Κώστας Καρυωτάκης: «Φυγή»

Μια π-ητική μετατροπή


Ο αριθ­μός π (γνω­στό και ως στα­θε­ρά του Αρ­χι­µή­δη) εί­ναι μια μα­θη­μα­τι­κή στα­θε­ρά ορι­ζό­με­νη ως ο λό­γος της πε­ρι­φέ­ρειας προς τη διά­με­τρο ενός κύ­κλου. Ο λό­γος αυ­τός εί­ναι στα­θε­ρός και ανε­ξάρ­τη­τος από το μέ­γε­θος του κύ­κλου. Ο π εί­ναι άρ­ρη­τος αριθ­μός, δη­λα­δή δεν μπο­ρεί να εκ­φρα­στεί ακρι­βώς ως λό­γος δύο ακε­ραί­ων (όπως π.χ. 22/7 που χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­νή­θως για την προ­σέγ­γι­ση του π). Κα­τά συ­νέ­πεια, η δε­κα­δι­κή απει­κό­νι­ση δεν τε­λειώ­νει πο­τέ και δεν εγκα­θί­στα­ται σε μια μό­νι­μη και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη πα­ρά­στα­ση. Με ακρί­βεια οκτώ δε­κα­δι­κών ψη­φί­ων εί­ναι ίση με 3,14159265. Τα ψη­φία φαί­νε­ται να εμ­φα­νί­ζο­νται με τυ­χαία σει­ρά, αν και αυ­τό δεν έχει απο­δει­χθεί ακό­μη. Ο π εί­ναι ένας υπερ­βα­τι­κός αριθ­μός, δη­λα­δή δεν απο­τε­λεί ρί­ζα ενός μη-μη­δε­νι­κού πο­λυω­νύ­μου με ρη­τούς συ­ντε­λε­στές. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι ο π δεν εί­ναι κα­τα­σκευά­σι­μος αριθ­μός, δη­λα­δή δεν μπο­ρεί να κα­τα­σκευα­στεί με κα­νό­να και δια­βή­τη. Συ­νε­πώς εί­ναι αδύ­να­το να τε­τρα­γω­νί­σου­με τον κύ­κλο, που ση­μαί­νει ότι δεν μπο­ρού­με με κα­νό­να και δια­βή­τη να κα­τα­σκευά­σου­με ένα τε­τρά­γω­νο που να έχει εμ­βα­δό ίσο προς το εμ­βα­δό ενός δε­δο­μέ­νου κύ­κλου.1
Ο Πλού­ταρ­χος ανα­ρω­τιέ­ται στο έρ­γο του Ερω­τή­σεις «Πῶς Πλά­των ἔλε­γε τὸν θεὸν ἀεὶ γε­ω­με­τρεῖν.2» Από αυ­τή τη φρά­ση προ­κύ­πτει και ο μνη­μο­νι­κός κα­νό­νας «Ἀεὶ ὁ Θεὸς ὁ μέ­γας γε­ω­με­τρεῖ» όπου ο αριθ­μός των γραμ­μά­των σε κά­θε λέ­ξη αντι­προ­σω­πεύ­ει το αντί­στοι­χο ψη­φίο του π, με προ­σέγ­γι­ση 5 δε­κα­δι­κών ψη­φί­ων (3,14159). Η φρά­ση φέ­ρε­ται να συ­μπλη­ρώ­θη­κε από τον κα­θη­γη­τή Μα­θη­μα­τι­κών στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών Ν. Χα­τζι­δά­κη, ως εξής: «Ἀεὶ ὁ Θεὸς ὁ Μέ­γας γε­ω­με­τρεῖ, τὸ κύ­κλου μῆκος ἴνα ὁρίσῃ δια­μέτρῳ, πα­ρή­γα­γεν ἀριθμὸν ἀπέ­ρα­ντον, καὶ ὅν, φεῦ, οὐδέ­πο­τε ὅλον θνη­τοί θὰ εὕρω­σι» (3,1415926535897932384626).1
Υπάρ­χουν πολ­λά ακό­μη πα­ρα­δείγ­μα­τα κει­μέ­νων διε­θνώς που χρη­σι­μο­ποιούν το π ως βα­σι­κό αυ­το­πε­ριο­ρι­σμό. Η τε­χνι­κή εί­ναι γνω­στή ως «pilish» (που εδώ με­τα­φρά­ζε­ται ως π-ητι­κή -το π-ώδης μάλ­λον πα­ρα­πέ­μπει σε ασθέ­νεια). Έχουν ανα­πτυ­χθεί διά­φο­ροι κα­νό­νες για τη συγ­γρα­φή τέ­τοιων κει­μέ­νων όσον αφο­ρά τη χρή­ση των ψη­φί­ων του π. Με­τα­ξύ άλ­λων, πιο γνω­στό π-ητι­κό κεί­με­νο εί­ναι ίσως το Cadaeic Cadenza3 του μα­θη­μα­τι­κού Mike Keith (που χρη­σι­μο­ποιεί τα πρώ­τα 3835 ψη­φία του π). Το κεί­με­νο ξε­κι­νά εν­σω­μα­τώ­νο­ντας μία πα­λαιό­τε­ρη δια­σκευή του ποι­ή­μα­τος του Έντ­γκαρ Άλαν Πόε Το Κο­ρά­κι (Poe, E. Near a Raven4) από τον ίδιο τον Keith, ενώ αρ­γό­τε­ρα το κεί­με­νο μι­μεί­ται άλ­λα προ­ϋ­πάρ­χο­ντα ποι­ή­μα­τα του Σαίξ­πηρ, του Λιού­ις Κά­ρολ κ.ά. Ο ίδιος συγ­γρα­φέ­ας στη συ­νέ­χεια δη­μο­σί­ευ­σε το π-ημα Not A Wake,5 φτά­νο­ντας τα 10.000 ψη­φία του π.

Για την πα­ρού­σα άσκη­ση επι­λέ­χθη­κε το κεί­με­νο Φυ­γή του Κ. Γ. Κα­ρυω­τά­κη προς π-ητι­κή με­τα­τρο­πή. Η Φυ­γή γρά­φτη­κε το 1928 και δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1929.6 Όπως και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα τε­λευ­ταία κεί­με­να του Κα­ρυω­τά­κη, εί­ναι σε πε­ζό λό­γο. Κα­τα­γρά­φει τις σκέ­ψεις ενός αν­θρώ­που που κα­θώς συν­θλί­βε­ται από το άχθος της ίδιας του της ύπαρ­ξης ανα­ζη­τά τη φυ­γή από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Η με­τα­τρο­πή του κει­μέ­νου έγι­νε με την ακό­λου­θη μέ­θο­δο. Κά­θε λέ­ξη με n γράμ­μα­τα αντι­προ­σω­πεύ­ει:

            Το ψη­φίο n αν n < 10
                Το ψη­φίο 0 αν n ≥ 10.

    Δεν προ­σμε­τρή­θη­καν στις λέ­ξεις το όνο­μα του συγ­γρα­φέα, ο τί­τλος, οι λα­τι­νι­κοί αριθ­μοί των υπο­ε­νο­τή­των, ού­τε και τα ση­μεία στί­ξης. Χρειά­στη­καν 283 ψη­φία του π για τη με­τα­τρο­πή, δυ­στυ­χώς αρ­κε­τά μα­κριά από το λε­γό­με­νο Ση­μείο Φάιν­μαν,7 μια σει­ρά έξι 9α­ριών που ξε­κι­νά από τη 762η δε­κα­δι­κή θέ­ση, το οποίο και ο γρά­φων ήλ­πι­ζε κρυ­φά πως θα κλη­θεί να αντι­με­τω­πί­σει.

    Εύ­κο­λα αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πως η αυ­στη­ρή μα­θη­μα­τι­κή δο­μή της με­τα­γρα­φής κα­θι­στά την προ­σο­μοί­ω­ση του αρ­χι­κού κει­μέ­νου δυ­σχε­ρή. Τυ­χαία πού και πού οι λέ­ξεις ανα­βλύ­ζουν εύ­κο­λα. Αλ­λού το κεί­με­νο πα­ρα­στρα­τεί από το αρ­χι­κό ύφος, οι έν­νοιες πα­ραλ­λάσ­σο­νται, σε ση­μεία το νό­η­μα εί­ναι απλώς μα­κρι­νή ηχώ του πρω­τό­τυ­που. Αρ­χαϊ­σμοί επι­στρα­τεύ­ο­νται, εναλ­λα­γές προ­σέγ­γι­σης λαϊ­κής και κα­θα­ρεύ­ου­σας, συ­ντα­κτι­κή ανο­μοιο­μορ­φία. Κά­θε πρό­τα­ση μό­χθος, τα κρι­τή­ρια εντε­λώς εξω­κει­με­νι­κά, εκτός ύφους και νο­ή­μα­τος, κά­θε λέ­ξη εί­ναι ση­μα­ντι­κή κα­τά­κτη­ση. Κά­θε βή­μα πρέ­πει να επι­λυ­θεί πριν πας στο επό­με­νο. Αλ­γε­βρι­κές εξι­σώ­σεις τα βή­μα­τά μου.




    1. Αρώ­νη, Πα­ρα­σκευή. Η ιστο­ρία του π. Δι­πλω­μα­τι­κή Ερ­γα­σία, ΠΜΣ «Δι­δα­κτι­κή Και Με­θο­δο­λο­γία Των Μα­θη­μα­τι­κών», Τμή­μα Μα­θη­μα­τι­κών Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών και Τμή­μα Μα­θη­μα­τι­κών και Στα­τι­στι­κής Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου, Αθή­να, 2008.
    2. Πλού­ταρ­χος. Συ­μπο­σια­κά. Βι­βλίο 8.2. Πῶς Πλά­των ἔλε­γε τὸν θεὸν ἀεὶ γε­ω­με­τρεῖν.
    3. Keith, Michael. Cadaeic Cadenza. A Pilish short story. 1996. http://​www.​cadaeic.​net/​cad​enza...

    4. Keith, Michael. Near A Raven, 1995. http://​cadaeic.​net/​naraven.​htm
    5. Keith, Michael. Not A Wake, Vinculum Press, 2010.
    6. Κα­ρυω­τά­κης, Κώ­στας Γ. «Τρεις με­γά­λες χα­ρές. Φυ­γή». Νέα Εστία Γ', 62, 15 Ιου­λί­ου 1929, σ. 553-555.
    7. Wells, David. The Penguin Dictionary of Curious and Interesting Numbers. Μι­ντλέ­σεξ, Penguin Books 1986.

      Ο Καρυωτάκης
      Ο Καρυωτάκης / Ψηφιακή σύνθεση Δημήτρης Καλοκύρης

      Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης: Φυ­γή

                  Ι

      Αι­σθά­νο­μαι την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με σω­μα­τι­κό πό­νο. Γύ­ρω δεν υπάρ­χει ατμό­σφαι­ρα, αλ­λά τεί­χη που στε­νεύ­ουν διαρ­κώς πε­ρισ­σό­τε­ρο, τέλ­μα­τα στα οποία βυ­θί­ζο­μαι ολο­έ­να. Αναρ­χού­μαι από τις αι­σθή­σεις μου.
      Η πα­ρα­μι­κρό­τε­ρη υπό­θε­ση γί­νε­ται τώ­ρα σω­στή πε­ρι­πέ­τεια. Για να πω μια κοι­νή φρά­ση, πρέ­πει να τη δια­νοη­θώ σ’ όλη της την έκτα­ση, στην ιστο­ρι­κή της θέ­ση, στις αι­τί­ες και τα απο­τε­λέ­σμα­τά της. Αλ­γε­βρι­κές εξι­σώ­σεις τα βή­μα­τά μου.

                      ΙΙ

      Εί­μαι ο «Φαί­δων» ριγ­μέ­νος στη λά­σπη. Θαυ­μα­στό βι­βλίο, που οι έν­νοιές του δε θα το σώ­σουν από τον άνε­μο και τη βρο­χή, από τα στοι­χεία και τους αν­θρώ­πους.

                      ΙΙΙ

      Στο χυ­δαίο αυ­τό καρ­να­βά­λι, εφό­ρε­σα αλη­θι­νή πορ­φύ­ρα, στέμ­μα από κα­θα­ρό, ατό­φιο χρυ­σά­φι, ύψω­σα ένα σκή­πτρο πά­νω από τα πλή­θη, κ’ επή­γαι­να ακο­λου­θώ­ντας την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή. Έχα­να τη συ­νεί­δη­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, αλ­λά επή­γαι­να σαν υπνο­βά­της, ακο­λου­θώ­ντας την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή. Οι πα­λιά­τσοι έτρε­χαν μπρο­στά μου ή εχό­ρευαν γύ­ρω δαι­μο­νι­σμέ­να. Εφώ­να­ζαν, εχτυ­πού­σαν. Αλ­λά εγώ επή­γαι­να βλέ­πο­ντας τα σύν­νε­φα και ακο­λου­θώ­ντας την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή. Δυ­σκο­λό­τα­τα επρο­χω­ρού­σα. Με τους αγκώ­νες άνοι­γα τό­πο, αφή­νο­ντας πί­σω μου ρά­κη. Απο­στα­μέ­νος, μα­τω­μέ­νος, στά­θη­κα κά­που. Στον ήλιο έσπα­ζαν οι καγ­χα­σμοί των άλ­λων. Κ’ ήμουν γυ­μνός. Γέρ­νο­ντας βα­θιά, σαν τσα­κι­σμέ­νο δέ­ντρο, άκου­σα για τε­λευ­ταία φο­ρά την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή.

                      ΙV

      Και τώ­ρα έχα­σα την ήρε­μο ενα­τέ­νι­ση. Πού ν’ αφή­σω το βά­ρος του εαυ­τού μου; Δεν μπο­ρώ να συμ­φι­λιω­θώ με τους κή­πους. Τα βου­νά με τα­πει­νώ­νουν. Για να δώ­σω τρο­φή στους λο­γι­σμούς μου, παίρ­νω το με­γά­λο, δη­μό­σιο δρό­μο. Δύο φο­ρές δε θα ιδώ το ίδιο πράγ­μα. Οι χω­ρι­κοί που στέ­κο­νται απο­ρη­μέ­νοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπί­τια τους εί­ναι πα­λά­τια πα­ρα­μυ­θιού. Οι κα­τσί­κες τους δε μη­ρυ­κά­ζουν σκέ­ψεις. Χτυ­πώ το πό­δι και φεύ­γω. Περ­πα­τώ ολό­κλη­ρες μέ­ρες. Πού πη­γαί­νω; Όταν γυ­ρί­σω το κε­φά­λι, ξέ­ρω πως θ’ αντι­κρί­σω το φά­σμα του εαυ­τού μου.

      ≈≈≈≈

      Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης: Φυ­γή
      [ Η π-ητι­κή με­τα­τρο­πή ]

      3,141592653589793238462643383279502884197169399375105820974944592­3­0­7­8­1­6­4­0­6­2­8­6­2­0­8­9­9­8­6­2­8­0­3­4­8­2­5­3­4­2­1­1­7­0­6­7­9­8­2­1­4­8­0­8­6­5­1­3­2­8­2­3­0­6­6­4­7­0­9­3­8­4­4­6­0­9­5­5­0­5­8­2­2­3­1­7­2­5­3­5­9­4­0­8­1­2­8­4­8­1­1­1­7­4­5­0­2­8­4­1­0­2­7­0­1­9­3­8­5­2­1­1­0­5­5­5­9­6­4­4­6­2­2­9­4­8­9­5­4­9­3­0­3­8­1­9­6­4­4­2­8­8­1­0­9­7­5­6­6­5­9­3­3­4­4­6­1­2­8­4­7­5­6­4­8­2­3­3­7­8­6­7­8­3­1­6­5­2­7­1­2­0­1­9­0­9­1­4­5­6­4­8­5­6­6­9­2­3­4­6­0­3­4­8­6­1­0­4­5­4­3­2­6­6­4­8­2­13

                      Ι

      Αι­σθά­νο­μαι την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με σω­μα­τι­κό πό­νο. Γύ­ρω δεν υπάρ­χει ατμό­σφαι­ρα, αλ­λά τεί­χη που στε­νεύ­ουν διαρ­κώς πε­ρισ­σό­τε­ρο, τέλ­μα­τα στα οποία βυ­θί­ζο­μαι ολο­έ­να. Αναρ­χού­μαι από τις αι­σθή­σεις μου.
      Η πα­ρα­μι­κρό­τε­ρη υπό­θε­ση γί­νε­ται τώ­ρα σω­στή πε­ρι­πέ­τεια. Για να πω μια κοι­νή φρά­ση, πρέ­πει να τη δια­νοη­θώ σ’ όλη της την έκτα­ση, στην ιστο­ρι­κή της θέ­ση, στις αι­τί­ες και τα απο­τε­λέ­σμα­τά της. Αλ­γε­βρι­κές εξι­σώ­σεις τα βή­μα­τά μου.

      Πώς, ω σώ­μα μ’, εί­ναι οντό­τη­τας να φέ­ρεις άλ­γος. Δεν βλέ­πω πε­ρί­γυ­ρα πε­ρί­με­τρο που­θε­νά αδέ­σμευ­τη, ενώ δε όλο στε­νεύ­ει γύ­ρω τεί­χος, –τι με­γά­λο!– χά­μω όλο έλη βα­θύ­τε­ρα πώς με ρου­φά­νε. Αι­σθή­σε­ων εί­μαι αιχ­μά­λω­τος, με διοι­κούν αναρ­χι­κά.

      Τώ­ρα η πα­ρα­μι­κρή υπό­θε­ση, ε, με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα. Της απλό­τα­της εκ­φρά­σε­ως σαν υπάρ­ξει χρεία, σ’ εκτε­νέ­στα­τη σκέ­ψη κα­τα­φυ­γή, να ανα­σκα­λεύ­σω ιστο­ρι­κώς έναυ­σμα, κά­θε ακο­λου­θία. Κά­θε βή­μα εί­ναι συ­νάρ­τη­ση με υφή μα­θη­μα­τι­κή.

                              ΙΙ

      Εί­μαι ο «Φαί­δων» ριγ­μέ­νος στη λά­σπη. Θαυ­μα­στό βι­βλίο, που οι έν­νοιές του δε θα το σώ­σουν από τον άνε­μο και τη βρο­χή, από τα στοι­χεία και τους αν­θρώ­πους.

      Ρι­φθείς, λα­σπε­ρός, ο «Φαί­δων» ει­μί. Εκ­πλη­κτι­κό βι­βλίο, με ση­μα­σί­ες, ιδε­ώ­δη, απ’ αγε­ρο­φύ­ση­μα – νε­ρο­πο­ντή ανή­μπο­ρες απαλ­λα­γής, δυ­στυ­χώς φύ­σε­ως κι αν­θρώ­πων ανε­λεύ­θε­ρο.

                              ΙΙΙ

      Στο χυ­δαίο αυ­τό καρ­να­βά­λι, εφό­ρε­σα αλη­θι­νή πορ­φύ­ρα, στέμ­μα από κα­θα­ρό, ατό­φιο χρυ­σά­φι, ύψω­σα ένα σκή­πτρο πά­νω από τα πλή­θη, κ’ επή­γαι­να ακο­λου­θώ­ντας την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή. Έχα­να τη συ­νεί­δη­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, αλ­λά επή­γαι­να σαν υπνο­βά­της, ακο­λου­θώ­ντας την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή. Οι πα­λιά­τσοι έτρε­χαν μπρο­στά μου ή εχό­ρευαν γύ­ρω δαι­μο­νι­σμέ­να. Εφώ­να­ζαν, εχτυ­πού­σαν. Αλ­λά εγώ επή­γαι­να βλέ­πο­ντας τα σύν­νε­φα και ακο­λου­θώ­ντας την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή. Δυ­σκο­λό­τα­τα επρο­χω­ρού­σα. Με τους αγκώ­νες άνοι­γα τό­πο, αφή­νο­ντας πί­σω μου ρά­κη. Απο­στα­μέ­νος, μα­τω­μέ­νος, στά­θη­κα κά­που. Στον ήλιο έσπα­ζαν οι καγ­χα­σμοί των άλ­λων. Κ’ ήμουν γυ­μνός. Γέρ­νο­ντας βα­θιά, σαν τσα­κι­σμέ­νο δέ­ντρο, άκου­σα για τε­λευ­ταία φο­ρά την εσω­τε­ρι­κή μου φω­νή.

      Εδώ ωσάν μα­σκα­ράς, τι φο­ράω; Χύ­δην όλα πλάι, μα ω! η πορ­φύ­ρα πραγ­μα­τι­κή, στέμ­μα χρυ­σούν ανό­θευ­τον, σκή­πτρον το σ΄ όχλο ση­κω­μέ­νο κρα­δαί­νο­ντας, επή­γαι­να ξο­πί­σω φω­νής π’ από τα εν­δό­τε­ρα τα ώτα αφου­γκρα­ζό­μουν. Χά­σι­μο ολού­θε όσων γνώ­ρι­ζα, υπνο­βα­τώ­ντας προ­χώ­ρα­γα, την πα­ρα­μέ­σα φω­νή πή­ρα κα­τό­πι. Ξα­μο­λιού­νταν πα­λιά­τσοι μπρος, πέ­ριξ αντί­χρι­στοι ίδιοι χο­ρεύ­α­νε. Με τι αχό ή χτύ­πους. Μα ‘φευ­γα εγώ, νε­φών κοι­τα­χτής, προς πα­ρα­κο­λού­θη­ση φω­νού­λας, ή γι’ ακρί­βεια, μέ­σα λο­γι­σμού μ’. Ω! Η δύ­σκο­λη οδός. Δρό­μο σκου­ντώ­ντας να δια­νοί­ξω, πί­σω μ’ εγκα­τα­λεί­πο­ντας τι κου­ρέ­λι. Απο­στα­μέ­νος, κ’ αι­μορ­ρα­γώ, κει στέ­κο­μαι κά­που. Μα κ’ η ακτι­νο­βο­λία ηλί­ου άλ­λων γέ­λια συ­νέ­τρι­βε. Γυ­μνός ήμαν. Πο­λύ έγει­ρα, σα το δι­πλω­μέ­νο φυ­τό, λα­λή­μα­τα εσω­τε­ρι­κά ακούω φο­ρά τε­λευ­ταία.

                              ΙV

      Και τώ­ρα έχα­σα την ήρε­μο ενα­τέ­νι­ση. Πού ν’ αφή­σω το βά­ρος του εαυ­τού μου; Δεν μπο­ρώ να συμ­φι­λιω­θώ με τους κή­πους. Τα βου­νά με τα­πει­νώ­νουν. Για να δώ­σω τρο­φή στους λο­γι­σμούς μου, παίρ­νω το με­γά­λο, δη­μό­σιο δρό­μο. Δύο φο­ρές δε θα ιδώ το ίδιο πράγ­μα. Οι χω­ρι­κοί που στέ­κο­νται απο­ρη­μέ­νοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπί­τια τους εί­ναι πα­λά­τια πα­ρα­μυ­θιού. Οι κα­τσί­κες τους δε μη­ρυ­κά­ζουν σκέ­ψεις. Χτυ­πώ το πό­δι και φεύ­γω. Περ­πα­τώ ολό­κλη­ρες μέ­ρες. Πού πη­γαί­νω; Όταν γυ­ρί­σω το κε­φά­λι, ξέ­ρω πως θ’ αντι­κρί­σω το φά­σμα του εαυ­τού μου.

      Δεν προ­ση­λώ­νο­μαι πια ψύ­χραι­μα. Ο βα­ρύ­τα­τος εαυ­τός έναν τό­πο να ηρε­μή­σει ανα­ζη­τεί. Ω πε­ρι­βο­λιών μό­νοια­σμα, κα­θό­λου πλέ­ον εφι­κτό. Με­γά­λα βου­νά, τα­πεί­νω­σή μου. Φαΐ γιοκ υπέρ μυα­λού, μ’ απ’ ανά­γκα­ση έτσι δη­μο­σιά επή­ρα με­γά­λη, αντί λο­γι­σμοί να τρων. Δις ου­δό­λως συ­να­ντάω πράγ­μα. Χω­ρι­κοί στα­μα­τάν εδώ μ’ απο­ρία, υγιώς μα άσχε­τοι. Ω, τι κα­τα­λύ­μα­τα, μ’ αφά­ντα­στα ομοιά­ζου­νε πα­λα­τά­κια. Κ’ εκεί γί­δες κο­πά­δι, μή­τε ανα­μα­σάν σκέ­ψη διό­λου. Χτυ­πάω φεύ­γο­ντας το ένα πό­δι. Βα­δί­ζω συ­νε­χό­με­να για πο­λύ, ολο­ή­με­ρα. Πο­ρεία σ’ ακα­θό­ρι­στο τό­πο. Γυρ­νώ πί­σω μου το κε­φά­λι, κα­τέ­χω: πί­σω φά­ντα­σμα θα ‘μ’ εγώ.

       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: