H τελική απάντηση παραμένει η τέχνη

Κολάζ της Β.Σ.
Κολάζ της Β.Σ.

Πώς νιώ­θει άρα­γε μια ποι­ή­τρια όταν πρω­το­δια­βά­ζει Σι­μπόρ­σκα; Μπο­ρώ να πω μό­νο το πώς ένιω­σα εγώ. Ζή­λεια, έκ­πλη­ξη αλ­λά και μια κλι­μα­κού­με­νη ευ­ε­ξία κα­τά την ανά­γνω­ση, κα­θώς ανα­κά­λυ­πτα έναν λό­γο που ήξε­ρα ότι θα απο­τε­λέ­σει μέ­σα μου μια διαρ­κή κα­τά­κτη­ση, μία γλωσ­σι­κή και πνευ­μα­τι­κή πε­ριου­σία. Εί­ναι από αυ­τές τις στιγ­μές που βά­ζουν τα πράγ­μα­τα στη θέ­ση τους, τα το­πο­θε­τούν στο ακρι­βώς. Αυ­τό το νέο και ανε­ξά­λει­πτα διαρ­κές ως εντύ­πω­ση, που χα­ρί­ζει γνή­σια ανα­γνω­στι­κή από­λαυ­ση και δι­δά­σκει μια νέα αγω­γή του λό­γου, μια πρω­τό­τυ­πη σύλ­λη­ψη του κό­σμου.
Αυ­τό που κρα­τώ πε­ρισ­σό­τε­ρο από την επα­φή μα­ζί της εί­ναι η έλ­λει­ψη σο­βα­ρο­φά­νειας, της γκρί­νιας που υπο­φώ­σκει ακό­μα και σε με­γά­λους ποι­η­τές, ο ανέ­με­λος σχε­δόν σκε­πτι­κι­σμός της, η εύ­θυ­μη απεί­θεια απέ­να­ντι στα πα­ρα­δε­δεγ­μέ­να, στα κα­θε­στω­τι­κά δή­θεν και ένας ανε­πι­τή­δευ­τος αν­θρω­πι­σμός, τό­σο αυ­το­νό­η­τος που δε χρειά­ζε­ται να δια­κη­ρύ­ξει υψη­λό­φω­να, αλ­λά απο­κα­λύ­πτει στην ανα­πά­ντε­χη νύ­ξη. Σε αυ­τή την ποί­η­ση υπάρ­χει υγεία, μια πε­ριέρ­γεια νε­α­νι­κή, η οι­κειό­τη­τα του χιού­μορ που ενέ­χει ωστό­σο την κα­τα­νό­η­ση, τη δια­κρι­τι­κή συ­μπό­νια για την αν­θρώ­πι­νη πλά­νη, που δια­τη­ρεί την συ­μπά­σχου­σα επιεί­κεια για ό,τι λαν­θά­νει στην ατε­λή μας αντί­λη­ψη του κό­σμου. Αυ­τό συ­νά­δει με μια κα­τά­στρω­ση του ποι­ή­μα­τος «λο­γι­κή», ψύ­χραι­μα ου­δέ­τε­ρη σε πρώ­το επί­πε­δο, ου­δε­τε­ρό­τη­τα όμως που τη δια­βρώ­νει η υπο­νο­μευ­τι­κή μα­τιά της, η οξυ­δερ­κής μεί­ξη της πα­ρα­τή­ρη­σης αυ­τού που βλέ­που­με με την ανα­γω­γή του στην υπαρ­ξια­κή του ση­μα­σία. Ένας στο­χα­σμός βα­θύς μα κα­θό­λου με­γα­λό­σχη­μος, μια ποί­η­ση φι­λο­σο­φι­κή που εκ­κι­νεί από την πα­ρα­τή­ρη­ση συ­χνά του κα­θη­με­ρι­νού, ας πού­με της πρό­ω­ρης επι­στρο­φής των που­λιών που τα κα­θι­στά ευά­λω­τα στην κα­κο­και­ρία, για να κα­τα­λή­ξει μι­λώ­ντας για το ακα­τόρ­θω­το της ζω­ής:

Δεν εί­ναι μοι­ρο­λόι αυ­τό, όχι, εί­ναι μό­νο αγα­νά­κτη­ση
ότι ένας άγ­γε­λος κα­μω­μέ­νος από αλη­θι­νή πρω­τε­ΐ­νη,ένα αει­κί­νη­το γε­ρά­κι με αδέ­νες κα­τευ­θεί­αν
            από το Άσμα Ασμά­των,
μο­να­δι­κό στον αέ­ρα, χω­ρίς ταυ­τό­τη­τα στο χέ­ρι,
με τους ιστούς του υφα­σμέ­νους σ’ έναν κό­μπο
από τό­πο και χρό­νο σαν κλα­σι­κό έρ­γο τέ­χνης
που ξε­τυ­λί­γε­ται κά­τω απ’ τις επευ­φη­μί­ες των φτε­ρών,
γκρε­μί­ζε­ται και βρί­σκε­ται άψυ­χο
κο­ντά σε μια πέ­τρα
που με τον αρ­χαϊ­κό και άξε­στο τρό­πο της
πα­ρα­κο­λου­θεί τη ζωή
σαν μια αλυ­σί­δα από απο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες.

(«Η επι­στρο­φή των που­λιών»)

Αυ­τό το ποί­η­μα επι­κοι­νω­νεί με το «Συ­νο­μι­λία με την πέ­τρα» αλ­λά και το «Η θέα μ’ έναν κόκ­κο άμ­μου»:

Το απο­κα­λού­με έναν κόκ­κο άμ­μου,
όμως εκεί­νο δεν ονο­μα­τί­ζει τον εαυ­τό του
                        
ού­τε κόκ­κο ού­τε άμ­μο.
Τα κα­τα­φέρ­νει θαυ­μά­σια χω­ρίς ένα όνο­μα,
μό­νι­μο, πα­ρο­δι­κό,
απα­τη­λό ή ται­ρια­στό.

Η μα­τιά μας, η επα­φή μας δεν ση­μαί­νουν τί­πο­τα γι’ αυ­τό.
Δεν αι­σθά­νε­ται να το βλέ­πουν και να το αγ­γί­ζουν.
Και το ότι έπε­σε στο περ­βά­ζι
εί­ναι μό­νο η δι­κή μας εμπει­ρία, όχι η δι­κή του.

Σ’ αυ­τόν τον κό­σμο, ο χρό­νος περ­νά «σαν ένας τα­χυ­δρό­μος μ’ επεί­γο­ντα νέα./ Όμως αυ­τή εί­ναι μο­νά­χα η δι­κή μας πα­ρο­μοί­ω­ση./ Ο χα­ρα­κτή­ρας εί­ναι επι­νοη­μέ­νος, η σπου­δή του πα­ρα­πει­στι­κή, τα νέα του απάν­θρω­πα». Η αν­θρώ­πι­νη πε­ρα­τό­τη­τα συ­να­ντά την ακα­τα­νοη­σία, το σφρα­γι­σμέ­νο μυ­στι­κό της ζω­ής που εν­σαρ­κώ­νε­ται στην ανόρ­γα­νη ύλη, αυ­τή που φέ­ρει πά­νω της το χρό­νο ως αδια­πέ­ρα­στη ση­μα­σία. Το επώ­δυ­νο στίγ­μα του χρό­νου πά­νω στον άν­θρω­πο συ­να­ντά την αβα­ρή αχρο­νι­κό­τη­τα του κό­σμου και αυ­τό, αντί να οδη­γεί την ποι­ή­τρια σε θρή­νο, την τρέ­πει στην φι­λο­σο­φη­μέ­νη συμ­φι­λί­ω­ση, στην με­τριο­πα­θή απο­δο­χή των ορί­ων της αν­θρώ­πι­νης βου­λι­μί­ας για γνώ­ση, διάρ­κεια, φή­μη. Όλα ιδω­μέ­να στην προ­ο­πτι­κή της από­στα­σης, από­στα­ση που πά­ντα παίρ­νει για να θε­α­θεί τον κό­σμο, σχε­τι­κο­ποιού­νται, για­τί η ζωή εί­ναι απεί­ρως πιο ανε­ξι­χνί­α­στη από την επι­κρά­τεια του προ­φα­νούς στην οποία κι­νεί­ται η αντί­λη­ψή μας. Η κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κή επο­χή μας λ.χ., για την οποία τό­σο κα­μα­ρώ­νου­με, δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ από τις μη πο­λι­τι­κές επο­χές, για­τί ο φό­νος πα­ρα­μέ­νει πά­ντα ο ίδιος, η βία της το ίδιο απάν­θρω­πη. Οι προ­σω­πι­κές φι­λο­δο­ξί­ες, οι αξιώ­σεις μας πά­νω στην αλή­θεια ή την αιω­νιό­τη­τα απο­δει­κνύ­ο­νται ανί­σχυ­ρες. Μια επί­σκε­ψη στο «Μου­σείο» εί­ναι αρ­κού­ντως δι­δα­κτι­κή: εκεί θα δεις ότι «Το στέμ­μα επέ­ζη­σε της κε­φα­λής. Το χέ­ρι έγι­νε άφα­ντο μέ­σα στο γά­ντι./Το δε­ξί πα­πού­τσι κα­τα­τρό­πω­σε το πό­δι» («Μου­σείο»).
Η ανόρ­γα­νη, ελεύ­θε­ρη, αδιά­φο­ρη ύλη υπάρ­χει έξω από μας, δια­φεύ­γο­ντας από την πε­ρί­κλει­στη κα­ντια­νή λο­γι­κή που προ­βλέ­πει ότι τα αντι­κεί­με­να δεν υφί­στα­νται έξω από την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τά μας που τα ορί­ζει. Αυ­τό εφαρ­μο­σμέ­νο στο κοι­νω­νι­κό πε­δίο δεί­χνει ότι η γνώ­ση άρα και οι εκά­στο­τε βε­βαιό­τη­τές μας εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νες, υπο­κεί­με­νες σε μια τυ­χαιό­τη­τα και οι όποιες αγκι­στρώ­σεις μας σε αυ­τές τις βε­βαιό­τη­τες εί­ναι αστεί­ες μέ­σα στην αστο­χία τους. Αυ­τή την κα­ταρ­χήν αστο­χία την βλέ­πει με μια μα­κρό­θυ­μη ει­ρω­νι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­ση, για αυ­τό στην Σι­μπόρ­σκα τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι τρα­γι­κά, εί­ναι θλιμ­μέ­να και αυ­τή την θλί­ψη τη αγ­γί­ζει με μια συ­μπο­νε­τι­κή μα­κρο­σκο­πι­κή οπτι­κή. Όπως δεί­χνει το ποί­η­μα «Ατέ­λειω­τη χα­ρά», ο άν­θρω­πος που αξιώ­νει ευ­τυ­χία, που αξιώ­νει αλή­θεια και αιω­νιό­τη­τα εί­ναι ακό­μα ανύ­πο­πτα νή­πιος «βλέ­πο­ντας μό­νο με τα μά­τια του,/ ακού­γο­ντας μό­νο με τ’ αυ­τιά του», δια­βρώ­νο­ντας «το ένα επι­χεί­ρη­μα με­τά το άλ­λο», πα­ρα­μέ­νο­ντας «Ένα μι­κρό φτω­χό πλά­σμα του Θε­ού./ Άν­θρω­πος αλη­θι­νός,/ αν εί­δα­με κά­πο­τε έναν». Γι’ αυ­τόν τον άν­θρω­πο που εξα­κο­λου­θεί να συ­γκα­τοι­κεί με την ανε­πί­γνω­στη άγνοια αλ­λά θέ­λο­ντας να έχει το προ­βά­δι­σμα στη δη­μιουρ­γία εγκλω­βί­ζε­ται στην συ­νο­φρυω­μέ­νη του σο­βα­ρό­τη­τα και σπου­δαιο­φά­νεια ενί­ο­τε, η ποι­ή­τρια εύ­χε­ται:

«Ω Θεέ του χιού­μορ, κά­νε κά­τι γι’ αυ­τόν./ Ω Θεέ του χιού­μορ, πρέ­πει να κά­νεις κά­τι γι’ αυ­τόν» («Μια ται­νία του εξή­ντα»). Απέ­να­ντι στο επτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό της ύπαρ­ξης, στην αδια­φο­ρία του χρό­νου για εμάς και στο οντο­λο­γι­κό σκό­τος της ψυ­χής αντι­τάσ­σει έναν με­τριο­πα­θή αγνω­στι­κι­σμό και μια σί­γου­ρη κα­τά­φα­ση στη ζωή που πα­ρα­μέ­νει πά­ντα πο­λύ σύ­ντο­μη και αυ­τό που χρειά­ζε­ται εί­ναι όχι βα­ρύ­γδου­πα αξιώ­μα­τα, αλ­λά απο­δο­χή της έκ­στα­σης και της από­γνω­σης του υπάρ­χειν, δέ­σμευ­ση στο σε­βα­σμό της ζω­ής εδώ και τώ­ρα, δέ­σμευ­ση στη χα­ρά της ζω­ής μέ­σα και πέ­ρα από την οδύ­νη της. Και όχι μό­νο αυ­τό. Απέ­να­ντι στο φευ­γα­λέο, το πα­ρο­δι­κό, το σα­ρω­μέ­νο απ’ το χρό­νο, η τε­λι­κή απά­ντη­ση από μια ποι­ή­τρια αυ­τού του ανα­στή­μα­τος πα­ρα­μέ­νει βε­βαί­ως η τέ­χνη: «Η χα­ρά της γρα­φής./ Η δύ­να­μη να δια­σώ­ζεις./ Η εκ­δί­κη­ση από ένα θνη­τό χέ­ρι» («Η χα­ρά της γρα­φής»).

­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­

——————
Τα απο­σπά­σμα­τα αντλή­θη­καν από τη με­τά­φρα­ση του Βα­σί­λη Κα­ρα­βί­τη, εκδ. Σο­κό­λη 2003.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: