Η μουσική που δεν ακούς & άλλα


Η μου­σι­κή που δεν ακούς

Όπως προ­χω­ρά ο δρό­μος,κα­θώς τα αυ­το­κί­νη­τα επου­λώ­νουν τον αέ­ρα,
έρ­χε­σαι κε­κο­σμη­μέ­νος,
εί­τε φο­ρώ­ντας αρώ­μα­τα δυ­να­τά,
εί­τε με πτυ­χία στο πέ­το.
Θέ­λεις να ξα­να­χτί­σεις τη Βα­βέλ πά­νω στη βα­βέλ,
λες και δεν ξα­νά­γι­νε τέ­τοιο έρ­γο,
κι εγώ σου τσα­μπου­νάω
μέ­σα από τα φι­νι­στρί­νια της ομί­χλης
μια μου­σι­κή που δεν ακούς.
Αυ­τή πά­ει κά­πως έτσι:
«τρα λα λα λα λα λο...»,
γλι­στρά­ει από μια σπα­σμέ­νη τσου­λή­θρα
και σχί­ζει το χέ­ρι ενός παι­διού.
Πη­γαί­νου­με για ρα­φή στα νο­σο­κο­μεία,
αρά­ζου­με στα νο­σο­κο­μεία,
τα νο­σο­κο­μεία εί­ναι το παν,
σε λί­γο θα που­λά­νε μα­κα­ρό­νια
ένε­κα οι μά­κα­ρες και οι μα­κα­ρί­τες.
Εκεί σου παί­ζω την πιο θλι­βε­ρή μου­σι­κή που αντέ­χω,
έχεις δί­κιο να μην την ακούς,
δε συ­χνά­ζεις στα νο­σο­κο­μεία
κι όμως το νιώ­θω πως εδώ υπάρ­χει ένα κε­κα­λυμ­μέ­νο συ­νερ­γείο,
κά­θε μου άπο­ψη εδώ βγαί­νει νε­κρή απ' το πα­ρά­θυ­ρο
και κά­θε μου σκέ­ψη αυ­το­κτο­νεί
αφού ξα­ναρ­χί­ζει το τσι­γά­ρο.
Γυρ­νώ­ντας σπί­τι
με εγκαύ­μα­τα στο νου
ξέ­χα­σα τη μου­σι­κή που λέ­γα­με,
μα έν­νοια σου,
θα γεν­νή­σω κι άλ­λη και­νού­ρια
μέ­χρι ένα νο­σο­κο­μείο
να με ξα­να­τρα­βή­ξει
και να με κά­νει βί­δες και πα­λιο­σί­δε­ρα,
ξε­ρά και χω­ρίς ηχώ.
Μα το τρα­γού­δι μου όσο να΄ναι, ετοι­μά­στη­κε,
να 'το
δες το κι άκου το.
Εφό­σον έστη­σες αυ­τί.



Η μουσική που δεν ακούς & άλλα



Οι σκά­λες

Τελι­κά ο Μετρ από κο­ντά εί­ναι πο­λύ απλός άν­θρω­πος. Εγώ και η γυ­ναί­κα μου τον λα­τρεύ­α­με, ακού­γα­με τα τρα­γού­δια του από τό­τε που τα φτιά­ξα­με, ερω­τευ­μέ­νοι, σε έναν πο­λι­τι­στι­κό χώ­ρο, όπου για να της κά­νω εντύ­πω­ση, εί­χα τολ­μή­σει να τον ακου­μπή­σω στην πλά­τη με την πα­λά­μη μου και να του μι­λή­σω, να του πω, αν θυ­μά­μαι κα­λά, μια μπα­ρού­φα, κά­πως έτσι, «μας έχε­τε κα­τα­συ­γκι­νή­σει, Μετρ, με τα τρα­γού­δια σας»! «Να εί­σαι κα­λά, αγό­ρι μου», μου΄χε απα­ντή­σει κι άλ­λο ου­δέν. Τώ­ρα λοι­πόν που βρι­σκό­μα­στε στην ιδιαί­τε­ρη πα­τρί­δα του, τα­ξι­δά­κι που αντα­μώ­σα­με μα­ζί με άλ­λους θαυ­μα­στές και μας κερ­νά­ει τσί­που­ρο και με­ζέ­δες στη μα­κρό­στε­νη σκιε­ρή πλα­τεία του χω­ριού του, απαι­τού­με σχε­δόν πιε­στι­κά να μας βγά­λει λό­γο. Τι να κά­νει ο καη­μέ­νος, ση­κώ­νε­ται, στέ­κε­ται μπρο­στά μας ανά­με­σα από παρ­κα­ρι­σμέ­να αυ­το­κί­νη­τα και μας κα­λω­σο­ρί­ζει επι­σή­μως. Ύστε­ρα κά­θε­ται δί­πλα μου, τι τι­μή, και του λέω, να μας πεί­τε κι ένα τρα­γού­δι, βέ­βαια, βέ­βαια, μου απα­ντά κοι­τώ­ντας με με συ­στο­λή με τα τρία τέ­ταρ­τα στραμ­μέ­να σε μέ­να, πρώ­τα θα πά­με από το σπί­τι μου, λέ­ει. Παν­ζουρ­λι­σμός, πα­νη­γύ­ρι, θα μας κου­βα­λή­σει σπί­τι του, το τσούρ­μο των θαυ­μα­στών, τι φο­βε­ρό, η καρ­διά μου χτυ­πά έντο­να, θα μπω στο πα­λά­τι του θαυ­μά­σιου με­λω­δού, τι ευ­τυ­χία, κοι­τα­ζό­μα­στε με τη γυ­ναί­κα μου, δεν το πι­στεύ­ου­με!
Το σπί­τι του βρί­σκε­ται πί­σω από την πλα­τεία πέ­ντε βή­μα­τα σε ένα στε­νό δρο­μά­κι. Μια με­γά­λη πύ­λη γκρί­ζα σε σχή­μα κα­μά­ρας ανοί­γει με τη­λε­κο­ντρόλ και μπρο­στά μας, ένα πλά­τω­μα από πέ­τρα, με­γά­λο, λα­μπε­ρό και ολό­λευ­κο. Μα εί­ναι γκρε­μός με­τά. Όχι, δεν εί­ναι γκρε­μός, συ­νει­δη­το­ποιού­με ότι εί­ναι σκά­λες, θε­ό­ρα­τες σκά­λες! Με δέ­κα σκα­λο­πά­τια σχε­τι­κά χα­μη­λού ύψους, και πλά­τους λί­γο με­γα­λύ­τε­ρου από μια πα­τού­σα κα­λα­θο­σφαι­ρι­στή. Το μή­κος τους όμως δε­ξιά κι αρι­στε­ρά του­λά­χι­στον εβδο­μή­ντα μέ­τρα και οριο­θε­τεί­ται από βρά­χο κα­τά­φυ­το με αναρ­ρι­χη­τι­κά και άλ­λα φυ­τά με πυ­κνό φύλ­λω­μα. Κα­τε­βαί­να­με κι ακού­γα­με που­λιά. Πα­ρά­δει­σος. Μα με­τά τα σκα­λιά πά­λι ένα πλά­τω­μα. Με­γά­λο κι αυ­τό, στην έκτα­ση μιας μο­νο­κα­τοι­κί­ας κι ύστε­ρα το ίδιο μο­τί­βο. Τώ­ρα το το­πίο άνοι­γε και πή­ρα­με χα­μπά­ρι για τα κα­λά ότι κα­τε­βαί­να­με ένα βου­νό αρ­κε­τά ψη­λό, το σπί­τι του τρα­γου­δο­ποιού πρέ­πει να ήταν κά­τω πο­λύ πιο χα­μη­λά από το χω­ριό του, απί­στευ­το σκη­νι­κό. Και τώ­ρα φαί­νε­ται κα­θα­ρά ότι πλη­σιά­ζου­με. Θα πρέ­πει να έχου­με κα­τέ­βει δέ­κα και πε­ρισ­σό­τε­ρα πλα­τώ­μα­τα, η πε­ριου­σία του, το κτή­μα του φα­ντά­ζει τε­ρά­στιο κι εντυ­πω­σια­κό και εί­ναι. Μα τώ­ρα στε­νεύ­ει από 'δω κι από κει, οι σκά­λες δια­τη­ρούν όμως την άψο­γη εμ­φά­νι­σή τους, την αστρα­φτε­ρή τους ει­κό­να, και το βου­νό απο­σύ­ρε­ται σι­γά σι­γά, στη θέ­ση του γί­νε­ται ένα τεί­χος από μα­ζε­μέ­νο χώ­μα που συ­γκρα­τεί­ται από σύρ­μα, αρ­κε­τά ευ­τε­λές, θα έλε­γα. Και στο τε­λευ­ταίο σκα­λί βρι­σκό­μα­στε σε μία με­γα­λύ­τε­ρη έκ­πλη­ξη. Μια μι­κρή αυ­λή πε­ρί­που 40 τε­τρα­γω­νι­κών, αλ­λά κα­τά­φυ­τη από πυ­κνή βλά­στη­ση που όμως δεί­χνει να οριο­θε­τεί το κτή­μα. Και ένα μι­κρό πλυ­στα­ριό μπρο­στά μας της δε­κα­ε­τί­ας του '70 με ρα­γι­σμέ­νο τζά­μι στην πόρ­τα και ξε­φτι­σμέ­να τα επί­χρυ­σα χε­ρού­λια της. Ένα τα­πει­νό μέ­ρος, που δεν φα­ντά­ζε­σαι πα­ρά ότι εί­ναι απο­θή­κη. Και δί­πλα της στο μέ­γε­θος σκο­πιάς, ένα ξύ­λι­νο πα­ρά­πηγ­μα με την επι­γρα­φή «απο­χω­ρη­τή­ριο».
Αυ­τό εί­ναι το σπί­τι μου, παι­διά, εί­πε μει­διώ­ντας ο Μετρ. Άγαλ­μα όλοι. Μα δεν εί­ναι δυ­να­τόν, όπως κα­τα­λα­βαί­νε­τε, να σας φι­λο­ξε­νή­σω στο φτω­χι­κό μου, συ­μπλή­ρω­σε, και όλοι κι­νή­σα­με για πί­σω. Ού­τε το τρα­γού­δι που μας εί­χε υπο­σχε­θεί δεν ζη­τή­σα­με ξα­νά. Εί­χα­με να ανε­βού­με ένα βου­νό, με την απο­ρία στο πρό­σω­πο μό­νι­μα χα­ραγ­μέ­νη. Κοί­τα­ξα κλε­φτά και εί­δα στα μά­τια του Μαιτρ να δια­γρά­φε­ται μια μι­κρή απο­γο­ή­τευ­ση μα­ζί με πε­ρισ­σό­τε­ρη ικα­νο­ποί­η­ση. Δεν ξέ­ρω πώς, αλ­λά συ­νέ­βη, τα μά­τια μου γέ­μι­σαν δά­κρυα και δεν με πεί­ρα­ζε κα­θό­λου που θα ανέ­βαι­να το βου­νό, ού­τε το σκε­φτό­μουν, αλ­λά με εθου­σί­α­ζε τό­σο πο­λύ το γε­γο­νός ότι δεν πε­ρί­με­να ένα τό­σο υπέ­ρο­χο χιου­μο­ρι­στι­κό επει­σό­διο πως θα μου προ­κα­λού­σε τό­ση συ­γκί­νη­ση. Ανε­ξή­γη­τη. Σαν να εί­χε κα­τα­λά­βει η ψυ­χή μου κά­τι που δεν ήταν ικα­νό το μυα­λό μου να κα­τα­νο­ή­σει. Στην κο­ρυ­φή των σκα­λιών, ντρά­πη­κα να χαι­ρε­τή­σω και την έκα­να για τσί­που­ρα στην πλα­τεία με τη γυ­ναί­κα μου.


Πό­σο με­γά­λο

Πό­σο με­γά­λο εί­ναι το μά­τι σου,
ο φα­κός σου, πό­σο διε­σταλ­μέ­νος,
θαρ­ρείς ή θω­ρείς;
Έχεις έναν με­γε­θυ­ντι­κό φα­κό
που ολο­έ­να σου βγαί­νει,
ο κα­τα­ρα­μέ­νος,
στην πα­λά­μη σου επά­νω
και όλοι τό­τε
κα­μπού­ρη­δες
κι όλες γκιό­σες και λι­βα­δί­σιες κό­τες,
που η ανα­πνοή τους εκ­πνέ­ει κάρ­βου­να,
τα ρού­χα τους καί­γο­νται
εκτο­ξεύ­ο­ντας τη βλα­στή­μια τους
πά­νω από τα τεί­χη της υπο­κρι­σί­ας.
Έλα να σκύ­ψου­με.
Έλα να αντα­μώ­σου­με,
το μά­τι μου τ' αλ­λή­θω­ρο και το δι­κό σου το γρή­γο­ρο,
έλα, να ιδού­με μπας κι ανα­κα­λύ­ψα­με κά­τι και­νού­ριο,
κά­ποιον κό­σμο μέ­σα στον πα­λιό­κο­σμο,
ίσως μια πα­λιά κα­λή έκ­φρα­ση,
ένα κι­τά­πι
γε­μά­το από αλ­λη­λο­γρα­φί­ες δυ­στυ­χού­ντων ερα­στών
και να κά­τσου­με μα­ζί να κλά­ψου­με
που δεν εί­μα­στε οι συγ­γρα­φείς τους.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: