Ο «διασκεδαστής» της νιότης μου

Μνή­μη Άλ­κη Στέα

Στην πα­λιά-κα­λή επο­χή που δεν εί­χα­με τη­λε­ό­ρα­ση ο κό­σμος άκου­γε πο­λύ ρα­διό­φω­νο, στις χα­ρές και στις λύ­πες μας. Κι αυ­τό όμως δεν μας βομ­βάρ­δι­ζε εί­κο­σι-τέσ­σε­ρις ώρες το 24ω­ρο με... πα­ρα«πλη­ρο­φό­ρη­ση» και κιν­δυ­νο­λο­γία. Οι ει­δή­σεις και ο σχο­λια­σμός τους ήτα­νε σε τα­κτές ώρες και στη σω­στή δό­ση. Και άκου­γες πά­ντα κα­λο­δια­λεγ­μέ­νη μου­σι­κή ( όχι υπα­γο­ρευ­μέ­νη από δι­σκο­γρα­φι­κές εται­ρί­ες ), θέ­α­τρο και εν­δια­φέ­ρου­σες συ­νε­ντεύ­ξεις, που τώ­ρα πια απο­τε­λούν ντο­κου­μέ­ντα και αρ­χεια­κό υλι­κό. Τό­τε όμως υπήρ­χαν στα γρα­φεία και στα μι­κρό­φω­να άν­θρω­ποι με προ­σω­πι­κό­τη­τα και αί­σθη­ση του μέ­τρου, που πα­ρε­πό­με­να λει­τουρ­γού­σαν ελεύ­θε­ρα «για το ωραίο και το αλη­θι­νό»… Ο Χα­τζι­δά­κις, ο Σπυ­ρο­μή­λιος, ο Χορν, η Ρε­ζάν, ο Βα­σι­λι­κός κ.ά. Μια εκλε­κτή σύν­θε­ση ελέγ­χου και δια­λο­γής και όχι ένα «αχυ­ρέ­νιο» ρα­διο­τη­λε­ο­πτι­κό συμ­βού­λιο.
Όταν ήμουν ακό­μα στο Γυ­μνά­σιο, υπήρ­χε 1 ( ένα ) μό­νο «παι­χνί­δι», νο­μί­ζω κά­θε Τε­τάρ­τη, «το τη­λε­φω­νι­κό παι­χνί­δι με τον Άλ­κη Στέα». Με τη ζε­στή κι ευ­γε­νι­κή φω­νή του υπέ­βαλ­λε ( από τη­λε­φώ­νου πά­ντα ) στους ακρο­α­τές, που δή­λω­ναν από πριν συμ­με­το­χή, μία ερώ­τη­ση. Αν η απά­ντη­ση ήταν σω­στή, τό­τε ο νι­κη­τής ( μη νο­μί­σουν οι νε­ώ­τε­ροι… πως έπαιρ­νε τί­πο­τε εκα­τομ­μύ­ρια ! ) εί­χε, ως μό­νη αντα­μοι­βή να ζη­τή­σει να ακού­σει, με το κλεί­σι­μο του τη­λε­φώ­νου, ένα μου­σι­κό κομ­μά­τι της αρε­σκεί­ας του – κι αυ­τό με την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι υπήρ­χε στη δι­σκο­θή­κη του σταθ­μού, αλ­λιώς του το «χρω­στού­σαν» σε μια απ’ τις επό­με­νες εκ­πο­μπές !

Ο «διασκεδαστής» της νιότης μου

Ήμου­να απ’ τους λε­γό­με­νους πι­στούς και φα­να­τι­κούς ακρο­α­τές και δή­λω­να σχε­δόν κά­θε βδο­μά­δα συμ­με­το­χή. Ο Στέ­ας όμως, που εί­χε την ευ­θύ­νη να κρα­τά­ει και κά­ποιο μέ­τρο, με έβγα­ζε στον αέ­ρα κά­θε δε­κα­πέ­ντε ή εί­κο­σι πε­ρί­που μέ­ρες. Ώσπου μια φο­ρά, εκεί που πε­ρί­με­να με αδη­μο­νία τη σει­ρά μου, κι ενώ παί­ζο­νταν ένα τρα­γού­δι που πα­ρήγ­γει­λε ο προη­γού­με­νος ακρο­α­τής κτυ­πά­ει το τη­λέ­φω­νο. «Εί­μαι ο Άλ­κης Στέ­ας», μου λέ­ει, «κι επει­δή εί­σαι τα­κτι­κός ακρο­α­τής και γνω­ρι­ζό­μα­στε, από ρα­διο­φώ­νου κο­ντά ένα χρό­νο, σκέ­φθη­κα να σπά­νου­με πό­τε-πό­τε την μο­νο­το­νία για να ζω­η­ρέ­ψου­με κά­πως το παι­χνί­δι. Ας πού­με, όταν θα σου τη­λε­φω­νή­σω, να μου προ­τεί­νεις να αντι­στρέ­ψου­με τους ρό­λους, λχ να μου κά­νεις εσύ μια ερώ­τη­ση και θα κερ­δί­σεις αν δεν την απα­ντή­σω». Το πώς τον παί­δε­ψα τον άν­θρω­πο δε λέ­γε­ται !…Νε­α­ρός εγώ, και θαυ­μα­στής του, δεν μπο­ρού­σα να πι­στέ­ψω ότι ο Άλ­κης Στέ­ας με πή­ρε προ­σω­πι­κά στο τη­λέ­φω­νο και μά­λι­στα να με «αξιώ­σει» με μια τέ­τοια πρό­τα­ση… Με το που τέ­λειω­σε λοι­πόν, άρ­χι­σε ένας πο­λύ αστεί­ος διά­λο­γος… —Κώ­στα σε κα­τά­λα­βα !… —Μα, εί­μαι ο Στέ­ας… —Πέ­τρο, εσύ εί­σαι, άσε την πλά­κα… Βα­σί­λη στα­μά­τα !…και αρά­δια­σα πέντ’ έξη ονό­μα­τα φί­λων μου που πί­στευα ότι μου κά­νουν φάρ­σα. Κά­ποια στιγ­μή μου λέ­ει «δεν έχου­με χρό­νο, σε μι­σό λε­πτό βγαί­νω στον αέ­ρα. Πρέ­πει να κλεί­σω… Θα σου λυ­θούν οι απο­ρί­ες στη συ­νέ­χεια…». Έτσι κι έγι­νε. Σε λί­γη ώρα με ξα­να­κά­λε­σε «στον αέ­ρα»… Με ρώ­τη­σε — σαν τα­κτι­κό ακρο­α­τή, πώς μου φαί­νε­ται το παι­χνί­δι, πώς θα μπο­ρού­σε ίσως να γί­νει κα­λύ­τε­ρο και τέ­τοια… ώσπου κα­τά­λα­βα πια. Μου έφυ­γε αμέ­σως το «τρακ», κι αφού του πρό­τει­να αυ­τά που μου εί­χε ο ίδιος υπο­δεί­ξει στο προη­γού­με­νο τη­λέ­φω­νο, του υπέ­βα­λα την ερώ­τη­ση… ποια­νού συν­θέ­τη εί­ναι «Το φα­λα­κρό βου­νό». Ο Στέ­ας βέ­βαια απά­ντη­σε και εγώ έχα­σα… Κέρ­δι­σα όμως ένα φί­λο που τον κα­μά­ρω­να…

Την άλ­λη κιό­λας μέ­ρα ο Άλ­κης με κά­λε­σε να πάω στο Σταθ­μό να γνω­ρι­στού­με από κο­ντά. Πή­γα λοι­πόν στο studio του Σταθ­μού που ήταν τό­τε επί της Βε­νι­ζέ­λου, στην πλα­τεία Ελευ­θε­ρί­ας, στο μέ­γα­ρο Stein, με τον πρά­σι­νο-γυά­λι­νο τρού­λο, και τα εί­πα­με. Ήτα­νε τό­σο κομ­ψός και ωραί­ος. Φο­ρού­σε (πά­ντα...) κο­στού­μι και γρα­βά­τα ! Από τον επό­με­νο κιό­λας μή­να το τη­λε­φω­νι­κό παι­χνί­δι ( τις ερω­τή­σεις του, βα­σι­κά ) το έγρα­φα εγώ και εκεί­νος το πα­ρου­σί­α­ζε. Η χα­ρά μου δεν πε­ρι­γρά­φο­νταν. Το εί­χαν μά­θει όλοι οι φί­λοι και οι φί­λες μου μέ­χρι και με­ρι­κοί κα­θη­γη­τές μου στο Πει­ρα­μα­τι­κό. Όταν μά­λι­στα σαν τε­λειό­φοι­τοι ετοι­μά­ζα­με το κα­θιε­ρω­μέ­νο θέ­α­τρο για την 25η Μαρ­τί­ου ο κα­θη­γη­τής μας των Κα­λών Τε­χνών, ζω­γρά­φος Γιάν­νης Κα­σό­λας, που έκα­μνε τα σκη­νι­κά και εί­χε ανα­λά­βει την σκη­νο­θε­σία του “Πα­πα­φλέσ­σα” μου λέ­ει : «δεν πας στο φί­λο σου τον Στέα να μας δα­νεί­σει από τον σταθ­μό κα­νέ­να δί­σκο με ηχη­τι­κά εφέ μά­χης εκεί­νης της επο­χής, με κα­ριο­φί­λια»… Πάω λοι­πόν, παίρ­νω το δί­σκο, και στην πρω­ι­νή πα­ρά­στα­ση του σχο­λεί­ου, που γί­νο­νταν μό­νο για τους μα­θη­τές όλων των τά­ξε­ων ( στη βρα­δι­νή πα­ρά­στα­ση που γί­νο­νταν για τις... «Αρ­χές» δη­λα­δή : Δή­μαρ­χο, Μη­τρο­πο­λί­τη, Πα­νε­πι­στή­μιο, και τους γο­νείς μας ... δεν το τόλ­μη­σα !…) βά­ζω, σε συ­νεν­νό­η­ση και συ­νερ­γα­σία με τους ...σκαν­δα­λιά­ρη­δες της τά­ξης: τον Κε­ρα­μέα και τον Πο­λί­τη, αντί το κομ­μά­τι με τα κα­ριο­φί­λια - το επό­με­νο, με τα μυ­δρα­λιο­βό­λα. Το τί έγι­νε δεν πε­ρι­γρά­φε­ται. Ο Διευ­θυ­ντής μας Ιω­άν­νης Ξη­ρο­τύ­ρης κό­ντε­ψε να μας απο­βάλ­λει όλους. Τε­λι­κά δέ­χθη­κε (;) πως επρό­κει­το για λά­θος....

Όσο έμε­νε ακό­μα ο Άλ­κης στη Θεσ­σα­λο­νί­κη — πε­ρί­που μέ­χρι τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, κά­να­με πα­ρέα και βγαί­να­με αρ­κε­τά συ­χνά. Τό­τε τα στέ­κια μας ήτα­νε «με­τρη­μέ­να». Το Όλυ­μπος Νά­ου­σα, το Με­ντι­τε­ρα­νέ, ο Φλό­κας κι αρ­γό­τε­ρα το self service του, ο Αχιλ­λέ­ας, ο Πι­γκουί­νος (με barman τον Γιώρ­γο, πρώ­ην ναυ­τι­κό ), ο Ballini, ο Γκι­γκι­λί­νης, το Ντο­ρέ. Στην πά­νω πό­λη η Δό­μνα, στην Τού­μπα ο Κρη­τι­κός, και πα­ρα­έ­ξω, στου Βό­τση, ο Κρι­κέ­λας, και η πρώ­τη ατμο­σφαι­ρι­κή κα­φε­τέ­ρια-bar σ’ ένα ωραίο «μπαλ­κό­νι» της Αρε­τσού, το «Water lily” του Αλέ­κου Ορ­φα­νου­δά­κη, που εί­χε και την «Ρο­μά­ντι­κα». Πε­ρι­δια­βά­ζα­με λοι­πόν σ’ αυ­τά. Πό­τε-πό­τε πη­γαί­να­με και κα­μιά εκ­δρο­μή, ιδί­ως όταν ο ΄Αλ­κης έτρε­χε «τά­χα» σε κά­ποια ρά­λι μ’ εκεί­νο το άσπρο Sunbeam με τις κόκ­κι­νες ρί­γες. Μια φο­ρά ήμα­σταν για μπά­νιο στην Αγία Τριά­δα όπου του γνώ­ρι­σα μια φί­λη, λί­γο «πε­τα­χτού­λα» που… με­γα­λο­πιά­νο­νταν και φλερ­τά­ρι­ζε. Φέρ­νει λοι­πόν ο Άλ­κης το αυ­το­κί­νη­το πλάι στα τρα­πέ­ζια και μας λέ­ει να βά­λου­με γύ­ρω του — κολ­λη­τά στα φτε­ρά και τις πόρ­τες, 8-10 κα­ρέ­κλες. Κά­νει προ­σε­κτι­κά όπι­σθεν μέ­χρι 120-130 μέ­τρα πε­ρί­που. Μαρ­σά­ρει δυ­να­τά, ξε­κι­νά με τρο­με­ρή επι­τά­χυν­ση, ση­κώ­νο­ντας βέ­βαια ανά­λο­γα σύν­νε­φα σκό­νης, και περ­νά­ει με «χί­λια» ανά­με­σα στις κα­ρέ­κλες χω­ρίς να ρί­ξει ού­τε μία. Έρι­ξε όμως το ίδιο βρά­δυ τη Να­νά !…

Αν θυ­μά­μαι κα­λά εί­χε σπου­δά­σει μα­θη­μα­τι­κά, αλ­λά το πα­ρορ­μη­τι­κό του τα­λέ­ντο, με το απα­ρά­μιλ­λο στυλ και την ιδιαί­τε­ρα κομ­ψή του εμ­φά­νι­ση, τον εί­χαν οδη­γή­σει και κα­θιε­ρώ­σει σ’ αυ­τόν το χώ­ρο, του πα­ρα­γω­γού καλ­λι­τε­χνι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων και πα­ρου­σια­στή τους, αλ­λά και του «κον­φε­ραν­σιέ» όπως τους απο­κα­λού­σα­με ( ή : δια­σκε­δα­στή ). Εκεί­νη την επο­χή εί­χα­νε συ­στή­σει μα­ζί με τους φί­λους του, Λά­κη Μι­χαη­λί­δη τον σε­να­ριο­γρά­φο-συγ­γρα­φέα, τον Λε­ω­νί­δα Φαρ­δή και τον Άρη Κυ­λί­τη, τη δια­φη­μι­στι­κή εται­ρία “Ηχώ” που κα­θιέ­ρω­σε δια­χρο­νι­κές δια­φη­μι­στι­κές ‘ατά­κε­ς’ όπως εκεί­νη με το μο­να­χό πά­νω στο γαϊ­δου­ρά­κι που πά­ει για ψώ­νια και του φω­νά­ζουν από το Μο­να­στή­ρι «Ακά­κιε, μην ξε­χά­σεις... τα μα­κα­ρό­νια να εί­ναι ΜΙ­ΣΚΟ» !

Κά­θε Σε­πτέμ­βριο, που η Θεσ­σα­λο­νί­κη …έβα­ζε τα κα­λά της για την Διε­θνή Έκ­θε­ση και τα Φε­στι­βάλ, έρ­χο­νταν κι από την Αθή­να πολ­λοί καλ­λι­τέ­χνες και ο ΄Αλ­κης διορ­γά­νω­νε εκ­δη­λώ­σεις και πα­ρου­σί­α­ζε κά­θε βρά­δυ ένα πρό­γραμ­μα. Τό­τε τα λε­γό­με­να «οι­κο­γε­νεια­κά κέ­ντρα δια­σκε­δά­σε­ως» στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ήσα­νε λι­γο­στά : το Λου­ξεμ­βούρ­γο, η Ρέμ­βη, το Delice — εκεί πρω­το­τρα­γού­δη­σε, χο­ντρού­λα με γυα­λά­κια και φου­ρό, η Μού­σχου­ρη, και στο κέ­ντρο της πό­λης, στην Αρι­στο­τέ­λους, το Πι­κα­ντί­λι…

Ο «διασκεδαστής» της νιότης μου


Μέ­σα σ’ αυ­τήν την πε­ρί­ο­δο λοι­πόν ο Άλ­κης κα­θό­ρι­ζε, κά­θε χρό­νο, μια ιδιαί­τε­ρη βρα­διά — δι­κή του κα­τά κά­ποιο τρό­πο, που την λέ­γα­νε «τι­μη­τι­κή». Σ’ αυ­τήν τη βρα­διά, εκτός από το πρό­γραμ­μα του κέ­ντρου, ανέ­βαι­ναν από την Αθή­να ει­δι­κά για να τον τι­μή­σουν πολ­λοί συ­νά­δελ­φοί του, κον­φε­ραν­σιέ, όπως ο Γιώρ­γος Οι­κο­νο­μί­δης, ο Όμη­ρος Αθη­ναί­ος, ο ΄Ικα­ρος κ.ά. Το τι ανέκ­δο­τα και πει­ράγ­μα­τα «πέ­φτα­νε» εκα­τέ­ρω­θεν δε λέ­γε­ται… Με­ρι­κές απ’ αυ­τές τις βρα­διές πα­ρέ­σερ­να και τους γο­νείς μου και κλεί­να­νε τρα­πέ­ζι με τους φί­λους τους.

Ο «διασκεδαστής» της νιότης μου


Με τον ΄Αλ­κη αξιώ­θη­κα να γνω­ρί­σω και να απο­λαύ­σω από κο­ντά εξαί­ρε­τους καλ­λι­τέ­χνες, τη Βέ­μπο, τον Μου­ζά­κη, Τη Νέλ­λυ Μά­νου, την …δις… γυ­ναί­κα του ( για όσους δεν ξέ­ρουν : τη νυμ­φεύ­τη­κε, χω­ρί­σα­νε ...κι ύστε­ρα από λί­γα χρό­νια εκεί­νη τον πα­ντρεύ­τη­κε, δεύ­τε­ρη φο­ρά ! ) Η Νέλ­λυ Μά­νου ήταν αξε­πέ­ρα­στη σε τρα­γού­δια «τζα­ζί­στι­κα» με τις ορ­χή­στρες Ρου­χω­τά και Μου­ζά­κη. Τον Μα­ρού­δα, το Γού­να­ρη, τη Σού­λη Σα­μπάχ με τον άν­δρα της, τον ηθο­ποιό Δη­μή­τρη Νι­κο­λαϊ­δη, τον Αλέ­κο Σα­κελ­λά­ριο κ.ά.

Με­τά… Με­τά χα­θή­κα­με… Ήρ­θε η χού­ντα… «Δέ­σα­με την καρ­διά μας και με­γα­λώ­σα­με»… Ο Άλ­κης πή­γε στην Αθή­να, στην Πά­τρα. Ο Άλ­κης χά­θη­κε

Κα­μιά φο­ρά – σπά­νια εί­ναι αλή­θεια, που κλεί­νω τα μά­τια να χα­λα­ρώ­σω, βρί­σκο­μαι πά­λι στο Λου­ξεμ­βούρ­γο. Πά­νω στο τρα­πέ­ζι, σ’ ένα μπολ, βά­ζου­νε ένα κομ­μά­τι πά­γο με λί­γα κα­θα­ρι­σμέ­να αμύ­γδα­λα και πλάι, σε λα­δό­κολ­λα, μια χού­φτα αλά­τι. Αρι­στε­ρά μου βλέ­πω τους σκε­λε­τούς απ’ τα καϊ­κια στο καρ­νά­γιο… Το πρό­γραμ­μα ακό­μα να αρ­χί­σει. Με πλη­σιά­ζει ένας κύ­ριος μ’ ένα πι­κρό χα­μό­γε­λο…. Με ελα­φρά υπό­κλι­ση βά­ζει στον αρι­στε­ρό του ώμο ένα λευ­κό πα­νί, στη­ρί­ζει το βιο­λί κι αρ­χί­ζει να παί­ζει – λί­γο φάλ­τσα... «Θα σε πά­ρω να φύ­γου­με»…

Εί­ναι αρ­γά, Τα φώ­τα χα­μη­λώ­νουν και σβή­νουν. Πό­τε πέ­ρα­σε η ώρα… Ο κό­σμος άδεια­σε... Οι καλ­λι­τέ­χνες έφυ­γαν.

( « Όλα φεύ­γουν, όλοι φεύ­γουν
που να πά­ρει ο διά­βο­λος ! » ; όπως έλε­γε ο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης. )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: