Ανεπίδοτη στον Μιχαήλ Μήτρα

Ανεπίδοτη στον Μιχαήλ Μήτρα


Μι­χα­ήλ, έχω ένα πα­ρά­πο­νο.

Εκεί­νη την Πα­ρα­σκευή του Φλε­βά­ρη που ήρ­θα στη “Βη­θα­νία” ήσου­ν’ πο­λύ σιω­πη­λός. Αν μά­λι­στα, κά­ποιες στιγ­μές, δεν μου χα­μο­γε­λού­σες, θα έμε­να με την εντύ­πω­ση πως εί­χες θυ­μώ­σει που ήρ­θα έτσι - απροει­δο­ποί­η­τα να σε δω. 
Κι όσο εσύ επέ­με­νες να μη μι­λάς, μι­λού­σα εγώ και για τους δυο μας κι ίσως σε κού­ρα­σα με τη φλυα­ρία μου. Για το πό­σο ‘σου πή­γε’ έτσι που σου ξύ­ρι­σαν τα γέ­νια και, μα­ζί με τα κι­λά που εί­χες χά­σει, ήσου­ν’ όχι μό­νο πιο όμορ­φος, αλ­λά έδει­χνες και δέ­κα, για να μην πω δε­κα­πέ­ντε χρό­νια νε­ό­τε­ρος.
Κι εί­χες μια ακί­νη­τη γλύ­κα και ηρε­μία στο πρό­σω­πο, στην έκ­φρα­σή σου, που πό­τε-πό­τε θαρ­ρείς με τρό­μα­ζε.
Σου ’λε­γα πό­σο ιδιαί­τε­ρη βρή­κα την ονο­μα­σία ... αυ­τό το “Βη­θα­νία” του οί­κου πε­ρι­θάλ­ψε­ως που σε φι­λο­ξε­νού­σε και σε φρό­ντι­ζε.
Σου πε­ριέ­γρα­ψα την τα­ρα­χή μου, κα­θώς ερ­χό­μου­να στη Νέα Μά­κρη, τις εφιαλ­τι­κές ει­κό­νες που αντί­κρι­σαν τα μά­τια μου, περ­νώ­ντας μέ­σα απ ’το κα­μέ­νο Μά­τι.
Σου έφε­ρα τα χαι­ρε­τί­σμα­τα του Βα­σι­λι­κού και του Πρα­τι­κά­κη.
Με­τά κα­τέ­φυ­γα στα τε­τριμ­μέ­να, για τον και­ρό. Σου θύ­μι­σα μέ­χρι κι εκεί­νο το πα­λιό : ο Φλε­βά­ρης κι αν φλε­βί­σει ...
Εσύ όμως επέ­με­νες ... στην πο­λυ­θρό­να αμί­λη­τος και σκε­πτι­κός.
Κά­πο­τε άνοι­ξες το κου­τί που σου έφε­ρα με ’κεί­να τα τρου­φά­κια που σου
αρέ­σουν. Μου πρό­σφε­ρες ευ­γε­νι­κά κι εμέ­να.
Ύστε­ρα έσκυ­ψες και κοί­τα­ζες επί­μο­να μια ζω­γρα­φιά σου, που μου ’χες χα­ρί­σει πριν χρό­νια, και σκέ­φθη­κα να σου φέ­ρω ένα αντί­γρα­φό της. Έσερ­νες πά­νω της αβρά τα δά­κτυ­λα σα να τη χάι­δευ­ες.
Ξαφ­νι­κά, ήρ­θαν οι άσπρες μπλού­ζες να μας θυ­μί­σουν πως θα ’πρε­πε να φύ­γω. Ήταν η ώρα του φα­γη­τού. Τό­τε, για πρώ­τη φο­ρά, ση­κώ­θη­κες όρ­θιος και κά­πως τα­ραγ­μέ­νος. Πή­ρες τα χέ­ρια μου στα χέ­ρια σου, με κοί­τα­ξες βα­θειά στα μά­τια. Εί­σαι ο Θέ­μης ψι­θύ­ρι­σες.
Μό­νο αυ­τό. Δεν πει­ρά­ζει Μι­χα­ήλ, δεν πει­ρά­ζει... Όλα τ’ άλ­λα τα πή­ρες μα­ζί σου.

Θέ­μης

( Αναρτήθηκε στο Facebook, στο χρονολόγιό μου, στις 7/3/2019 )

Ανεπίδοτη στον Μιχαήλ Μήτρα

Υστε­ρό­γρα­φο ( 1η Μαρ­τί­ου 2022 )

Μι­χα­ήλ, από πα­λιά εί­χα την απο­ρία αν αυ­τός που φεύ­γει δια­τη­ρεί αί­σθη­ση του χρό­νου. Πριν λί­γες μέ­ρες κό­ντε­ψα να το μά­θω, αλ­λά πά­λι κά­τι με κρά­τη­σε. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, πέ­ρα­σαν τρία χρό­νια που έχου­με να ιδω­θού­με. Έρι­ξες μαύ­ρη πέ­τρα πί­σω σου. Κι αυ­τό εί­ναι μια κα­τα­λυ­τι­κή κυ­ριο­λε­ξία, που σκε­πά­ζει και δια­γρά­φει όλες τις ση­μα­σί­ες, όπως τα πε­ρισ­σό­τε­ρα “ποι­ή­μα­τα” που ζω­γρά­φι­ζες “σε κρί­ση”.

Τι άλ­λο να σου πω ; Μέ­σα σε τρία χρό­νια γεν­νιού­νται και σβή­νο­νται τό­σα. Τα κα­τα­πί­νει το σκο­τά­δι. Θα αρ­κε­σθώ στο σή­με­ρα. Από τα ‘άγρια’ ξη­με­ρώ­μα­τα – δεν ξέ­ρω τι μ’ έπια­σε, και διά­βα­σα αρ­κε­τές ... φω­το­γρα­φί­ες σου, απ’ τις οποί­ες ξε­χώ­ρι­σα τρεις που τις έδω­σα μα­ζί με αυ­τό το γράμ­μα στον Χάρ­τη στο δια­δί­κτυο. Πα­ρε­πό­με­να, μέ­σα σ’ αυ­τόν τον απέ­ρα­ντο κό­σμο – εκτός από φί­λους, ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς που σε θυ­μού­νται, όσοι δεν πρό­λα­βαν να σε γνω­ρί­σουν, ή εί­ναι απλώς ‘πε­ρα­στι­κοί’, ίσως να έχουν άγνοια ή απο­ρί­ες ποιόν ακρι­βώς αφο­ρά αυ­τό το ‘προ­σω­πι­κό’ ση­μεί­ω­μα. Μη γε­λάς ! Θυ­μά­σαι το 1993 που βλέ­πα­με μα­ζί τη­λε­ό­ρα­ση και, πε­ρι­μέ­νο­ντας την εκ­πο­μπή που μας εν­διέ­φε­ρε, ‘πέ­σα­με’ σ’ ένα τη­λε­ο­πτι­κό παι­χνί­δι, τη στιγ­μή που ο πα­ρου­σια­στής έκα­νε την τε­λευ­ταία ερώ­τη­ση “Ποιός εί­ναι ο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης” ... Και ο ερω­τώ­με­νος παί­κτης, με­τά από ...σκέ­ψη : Πο­δο­σφαι­ρι­στής... Νο­μί­ζω αρι­στε­ρό εξ­τρέμ στην ‘Πα­να­χαϊ­κή’ !
Κα­λώς ή κα­κώς λοι­πόν, εγώ θέ­λω να συ­μπλη­ρώ­σω εδώ λί­γα από τα... αυ­το­νό­η­τα για ’σέ­να κι εσύ, κα­λύ­τε­ρα ... μη τα δια­βά­σεις.

Φυ­λά­ξου από την υγρα­σία,
Θέ­μης.

Θ.Λ. και Μιχαήλ Μήτρας
Θ.Λ. και Μιχαήλ Μήτρας

Ο Μι­χα­ήλ Μή­τρας γεν­νή­θη­κε στο Βό­λο το 1944 και πέ­θα­νε στη Νέα Μά­κρη Ατ­τι­κής στις 6 Μαρ­τί­ου του 2019. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης και ρα­διο­σκη­νο­θε­σία στο City Literary Institute του Λον­δί­νου, όπου έζη­σε για 4 χρό­νια ερ­γα­ζό­με­νος σαν επι­με­λη­τής σύ­ντα­ξης πο­λι­τι­στι­κών εκ­δό­σε­ων και πα­ρα­γω­γός ρα­διο­φω­νι­κών εκ­πο­μπών στο ελ­λη­νι­κό τμή­μα του BBC (1979-1983). Επι­στρέ­φο­ντας, υπήρ­ξε συ­νερ­γά­της της Ελ­λη­νι­κής Ρα­διο­φω­νί­ας , στο πρώ­το και τρί­το πρό­γραμ­μα (1984-2003). Έγρα­ψε βι­βλία ποί­η­σης και πε­ζο­γρα­φί­ας που κι­νού­νται στο χώ­ρο της νε­ω­τε­ρι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Ασχο­λή­θη­κε κυ­ρί­ως με την οπτι­κή ποί­η­ση και ζω­γρα­φι­κή, με συμ­με­το­χή και έρ­γα Mail Art σε ατο­μι­κές και ομα­δι­κές εκ­θέ­σεις στην Ελ­λά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Εί­χε πα­ντρευ­τεί την ποι­ή­τρια Να­τά­σα Χα­τζη­δά­κη.
Το 1997 πρό­τει­νε στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, στην οποία ήταν από τα ιδρυ­τι­κά μέ­λη, να ορι­στεί μια ημέ­ρα για τον εορ­τα­σμό της ποί­η­σης στην Ελ­λά­δα, αλ­λά και σε άλ­λες χώ­ρες. Την πρό­τα­ση υιο­θέ­τη­σε το Δ.Σ με πρό­ε­δρο της Εται­ρεί­ας τον ποι­η­τή και κρι­τι­κό Κώ­στα Στερ­γιό­που­λο, ενώ το μέ­λος του Δ.Σ η ποι­ή­τρια Λύ­ντια Στε­φά­νου πρό­τει­νε ως ημέ­ρα εορ­τα­σμού την 21η Μαρ­τί­ου, που συ­μπί­πτει με την εα­ρι­νή ιση­με­ρία. Η πρώ­τη Ημέ­ρα Ποί­η­σης στην Ελ­λά­δα γιορ­τά­στη­κε από την Εται­ρεία Συγ­γρα­φέ­ων το 1998 στην πλα­τεία Κο­τζιά, και εί­χε με­γά­λη επι­τυ­χία. Την επό­με­νη χρο­νιά ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός, πρέ­σβης τό­τε της Ελ­λά­δας στην UNESCO, ει­ση­γή­θη­κε στο Εκτε­λε­στι­κό Συμ­βού­λιο του Ορ­γα­νι­σμού να ανα­κη­ρυ­χθεί η 21η Μαρ­τί­ου Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα Ποί­η­σης. Με στή­ρι­ξη πολ­λών χω­ρών, η ελ­λη­νι­κή πρό­τα­ση υπερ­ψη­φί­στη­κε και o εορ­τα­σμός της Πα­γκό­σμιας Ημέ­ρας Ποί­η­σης κα­θιε­ρώ­θη­κε από το 2000.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: