Μόνο η καρδιά

Μόνο η καρδιά

Είχε πε­ρά­σει και­ρός από τη γνω­ρι­μία μου με τον ποι­η­τή κι από τό­τε συ­να­ντιό­μα­σταν συ­χνά. Κά­ποια στιγ­μή βρή­κα το θάρ­ρος ν’ αγ­γί­ξω το θέ­μα που ήξε­ρα ότι νυ­χθη­με­ρόν τον βα­σά­νι­ζε, κι εβα­σά­νι­ζε ως ομοιο­πα­θή κι εμέ­να, το να νιώ­θει κα­νείς ξέ­νος στον ίδιο τον τό­πο του – μια επι­τό­πια εξο­ρία. Θυ­μό­μουν ότι εί­χε γρά­ψει επι­γραμ­μα­τι­κά σε μιαν αρά­δα «να νο­σταλ­γείς τον τό­πο σου, ζώ­ντας στον τό­πο σου, τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο πι­κρό…». Με άκου­σε με προ­σο­χή, αλ­λά δεν άνοι­ξε το στό­μα του να πει λέ­ξη.

Όσο για το άλ­λο που συ­νε­χώς με απα­σχο­λού­σε, πέ­ρα­σε πο­λύς χρό­νος για να βρω επι­τέ­λους το θάρ­ρος, μάλ­λον το θρά­σος, να του το ζη­τή­σω.

— Πο­λύ θα ’θε­λα κά­ποια στιγ­μή, όπο­τε εσείς θε­ω­ρή­σε­τε ότι έχε­τε τη διά­θε­ση και τον χρό­νο, να σας δια­βά­σω διά ζώ­σης και τα τρία μέ­ρη από το στερ­νο­πού­λι σας, τα Τρία κρυ­φά ποι­ή­μα­τα, να μου πεί­τε αν τα δια­βά­ζω σω­στά. Όπως γνω­ρί­ζε­τε, υπάρ­χουν ανα­πά­ντη­τα ερω­τή­μα­τα και δι­ι­στά­με­νες από­ψεις στους ανα­γνώ­στες και στους κρι­τι­κούς σας.

Την τε­λευ­ταία στιγ­μή θυ­μή­θη­κα ότι θε­ω­ρού­σε άστο­χο το ρή­μα «απαγ­γέλ­νω» για την Ποί­η­ση κι ευ­τυ­χώς απέ­φυ­γα την «κα­κιά» λέ­ξη. Άλ­λω­στε, αυ­τή την απέ­χθειά του για τη στομ­φώ­δη απαγ­γε­λία την εί­χε δεί­ξει και εμπρά­κτως με τον κου­βε­ντια­στό τρό­πο πού εί­χε ηχο­γρα­φή­σει τα ποι­ή­μα­τά του.

Ξαφ­νια­σμέ­νος με κοί­τα­ξε μ’ ορ­θά­νοι­χτα τα με­γά­λα μά­τια του, φαί­νε­ται ότι ήταν η πρώ­τη φο­ρά που του ζη­τού­σαν κά­τι τέ­τοιο, αλ­λά προς ανα­κού­φι­σή μου σύ­ντο­μα το ξάφ­νια­σμά του με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη κι ένα γλυ­κό μει­δί­α­μα απλώ­θη­κε στο πρό­σω­πό του. Σι­γου­ρεύ­τη­κα έτσι γι’ άλ­λη μια φο­ρά ότι μ’ αυ­τά τα τε­λευ­ταία ποι­ή­μα­τα τον συ­νέ­δεε σχέ­ση στορ­γής και τρυ­φε­ρό­τη­τας, μάλ­λον όμως ήταν εδώ η λέ­ξη «στερ­νο­πού­λι», που έκα­νε το θαύ­μα της. Καί­ριες και έγκαι­ρες, μα­θές στην ώρα τους, οι λέ­ξεις εί­ναι δυ­να­μί­τες, φέρ­νουν τ’ απά­νω κά­τω, ακό­μη και σει­σμούς προ­κα­λούν. Έχο­με πα­ρα­δείγ­μα­τα, με πρώ­το και κα­λύ­τε­ρο εκεί­νο του Διο­νυ­σί­ου Σο­λω­μού, που το τρα­γού­δι ενός ζη­τιά­νου κό­στι­σε στον ποι­η­τή το κέ­ρα­σμα των θα­μώ­νων ενός ολό­κλη­ρου κα­πη­λειού – πά­ντως, δεν το λες και ακρι­βό ένα τέ­τοιο δί­στι­χο:

Ο Άγιος Τά­φος του Χρι­στού, εκεί­νος δεν εκάη,
εκεί που βγαί­νει τ’ Άγιο Φως, άλ­λη φω­τιά δεν πά­ει.

Έφυ­γα γε­μά­τος ικα­νο­ποί­η­ση ότι εί­χα απο­σπά­σει τη συ­ναί­νε­σή του, έστω και εμ­μέ­σως χω­ρίς να το έχει ρη­τώς εκ­φρά­σει. Αλ­λά ένα θλιμ­μέ­νο δει­λι­νό του Σε­πτέμ­βρη μάς επρό­λα­βε ο Μέ­γας Ξε­νο-δό­χος κυρ-Θά­να­τος, πού ’ναι άσος στο να μι­σε­ρώ­νει σκλη­ρά τις χα­ρές των αν­θρώ­πων, κά­πο­τε όμως και να προ­σπερ­νά ή να προ­λα­βαί­νει ευ­σπλα­χνι­κά τις έγνοιες, τα βά­σα­να και τις κα­κο­το­πιές τους – λό­γοι δι­καιο­σύ­νης απαι­τούν να ει­πω­θεί εξά­πα­ντος αυ­τό.

Ακό­μη ελε­ει­νο­λο­γώ τον εαυ­τό μου, που σ’ εκεί­νες τις συ­να­ντή­σεις μας μό­νο εγώ μι­λού­σα. Αλ­λά δεν εί­χα ακό­μη την υπο­μο­νή κι ήταν στοι­βαγ­μέ­να μέ­σα μου πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ όσα μπο­ρού­σα να ση­κώ­σω. Εξ άλ­λου, το συ­χνό­τε­ρο ο ποι­η­τής ήταν απρό­θυ­μος, βα­ρύ­θυ­μος, κι εγώ ασυ­ναι­σθή­τως νέ­ος, παι­δα­ρέ­λι στο σώ­μα, παι­δα­ρέ­λι και στο μυα­λό.

Τώ­ρα, τί­πο­τε δεν εί­ναι το ίδιο. Μό­νο η εξό­ρι­στη καρ­διά – για όσο χτυ­πά­ει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: