Θέατρο Δημοκρατίας

Σκουλήκι του Ουίλιαμ Μπλέικ
Σκουλήκι του Ουίλιαμ Μπλέικ


                    [ Π Ρ Α Ξ Η   Ι ]

Φω­νές φθι­νο­πω­ρι­νού δά­σους


Ξύ­πνη­σα μια μέ­ρα που ερ­χό­ταν σαν πα­γό­βου­νο
Έτοι­μη να δα­κρύ­σει και να λιώ­σει στην άκρη της
Κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ στο δά­σος
Ξύ­πνη­σα στο κρύο, βιο­λε­τί φως του πρω­ι­νού
Από το από­το­μο πέ­ταγ­μα ενός σμή­νους από κου­ρού­νες
Αφού ισορ­ρο­πού­σαν με δυ­σκο­λία στο πα­ρα­κεί­με­νο
Κα­λώ­διο του ηλε­κτρι­κού ρεύ­μα­τος, ξέ­ρεις
Στην ση­με­ρι­νή επο­χή η ει­λι­κρί­νεια εί­ναι το
Μυ­στι­κό όπλο της υπευ­θυ­νό­τη­τας
Φεύ­γουν τα χρό­νια φί­λε μου, φεύ­γουν σαν
Την φουρ­του­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα που
Ξό­δε­ψε η Γη να φέ­ρει το ξη­μέ­ρω­μα

Δεν εί­ναι η οδύ­νη που πο­νά, αλ­λά η
Απώ­λεια αγα­πη­μέ­νου προ­σώ­που
Που γί­νε­ται ακό­μα πιο οδυ­νη­ρή
Κα­τά το σού­ρου­πο και μό­νο ο χρό­νος
Μπο­ρεί να γλεί­ψει την πλη­γή και το σκυ­λί σου
Εκεί­νο το πλήγ­μα το αβά­στα­χτο που, σ’ αλα­φιά­ζει

Όταν κα­τα­κα­λό­και­ρο ένας γλά­ρος στο νη­σί
Με τα φτε­ρά γερ­μέ­να πί­σω
Κα­τα­δύ­ε­ται στη μέ­ση του λι­μα­νιού και
Ανα­δύ­ε­ται μ’ ένα ψά­ρι στο ράμ­φος του
Και ξαφ­νι­κά ένα πα­γε­ρό πρωί για μέ­να τον αδαή
Κι όλους όσοι πί­στευαν στις βρα­δι­νές ει­δή­σεις
Η Ρω­σία ει­σβά­λει στα δά­ση της Ου­κρα­νί­ας
Και τό­τε σκέ­φτη­κα τα δά­ση κά­ποιος πρέ­πει να τα φρο­ντί­ζει
Όπως θέ­λει χρό­νο για να πα­ρα­τη­ρή­σεις ένα δά­σος
Η κα­χυ­πο­ψία φό­ρε­σε σκού­φο κι ανέ­βη­κε
Μέ­χρι τα σα­κου­λια­σμέ­να σύν­νε­φα
Που ’χαν σταθ­μεύ­σει στον ου­ρα­νό, η απο­γο­ή­τευ­ση
Κα­τα­κρη­μνί­στη­κε στα τάρ­τα­ρα κι ένας πε­ζός φό­βος
Δέ­θη­κε δι­πλός κό­μπος στο λαι­μό μέ­χρι την πλά­τη

Έτσι μέ­σα στο ποί­η­μα μια ολά­κε­ρη, άκαυ­τη γε­νιά
Επί­λε­κτη, σε σχο­λεία, σχο­λές, σταθ­μούς, πα­ρα­λί­ες
Στο δρό­μο, χα­μο­γε­λά μ’ ένα έξυ­πνο τη­λέ­φω­νο στο χέ­ρι
Την κω­λό­τσε­πη, στο μπου­φάν κι ονει­ρεύ­ε­ται
Να ζή­σει, να ερ­γα­στεί, να τα­ξι­δέ­ψει
Με μι­κρά βή­μα­τα ευ­θύ­νης, χω­ρίς σκιές οι­κο­νο­μι­κής
Ανά­πτυ­ξης, να γί­νει ο βε­τε­ρά­νος, η πα­λιά κα­ρα­βά­να
Προ­α­ναγ­γέλ­λο­ντας τα δι­καιώ­μα­τά της χω­ρίς
Κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο συμ­βι­βα­σμού
Πλέ­ο­ντας σε αχαρ­το­γρά­φη­τα νε­ρά
Με ήρε­μο θάρ­ρος, ορ­θή πει­θαρ­χία
Χω­ρίς να σκέ­φτε­ται
Την ατο­μι­κή σω­τη­ρία και το κα­λό φα­γη­τό
Μέ­σα στο ποί­η­μα η νέα γε­νιά
Ονει­ρεύ­ε­ται μέ­τρα κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής
Χω­ρίς τις θε­ο­λο­γι­κές βε­βαιό­τη­τες
Και την υπό­σχε­ση του Θεί­ου

Μό­νος στο δά­σος κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ
Σαν έχεις πε­ρίσ­σεια απο­θέ­μα­τα ελ­πί­δας
Ρί­χνο­ντας μα­τιές στο κο­ντι­νό μέλ­λον, το πα­ρόν
Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αβέ­βαιο από το μέλ­λον
Κα­τά­στα­ση πο­λιορ­κί­ας σαν την ται­νία Σέρ­πι­κο του ’73
Το φως άρ­χι­σε να λι­γο­στεύ­ει στο δά­σος, σκο­τει­νιά­ζει
Μέ­σα στην πα­γω­μέ­νη νύ­χτα το κομ­μα­τια­σμέ­νο
Σκου­λή­κι συγ­χω­ρεί το άρο­τρο ση­μειώ­νει ο Μπλέικ

Κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ στο δά­σος
Η μυ­ρω­διά της κα­πνιάς εί­ναι έντο­νη στα ρου­θού­νια μου
Σκιές κι­νού­νται πά­νω απ’ τον κόκ­κι­νο ου­ρα­νό
Θα ’ναι η ώρα που ξυ­πνά­νε οι μνή­μες του Ήλιου
Την ώρα που πε­τά­ει τα σκοι­νιά του
Να γυ­ρί­σει τους πλα­νή­τες του κά­νο­ντας
Θό­ρυ­βο σαν κι αυ­τόν που ακούω τώ­ρα
Φω­νή χε­λι­δο­νιού που ερω­το­τρο­πεί
Με το θη­λυ­κό και το πε­ρί­γραμ­μα όμορ­φου ελα­φιού
Που φά­νη­κε από τις χα­ρα­κιές που άφη­σε στο δά­σος
Μύ­ρι­σε τον αέ­ρα και αυ­τή εί­ναι η μυ­ρω­διά του ελα­φιού
Μύ­ρι­σε τη βρο­χή κι αυ­τή εί­ναι η μυ­ρω­διά των δέν­δρων
Με­τά τη βρο­χή, εί­ναι η μυ­ρω­διά της ομορ­φιάς αν
Εί­χε μυ­ρω­διά, κα­θώς τη δια­περ­νού­σε ο αέ­ρας

Η αυ­γή ήρ­θε σαν απα­λή κρέ­μα κε­ρα­σιού
Εί­χαν ανά­ψει δαυ­λοί στην άκρη του δά­σους
Και οι φω­νές των που­λιών έφτα­ναν στ’ αφτιά μου
Βρέ­φος που κοι­μά­ται στην πρω­ι­νή γα­λή­νη του
Πό­τε επι­τέ­λους θα δω μια όμορ­φη χώ­ρα
Όμορ­φα να χαί­ρε­ται και όχι να καί­γε­ται
Μες στον αέ­ρα οσμή κα­μέ­νου πεύ­κου
Αυ­τά τα μά­τια κου­ρά­στη­καν να βλέ­που­νε τα δέ­ντρα
Πού σπα­τα­λή­σα­με τα χρό­νια της ζω­ής μας;
Πού ’ναι τα μαύ­ρα ρού­χα μας να ντύ­σου­με τα δέν­δρα;

Κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ στο δά­σος
Πα­τάς πά­νω σ’ εκα­τό δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια νε­κρούς
Και βά­λε απ’ την αυ­γή της αν­θρω­πό­τη­τας
Κα­θώς γυ­ρί­ζουν νε­κροί μα­ζί σου γύ­ρω απ’ τον Ήλιο
Μου ψι­θύ­ρι­σε μια φω­νή του δά­σους
Χω­ρίς να με ξε­νί­σει κα­θό­λου κα­θώς το
Πα­ρα­δέ­χτη­κα και με­τα­κι­νή­θη­κα ελα­φρά
Πιο κει την ώρα που φυ­σού­σε αέ­ρας και
Ανά­με­σα στα κυ­πα­ρίσ­σια γουρ­γού­ρι­ζαν πε­ρι­στέ­ρια
Σαν νυ­χτε­ρι­νό κοι­μη­τή­ριο ήταν το δά­σος
Ήσυ­χο και μό­νο κά­τι γα­βγί­σμα­τα σκύ­λων μα­κριά
Ακου­γό­ντου­σαν, σκόρ­πια θροί­σμα­τα και μου­γκρη­τά
Κρω­ξί­μα­τα που­λιών από τα δέν­δρα

Μην με ξε­χά­σεις εί­πα στη φω­νή
Στον επό­με­νο κύ­κλο που θα κά­νεις
Γύ­ρω απ’ τον Ήλιο, κα­θώς στα­μά­τη­σα να στη­ρί­ζο­μαι
Στο πλαί­σιο μιας ανοι­κτής πόρ­τας αυ­το­κι­νή­του
Από αστέ­ρια με αναμ­μέ­να τ’ αλάρμ
Και τό­τε μια λέ­ξη φω­τει­νή σαν με­τε­ω­ρί­της
Έπε­σε στο δά­σος και καρ­φώ­θη­κε στα δέν­δρα
Κι έμει­νε εκεί προ­κλη­τι­κά σφη­νω­μέ­νη
Να μην την πά­ρει η βρο­χή κι ο άνε­μος
Ν’ ανα­βο­σβή­νει μέ­χρι που έσβη­σε και χά­θη­κε
Χά­θη­καν οι χρυ­σές ανα­λα­μπές μα­ζί της
Χά­θη­κε μα­ζί με τους συ­ντρό­φους της
Μια ρωγ­μή στην άκρη του δέν­δρου
Έτσι πα­ρου­σιά­στη­κε το τέ­λος της
Λί­γο ακό­μα και θα τα ’χεις ξε­χά­σει όλα
Λί­γο ακό­μα και θα σ’ έχουν ξε­χά­σει όλοι
Γρά­φει στα Εἰς Ἑαυτὸν ο Μάρ­κος Αυ­ρή­λιος

Κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ στο δά­σος
Απ’ τ’ ανοι­κτό πα­ρά­θυ­ρο τ’ αυ­το­κι­νή­του
Έμπαι­ναν ρι­πές αλα­φια­σμέ­νου αέ­ρα
Κά­θε συ­ναί­σθη­μα σκέ­φτο­μαι έχει ελατ­τω­θε
Κι αυ­τό με βα­σά­νι­ζε μια ολό­κλη­ρη ζωή
Με­ταλ­λι­κοί κου­βά­δες έφερ­ναν το φως
Πά­νω στην κό­ψη του ορί­ζο­ντα∙ ξη­μέ­ρω­νε
Εί­χα με­τα­κι­νη­θεί σε αμέ­τρη­τα δά­ση ή απλά
Ήμουν ακί­νη­τος στον πα­ρα­πλή­σιο δρό­μο του δά­σους
Με αναμ­μέ­να τ’ αλάρμ, ενώ πιο κά­τω απλώ­νο­νταν
Αχα­νείς εκτά­σεις από σι­τα­ρο­χώ­ρα­φα και ελαιώ­νες
Με τα χρό­νια να κτυ­πά­νε τα πό­δια τους στο χώ­μα
Και να ση­κώ­νε­ται σκό­νη κι η Γη να βγά­ζει
Γα­λα­ζω­πούς παλ­μούς αμ­φί­δρο­μης επι­κοι­νω­νί­ας
Έκα­νε κρύο κι ο Ήλιος ανέ­τει­λε στέλ­νο­ντας
Ρό­δι­να χρώ­μα­τα πά­νω στο δά­σος

Όταν κοί­τα­ξα στο έδα­φος και κα­τά­λα­βα
Ότι οι μπό­τες μου ήταν γε­μά­τες χώ­μα
Όρ­θια δέν­δρα έχα­σκαν με ανοι­κτό το στό­μα
Αλ­λά ποιός έχει μά­τια για να βλέ­πει
Ήμουν σ’ ένα δρό­μο μέ­σα στα κα­μέ­να
Σαν να ’χα βρε­θεί σε κλει­στή δο­μή κα­ταυ­λι­σμού
Με σκόρ­πιες φω­τιές στα πε­ρί­χω­ρά τους
Τα το­πία εί­ναι οι άν­θρω­ποι που κά­πο­τε συ­να­ντή­σα­με
Αγα­πή­σα­με, εί­πε η φω­νή και πε­ρι­μέ­νου­με
Να μας ανοί­ξουν την καρ­διά τους όπως ένα
Ξε­χα­σμέ­νο μου­σι­κό κου­τί στην απο­θή­κη
Έτσι εξη­γεί­ται η μου­σι­κή που ερ­χό­ταν στο δά­σος
Απ’ τα πε­ρί­χω­ρα της φω­τει­νής πό­λης

Κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ στο δά­σος
Μη­τέ­ρα φύ­ση μί­λη­σε, μί­λη­σε ν’ ακού­σω
Τις φω­νές του φθι­νο­πω­ρι­νού δά­σους
Γεί­ρε στον ώμο μου μα­ζί να περ­πα­τή­σου­με στο δά­σος
Μα­ζί να δια­σχί­σου­με χω­μά­τι­νες δια­δρο­μές
Πέ­τρι­να μο­νο­πά­τια, ψη­λούς ευ­κα­λύ­πτους
Με δυ­να­τούς κορ­μούς, ξέ­φω­τα μ’ αιω­νό­βιες ελιές
Μα­ζί να δού­με οδο­ντω­τούς ηλί­αν­θους
Να σκύ­βουν τους ήλιους τους στο χώ­μα
Και το πέ­ρα­σμα του ελα­φιού στο δά­σος
Έτσι εξη­γεί­ται η μυ­ρω­διά στα ρου­θού­νια μου
Και τα πο­τά­μια φω­τός που κε­λά­ρυ­ζαν
Πά­νω απ’ το κε­φά­λι μου∙ τι ομορ­φιά μη­τέ­ρα

Δεν μπο­ρεί, σί­γου­ρα θα ’χεις τον τρό­πο σου να ιστο­ρή­σεις
Το φως με ποιον τρό­πο ανά­βει τα φύλ­λα των κέ­δρων
Αφή­νο­ντας πί­σω σου τους δρό­μους με το νέο σου Audi
Σί­γου­ρα θα ’χεις τον τρό­πο σου ν’ απαγ­γεί­λεις
Το πρω­ι­νό που ξυ­πνά­ει απ’ τον ύπνο του
Φέρ­νο­ντας μα­ζί και τις με­νε­ξε­δί κου­βέρ­τες του
Να μπο­ρείς ν’ απο­στη­θί­σεις τα κυ­κλά­μι­να
Που φυ­τρώ­νου­με στο δά­σος – ένα μοβ κέ­ντη­μα
Σε κα­φε­τί χα­λί από πευ­κο­βε­λό­νες

Κου­ρά­στη­κα να περ­πα­τώ στο δά­σος
Δί­πλα στο μαύ­ρο, σα­ρα­βα­λια­σμέ­νο
Αυ­το­κί­νη­τό μου με τ’ αλάρμ ακό­μα αναμ­μέ­να
Και τα δέ­ντρα του δά­σους ξα­πλω­μέ­να πά­νω του
Ενώ εμείς πο­τέ δεν εί­χα­με χρό­νο, μια ζωή
Δι­πλή δου­λειά, τό­τε, θυ­μά­σαι
Εκεί­νες τις μέ­ρες, αρ­χές του νέ­ου αιώ­να
Λι­κνι­στές, πί­νο­ντας ενερ­γεια­κά πο­τά
Και πα­γω­μέ­να σφη­νά­κια ρού­μι Diplomatico
Χω­ρίς την νέα οι­κο­νο­μία που σά­ρω­σε
Σαν τον τυ­φώ­να Ίαν που έπλη­ξε την Κού­βα
Με 250 χλμ. την ώρα στο πέ­ρα­σμά του
Απει­λώ­ντας την ελ­πί­δα που ’χει απο­μεί­νει
Κι όλες τις Με­σο­δυ­τι­κές Πο­λι­τεί­ες, Σε­πτέμ­βρης
Του 2022 μ.Χ. αλ­λά η μέ­ρα συ­νέ­χι­σε να ’ναι ωραία
Με στα­γό­νες ευ­φο­ρί­ας Calvin Klein One
Μ’ ένα γα­λά­ζιο νη­σί στον ου­ρα­νό και μπλε
Θά­λασ­σα σαν καρ­χα­ρί­ας, το κα­λο­καί­ρι μα­κρύ
Όπως μα­κριά εί­ναι η θά­λασ­σα και η ζωή
Αλ­λά έρ­χε­ται κα­κο­και­ρία κι η μέ­ρα θα μοιά­ζει
Σε λί­γο με, κο­κα­λω­μέ­νη μά­νι­κα νε­ρού στο χιό­νι

Ελά­χι­στα κοι­μή­θη­κα στο δά­σος
Όπως και ο Gerhard Falkner κοι­μή­θη­κε
Ελά­χι­στα τον αιώ­να στην πό­λη
Αμ­φί­δρο­μης επι­κοι­νω­νί­ας, ενώ ο Ήλιος
Έπε­φτε πά­νω στο δά­σος σαν ψά­θι­νο κα­λά­θι
Όταν ένα σμή­νος από κου­ρού­νες πέ­τα­ξε
Πά­νω απ’ τα φα­γω­μέ­να απ’ τις αγε­λά­δες
Χω­ρά­φια, ψά­χνο­ντας απε­γνω­σμέ­να τρο­φή

Οι μέ­ρες ξε­βρά­στη­καν στην δυ­τι­κή
Ακτή του νη­σιού, σαν πε­θα­μέ­νες φά­λαι­νες
Κι ανα­σαί­νουν ακό­μα, σαν μι­κρά
Πει­σμα­τά­ρι­κα ελά­φια που ανα­ζη­τούν
Την μυ­ρω­διά της μη­τέ­ρας τους
Δεν ξέ­ρω πό­σος και­ρός έχει πε­ρά­σει από τό­τε
Στα όνει­ρά μου σε βλέ­πω ακό­μα
Ήθε­λα να σου πω όσα δεν μπό­ρε­σα
Να σου πω, έλα πριν χα­θού­με στο δά­σος
Και κα­νείς πια δεν θα μας θυ­μά­ται, εκτός
Από τον αέ­ρα που μύ­ρι­σε τα φι­λιά μας
Τη θά­λασ­σα που κο­λύ­μπη­σε τα σώ­μα­τά μας
Τα κρε­βά­τια που άκου­γαν τα βογ­γη­τά μας
Τις φω­το­γρα­φί­ες που τις πή­ρε ο χρό­νος
Και τις κι­τρί­νι­σε σαν σχο­λι­κή εκ­δρο­μή

Ήταν η επο­χή που περ­πα­τού­σα στο δά­σος
Ήταν η επο­χή που οδη­γού­σα στο δά­σος
Μ’ ανα­το­λή κι ηλιο­βα­σί­λε­μα
Πά­νω απ’ τα υγρά βου­νά και τους κά­μπους
Με διαυ­γή αστέ­ρια∙ κου­ρά­στη­κα
Έκλει­σα το πα­ρά­θυ­ρο του αυ­το­κι­νή­του
Έβα­λα μπρος τη μη­χα­νή και χά­θη­κα
Στο δρό­μο για ένα τα­ξί­δι ακό­μα
Παίρ­νο­ντας μα­ζί μου όλα τ’ αστέ­ρια
Και τα δέ­ντρα που ’χαν καρ­φω­θεί στο παρ­μπρίζ
Του αυ­το­κι­νή­του, όταν ένας κτη­νο­τρό­φος
Πά­νω σ’ ένα βα­ρύ, γέ­ρι­κο μου­λά­ρι
4Χ4, πέ­ρα­σε από δί­πλα μου
Φο­ρώ­ντας μπλού­ζα, Rolling Stones.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: