσια» για να στυλωθεί «διδασκόμενος ακόμη και τώρα». Κι αυτή είναι η πρώτη αφηγηματική τους λειτουργία. Η δεύτερη, τα αναδεικνύει ως ένα είδος βήματος από το οποίο θεάται όλη τη χώρα, σαν ένα «ιερόδουλο ξόανο»· τη χώρα, «πλωτή κι ανάσκελη», να ταξιδεύει ολοένα στο Αιγαίο «με το συμβατικό όνομα “Ελλάς”, δείχνοντας ξεδιάντροπα τα γυμνά κάλλη της». Και η τρίτη, ανιχνεύει την Ομορφιά, που κείται λαβωμένη εν κινδύνω ακόμη και μέσα στα χαλάσματα της ανάπτυξης, και σιωπηλά στηρίζει τον άνθρωπο.