Όταν οι λύκοι μυρίζονται ειρήνη

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Σκηνή μπαλκονιού», 1935
Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Σκηνή μπαλκονιού», 1935

Συλ­λο­γι­κό έρ­γο, Οι λύ­κοι επι­στρέ­φουν: Δι­η­γή­μα­τα της «Γε­νιάς των ερει­πί­ων», Ilse Aichinger, Albrecht Goes, Anna Seghers, Marie Luise Kaschnitz, Elisabeth Langgässer, Heiner Muller, Ingeborg Bachmann, Heinrich Böll, Wolfgang Borchert, Bertolt Brecht, Max Frisch, Stephan Hermlin, κ.ά.· μτφ. Φοί­βος Ι. Πιο­μπί­νος, σ. 365, Gutenberg - Γιώρ­γος & Κώ­στας Δαρ­δα­νός, 2018.

Πρό­κει­ται για εντυ­πω­σια­κή συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των από την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή συγ­γρα­φι­κή σο­δειά της Γερ­μα­νί­ας, που βοη­θούν στη φι­λο­λο­γι­κή και πο­λι­τι­κή κα­τα­νό­η­ση της χώ­ρας. Πρα­κτι­κά, σε όλα απου­σιά­ζει επι­με­λώς η εύ­κο­λη εκ­μαί­ευ­ση αι­σθη­μά­των. Αντί­θε­τα, η ταύ­τι­ση, η ενο­χή και η συ­μπό­νια για τη μοί­ρα των εμπο­λέ­μων αλ­λά και των αμά­χων προ­κύ­πτει αβί­α­στα μέ­σω λι­τών σύ­ντο­μων αφη­γή­σε­ων, χω­ρίς πε­ριτ­τά στο­λί­δια, όπου η ίδια η ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα της ιστο­ρί­ας μι­λά­ει από μό­νη της. Αλ­λά βέ­βαια αυ­τή απαι­τεί τα­λέ­ντο, πράγ­μα που δεν λεί­πει από την επο­νο­μα­σθεί­σα «γε­νιά των ερει­πί­ων». Η ζωή, άλ­λω­στε, φρό­ντι­σε να τρο­φο­δο­τή­σει την τραυ­μα­τι­σμέ­νη αυ­τή γε­νιά με άφθο­νο υλι­κό. Η επιρ­ροή από την αμε­ρι­κα­νι­κή σχο­λή δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας εί­ναι σα­φής, κα­θώς πί­σω από την ανά­δει­ξη πολ­λών νέ­ων τό­τε συγ­γρα­φέ­ων βρί­σκε­ται η Ομά­δα 47, που επη­ρέ­α­σε ιδιαί­τε­ρα τα γερ­μα­νι­κά γράμ­μα­τα με­τά τον πό­λε­μο.
Το πραγ­μα­το­λο­γι­κό υλι­κό για τη ζωή στα με­τό­πι­σθεν εί­ναι άφθο­νο και δι­δα­κτι­κό σε δι­η­γή­μα­τα όπως «Ο Γιέ­νε ήταν φί­λος μου» του Σνού­ρε Βολφ­ντί­τριχ, το «Μαρ­τιά­τι­κος άνε­μος» της σπου­δαί­ας Μα­ρί Λουί­ζε Κάσ­νιτς, «Το θέ­α­τρο στο πα­ρά­θυ­ρο» της Ίλ­ζε Άι­χιν­γκερ, ή το ση­μα­δια­κό «Οι λύ­κοι επι­στρέ­φουν» του Χανς Μπέ­ντερ, που δά­νει­σε τον τί­τλο του σε αυ­τή την αν­θο­λο­γία. Ει­δι­κά το τε­λευ­ταίο δί­νει άφθο­νη τρο­φή για σκέ­ψη εν μέ­σω του αντι­φα­τι­κού μη­νύ­μα­τός του. Οι λύ­κοι των πο­λω­νο­ρω­σι­κών δα­σών έχουν εξα­φα­νι­σθεί στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου κα­τα­φεύ­γο­ντας στη Σι­βη­ρία, όντας πα­νι­κό­βλη­τοι από την κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης πα­ρου­σί­ας στα εν­διαι­τή­μα­τά τους. Όταν, όμως, προς το τέ­λος του πο­λέ­μου, επα­νεμ­φα­νί­ζο­νται κα­τά αγέ­λες σε ένα χω­ριό, ο ντό­πιος κοι­νο­τάρ­χης και ο Γερ­μα­νός αιχ­μά­λω­τός του θα σχο­λιά­σουν αυ­τήν τη μα­ζι­κή επί­φο­βη επα­νε­γκα­τά­στα­ση με την αμ­φι­λε­γό­με­νη φρά­ση «Οι λύ­κοι επι­στρέ­φουν. Μυ­ρί­στη­καν ει­ρή­νη».
Σε ένα άλ­λο από τα δι­η­γή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής, του άγνω­στου στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό Γιό­ζεφ Μίλ­μπερ­γκερ, με τί­τλο «Ο κου­βα­λη­τής των στε­φα­νιών», ένας συ­νταγ­μα­τάρ­χης, διοι­κη­τής του πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νου από τους συμ­μά­χους λι­μα­νιού του Ρο­στόκ, αδυ­να­τεί να πι­στέ­ψει στην ήτ­τα του γερ­μα­νι­κού στρα­τού, ωστό­σο απο­φα­σί­ζει εντέ­λει να δια­φύ­γει κα­θώς οι επι­βιώ­σα­ντες στρα­τιώ­τες του λι­πο­τα­κτούν. Γε­μί­ζει τις τσέ­πες του με στρα­τιω­τι­κά ρο­λό­για και επι­χει­ρεί να δια­σχί­σει τη χώ­ρα για να φτά­σει στο χω­ριό του, στις γερ­μα­νι­κές Άλ­πεις. Πρέ­πει, βε­βαί­ως, κα­θο­δόν να απο­κρύ­πτει την ιδιό­τη­τά του για να μη συλ­λη­φθεί αιχ­μά­λω­τος από τις δυ­νά­μεις κα­το­χής. Ανα­κα­λύ­πτει ότι μπο­ρεί να κλέ­βει στε­φά­νια από τα φρέ­σκα μνή­μα­τα που εί­ναι εγκα­τε­σπαρ­μέ­να πα­ντού, προ­κει­μέ­νου να σκε­πά­ζε­ται με αυ­τά τις ψυ­χρές νύ­χτες, αλ­λά και ως ένα εί­δος δια­βα­τη­ρί­ου στο με­γά­λο του τα­ξί­δι. Συ­να­ντά ορ­δές προ­σφύ­γων, πέν­θι­μες πο­μπές, αμέ­ρι­μνους αμε­ρι­κα­νούς φα­ντά­ρους, χα­ρο­κα­μέ­νους γο­νείς, κα­χύ­πο­πτους χω­ρι­κούς έτοι­μους να τον καρ­φώ­σουν, ενό­σω αυ­τός ανταλ­λάσ­σει τα ρο­λό­για για λί­γη τρο­φή, αντι­κα­θι­στά τα στε­φά­νια και προ­χω­ρεί. Όταν, επι­τέ­λους, φτά­νει στο χω­ριό του, η γυ­ναί­κα του κοι­τά­ζει το τε­λευ­ταίο στε­φά­νι που κου­βα­λά­ει και του λέ­ει, α, ώστε το έμα­θες. Την επο­μέ­νη πρό­κει­ται να τα­φεί ο πε­ντά­χρο­νος γιος τους, θύ­μα των συμ­μα­χι­κών βομ­βαρ­δι­σμών.

Πρόκειται για έκδοση που ίσως μπορεί να συμβάλλει σε επανεκτίμηση της δικής μας στάσης, τουλάχιστον ως προς την πρόσληψη των Άλλων.

Στη «Λευ­κή ση­μαία» του Ραλφ Μπέ­κερ, ο πρω­τα­γω­νι­στής του δρά­μα­τος, πα­ρα­κο­λου­θεί ανυ­πό­μο­να από το πα­ρά­θυ­ρό του την προ­έ­λα­ση των Αμε­ρι­κα­νών, μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του. Απο­δει­κνύ­ε­ται ότι εκεί­νη εί­ναι Εβραία. Τον εί­χε απα­τή­σει στα πρώ­τα βή­μα­τα του γά­μου τους, αλ­λά εκεί­νος, βα­θιά πλη­γω­μέ­νος, δεν την χώ­ρι­σε, ακρι­βώς επει­δή ήταν Εβραία: μό­νο ως πα­ντρε­μέ­νη με Άρειο μπο­ρού­σε να απο­φύ­γει τα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης. Κα­τά κά­ποιον τρό­πο βέ­βαια, και πα­ρά την αλ­τρουι­στι­κή επί­δει­ξη υψη­λού ήθους, την έχει εκ­δι­κη­θεί μέ­σω της ανα­γκα­στι­κής τους μα­κράς συ­νύ­παρ­ξης. Και ενώ αυ­τή ισχυ­ρί­ζε­ται ότι τον αγα­πού­σε ανέ­κα­θεν, αυ­τός προ­σμέ­νει τους Αμε­ρι­κα­νούς, προ­κει­μέ­νου να απε­λευ­θε­ρω­θεί, επι­τέ­λους, διτ­τά: από τους να­ζί και από την ηθι­κή υπο­χρέ­ω­ση προς την άπι­στη σύ­ζυ­γο. Και μό­νο αυ­τό το δι­ή­γη­μα αν διά­βα­ζε κα­νείς από τη συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή θα ομο­λο­γού­σε ότι αξί­ζει τον κό­πο. Όμως τα διά­βα­σα και τα ξα­να­διά­βα­σα όλα, από το έξο­χο «Το λυ­πη­τε­ρό μου πρό­σω­πο» του νο­μπε­λί­στα Χάιν­ριχ Μπελ και το «Οι δυο γιοι» του Μπέρ­τολντ Μπρε­χτ ως τον πε­ρί­φη­μο «Αν­δορ­ρια­νό Εβραίο» του Μαξ Φρις, που με­τα­βλή­θη­κε αρ­γό­τε­ρα στο γνω­στό θε­α­τρι­κό του Αν­δόρ­ρα, και «Το κα­τα­φύ­γι» της Άν­να Ζέ­γκερς. Οι 20 γερ­μα­νό­φω­νοι συγ­γρα­φείς, που πα­ρε­λαύ­νουν εδώ με ένα ή πε­ρισ­σό­τε­ρα δι­η­γή­μα­τα ο κα­θέ­νας (μα­ζί με τα πε­ριε­κτι­κά βιο­γρα­φι­κά τους), δεν αφη­γού­νται ανα­γκα­στι­κά τον πό­λε­μο ή την ήτ­τα, αλ­λά κυ­ρί­ως την ατμό­σφαι­ρα που επι­κρα­τεί σε μια ήδη ολο­σχε­ρώς κα­τε­στραμ­μέ­νη χώ­ρα, ακό­μη και στις πλέ­ον ιδιω­τι­κές στιγ­μές των αν­θρώ­πων – αν μπο­ρεί ακό­μη να μι­λά­ει κα­νείς για κά­τι τέ­τοιο τα χρό­νια εκεί­να. Επι­λέ­γουν και­νούρ­γιους τρό­πους για να το κά­νουν, ρί­χνο­ντας μα­τιές στις στιγ­μές του φό­βου και της ελ­πί­δας, της προ­δο­σί­ας και της κα­τα­νό­η­σης του άλ­λου.
Δεν αφο­ρούν όλα τα δι­η­γή­μα­τα της συλ­λο­γής Γερ­μα­νούς ή την ίδια τη Γερ­μα­νία. Οι ου­κρα­νι­κές στέ­πες, οι Ρώ­σοι στρα­τιώ­τες, μια πο­λω­νι­κή λί­μνη ή μια εσθο­νι­κή αγροι­κία γοη­τεύ­ουν τους συγ­γρα­φείς του τό­μου, που έτσι κι αλ­λιώς εί­χαν την ευ­και­ρία να γνω­ρί­σουν και άλ­λες χώ­ρες μέ­σω ενός φρι­κα­λέ­ου «πο­λε­μι­κού του­ρι­σμού». Η κα­τα­νό­η­ση προς τον εχθρό εί­ναι εμ­φα­νής εδώ και η συ­μπό­νια ισο­μοι­ρά­ζε­ται, π.χ., στο δι­ή­γη­μα του Πέ­τερ Ρο­ζίν­σκι, «Ο θά­να­τος του στρα­τιώ­τη Νι­κή­τα». Ο Χάιν­ριχ Μπελ το­πο­θε­τεί το συ­γκλο­νι­στι­κό ορ­γου­ε­λι­κής έμπνευ­σης δι­ή­γη­μά του στην άλ­λη με­ριά του «σι­δη­ρού πα­ρα­πε­τά­σμα­τος». Ο ήρω­άς του εί­ναι ένας πρό­σφα­τα απο­φυ­λα­κι­σμέ­νος με­τά την έκτι­ση μιας βα­ριάς ποι­νής, επει­δή το πρό­σω­πό του ήταν χα­ρού­με­νο τη μέ­ρα του θα­νά­του του Ηγέ­τη. Ατε­νί­ζει τώ­ρα θλιμ­μέ­νος το έρη­μο, ρυ­πα­σμέ­νο λι­μά­νι της πό­λης του και τα νοη­τά νή­μα­τα της πτή­σης των γλά­ρων. Πει­να­σμέ­νος και ρα­κέν­δυ­τος, απο­λαμ­βά­νει τρό­πον τι­νά τη μο­να­χι­κή θλί­ψη του, οπό­τε συλ­λαμ­βά­νε­ται ξα­νά από έναν αστυ­φύ­λα­κα επει­δή με νο­μο­θε­τι­κή ρύθ­μι­ση έχει στο με­τα­ξύ απα­γο­ρευ­θεί η δυ­στυ­χία. Όλοι τώ­ρα πια οφεί­λουν να εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νοι υπό το νέο κα­θε­στώς, όλοι να ρυθ­μί­ζουν τις εκ­φρά­σεις τους, στον ύπνο και στον ξύ­πνιο, στη δου­λειά και στο σχό­λα­σμα, με βά­ση τις κρα­τι­κές νόρ­μες. Και ο ήρω­ας ετοι­μά­ζε­ται να εκτί­σει μια δεύ­τε­ρη μα­κρά ποι­νή για τον εντε­λώς αντί­θε­το λό­γο – το θλιμ­μέ­νο του πρό­σω­πο.
Πρό­κει­ται για έκ­δο­ση που ίσως μπο­ρεί να συμ­βάλ­λει σε επα­νε­κτί­μη­ση της δι­κής μας στά­σης, του­λά­χι­στον ως προς την πρό­σλη­ψη των Άλ­λων. Η πο­ρεία αυ­το­γνω­σί­ας και με­τα­μέ­λειας της με­τα­πο­λε­μι­κής Γερ­μα­νί­ας που­θε­νά αλ­λού δεν εί­ναι τό­σο ξε­κά­θα­ρη όσο στη λο­γο­τε­χνία των επι­φα­νέ­στε­ρων (και όχι μό­νο) εκ­προ­σώ­πων της. Το αί­σθη­μα ενο­χής κυ­ριαρ­χεί, ωστό­σο η θε­α­μα­τι­κή ανοι­κο­δό­μη­ση της χώ­ρας (και της Ευ­ρώ­πης γε­νι­κό­τε­ρα) εί­ναι κα­θ’ οδόν όταν γρά­φο­νται τα δι­η­γή­μα­τα αυ­τά, και ο ανα­στο­χα­σμός της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης έχει τέ­τοιο βαθ­μό ει­λι­κρί­νειας που δι­καιο­λο­γεί με­γά­λο μέ­ρος της με­τα­στρο­φής της λαϊ­κής συ­νεί­δη­σης αλ­λά και το επί­τευγ­μα της ανα­συ­γκρό­τη­σης ενός ολό­κλη­ρου έθνους.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Οι λύ­κοι επι­στρέ­φουν

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: