Είχε κάποια άλογα

Είχε κάποια άλογα


Η Τζόι Χάρ­τζο (Joy Harjo 1951) εί­ναι μια από τις πιο βρα­βευ­μέ­νες σύγ­χρο­νες ποι­ή­τριες της Αμε­ρι­κής. Ζει στην Τάλ­σα της Οκλα­χό­μα όπου πέ­ραν της λο­γο­τε­χνί­ας παί­ζει και μου­σι­κή με τις μπά­ντες της, εντός και εκτός συ­νό­ρων.
Το Εί­χε κά­ποια άλο­γα τυ­πώ­θη­κε πρώ­τη φο­ρά το 1983, και μι­λά­ει για τη γυ­ναι­κεία αλ­λη­λεγ­γύη, για τον πό­νο, τον σπα­ραγ­μό, την απελ­πι­σία, αλ­λά συ­νά­μα και για την αγά­πη, τη εν­δυ­νά­μω­ση, την συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, και την αφύ­πνι­ση. Εί­ναι μια εξε­ρεύ­νη­ση του γυ­ναι­κεί­ου συ­ναι­σθη­μα­τι­κού κό­σμου, βα­θειά αλ­λη­γο­ρι­κή. Ακο­λου­θούν πέ­ντε αλ­λη­λέν­δε­τα ποι­ή­μα­τά της, που φέ­ρουν το όνο­μα της συλ­λο­γής.


Η Τζόι Χάρτζο
Η Τζόι Χάρτζο


1. Εί­χε κά­ποια άλο­γα*

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα που ήταν σώ­μα­τα της άμ­μου.
Εί­χε άλο­γα που ήταν χάρ­τες ζω­γρα­φι­σμέ­νοι από αί­μα.
Εί­χε άλο­γα που ήταν δέρ­μα­τα από το νε­ρό του ωκε­α­νού.
Εί­χε άλο­γα που ήταν ο μπλε αέ­ρας του ου­ρα­νού.
Εί­χε άλο­γα που ήταν γού­να και δό­ντια.
Εί­χε άλο­γα που ήταν πη­λός και σπά­γα­νε.
Εί­χε άλο­γα που ήταν σκλή­θρες κόκ­κι­νου γκρε­μού.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα με μα­κριά, μυ­τε­ρά στή­θη.
Εί­χε άλο­γα με γε­μά­τους, κα­φέ μη­ρούς.
Εί­χε άλο­γα που γέ­λα­σαν πά­ρα πο­λύ.
Εί­χε άλο­γα που πε­τά­ξα­νε πέ­τρες σε γυά­λι­να σπί­τια.
Εί­χε άλο­γα που γλεί­ψα­νε ξυ­ρά­φια.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα που χο­ρέ­ψα­νε στα χέ­ρια της μη­τέ­ρας τους.
Εί­χε άλο­γα που νό­μι­σαν πως ήταν ήλιος και τα κορ­μιά τους έλαμ­ψαν και κά­ψαν σαν αστέ­ρια.
Εί­χε άλο­γα που χο­ρεύ­αν βαλς κά­θε βρά­δυ στο φεγ­γά­ρι.
Εί­χε άλο­γα που ήταν πά­ρα πο­λύ ντρο­πα­λά, και κα­θό­ντου­σαν ήσυ­χα στους αυ­το­σχέ­διους στά­βλους τους.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα που τους άρε­σαν τρα­γού­δια του χο­ρού Creek Stomp.
Εί­χε άλο­γα που κλά­ψα­νε στη μπί­ρα τους.
Εί­χε άλο­γα που φτύ­σα­νε σε αρ­σε­νι­κές βα­σί­λισ­σες που τα εί­χαν κά­νει να φο­βού­νται τη σκιά τους.
Εί­χε άλο­γα που εί­παν πως δεν φο­βή­θη­καν.
Εί­χε άλο­γα που εί­παν ψέ­μα­τα.
Εί­χε άλο­γα που εί­παν την αλή­θεια, που απο­γυ­μνώ­θη­καν από τις γλώσ­σες τους.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα που λε­γό­ντου­σαν, “άλο­γο”.
Εί­χε άλο­γα που λε­γό­ντου­σαν “πνεύ­μα” και κρά­τη­σαν τις φω­νές τους μυ­στι­κές και για τα ίδια.
Εί­χε άλο­γα που δεν εί­χαν ονό­μα­τα.
Εί­χε άλο­γα που εί­χαν βι­βλία από ονό­μα­τα.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα που ψι­θυ­ρί­ζαν στο σκο­τά­δι, που ήταν φο­βι­σμέ­να να μι­λή­σουν.
Εί­χε άλο­γα που ουρ­λιά­ζαν από φό­βο για τη σιω­πή, που κρα­δαί­να­νε μα­χαί­ρια για να προ­στα­τευ­τούν από φα­ντά­σμα­τα.
Εί­χε άλο­γα που πε­ρι­μέ­ναν για την κα­τα­στρο­φή.
Εί­χε άλο­γα που πε­ρι­μέ­ναν για την ανά­στα­ση.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.

Εί­χε άλο­γα που πέ­φταν στα γό­να­τά τους για οποιον­δή­πο­τε σω­τή­ρα.
Εί­χε κά­ποια άλο­γα που πί­στε­ψαν πως η ακρι­βή τους τι­μή τα εί­χε σώ­σει.
Εί­χε κά­ποια άλο­γα που προ­σπά­θη­σαν να τη σώ­σουν, που σκαρ­φά­λω­ναν στο κρε­βά­τι της το βρά­δυ και προ­σεύ­χο­νταν ενώ τη βί­α­ζαν.

Εί­χε κά­ποια άλο­γα.
Εί­χε κά­ποια άλο­γα που αγα­πού­σε.
Εί­χε κά­ποια άλο­γα που μι­σού­σε.
Αυ­τά ήταν τα ίδια άλο­γα.



*Εδώ, με τη μπάντα Poetic Justice ακούγεται η ίδια να το επιτελεί
:


2. Δυο άλο­γα

Νό­μι­σα πως ο ήλιος που τρύ­πα­γε τα Σάν­γκρε Ντε Κρί­στο
Όρη ήταν αρ­κε­τός, και πως
             άγρια μο­σχά­τα αρώ­μα­τα στο σώ­μα μου με­τά
από με­γά­λες νύ­χτες σπαρ­μέ­νες όνει­ρα θα μπο­ρού­σαν
                         να με ξε­δι­πλώ­σου­νε στην ίδια.

Νό­μι­σα πως ο χο­ρός μου μο­να­χά μέ­σα από κό­σμους
πε­ρί­ερ­γους και εκ­κε­ντρι­κούς που κα­μιά άλ­λη δεν ήξε­ρε
                        θα με συ­ντη­ρού­σε. Εν­νοώ
                                                 πράγ­μα­τι έμα­θα να κι­νού­μαι
                                                                 εντέ­λει
και πως να ανα­γνω­ρί­ζω φω­νές πέ­ραν των πιο οι­κεί­ων.
                         όμως εσύ πρέ­πει να με­γά­λω­σες μέ­σα από
                                                                 χί­λια χρό­νια ονει­ρο­πό­λη­σης
                        ακρι­βώς όπως δεν μπό­ρε­σα να σε φα­ντα­στώ πο­τέ.
                                                                 Πρέ­πει να
                                                                                 λευ­τε­ρώ­θη­κες από έναν άλ­λον ου­ρα­νό
για εδώ, για­τί
                         τώ­ρα σε βλέ­πω σαν μέ­ρος των εκα­τομ­μυ­ρί­ων
άλ­λων συ­μπά­ντων που πί­στε­ψα ότι πο­τέ δεν θα προ­κύ­πτα­νε
                         σε αυ­τή την ανα­πνοή.

                                                                                Και σε ξέ­ρω όπως εγώ, τα­ξι­δεύ­ο­ντας.
Στα μά­τια σου και μό­νο εί­ναι πολ­λές αποι­κί­ες αστε­ριών
                                                                                 και άλ­λων κυ­κλι­κών πλα­νη­τι­κών κι­νή­σε­ων.
                                                 Και έπει­τα τα δά­χτυ­λά σου, το γλυ­κό άρω­μα
                                                 των μαλ­λιών, και
                                                                                 η απα­λή σφι­χτή κοι­λιά σου.
Η καρ­διά μου έχει παρ­θεί από σέ­να
                         και αυ­τά τα πρω­ι­νά εί­μαι ένα άλο­γο που καλ­πά­ζει προς
έναν ρα­γι­σμέ­νο ου­ρα­νό όπου αμέ­τρη­τες μέ­ρες
                                                                                 με­ρώ­νου­νε ταυ­τό­χρο­να.
Υπάρ­χουν δυο φεγ­γά­ρια στον ορί­ζο­ντα
και για σέ­να
                         έχω λυ­θεί.

3. Άλο­γα που πνί­γο­νται

Λέ­ει πως θα αυ­το­κτο­νή­σει. Εί­μαι χί­λια μί­λια μα­κριά.
Ακού­γο­ντας.
                         Τη φω­νή της σε έναν ωκε­α­νό
ήχου τη­λε­φώ­νου. Γκρί­ζος ου­ρα­νός
και σχε­δόν ηλιο­βα­σί­λε­μα· δεν τη ρω­τάω πως.
Εί­μαι ήδη εξοι­κειω­μέ­νη με τα όπλα:
ένα εστια­τό­ριο που δεν θα την εξυ­πη­ρε­τού­σε,
το πιο αμυ­δρό χα­μό­γε­λο, ένα ακό­μα πο­τό.
Και ακό­μη και αν δεν ήμουν πιο κο­ντά
στην άκρη του γκρε­μού από το ομι­λούν
κα­λώ­διο θα ήμουν και πά­λι ένας κα­θρέ­φτης,
ένα άλ­λο τρε­χού­με­νο άλο­γο.

Η δια­φυ­γή της εί­ναι η δι­κή μου.
Της λέω, ναι. Ναι. Καλ­πά­ζου­με
για μια ανά­σα πέ­ρα από την από­στα­ση.
Νυ­χτε­ρι­νός άνε­μος στο διά­βα μας, το κάλ­πα­σμα
άλ­λη-ζωή.

Κα­νέ­νας ήχος.
Κα­νέ­νας ήχος.


4. Άλο­γα του Πά­γου

Αυ­τά εί­ναι αυ­τά που ξε­φύ­γα­νε
αφό­του το τε­λευ­ταίο κυ­νή­γι στρά­φη­κε εγκάρ­σια·
Εί­ναι τα πιο επι­κίν­δυ­να.
Αυ­τά εί­ναι τα πιο καυ­τά,
όμως τό­σο κρύα που η γλώσ­σα σου κολ­λά­ει
σε αυ­τά και ξε­σκί­ζε­ται για­τί εί­ναι
πα­γω­μέ­νη στην κί­νη­ση από τις οπλές.
Αυ­τά εί­ναι αυ­τά που κό­ψαν τους μη­ρούς σου,
των οποί­ων το αί­μα πρέ­πει να έχεις δει στα γά­ντια
των λα­στι­χέ­νιων χε­ριών του για­τρού. Εί­ναι
τα άλο­γα που ανα­στε­νά­ξαν σαν ωκε­α­νοί, και
ένα από αυ­τά μια νε­α­ρή γυ­ναί­κα ούρ­λια­ξε δυ­να­τά·
ήταν η μό­νη.
Αυ­τά εί­ναι αυ­τά που σε βρή­κα­νε.
Αυ­τά εί­ναι αυ­τά που χο­ρο­πη­δή­σα­νε στην κοι­λιά σου.
Που κυ­νη­γή­σα­νε ελά­φια έξω από τη μή­τρα σου.
Εί­ναι τα άλο­γα του πά­γου, άλο­γα
που μπή­καν μέ­σα από το κε­φά­λι σου,
και με­τά από την καρ­διά σου,
την ητ­τη­μέ­νη σου καρ­διά.

Αυ­τά εί­ναι αυ­τά που σε αγά­πη­σαν.
Αυ­τά εί­ναι αυ­τά που σε κρα­τή­σαν
τό­σο κο­ντά που έγι­νες πλέ­ον
κομ­μά­τι τους
                         ένα άλο­γο του πά­γου
καλ­πά­ζο­ντας
                         στη φω­τιά.

5. Έκρη­ξη

Η Εθνι­κή Οδός δί­πλα στην Οκέ­μα, Οκλα­χό­μα, εξερ­ρά­γη.

                                Υπάρ­χουν λό­γοι για τα πά­ντα.
Ίσως         υπάρ­χουν νέα άτο­μα, ερ­χό­με­να εμπρός
                    γεν­νη­μέ­να από το κέ­ντρο της γης,
                    σαν εμάς, όμως άλ­λη φυ­λή.

Ίσως         θα υπάρ­ξει κά­ποιο άλ­λο χρώ­μα που κα­μία
                     δεν θα έχει ξα­να­δεί. Τό­τε ίσως να μι­ση­θούν,
                     και να ζή­σουν στο Μα­σκό­τζι στη πλευ­ρά των χνα­ριών
                     που επι­βιώ­νουν Ιν­διά­νοι. (Και αυ­τοί εί­ναι που θα έρ­θουν να μας σώ­σουν.)

Ίσως          υπάρ­χουν σαύ­ρες που έρ­πο­νται από πο­τά­μια λά­βας
                     από τον πυ­ρή­να του πλα­νή­τη αυ­τού,
                                                 ερ­χό­με­νες να φέ­ρουν βρο­χή
                      να χο­ρέ­ψουν για το κα­λα­μπό­κι,
                      να θέ­σουν λι­βά­δια από γλώσ­σες χτυ­πώ­ντας στη σκο­τει­νή
                      γη, ένας κά­ποιου τύ­που χο­ρός.

Όμως ίσως η έκρη­ξη ήταν άλο­γα,
                                                 ορ­μώ­με­να από την τρε­λή γη
δί­πλα στην Οκέ­μα. Ήταν μια βί­αιη γέν­να,
πε­τά­ξα­νε από το έδα­φος στα δέ­ντρα
                                                 να πε­ρι­μέ­νουν νυ­χτε­ρι­νές του δει­λι­νού
φο­ρά­δες να τα κυ­νη­γή­σουν:

        τό­τε                 μέ­σα στην υγρή γη της Οκλα­χό­μα
        τό­τε                 οι ομ­φά­λιοι λώ­ροι τους δε­μέ­νοι στην πύ­ρι­νη καρ­διά
        τό­τε                 τα­ξι­δεύ­ουν βό­ρεια και νό­τια, ανα­το­λι­κά και δυ­τι­κά
        τό­τε                 σε μου­σκε­μέ­να ενώ σε­ντό­νια τα με­σά­νυ­χτα όταν όλες
                                   κοι­μού­νται και το μω­ρό ονει­ρεύ­ε­ται να κο­λυ­μπά­ει στον
                                   πυθ­μέ­να του πνι­γη­ρού πο­τα­μιού.
       τό­τε                 σε βα­τρά­χια που βγή­καν από τη γη να
                                   δού­νε για βρο­χή
       τό­τε                 μια Creek γυ­ναί­κα που χο­ρεύ­ει κου­νώ­ντας τους σπό­ρους στα κό­κα­λά της
       τό­τε                 Νό­τια Ντα­κό­τα, Μέ­ξι­κο, Ια­πω­νία και Μα­νί­λα
       τό­τε                 στο Μαϊ­ά­μι να σα­ρώ­σει τα μα­χαι­ρο­βγάλ­τι­κα πρό­σω­πα του μί­σους.

Κά­ποιες δεν θα τα δού­νε.

Αλ­λά κά­ποιες θα δού­νε τα άλο­γα με τις καρ­διές τους από κοι­μώ­με­να ηφαί­στεια
Και θα αφυ­πνι­στούν από­το­μα
                        πέ­ραν των σω­μά­των τους
                                                να δουν ποιες έχουν γί­νει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: