Σιβηρικός απόπατος (1979)

Σιβηρικός απόπατος (1979)

Θέ­λω άνε­ση σουί­τας / εί­μαι ποι­η­τής της ήτ­τας
Μα­νού­σος Φάσ­σης ( Μ. Α. )

Ο «Ρα­γιάς», για την ακρί­βεια η ιδέα του «Ρα­γιά» (για­τί ο «Ρα­γιάς», τε­λι­κά, ιδέα ήταν και όχι «επι­χεί­ρη­ση») γεν­νή­θη­κε το με­ση­μέ­ρι της 19ης Οκτω­βρί­ου του ... σω­τη­ρί­ου έτους 1979, στου Από­τσου. Για όσους δεν τον ήξε­ραν, πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σω ότι ο Από­τσος δεν ήταν μαιευ­τι­κή κλι­νι­κή, αλ­λά ου­ζά­δι­κο και στέ­κι της πα­λιό­τε­ρης Αθή­νας.
Εκεί­νη τη χρο­νιά εί­χα κα­τέ­βει απ’ τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για πολ­λο­στή φο­ρά στην πρω­τεύ­ου­σα να τα βρού­με με την… «με­γά­λη μας φί­λη» (εν­νοώ, προς απο­φυ­γήν τυ­χόν πα­ρε­ξη­γή­σε­ως, την Εθνι­κή Τρά­πε­ζα της Ελ­λά­δος, και μά­λι­στα στην έδρα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας της, δη­λα­δή επί του τε­τρα­γώ­νου της πλα­τεί­ας Κο­τζιά). Ήμου­να στην πε­ρί­ο­δο που ήθε­λα –σε συ­νέ­χεια και εξέ­λι­ξη της δου­λειάς στην οποία με­τεί­χα από το 1965–, να προ­χω­ρή­σω στην πε­ραι­τέ­ρω ανά­πτυ­ξη αυ­τής της μο­νά­δας πα­ρα­γω­γής εξαρ­τη­μά­των αυ­το­κι­νή­των και επει­δή το project ήταν αρ­κε­τά με­γά­λο (248 εκα­τομ­μύ­ρια δραχ­μές, δη­λα­δή ση­με­ρι­νά κά­που 6 εκα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ) εί­χα­με προ­σφύ­γει, με τους υπό­λοι­πους με­τό­χους, στην «με­γά­λη μας φί­λη». Έλα όμως που οι... με­ντε­σέ­δες της πόρ­τας της έτρι­ζαν και ήθε­λαν λά­δω­μα, κι εμείς –άπει­ροι ακό­μα–, δεν συ­ναι­νού­σα­με σε τέ­τοια δια­δι­κα­σία και το πράγ­μα έσερ­νε, ενώ ο πλη­θω­ρι­σμός έτρε­χε και άλ­λα πολ­λά, και δώ­στου συ­νε­δριά­σεις και συμ­βού­λια και με­λέ­τες και αε­ρο­πο­ρι­κά τα­ξεί­δια κοκ. Αυ­τά όλα όμως εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία που θα ’πρε­πε να εί­χα «δια­σώ­σει», προ και­ρού, κά­που αλ­λού.
Σαν αντι­πε­ρα­σπι­σμό σε όλα αυ­τά (αντί­δο­το, αντι­βιο­τι­κό... κά­τι με «αντί» τέ­λος πά­ντων), και σαν προ­σπά­θεια να ισορ­ρο­πή­σω σ' εκεί­νη τη με­τα­βα­τι­κή φά­ση της ζω­ής μου, φρό­ντι­ζα να κρα­τώ επα­φή με τους «δι­κούς» μου, να τους λέω ξα­νά και ξα­νά τον πό­νο μου, ιδιαί­τε­ρα σε φί­λους του άλ­λου χώ­ρου, εκεί που πά­ντα αι­σθα­νό­μουν πως ανή­κω, σα να 'θε­λα από αυ­τούς κά­ποια συ­μπα­ρά­στα­ση. Έτσι λοι­πόν, εκεί­νο το με­ση­μέ­ρι εί­χα­με πει να βρε­θού­με με τον Γιώρ­γο Ιω­άν­νου και τον Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λο, σα γνή­σιοι «μπα­γιά­τη­δες» κα­τα­με­σής του κλει­νού άστε­ως, όπου οι δυο τους εί­χα­νε ήδη πο­λι­το­γρα­φη­θεί από χρό­νια.
Πρώ­τος πή­γε, όπως πά­ντα ακρι­βής και στην ώρα του, ο Γιώρ­γος, που διά­λε­ξε και γω­νια­κό τρα­πέ­ζι «μη μας καρ­φώ­σει κα­νέ­να ρεύ­μα, ή μά­τι», όπως εί­πε. Με το που φι­λη­θή­κα­με και του ’δω­σα μιαν αρ­μα­θιά λου­κά­νι­κα με πρά­σο και σκόρ­δο, που του εί­χα φέ­ρει από τη Χαλ­κη­δό­να (μό­νο αυ­τά πια λα­χτα­ρού­σε από την ευ­ρύ­τε­ρη Θεσ­σα­λο­νί­κη, την... κα­κούρ­γα μά­να που διώ­χνει τα παι­διά της), μου λέ­ει λί­γο βουρ­κω­μέ­νος «Σ' εί­χα πο­λύ στο νου μου για­τί σε εί­δα άσχη­μο όνει­ρο ότι… πα­ντρευό­σουν, και σκέ­φθη­κα πως έχεις πά­λι στε­νο­χώ­ριες».
Τι ήθε­λε και το 'πε ο καη­μέ­νος. Τον έπρη­ξα στις δι­η­γή­σεις και σε ατέ­λειω­τες λε­πτο­μέ­ρειες. Κα­λά μου το 'χε πει, από το 1964 ακό­μα, ο Βα­σί­λης ο Βα­σι­λι­κός «εσύ δε θα γρά­ψεις πολ­λά για­τί μι­λάς πο­λύ!». Άρ­χι­σα λοι­πόν να του εξι­στο­ρώ την προη­γού­με­νη μέ­ρα μου και το πώς βρέ­θη­κα... στη «Με­γά­λη Βρε­τα­νία»!
Το πο­τή­ρι ξε­χεί­λι­σε πια, Γιώρ­γο... Με το που έφυ­γα πά­λι άπρα­κτος απ’ την Εθνι­κή, από τα γρα­φεία τους με τα περ­σι­κά χα­λιά και τους πο­λυ­ε­λαί­ους, και βγή­κα έξω στον κα­θα­ρό αέ­ρα, κα­τα­με­σή­με­ρο κι ενώ ο ήλιος έλα­μπε, εγώ τον έβλε­πα σαν… μαύ­ρο κό­κα­λο. Ε, όχι κι έτσι! εί­πα από μέ­σα μου, δε θα χα­θού­με κιό­λας. Και μια και δυο πάω Δει­νο­κρά­τους, στου Άγ­γε­λου που με φι­λο­ξε­νού­σε, παίρ­νω τη βα­λί­τσα μου κι ένα τα­ξί και τρα­βάω κα­τ' ευ­θεί­αν στη «Με­γά­λη Βρε­τα­νία». Ήθε­λα, και μπο­ρεί να το βρεις μά­ταιο, μία επι­βε­βαί­ω­ση. Λε­φτά δε ζη­τού­σα –και μά­λι­στα με το αζη­μί­ω­το– και το σέρ­να­νε κο­ντά δυο χρό­νια; Και με ξευ­τέ­λι­ζαν με ανα­βο­λές κι ανα­μο­νές; Λοι­πόν, θέ­λη­σα εκεί­νη τη στιγ­μή κά­ποιο στή­ριγ­μα, έστω και μα­ταιό­δο­ξο. Μπο­ρού­σα τό­τε ακό­μα, να πλη­ρώ­σω ένα, δύο και πε­ρισ­σό­τε­ρα βρά­δια σε ένα ακρι­βό ξε­νο­δο­χείο. Να με πε­ρι­ποιού­νται εί­κο­σι τέσ­σε­ρις ώρες το ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο, και εγώ, απ' τα ψη­λά μπαλ­κό­νια, να βλέ­πω τους μι­κρούς αν­θρώ­πους και τα πε­ρι­στέ­ρια...
Με το που μπή­κα στο δω­μά­τιο, τί δω­μά­τιο δη­λα­δή –αυ­τό που μού 'δω­σαν ήτα­νε σαν μι­κρή σουί­τα–, χτυ­πάω το room service και τι πα­ραγ­γέλ­νω, Γιώρ­γο; ... Ένα χα­μο­μή­λι! Να ηρε­μή­σω, που να πά­ρει ο διά­ο­λος. Ανά­βω κι ένα Άρω­μα και βγαί­νω στο μπαλ­κό­νι χα­ζεύ­ο­ντας τους ευ­ζώ­νους. Εκεί που άρ­χι­σα ν' ανα­ρω­τιέ­μαι πό­τε θα τα… βρο­ντή­ξου­νε κι αυ­τοί, χτυ­πά­ει δια­κρι­τι­κά η πόρ­τα. Και μπαί­νει το ... χα­μο­μή­λι! Ναι, αλ­λά πώς μπή­κε! Ένας ψη­λός και ηλι­κιω­μέ­νος σερ­βι­τό­ρος, με κά­τι σαν γι­λέ­κο φρά­κου και άσπρα γά­ντια, έσπρω­χνε με τη δέ­ου­σα προ­σο­χή ένα table roullante με απα­στρά­πτο­ντα λι­νά και πά­νω του, μέ­σα σε εκ­θαμ­βω­τι­κά ασή­μια και πορ­σε­λά­νες ήσαν επι­με­λώς το­πο­θε­τη­μέ­να τρία-τέσ­σε­ρα εί­δη ζά­χα­ρες, τρία δα­μά­σκη­να με μι­σή κα­ρυ­δό­ψι­χα μες στο κα­θέ­να, λε­μό­νι κομ­μέ­νο στη μέ­ση και τυ­λιγ­μέ­νο μέ­σα σε τού­λι ( για να κρα­τά­ει τα κου­κού­τσια, ντε!) και βέ­βαια το χα­μο­μή­λι μου, που άχνι­ζε ... κα­τα­πραϋ­ντι­κά. Άντε και ... «μπιπ» τώ­ρα, σκέ­φθη­κα για την με­γά­λη, εθνι­κή μας φί­λη, της ... πλα­τεί­ας Κο­τζιά!
«Θα το πιεί­τε στη βε­ρά­ντα;», ρω­τά­ει (κα­τά Eliot!) ο «elderly waiter», και με το που ση­κώ­νει τα μά­τια του και με βλέ­πει, πα­θαί­νει την πλά­κα του ο άν­θρω­πος. Πε­ρί­με­νε να δει κα­νέ­να... χού­φτα­λο, και αντι­κρύ­ζει εμέ­να, ού­τε καν σα­ρά­ντα, να σφύ­ζω από ζωή και... νεύ­ρα! «Ευ­χα­ρι­στώ, άφη­σέ το εδώ», λέω, υπο­γρά­φω και του δί­νω, Γιώρ­γο μου, pourboire που λέ­νε, ένα πε­ντα­κο­σά­ρι­κο – έτσι... για να τον ετοι­μά­σω ψυ­χι­κά και σω­μα­τι­κά για τα βρα­δι­νά whiskies, που θα ακο­λου­θού­σαν.

*

Εκεί­νη τη στιγ­μή κα­τέ­φθα­σε, ευ­τυ­χώς, με θριαμ­βι­κά επι­φω­νή­μα­τα, ο Διο­νύ­σης και άφη­σα στην ... μπά­ντα του Άγνω­στου Στρα­τιώ­τη τη «Με­γά­λη Βρε­τα­νία»!
«Θρί­αμ­βος! Το κα­τα­φέ­ρα­με και πά­λι παι­διά... ο Ελύ­της πή­ρε το Νό­μπελ! Τώ­ρα που ερ­χό­μουν στα­μά­τη­σα δύο φο­ρές στο δρό­μο και το 'λε­γαν στο ρά­διο... Γι’ αυ­τό άρ­γη­σα!». Και με­τά, απευ­θυ­νό­με­νος στο γκαρ­σό­νι, «εγώ θα πά­ρω κε­φτε­δά­κια και ... πα­ρα­κα­λώ, μπο­ρεί­τε να βά­λε­τε λί­γο δυ­να­τό­τε­ρα το ρα­διό­φω­νο να απο­λαύ­σου­με την επι­τυ­χία μας...;»
Όπως ήταν φυ­σι­κό, μας συ­νε­πή­ρε ένας κοι­νός εν­θου­σια­σμός. Εγώ άφη­σα κα­τά μέ­ρος τις έξη και μία επι­φυ­λά­ξεις μου για τα Νό­μπελ, ο Γιώρ­γος γε­λού­σε τρα­ντα­χτά, κά­ποια στιγ­μή μά­λι­στα μας τρα­γού­δη­σε κι ένα πα­λιό αντι­στα­σια­κό τρα­γού­δι, που θυ­μά­μαι μό­νο ότι ήταν γε­μά­το πα­ραι­νέ­σεις, αλ­λά την «πα­ρά­στα­ση» την έκλε­ψε ο Διο­νύ­σης. Κά­θε φο­ρά που βιώ­νει κά­ποια εθνι­κή έγερ­ση (όχι...εξέ­γερ­ση!) βρί­σκε­ται σε δη­μιουρ­γι­κή ευ­φο­ρία. Αι­σιο­δο­ξεί, ελ­πί­ζει, χαί­ρε­ται και το ...εκ­πέ­μπει. Έτσι κι εκεί­νο το με­ση­μέ­ρι. Τα ού­ζα πή­γαι­ναν κι ερ­χό­ντα­νε, κά­ποια στιγ­μή μά­λι­στα κα­τέ­φθα­σαν ψι­λο­κομ­μέ­να και τη­γα­νι­σμέ­να, με μπό­λι­κο λε­μό­νι, μια παρ­τί­δα απ' τα λου­κά­νι­κα της Χαλ­κη­δό­νας που ο Γιώρ­γος, κρί­νο­ντας πως έπρε­πε να «θυ­σιά­σει» στην πε­ρί­στα­ση, τα εί­χε στεί­λει με τις σχε­τι­κές οδη­γί­ες στην κου­ζί­να.
Κι ο Διο­νύ­σης δε στα­μα­τού­σε τα ανέκ­δο­τα... εί­τε δι­κά του, δη­λα­δή που του εί­χα­νε συμ­βεί πραγ­μα­τι­κά, εί­τε «δά­νεια», απ’ αυ­τά που κυ­κλο­φο­ρούν και ο κα­θέ­νας μας τα διαν­θί­ζει και τα σερ­βί­ρει με το δι­κό του τρό­πο. Φε­ρ’ ει­πείν μας έλε­γε πως, κά­θε φο­ρά που περ­νού­σε από του Zonnar’s και κα­θό­ντου­σαν έξω ο Χα­τζι­δά­κις –συ­νή­θως με τον Γκά­τσο–, χαι­ρε­τού­σε τον πρώ­το με μια βα­θειά υπό­κλι­ση και τη φρά­ση «Χαί­ρε, ω με­γά­λε βε­ζύ­ρη!» και το ωραιό­τε­ρο ήταν πως το εν­νο­ού­σε, με τον προ­σή­κο­ντα σε­βα­σμό και δέ­ος. Αυ­τό ήταν κα­τά κά­ποιο η συ­νέ­χεια εκεί­νου του αξέ­χα­στου «Χα­τζΙ­δά­κια μ ’, Θε­ο­δω­ρά­κια μ’, ει­σείς τρώ­τι κι πί­νι­τι κι ’μέ­να μι τρώ­ει η αρ­κού­δα...»
Και ένα που θυ­μά­μαι από τα άλ­λα:


Μπαί­νει μiα κυ­ρία των βο­ρεί­ων προ­α­στί­ων σε μα­γα­ζί με αντί­κες στο Κο­λω­νά­κι. Ο αντι­κέρ, βα­θειά υπό­κλι­ση και χει­ρο­φί­λη­μα: «Κυ­ρία μου, πο­λύ και­ρό μας στε­ρή­σα­τε τη χα­ρά της πα­ρου­σί­ας σας. Σε τί θα μπο­ρού­σα να σας εξυ­πη­ρε­τή­σω;» – «Έλει­πα τα­ξί­δι, στη Βρα­ζι­λία…Τέ­λος πά­ντων, για σή­με­ρα θα ήθε­λα κά­τι πο­λύ εκλε­κτό» – «Τί θα λέ­γα­τε γι’ αυ­τό; ...Κοι­τάξ­τε το... Ένας υπέ­ρο­χος Βού­δας από γνή­σιο ελε­φα­ντο­στούν» – «Για όνο­μα του Θε­ού! Έχω δε­κά­δες από δαύ­τους. Θέ­λω κά­τι ασυ­νή­θι­στο» – «Ω, μα τό­τε έχω για σας αυ­τά τα δύο υπέρ­λα­μπρα πα­γώ­νια από γνή­σια πορ­σε­λά­νη Πρά­γας. Το ένα μά­λι­στα έχει ανοί­ξει και την ου­ρά του» – «Ού­τε που το συ­ζη­τώ ! Έχω ορ­κι­σθεί απο 'δω κι εμπρος να αγο­ρά­ζω πια μο­να­δι­κά objects» – «Αγα­πη­τή μου, τώ­ρα κα­τά­λα­βα. Νο­μί­ζω πως έχω κά­τι εξαι­ρε­τι­κό, μό­νο για το δι­κό σας, το λε­πτό γού­στο, φυ­λαγ­μέ­νο από βέ­βη­λα μά­τια και χέ­ρια, στο υπό­γειο. Ελά­τε μα­ζί μου...» – «Μα, πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται;... θα ήθε­λα πρώ­τα να ξέ­ρω...» – «Κυ­ρία μου, γνω­ρί­ζω πως εί­στε υπε­ρά­νω τι­μής, γι’ αυ­τό θα σας δεί­ξω έναν ανε­κτί­μη­το σι­βη­ρι­κό από­πα­το. Πα­ρα­κα­λώ... ακο­λου­θή­στε με». 
Όσο κα­τέ­βαι­ναν, τό­σο εκεί­νη το γύ­ρι­ζε και το ξα­να­γύ­ρι­ζε στο νου της: ...Σι­βη­ρι­κό από­πα­το... Το έβρι­σκε εξαι­ρε­τι­κά πρω­τό­τυ­πο. Και μό­νο η ονο­μα­σία του: «Σι­βη­ρι­κός από­πα­τος»... Μά­λι­στα! Ήδη φα­ντά­ζο­νταν την έκ­πλη­ξη που θα δο­κί­μα­ζαν οι φί­λες της... Θα έσκα­γαν απ' το κα­κό τους! Φθά­σα­νε σε μία αρα­χνια­σμέ­νη γω­νιά του υπο­γεί­ου. Ο αντι­κέρ στα­μά­τη­σε με ση­μα­σία μπρο­στά σε ένα σκάμ­μα με άμ­μο, που μέ­σα του ήσαν μπηγ­μέ­νοι δύο σι­δε­ρέ­νιοι λο­στοί, πάσ­σα­λοι. «Ιδού, μα­ντάμ...» – «Μα δεν κα­τα­λα­βαί­νω...», ψέλ­λι­σε εκεί­νη. – «Κυ­ρία μου, βρί­σκε­στε μπρο­στά στο μο­να­δι­κό ενα­πο­μεί­ναν δείγ­μα σι­βη­ρι­κού από­πα­του της επο­χής του τσά­ρου Νι­κο­λά­ου!» – «Ναι, βέ­βαια... Θα το πά­ρω οπωσ­δή­πο­τε. Μό­νο που... μό­νο που θα ήθε­λα, αν δεν σας κά­νει κό­πο, να μου εξη­γού­σα­τε πώς ακρι­βώς λει­τουρ­γεί...» – «Ασφα­λώς κυ­ρία μου... άλ­λω­στε η χρή­ση του σι­βη­ρι­κού από­πα­του εί­ναι απλού­στα­τη. Μό­λις αι­σθαν­θεί­τε –και να με συγ­χω­ρεί­τε–, την... ανά­γκη σας, μπή­γε­τε τον έναν πά­σα­λο στο χιό­νι και κρε­μά­τε τα ρού­χα σας. Κι όσο… ενερ­γεί­στε, με τον άλ­λο πά­σα­λο διώ­χνε­τε τους λύ­κους !»


Σί­γου­ρα θα γέ­λα­σα. Και πο­λύ. Όμως από μέ­σα μου κά­τι με έσφιγ­γε. Τους έβλε­πα χα­ρού­με­νους και δη­μιουρ­γι­κούς, να ξε­καρ­δί­ζο­νται και τους χαι­ρό­μουν, αλ­λά εγώ ήμου­να, μια ζωή, αλ­λού...
Εί­χα την αί­σθη­ση πως ήταν κιό­λας αρ­γά.
Κά­ποια στιγ­μή που έγι­νε ησυ­χία τους εί­πα: Μπο­ρεί σή­με­ρα ο Ελύ­της να πή­ρε το Νό­μπελ, αλ­λά κι εγώ πή­ρα επι­τέ­λους μιαν από­φα­ση. Τέρ­μα η αλ­λο­τρί­ω­ση, τα κο­στο­λό­για και marketing, τα projects, οι τρά­πε­ζες και οι συ­νε­δριά­σεις. Θα κά­νω ένα μα­γα­ζί, που θα του δώ­σω το όνο­μα «Ρα­γιάς» – για­τί έτσι αι­σθά­νο­μαι ακό­μα. Ένα στέ­κι με σω­στό φα­γη­τό και πο­τό για όλους μας, κά­τι σαν κα­τα­φύ­γιο.
Ο Γιώρ­γος, θυ­μά­μαι, ση­κώ­θη­κε όρ­θιος και κοι­τά­ζο­ντας και τους δυο μας στα μά­τια εί­πε «Επι­τέ­λους! Θα ελευ­θε­ρω­θείς ... Και να το ξέ­ρεις: αν δεν τη­ρή­σεις αυ­τό που απο­φά­σι­σες δε θα σου ξα­να­μι­λή­σου­με! Συμ­φω­νείς Διο­νύ­ση;»
«Βε­βαί­ως... βε­βαί­ως», συ­νη­γό­ρη­σε ο Διο­νύ­σης και πρό­σθε­σε: «Το γορ­γόν και χά­ριν έχει! Προ­τού το με­τα­νιώ­σει».
Πού να 'ξε­ραν και οι δυο, κι εγώ μα­ζί τους, το τί­μη­μα μιας τέ­τοιας… ελευ­θε­ρί­ας. 

[ Προ­δη­μο­σί­ευ­ση από το υπό έκ­δο­ση μυ­θι­στό­ρη­μα Πλά­για­σα με την Ιφι­γέ­νεια ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: