Με τη Σιμπόρσκα στην γκαλερί του κόσμου


«Στα όνει­ρά μου ζω­γρα­φί­ζω σαν τον Βερ­μέ­ερ βαν Ντελφτ», εκ­μυ­στη­ρεύ­ε­ται η Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα στο ποί­η­μά της «Εγκώ­μιο ονεί­ρων». Η ευ­λα­βι­κή αγά­πη της με­γά­λης Πο­λω­νής ποι­ή­τριας για την τέ­χνη του με­γά­λου Ολ­λαν­δού ζω­γρά­φου Γιο­χά­νες Βερ­μέ­ερ από το Ντελφτ ήταν γνω­στή και με ιδιαί­τε­ρο ποι­η­τι­κό τρό­πο απο­τυ­πώ­θη­κε στο ποί­η­μά της με τον απλό τί­τλο «Βερ­μέ­ερ».[1]

Όσο και­ρό αυ­τή η γυ­ναί­κα από το Rijksmuseum
μες στη ζω­γρα­φι­σμέ­νη σιω­πή και την προ­σή­λω­ση
γά­λα από τη στά­μνα στη γα­βά­θα
μέ­ρα με τη μέ­ρα χύ­νει,
δεν αξί­ζει στον Κό­σμο
το τέ­λος του κό­σμου.

Η δο­μή αυ­τού του σύ­ντο­μου ποι­ή­μα­τος εί­ναι εξί­σου απλή: όλο το ποί­η­μα απο­τε­λεί­ται από μια πρό­τα­ση, η οποία πε­ριέ­χει μια ιδιό­μορ­φη πε­ρι­γρα­φή του πα­σί­γνω­στου έρ­γου του Γιο­χά­νες Βερ­μέ­ερ «Η γα­λα­τού», συ­νο­δευό­με­νη με την πά­ντα τό­σο εκ­πλη­κτι­κή και συ­νά­μα κα­τα­πλη­κτι­κά εύ­στο­χη κα­τα­κλεί­δα της ποι­ή­τριας. Η ανά­γνω­σή του όμως κα­τά κά­ποιο τρό­πο κα­θό­λου απλή και σύ­ντο­μη δεν εί­ναι. Ο ανα­γνώ­στης, φέ­ρο­ντας στα μά­τια του την ει­κό­να του φη­μι­σμέ­νου πί­να­κα, την απο­λαμ­βά­νει μα­ζί με την ποι­ή­τρια με κα­τά­πλη­ξη και πε­ρί­σκε­ψη. Το ζω­γρα­φι­σμέ­νο γά­λα χύ­νε­ται και χύ­νε­ται… σιω­πη­λά και ατέ­λειω­τα… ο χρό­νος συ­μπυ­κνώ­νε­ται και κα­θρε­πτί­ζε­ται σε αυ­τή την ατε­λεί­ω­τη στά­λα γά­λα­τος. Η αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή ήρε­μη ομορ­φιά αυ­τής της απει­κο­νι­ζό­με­νης στα­θε­ρής κί­νη­σης, που εί­ναι μια απλή, κα­θη­με­ρι­νή δρα­στη­ριό­τη­τα, προ­κα­λεί στο­χα­σμό πά­νω στα ση­μα­ντι­κά και ασή­μα­ντα της ζω­ής και της γή­ι­νης ύπαρ­ξής μας, γε­μί­ζει με γα­λή­νη και φα­ντά­ζει λυ­τρω­τι­κή, γι’ αυ­τό και η κα­τα­κλεί­δα της ποι­ή­τριας μάς απο­κα­λύ­πτε­ται τό­σο φυ­σι­κή: πράγ­μα­τι, όσο υπάρ­χει γύ­ρω μας τέ­τοιου εί­δος ομορ­φιά «δεν αξί­ζει στον Κό­σμο το τέ­λος του κό­σμου».
«Να πε­ρι­γρά­φεις με λό­για τα έρ­γα του Βερ­μέ­ερ άδι­κος κό­πος»[2], εί­χε γρά­ψει η Σι­μπόρ­σκα σε ένα από τα κεί­με­να της πε­ρί­φη­μης στή­λης της με τί­τλο «Προ­αι­ρε­τι­κή ανά­γνω­ση»,[3] σχο­λιά­ζο­ντας εκεί την πο­λω­νι­κή έκ­δο­ση του βι­βλί­ου Jan Vermeer van Delft σε επι­μέ­λεια του Kuno Mittelstädt (η πο­λω­νι­κή με­τά­φρα­ση εκ­δό­θη­κε το 1970). Ο Γερ­μα­νός ιστο­ρι­κός τέ­χνης πα­ρου­σί­α­ζε σ’ αυ­τό τη ζωή και το έρ­γο του αγα­πη­μέ­νου της ζω­γρά­φου, ο οποί­ος δί­πλα στον Ρέ­μπραντ θε­ω­ρεί­ται από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους εκ­προ­σώ­πους της χρυ­σής επο­χής στην ολ­λαν­δι­κή ζω­γρα­φι­κή (17ος αιώ­νας) και ήταν ιδιαί­τε­ρα ει­δι­κευ­μέ­νος στην peinture de genre, στη ρω­πο­γρα­φία. Η ποι­η­τι­κή της αντί­λη­ψη και η κρι­τι­κή της μα­τιά δεν της επέ­τρε­ψαν να συμ­φω­νή­σει με τη γνώ­μη του επι­με­λη­τή και μπή­κε σε ανοι­χτή πο­λε­μι­κή μα­ζί του, ει­δι­κά δυ­να­τή στη σύλ­λη­ψη ενός από τα τε­λευ­ταία έρ­γα του Βερ­μέ­ερ γνω­στού ως «Κο­πέ­λα δί­πλα στο βιρ­γι­νά­λι». «Κα­τά τη γνώ­μη του κρι­τι­κού», σχο­λί­α­ζε, «το έρ­γο αυ­τό ση­μα­το­δο­τεί το τέ­λος μιας επο­χής και συ­νά­μα το μα­ρα­σμό της δη­μιουρ­γι­κής έμπνευ­σης. Εκ­πέ­μπει ακαμ­ψία, ψυ­χρό­τη­τα και ξε­ρό υπο­λο­γι­σμό. Η ντά­μα που στέ­κε­ται μπρο­στά στο όρ­γα­νο εί­ναι, υπο­τί­θε­ται, "απο­ξε­νω­μέ­νη" από το εσω­τε­ρι­κό σε μια "μνη­μεια­κά πα­γω­μέ­νη χει­ρο­νο­μία"… Κοι­τά­ζω και τί­πο­τα εδώ δεν μου πά­ει κα­λά. Βλέ­πω το θαύ­μα του φω­τός της ημέ­ρας που εξα­πλώ­νε­ται σε διά­φο­ρα εί­δη της ύλης: στο αν­θρώ­πι­νο δέρ­μα και στο με­τά­ξι της φο­ρε­σιάς, στην επέν­δυ­ση της κα­ρέ­κλας και στον ασβε­στω­μέ­νο τοί­χο – ένα θαύ­μα το οποίο ο Βερ­μέ­ερ επα­να­λαμ­βά­νει διαρ­κώς, αλ­λά όλο και σε και­νούρ­γιες πα­ραλ­λα­γές και σε ανα­νε­ω­μέ­νη απο­κά­λυ­ψη. Πού λοι­πόν υπάρ­χουν η ψυ­χρό­τη­τα και η απο­ξέ­νω­ση, τά­χα τι αφο­ρούν αυ­τά; Η γυ­ναί­κα ακου­μπά τα χέ­ρια της στο βιρ­γι­νά­λι σαν να ήθε­λε να μας παί­ξει ένα μου­σι­κό χω­ρίο, έτσι για πλά­κα, για υπεν­θύ­μι­ση. Το κε­φά­λι της το στρέ­φει προς εμάς με ένα πα­νέ­μορ­φο μι­σό χα­μό­γε­λο στο όχι και τό­σο όμορ­φο πρό­σω­πο. Σ’ αυ­τό το χα­μό­γε­λο υπάρ­χει ο συλ­λο­γι­σμός και μια πρέ­ζα μη­τρι­κής επιεί­κειας. Και ήδη τρια­κό­σια χρο­νά­κια τώ­ρα μας κοι­τά­ζει όλους έτσι, μη απο­κλεί­ο­ντας και τους κρι­τι­κούς»,[4] ολο­κλη­ρώ­νει το σχο­λια­σμό της με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της σαρ­κα­σμό.


Βερ­μέ­ερ, «Κο­πέ­λα δί­πλα στο βιρ­γι­νά­λι»



Τον Ιού­λιο του 2008, σε ένα από τα τα­ξί­δια της στην Ευ­ρώ­πη, που απο­τέ­λε­σαν μέ­ρος του αφιε­ρω­μέ­νου στη νο­μπε­λί­στρια από την Κρα­κο­βία ντο­κι­μα­ντέρ με τί­τλο «Κά­ποιες στιγ­μές η ζωή μπο­ρεί να γί­νει υπο­φερ­τή», η Σι­μπόρ­σκα επι­σκέ­φτη­κε και την Ολ­λαν­δία, με ονει­ρι­κό προ­ο­ρι­σμό τα μου­σεία του Άμ­στερ­νταμ και της Χά­γης. Στο Rijksmuseum από κο­ντά θαύ­μα­ζε τό­τε τα έρ­γα του αγα­πη­μέ­νου της Βερ­μέ­ερ. Σε μια σκη­νή εκεί­νου του ντο­κι­μα­ντέρ, με μια δό­ση του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού της χιού­μορ ομο­λο­γεί στη δη­μο­σιο­γρά­φο, ότι εάν θα έπρε­πε να επι­λέ­ξει τι θα προ­τι­μού­σε να έχει στην ιδιο­κτη­σία της, τη «Μό­να Λί­ζα» ή τη «Γα­λα­τού», θα επέ­λε­γε τη «Γα­λα­τού»: «Αυ­τή κά­τι κά­νει για τον κό­σμο…», σκε­πτό­με­νη προ­σπα­θού­σε να το εξη­γή­σει, «υπάρ­χει κά­τι μέ­σα της… κά­ποιο sacrum υπάρ­χει σ’ αυ­τό το έρ­γο».
Την επό­με­νη χρο­νιά εκ­δό­θη­κε η συλ­λο­γή Εδώ, και σ’ αυ­τήν φύ­τρω­σε και ο καρ­πός μάλ­λον εκεί­νης της επί­σκε­ψης, το ποί­η­μα «Βερ­μέ­ερ».



«Η γα­λα­τού» του Βερ­μέ­ερ

Όμως η ζω­γρα­φι­κή τέ­χνη των Ολ­λαν­δών μα­στό­ρων του καμ­βά απα­σχο­λού­σε την ποι­η­τι­κή της Σι­μπόρ­σκα ήδη πο­λύ πιο νω­ρίς. Στη συλ­λο­γή Χί­λιες δυο χα­ρές (1967) υπάρ­χει το ποί­η­μα «Το­πίο» (το οποίο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1964):

Στο το­πίο του πα­λαιού μά­στο­ρα
τα δέ­ντρα έχουν ρί­ζες κά­τω απ’ τη λα­δο­μπο­γιά,
το μο­νο­πά­τι οδη­γεί με σι­γου­ριά στον προ­ο­ρι­σμό,
την υπο­γρα­φή με­γα­λό­πρε­πα αντι­κα­θι­στά ένα φύλ­λο χλό­ης,
αναμ­φι­σβή­τη­τα εί­ναι πέ­ντε το από­γευ­μα
κι ο Μάιος απα­λά πλην όμως κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά στα­μα­τη­μέ­νος,
γι’ αυ­τό λοι­πόν στα­μά­τη­σα κι εγώ – ναι, ναι, αγα­πη­τέ μου,
αυ­τή η γυ­ναί­κα κά­τω από το φρά­ξο εί­μαι εγώ.

Κοί­τα κα­λά πό­σο απο­μα­κρύν­θη­κα από σέ­να,
κοί­τα τον λευ­κό μου σκού­φο και την κί­τρι­νή μου φού­στα,
κοί­τα πό­σο γε­ρά κρα­τώ το κα­λά­θι για να μην πέ­σω έξω από τον πί­να­κα,
πό­σο κα­μα­ρω­τά στέ­κο­μαι στην ξέ­νη μοί­ρα
και ξε­κου­ρά­ζο­μαι από τα ζω­ντα­νά μυ­στή­ρια.
Ακό­μη κι αν φω­νά­ξεις, δεν θα σ’ ακού­σω,
κι ακό­μη και να σε ακού­σω, δεν θα στρα­φώ πί­σω,
κι ακό­μη και να κά­νω αυ­τή την απί­θα­νη κί­νη­ση,
το πρό­σω­πό σου θα μου φα­νεί ξέ­νο.

Γνω­ρί­ζω τον κό­σμο σε ακτί­να έξι μι­λιών.
Γνω­ρί­ζω βό­τα­να και ξόρ­κια για κά­θε πό­νο.
Ο Θε­ός ακό­μα κοι­τά­ζει την κο­ρυ­φή του κε­φα­λιού μου.
Ακό­μα προ­σεύ­χο­μαι για έναν μη ξαφ­νι­κό θά­να­το.
Ο πό­λε­μος εί­ναι τι­μω­ρία και η ει­ρή­νη αντα­μοι­βή.
Τα επαί­σχυ­ντα όνει­ρα προ­έρ­χο­νται από τον Σα­τα­νά.
Η ψυ­χή μου εί­ναι τό­σο προ­φα­νής όσο το κου­κού­τσι στο δα­μά­σκη­νο.

Δεν γνω­ρί­ζω τα παι­χνί­δια της καρ­διάς.
Δεν γνω­ρί­ζω τη γύ­μνια του πα­τέ­ρα των παι­διών μου.
Δεν φα­ντά­ζο­μαι το Άσμα Ασμά­των
να κρύ­βει ένα ασα­φές, γε­μά­το μουν­τζού­ρες χει­ρό­γρα­φο.
Αυ­τά που θέ­λω να πω πε­ριέ­χο­νται σε έτοι­μες προ­τά­σεις.
Δεν χρη­σι­μο­ποιώ την απελ­πι­σία, για­τί δεν μου ανή­κει,
μου την έχουν εμπι­στευ­τεί μό­νο για να τη φυ­λάω.

Ακό­μη κι αν μου κό­ψεις το δρό­μο,
ακό­μη κι αν με κοι­τά­ξεις στα μά­τια,
θα σε προ­σπε­ρά­σω στο χεί­λος της πιο στε­νής κι απ’ την τρί­χα αβύσ­σου.

Στα δε­ξιά εί­ναι το σπί­τι μου, που το γνω­ρί­ζω απ’ όλες τις πλευ­ρές,
μα­ζί με τα σκα­λο­πά­τια του και την εί­σο­δό του,
και μέ­σα του συμ­βαί­νουν αζω­γρά­φι­στα πράγ­μα­τα:
η γά­τα πη­δά­ει στον πά­γκο,
ο ήλιος πέ­φτει στην κασ­σι­τέ­ρι­νη κα­νά­τα,
ένας ξε­ρα­κια­νός άντρας κά­θε­ται πί­σω απ’ το τρα­πέ­ζι
κι επι­σκευά­ζει ένα ρο­λόι.

Η ποι­ή­τρια φα­νε­ρά ανα­φέ­ρε­ται εδώ στην ολ­λαν­δι­κή ζω­γρα­φι­κή το­πί­ου του 17ου αιώ­να. Αν θα θέ­λα­με να ψά­ξου­με κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο που έπαι­ζε ρό­λο πρω­τό­τυ­που για αυ­τή την ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση, κά­ποιες λε­πτο­μέ­ρειες, όπως ο δρό­μος με τα ψη­λά δέ­ντρα, τα φρά­ξα, η γυ­ναι­κεία μορ­φή με την εν­δυ­μα­σία που ται­ριά­ζει στην πε­ρι­γρα­φή στο ποί­η­μα, κα­θώς και το σπί­τι που «εί­ναι στα δε­ξιά» μπο­ρεί να μας οδη­γή­σουν στο πιο διά­ση­μο έρ­γο του Ολ­λαν­δού το­πιο­γρά­φου Μέι­ντερτ Χο­μπέ­μα «Η λε­ω­φό­ρος στο Μι­ντελ­χάρ­νις». Αλ­λά η ποι­η­τι­κή πέ­να της Σι­μπόρ­σκα φυ­σι­κά δεν ασχο­λεί­ται εδώ μό­νο με την ει­κό­να και την ατμό­σφαι­ρα ενός ζω­γρα­φι­σμέ­νου το­πί­ου. Εκεί, στον καμ­βά του Χο­μπέ­μα, όλα βρί­σκο­νται στην αμε­τά­βλη­τη θέ­ση τους και μέ­νουν στα­θε­ρά για πά­ντα. Στο ποί­η­μα της Σι­μπόρ­σκα όμως τα πράγ­μα­τα παίρ­νουν άλ­λη τρο­πή. Το το­πίο παί­ζει σ’ αυ­τό ένα ρό­λο ιδιαί­τε­ρου λυ­ρι­κού σκη­νι­κού. Και ποιος εί­ναι ο τρό­πος με τον οποίο στή­νει η ποι­ή­τρια αυ­τό το σκη­νι­κό; Στην ποί­η­ση η απά­ντη­ση σε τέ­τοιου εί­δους ερω­τή­μα­τα βρί­σκε­ται συ­νή­θως στο λυ­ρι­κό εγώ. Ας προ­σέ­ξου­με λοι­πόν ποιο εί­ναι εδώ αυ­τό.
Η γυ­ναί­κα με το λευ­κό σκού­φο, η οποία στο έρ­γο του ζω­γρά­φου μι­λά­ει με κά­ποιον που τον συ­νά­ντη­σε στο δρό­μο προς το σπί­τι της πι­θα­νόν, εδώ στο ποί­η­μα ανοί­γει διά­λο­γο με κά­ποιον που βρί­σκε­ται στην άλ­λη πλευ­ρά της κορ­νί­ζας, με τον πα­ρα­τη­ρη­τή του πί­να­κα ίσως («κοί­τα πό­σο γε­ρά κρα­τώ το κα­λά­θι για να μην πέ­σω έξω από τον πί­να­κα»), συ­νε­πώς και με τον ανα­γνώ­στη του ποι­ή­μα­τος. Μα στην ου­σία αυ­τό δεν εί­ναι διά­λο­γος αλ­λά μο­νό­λο­γος. Ποια­νού όμως μο­νό­λο­γος; Της ζω­γρα­φι­σμέ­νης γυ­ναί­κας με το λευ­κό σκού­φο, η οποία βρί­σκε­ται μα­κριά μας, πο­λύ μα­κριά… τό­σο μα­κριά που αν την φω­νά­ξου­με δεν θα μας ακού­σει, της γυ­ναί­κας που ο γνω­στός σε αυ­τήν κό­σμος έχει «ακτί­να έξι μι­λί­ων» και απέ­χει μα­κριά και στον χρό­νο; Ή του λυ­ρι­κού εγώ – μιας σύγ­χρο­νης γυ­ναί­κας, η οποία μπαί­νο­ντας στην «ξέ­νη μοί­ρα» προ­σπα­θεί να «ξε­κου­ρα­στεί από τα ζω­ντα­νά μυ­στή­ρια», να βρει τη δι­κή της φι­λο­σο­φι­κή γα­λή­νη, να απε­λευ­θε­ρω­θεί, έστω για λί­γο, από τις δι­κές της υπαρ­ξια­κές ανη­συ­χί­ες;
Το λυ­ρι­κό εγώ σε αυ­τό το το­πίο «του πα­λαιού μά­στο­ρα» βρί­σκει έναν κό­σμο γα­λή­νιο που μοιά­ζει σαν γή­ι­νη Εδέμ. Έναν κό­σμο στον οποίο ακό­μα κυ­ριαρ­χεί η θρη­σκευ­τι­κή κα­τα­νό­η­ση των πραγ­μά­των, όπου ο άν­θρω­πος συ­νε­χί­ζει να εμπι­στεύ­ε­ται τη Θεία Πρό­νοια: «Ο Θε­ός ακό­μα κοι­τά­ζει την κο­ρυ­φή του κε­φα­λιού μου». Σε αυ­τόν τον κό­σμο, σε έναν άν­θρω­πο του 20ού αιώ­να, του τό­σο σκλη­ρά δο­κι­μα­ζό­με­νου από το κα­κό, τα πράγ­μα­τα μπο­ρεί να φαί­νο­νται ακό­μα απλά και αγνά, η ψυ­χή «εί­ναι τό­σο προ­φα­νής όσο το κου­κού­τσι στο δα­μά­σκη­νο». Εντυ­πω­σια­κός εί­ναι ο τρό­πος με τον οποίο το λυ­ρι­κό εγώ εκ­φρά­ζει εδώ τις πο­λι­τι­σμι­κές δια­φο­ρές στην κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου: «Δεν φα­ντά­ζο­μαι το Άσμα Ασμά­των / να κρύ­βει ένα ασα­φές, γε­μά­το μουν­τζού­ρες χει­ρό­γρα­φο».
Το το­πίο «του πα­λαιού μά­στο­ρα», στα­θε­ρό και αμε­τά­βλη­το, κλει­σμέ­νο για πά­ντα μέ­σα σε δια­στά­σεις ενός καμ­βά και μιας κορ­νί­ζας, πα­ρου­σιά­ζει σε μας έναν πα­λιό και μάλ­λον εξι­δα­νι­κευ­μέ­νο κό­σμο που πο­τέ μά­λι­στα δεν θα γί­νει δι­κός μας, ημών των ανα­γνω­στών του ποι­ή­μα­τος. Αλ­λά χά­ρη στην ποι­η­τι­κή της Σι­μπόρ­σκα μπο­ρεί να γί­νει δι­κό μας κα­τα­φύ­γιο. Και ξαφ­νι­κά στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος το λυ­ρι­κό εγώ μάς ανοί­γει μια άλ­λη πόρ­τα, δρο­μο­λο­γώ­ντας έτσι την αφορ­μή για μια λί­γο δια­φο­ρε­τι­κή κα­τα­κλεί­δα. Πώς γί­νε­ται αυ­τό; Σε αυ­τό το ζω­γρα­φι­σμέ­νο το­πίο, μάς λέ­ει, συμ­βαί­νουν και «αζω­γρά­φι­στα πράγ­μα­τα». Η ποι­η­τι­κή φα­ντα­σία τα το­πο­θε­τεί μέ­σα σε ζω­γρα­φι­σμέ­νο «στα δε­ξιά» σπί­τι. Εκεί, όπως στην αφή­γη­ση μέ­σα στην αφή­γη­ση, «βλέ­που­με» τον πί­να­κα μέ­σα στον πί­να­κα. Και τους πί­να­κες αυ­τούς τούς απο­τε­λούν, αν το προ­σέ­ξου­με κα­λά -για­τί στην ποί­η­ση της Σι­μπόρ­σκα κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια με­τρά­ει και μπο­ρεί να κρύ­βει συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές ει­κό­νες ή σκέ­ψεις-, δυο ανα­φο­ρές σε δυο εί­δη ζω­γρα­φι­κής. Η πρώ­τη: «η γά­τα πη­δά­ει στον πά­γκο», αφο­ρά στη ρω­πο­γρα­φία, η οποία γνώ­ρι­σε με­γά­λη άν­θη­ση στην Ολ­λαν­δία και τη Φλάν­δρα ακρι­βώς του 17ου αιώ­να, και η δεύ­τε­ρη: «ο ήλιος πέ­φτει στην κασ­σι­τέ­ρι­νη κα­νά­τα», αφο­ρά στο κλα­σι­κό μο­τί­βο νε­κρής φύ­σης που πρω­το­πή­ρε το όνο­μά της ακρι­βώς από τον ολ­λαν­δι­κό όρο «stil-leven». Ανά­με­σα σε αυ­τά τα «αζω­γρά­φι­στα πράγ­μα­τα» έχου­με όμως και μια άλ­λη ει­κό­να, μια συμ­βο­λι­κή μορ­φή, τον «ξε­ρα­κια­νό άντρα» που «επι­σκευά­ζει ένα ρο­λόι». Την «βλέ­που­με» και ανα­ρω­τιό­μα­στε: Θα μπο­ρού­σε αυ­τός να εί­ναι ο μυ­θι­κός Χρό­νος; Δη­λα­δή υπάρ­χει αυ­τή η δυ­να­τό­τη­τα να μην εί­ναι όλα στα­μα­τη­μέ­να ακό­μα σε έναν ζω­γρα­φι­σμέ­νο καμ­βά; Ναι, το επι­τρέ­πει η ποι­η­τι­κή φα­ντα­σία! Αυ­τή άλ­λω­στε εί­ναι η πε­ρί­φη­μη «χα­ρά της γρα­φής», την οποία πραγ­μα­τεύ­ε­ται η Σι­μπόρ­σκα στο ποί­η­μά της που έχει ακρι­βώς αυ­τόν τον τί­τλο («Η χα­ρά της γρα­φής») και βρί­σκε­ται στην ίδια συλ­λο­γή στην οποία βρί­σκε­ται και το πα­ρου­σια­ζό­με­νο εδώ «Το­πίο». Το θνη­τό χέ­ρι εξο­πλι­σμέ­νο με μια πέ­να θα μπο­ρού­σε επο­μέ­νως να τε­θεί σε κί­νη­ση ακό­μη και τον κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά στα­μα­τη­μέ­νο από το χέ­ρι του πα­λαιού ζω­γρά­φου χρό­νο.



Μέι­ντερτ Χο­μπέ­μα, «Η λε­ω­φό­ρος στο Μι­ντελ­χάρ­νις».



Tο θέ­μα του στα­μα­τη­μέ­νου σ’ ένα έρ­γο τέ­χνης χρό­νου (ο αιχ­μά­λω­τος Χρό­νος;), επι­στρέ­φει χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πιο δυ­να­τά και κα­θα­ρά, σε ένα άλ­λο ποί­η­μα της Σι­μπόρ­σκα, τα αι­σθη­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα της οποί­ας δεν πε­ριο­ρί­ζο­νταν μό­νο στην τέ­χνη των με­γά­λων ευ­ρω­παί­ων ζω­γρά­φων. Αυ­τή τη φό­ρα η ποι­ή­τρια μάς «τα­ξι­δεύ­ει» στην γκα­λε­ρί του πο­λι­τι­σμού της Άπω Ανα­το­λής, στην από­μα­κρη Ια­πω­νία. Το ομό­τι­τλο ποί­η­μα από τη συλ­λο­γή Άν­θρω­ποι στη γέ­φυ­ρα (1986) μάς πα­ρου­σιά­ζει ένα έρ­γο φτιαγ­μέ­νο με την τε­χνι­κή γνω­στή με το όνο­μα ου­κί­γιο-ε, που στα ια­πω­νι­κά ση­μαί­νει «ει­κό­νες του επι­πλέ­ο­ντος κό­σμου» ή «ει­κό­νες του κό­σμου που περ­νά». Εί­ναι ένα εί­δος ια­πω­νι­κής ζω­γρα­φι­κής που χρη­σι­μο­ποιεί και την τε­χνι­κή της ξυ­λο­γρα­φί­ας και γνώ­ρι­σε άν­θη­ση στην πε­ρί­ο­δο Έντο (από τα μέ­σα του 17ου αιώ­να έως τις αρ­χές της πε­ριό­δου Μεïτζί στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου αιώ­να).
Το ποί­η­μα ξε­κι­νά με τη σύ­ντο­μη «ει­σα­γω­γή» της ποι­ή­τριας, συ­νε­χί­ζει με τη λα­κω­νι­κή αλ­λά και πι­στή πε­ρι­γρα­φή της ξυ­λο­γρα­φί­ας, για να ανα­πτύ­ξει έπει­τα την ποι­η­τι­κή της σκέ­ψη και σχό­λιο, τα οποία τής γεν­νά η πα­ρα­κο­λού­θη­ση του έρ­γου…

Πα­ρά­ξε­νος τού­τος ο πλα­νή­της και πα­ρά­ξε­νοι οι άν­θρω­ποι σ’ αυ­τόν.
Υπό­κει­νται στο χρό­νο αλ­λά δεν θέ­λουν να τον απο­δε­χτούν.
Έχουν δι­κούς τους τρό­πους να εκ­δη­λώ­νουν την αντί­θε­σή τους.
Φτιά­χνουν μι­κρές ει­κό­νες, όπως για πα­ρά­δειγ­μα αυ­τή:

Με την πρώ­τη μα­τιά τί­πο­τα το ιδιαί­τε­ρο.
Βλέ­πεις νε­ρό.
Και μια από τις όχθες του.
Και ένα μο­νό­ξυ­λο που με κό­πο πλέ­ει κό­ντρα στο ρεύ­μα.
Και πά­νω απ’ το νε­ρό μια γέ­φυ­ρα, και σ’ αυ­τήν βλέ­πεις αν­θρώ­πους.
Οι άν­θρω­ποι φα­νε­ρά επι­σπεύ­δουν τα βή­μα­τά τους
για­τί από το σκο­τει­νό σύν­νε­φο
μό­λις άρ­χι­σε να τους μα­στι­γώ­νει δυ­να­τή βρο­χή.

Το ζή­τη­μα εί­ναι πως τί­πο­τα πε­ραι­τέ­ρω δεν συμ­βαί­νει εδώ.
Το σύν­νε­φο δεν αλ­λά­ζει χρώ­μα ού­τε σχή­μα.
Η βρο­χή ού­τε μα­νιά­ζει ού­τε κο­πά­ζει.
Το μο­νό­ξυ­λο πλέ­ει χω­ρίς να κι­νεί­ται.
Οι άν­θρω­ποι στη γέ­φυ­ρα τρέ­χουν
ακρι­βώς εκεί όπου έτρε­χαν και πριν.

Εί­ναι δύ­σκο­λο να το αφή­σου­με ασχο­λί­α­στο.
Αυ­τή η ει­κό­να διό­λου δεν εί­ναι αθώα.
Στα­μά­τη­σαν εδώ το χρό­νο.
Έπα­ψαν να υπο­λο­γί­ζουν τους νό­μους του.
Του στέ­ρη­σαν την επιρ­ροή στην εξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των.
Τον αγνό­η­σαν και τον πρό­σβα­λαν.

Εξαι­τί­ας ενός επα­να­στά­τη,
κά­ποιου Χι­ρό­σι­γκε Ου­τα­γκά­ουα
(μιας ύπαρ­ξης που άλ­λω­στε
έφυ­γε πριν πο­λύ και­ρό και στην ώρα του),
ο χρό­νος σκό­ντα­ψε και έπε­σε.

Μπο­ρεί αυ­τό να εί­ναι μό­νο μια σκα­ντα­λιά άνευ ση­μα­σί­ας,
μια ατα­ξία σε κλί­μα­κα με­ρι­κών μό­λις γα­λα­ξιών,
σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση ωστό­σο
ας προ­σθέ­σου­με το εξής:

Oι κα­λοί τρό­ποι εδώ επι­βάλ­λουν
αυ­τή η ει­κό­να να χαί­ρει υψη­λής εκτί­μη­σης,
να μα­γεύ­ει και να συ­γκι­νεί από γε­νιά σε γε­νιά.

Αλ­λά υπάρ­χουν και κά­ποιοι που ού­τε αυ­τό τους αρ­κεί.
Εκεί­νοι ακούν ακό­μη και το θό­ρυ­βο της βρο­χής,
νιώ­θουν την ψύ­χρα των στα­γό­νων στους λαι­μούς και στις πλά­τες τους,
κοι­τά­ζουν τη γέ­φυ­ρα και τους αν­θρώ­πους πά­νω της
σαν να βλέ­πουν εκεί τους ίδιους τους εαυ­τούς τους,
στην ίδια κούρ­σα, η οποία πο­τέ δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται
σ’ έναν ατέ­λειω­το δρό­μο προς την αιώ­νια εκτέ­λε­ση,
και έχουν το θρά­σος να πι­στεύ­ουν
ότι εί­ναι πραγ­μα­τι­κά έτσι.

Ακό­μη και αν δεν εί­μα­στε πο­λύ εξοι­κειω­μέ­νοι με τους δη­μιουρ­γούς του ου­κί­γιο-ε, η Σι­μπόρ­σκα κα­τα­θέ­τει μια κα­θα­ρή οδη­γία ονο­μα­τί­ζο­ντας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τον καλ­λι­τέ­χνη· πρό­κει­ται για έναν «επα­να­στά­τη», για «κά­ποιον Χι­ρό­σι­γκε Ου­τα­γκά­ουα». Ακο­λου­θώ­ντας την πε­ρι­γρα­φή της ει­κό­νας δεν θα δυ­σκο­λευ­τού­με να ανα­κα­λύ­ψου­με ποια ξυ­λο­γρα­φία του διά­ση­μου Ιά­πω­να καλ­λι­τέ­χνη δη­μιούρ­γη­σε την ποι­η­τι­κή της έμπνευ­ση. Εί­ναι η πε­ρί­φη­μη ξυ­λο­γρα­φία του «Ξαφ­νι­κή βρο­χή πά­νω στη γέ­φυ­ρα Σιν-Οχά­σι». Κά­θε λέ­ξη της ποι­η­τι­κής πε­ρι­γρα­φής του έρ­γου αυ­τού «ζω­γρα­φί­ζει» την ίδια στα­θε­ρή ει­κό­να πα­γιω­μέ­νη στον χρό­νο: «Το σύν­νε­φο δεν αλ­λά­ζει χρώ­μα ού­τε σχή­μα. / Η βρο­χή ού­τε μα­νιά­ζει ού­τε κο­πά­ζει. / Το μο­νό­ξυ­λο πλέ­ει χω­ρίς να κι­νεί­ται». Τα πράγ­μα­τα «γί­νο­νται» εκεί χω­ρίς να προ­χω­ρούν: «Οι άν­θρω­ποι στη γέ­φυ­ρα τρέ­χουν / ακρι­βώς εκεί όπου έτρε­χαν και πριν». Αν το παίρ­να­με όμως ανά­πο­δα, με έκ­πλη­ξη θα συ­νει­δη­το­ποιού­σα­με ότι τα πράγ­μα­τα εκεί, αν και δεν προ­χω­ρούν, «γί­νο­νται»· αρι­στο­τε­χνι­κά πα­ρου­σια­ζό­με­νη αυ­τή η κί­νη­ση μάς κά­νει να τη συλ­λαμ­βά­νου­με με τις αι­σθή­σεις μας.
Με τον δι­κό της τρό­πο η ποι­ή­τρια παι­νεύ­ει τον καλ­λι­τέ­χνη ο οποί­ος τολ­μά να αψη­φά τον χρό­νο: «Εξαι­τί­ας ενός επα­να­στά­τη, / κά­ποιου Χι­ρό­σι­γκε Ου­τα­γκά­ουα […] ο χρό­νος σκό­ντα­ψε και έπε­σε». Ο καλ­λι­τέ­χνης - επα­να­στά­της προ­κά­λε­σε το πα­ρα­πά­τη­μα του χρό­νου και εξαι­τί­ας του ο ατε­λεύ­τη­τος χρό­νος «σκό­ντα­ψε και έπε­σε»…
Το ποί­η­μα αυ­τό δεν εί­ναι εντε­λώς ελεύ­θε­ρο από τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή για τη Σι­μπόρ­σκα ει­ρω­νεία: «Μπο­ρεί αυ­τό να εί­ναι μό­νο μια σκα­ντα­λιά άνευ ση­μα­σί­ας, / μια ατα­ξία σε κλί­μα­κα με­ρι­κών μό­λις γα­λα­ξιών», αλ­λά τε­λι­κά εδώ αυ­τή φαί­νε­ται να εί­ναι εποι­κο­δο­μη­τι­κή ψά­χνο­ντας απά­ντη­ση στα ερω­τή­μα­τα: για­τί οι κά­τοι­κοι αυ­τού του «πα­ρά­ξε­νου πλα­νή­τη» δεν στα­μα­τούν να «φτιά­χνουν ει­κό­νες», για­τί τα ζω­γρα­φι­κά έρ­γα τέ­χνης, στα οποία η ζωή πά­ντα θα εί­ναι απο­κομ­μέ­νη από την πραγ­μα­τι­κή ζωή, έχουν τό­ση με­γά­λη σ’ αυ­τούς επιρ­ροή, για­τί αυ­τά «χαί­ρο­νται υψη­λής εκτί­μη­σης», για­τί «μα­γεύ­ουν και συ­γκι­νούν από γε­νιά σε γε­νιά»;
Η τέ­χνη ου­κί­γιο-ε κα­τά τη για­πω­νέ­ζι­κη της ονο­μα­σία δη­μιουρ­γεί ει­κό­νες του επι­πλέ­ο­ντος κό­σμου, του κό­σμου που περ­νά, που πα­ρέρ­χε­ται, και όμως την ίδια στιγ­μή τον στα­μα­τά, τον πα­γώ­νει στην απει­κο­νι­ζό­με­νη μορ­φή του. Χα­ρί­ζει την αθα­να­σία στη στιγ­μή που με τον καλ­λι­τε­χνι­κό της τρό­πο πα­ρου­σιά­ζει, άλ­λω­στε αυ­τό εί­ναι αδιαμ­φι­σβή­τη­το προ­νό­μιο της ζω­γρα­φι­κής τέ­χνης. Όσο αφο­ρά στον «αιχ­μά­λω­το χρό­νο», ίσως έχου­με εδώ την ίδια αί­σθη­ση θαυ­μα­σμού όπως μπρο­στά στη «Γα­λα­τού» του Βερ­μέ­ερ, και όμως πό­σο δια­φο­ρε­τι­κά το­πο­θε­τη­μέ­νη και ποι­η­τι­κά προ­σεγ­γι­σμέ­νη! Οι τε­λευ­ταί­οι στοί­χοι τού «Άν­θρω­ποι στη γέ­φυ­ρα» σαν να μας πα­ρα­πέ­μπουν στη σκέ­ψη, ότι ο στο­χα­σμός της τέ­χνης σε συν­δυα­σμό με τον αι­σθη­τι­κό μας θαυ­μα­σμό μάς κά­νουν να θέ­λου­με να ξε­χά­σου­με τη φθο­ρά του χρό­νου. Και τό­τε η προ­κα­λού­με­νη έτσι αι­σθη­τι­κή στιγ­μή, που για κά­ποιον λό­γο μάς συ­γκι­νεί δυ­να­τά, μπο­ρεί να μας δη­μιουρ­γή­σει αι­σθη­τι­κή ψευ­δαί­σθη­ση συμ­με­το­χής στον αθά­να­το κό­σμο – σε αυ­τόν τον ζω­γρα­φι­σμέ­νο: «κοι­τά­ζουν τη γέ­φυ­ρα και τους αν­θρώ­πους πά­νω της / σαν να βλέ­πουν εκεί τους ίδιους τους εαυ­τούς τους». Να ένας ακό­μα τρό­πος που η τέ­χνη μπο­ρεί να γί­νει δι­κό μας κα­τα­φύ­γιο, όπως στο «Το­πίο».



Χι­ρό­σι­γκε Ου­τα­γκά­ουα, «Ξαφ­νι­κή βρο­χή πά­νω στη γέ­φυ­ρα Σιν-Οχά­σι»

Όσα γρά­φο­νται πα­ρα­πά­νω, εί­ναι μια πρό­τα­ση ανά­γνω­σης που θα μπο­ρού­σε να ακο­λου­θή­σει την ξε­νά­γη­ση της ποι­ή­τριας… Όμως, όσο στα πα­ρα­πά­νω ποι­ή­μα­τα η Σι­μπόρ­σκα μάς «ξε­να­γεί στην γκα­λε­ρί του κό­σμου» με τον κα­θα­ρό πά­νω στην τέ­χνη στο­χα­σμό της (στα πα­ρου­σια­ζό­με­να ως εδώ ποι­ή­μα­τα και στον χρό­νο που αυ­τή μπο­ρεί να αιχ­μα­λω­τί­σει – αφού στην τέ­χνη ισχύ­ει μια δια­φο­ρε­τι­κή αντί­λη­ψη για τον χρό­νο απ’ ότι στην ζωή), στο πα­ρα­κά­τω ποί­η­μα ένα έρ­γο απ’ αυ­τήν την «γκα­λε­ρί» γί­νε­ται αφορ­μή για έναν προ­βλη­μα­τι­σμό που υπερ­βαί­νει την τέ­χνη.

Έτσι μοιά­ζει το με­γά­λο μου όνει­ρο για τις απο­λυ­τή­ριές μου εξε­τά­σεις:
δυο μαϊ­μού­δες κά­θο­νται αλυ­σο­δε­μέ­νες στο πα­ρά­θυ­ρο,
πί­σω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο ίπτα­ται ο ου­ρα­νός
και κά­νει μπά­νιο η θά­λασ­σα.

Δί­νω το μά­θη­μα της Ιστο­ρί­ας των Αν­θρώ­πων.
Μπερ­δεύω τα λό­για μου και κο­μπιά­ζω.

Η μία μαϊ­μού, με βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο πά­νω μου, ακού­ει ει­ρω­νι­κά,
η άλ­λη τά­χα μου μι­σο­κοι­μά­ται –
αλ­λά όταν με­τά την ερώ­τη­ση πέ­φτει σιω­πή,
μου κά­νει τον υπο­βο­λέα
κου­δου­νί­ζο­ντας ελα­φρά την αλυ­σί­δα της.

Το ποί­η­μα «Δυο μαϊ­μού­δες του Μπρί­γκελ» από τη συλ­λο­γή Το κά­λε­σμα στον Γέ­τι (1957) απο­τε­λεί ένα αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό υπό­δειγ­μα της χρή­σης της ει­ρω­νεί­ας στην ποί­η­ση της Σι­μπόρ­σκα. Εί­ναι ολό­κλη­ρο κτι­σμέ­νο με ει­ρω­νεία και η ιδέα του βα­σί­ζε­ται στην ανα­στρο­φή των ρό­λων. Ένας μι­κρός πί­να­κας του Πί­τερ Μπρι­́γκελ του πρε­σβύ­τε­ρου (γυρ­νά­με στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη, στην τέ­χνη της Φλάν­δρας του 16ου αιώ­να αυ­τή τη φο­ρά) γί­νε­ται η αφορ­μή για ανα­στο­χα­σμό πά­νω στη δου­λεία και την ελευ­θε­ρία. Οι εκ­πρό­σω­ποι του κό­σμου της Φύ­σης κρί­νουν τον άν­θρω­πο και την Ιστο­ρία που αυ­τός δη­μιουρ­γεί («Δί­νω το μά­θη­μα της Ιστο­ρί­ας των Αν­θρώ­πων»), και το συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι εις βά­ρος του…
Στη συλ­λο­γή Το κά­λε­σμα στον Γέ­τι, που εκ­δό­θη­κε δώ­δε­κα χρό­νια με­τά τη λή­ξη του Β΄ Πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου, ακού­γε­ται ακό­μα ζω­ντα­νός ο από­η­χος αυ­τών των φρι­κτών χρό­νων. Η σκο­τει­νή μνή­μη τού ακό­μα κο­ντι­νού πα­ρελ­θό­ντος προ­σμέ­νει την ηθι­κή ανα­μέ­τρη­ση και ανα­γκά­ζει τον άν­θρω­πο του 20ού αιώ­να να κά­νει τον απο­λο­γι­σμό του, να κοι­τά­ξει πιο βα­θιά στην Ιστο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας, όπου τα εγκλή­μα­τα δεν τε­λειώ­νουν. Άρα­γε δεν ισχύ­ει όμως, δυ­στυ­χώς, το ίδιο και για τον άν­θρω­πο του 21ου αιώ­να; Το ποί­η­μα εί­ναι σαν να θέ­τει την ερώ­τη­ση: πό­τε θα ωρι­μά­σει η αν­θρω­πό­τη­τα; Ιδού η ανα­φο­ρά στη δύ­σκο­λη απο­λυ­τή­ρια εξέ­τα­ση – στην «εξέ­τα­ση ωρι­μό­τη­τας», όπως ονο­μά­ζε­ται το απο­λυ­τή­ριο δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης στην Πο­λω­νία, η «matura» (η ονο­μα­σία βγαί­νει από το λα­τι­νι­κό maturus που ση­μαί­νει «ώρι­μος»). Ο εξε­τα­ζό­με­νος άν­θρω­πος «μπερ­δεύ­ει τα λό­για του και κο­μπιά­ζει» ενώ το «κα­τώ­τε­ρο» του εί­δος, μια μαϊ­μού που τον «ακού­ει ει­ρω­νι­κά», τον βοη­θά στις απα­ντή­σεις, του κά­νει τον υπο­βο­λέα «κου­δου­νί­ζο­ντας ελα­φρά την αλυ­σί­δα της». Επι­πλέ­ον αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε εδώ και έναν άλ­λο προ­βλη­μα­τι­σμό που συ­χνά απα­σχο­λεί την ποι­η­τι­κή της Σι­μπόρ­σκα: η βα­θιά σχέ­ση του αν­θρώ­που με τη Φύ­ση, τα δυ­να­τά της ση­μεία και οι αδυ­να­μί­ες της. Το θέ­μα της φυ­σι­κής εξέ­λι­ξης του αν­θρώ­πι­νου εί­δους άλ­λω­στε εμ­φα­νί­ζε­ται, με τον ένα ή τον άλ­λο τρό­πο, σε πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τά της (όπως λ.χ. «Χί­λιες δυο χα­ρές», «Σπη­λιά», «Τό­μας Μαν», «Ομι­λία στο γρα­φείο απο­λε­σθέ­ντων αντι­κει­μέ­νων»).



Πί­τερ Μπρι­́γκελ, «Δυο μαϊ­μού­δες»



Περ­πα­τώ­ντας με τη Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα στην «γκα­λε­ρί του κό­σμου» στα­θή­κα­με μπρο­στά σε τέσ­σε­ρα με­γά­λα έρ­γα ζω­γρα­φι­κής τέ­χνης, αλ­λά αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι μό­νο εκεί­να ενέ­πνευ­σαν τον ποι­η­τι­κό της λό­γο, την ποι­η­τι­κή της εκ­φρα­στι­κό­τη­τα. Η τέ­χνη γε­νι­κά, έπαι­ζε πο­λύ ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην ποι­η­τι­κή της, και όχι μό­νο η ζω­γρα­φι­κή τέ­χνη· στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα εμπνευ­σμέ­να ου­σια­στι­κά από όλα τα εί­δη κα­λών τε­χνών. Στην ανα­φερ­θεί­σα ήδη εδώ στή­λη «Προ­αι­ρε­τι­κή ανά­γνω­ση», ανά­με­σα στα μι­κρά κεί­με­να – χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, στα οποία με το δι­κό της ξε­χω­ρι­στό τρό­πο η Σι­μπόρ­σκα προ­σέγ­γι­ζε εκεί­να τα βι­βλία που τρα­βού­σαν το δι­κό της εξαι­ρε­τι­κά ευ­ρύ ανα­γνω­στι­κό εν­δια­φέ­ρον, βρί­σκε­ται και η «πα­ρου­σί­α­ση» ενός βι­βλί­ου για την τέ­χνη της Ια­πω­νί­ας (Sztuka Japonii του Wiesław Kotański, 1974). Η Σι­μπόρ­σκα πα­ρα­πο­νιέ­ται εκεί για το λί­γο θα­μπό χρώ­μα των ανα­πα­ρα­γό­με­νων στο βι­βλίο έρ­γων και ως πα­ρά­δειγ­μα ανα­φέ­ρει την «Ξαφ­νι­κή βρο­χή πά­νω στη γέ­φυ­ρα Σιν-Οχά­σι» του Χι­ρό­σι­γκε Ου­τα­γκά­ουα. «Ανα­φέ­ρω αυ­τήν την χρω­μα­τι­στή ξυ­λο­γρα­φία», γρά­φει, «για το λό­γο που με έναν ιδιόρ­ρυθ­μο τρό­πο αι­σθά­νο­μαι ιδιο­κτή­τρια του. Και αυ­τό, επει­δή που και που έχω όνει­ρα κλέ­φτι­κα. Ονει­ρεύ­ο­μαι πως κλέ­βω από το μου­σείο έναν μα­γευ­τι­κό πί­να­κα ή ένα ει­δώ­λιο, κα­τό­πιν με τρό­μο στην καρ­διά κοι­τάω τρι­γύ­ρω να σι­γου­ρευ­τώ, ότι κα­νείς δεν εί­δε αυ­τήν την ατι­μία μου και βγαί­νω έξω με το λά­φυ­ρό μου. Με αυ­τή τη μέ­θο­δο έγι­να ιδιο­κτή­τρια της "Σά­σκια με το κόκ­κι­νο λου­λού­δι" του Ρέ­μπραντ, της "Λε­ω­φό­ρου στο Μι­ντελ­χάρ­νις" του Χο­μπέ­μα (τι παλ­τό να ήταν και αυ­τό που κα­τά­φε­ρα να κου­βα­λάω τό­σο με­γά­λα έρ­γα κά­τω του;), του ενός πέ­τρι­νου γά­του από την αρ­χαία Αί­γυ­πτο (θυ­μά­μαι πό­σο βα­ρύς ήταν) και ακρι­βώς αυ­τής της "Ξαφ­νι­κής βρο­χής". Φο­βά­μαι πως αυ­τό δεν τε­λειώ­νει εδώ […]».[5]
Ποιος ξέ­ρει ποιο να ‘ταν το επό­με­νο έρ­γο που η «πα­νούρ­γα» ποι­ή­τρια έκλε­ψε στο όνει­ρό της; Μπο­ρεί να ήταν η «Γα­λα­τού» του Βερ­μέ­ερ… Πά­ντως την «Σά­σκια» την έκρυ­ψε κα­λά! Ποιος θα την έψα­χνε στο δω­μά­τιο ενός αυ­τό­χει­ρα; Ναι, σ’ αυ­τό το ποί­η­μα, «Το δω­μά­τιο του αυ­τό­χει­ρα» από τη συλ­λο­γή Με­γά­λος αριθ­μός (1976), την ανα­κα­λύ­πτου­με ανά­με­σα σε άλ­λα αντι­κεί­με­να που μαρ­τυ­ρούν την αγά­πη του αυ­τό­χει­ρα ιδιο­κτή­τη τους (ή μή­πως και της ίδιας της ποι­ή­τριας;) για τις τέ­χνες: «Έλει­παν, νο­μί­ζε­τε, από κει βι­βλία, πί­να­κες και δί­σκοι; / Κά­νε­τε λά­θος, να μια πα­ρή­γο­ρη τρο­μπέ­τα σε μαύ­ρα χέ­ρια. / Η Σά­σκια με το μι­κρό λου­λού­δι της καρ­διάς της. / Η χα­ρά, η σπί­θα των θε­ών. / Ο Οδυσ­σέ­ας πά­νω στο ρά­φι βυ­θι­σμέ­νος σε ζεί­δω­ρο ύπνο / με­τά τους κό­πους της πέμ­πτης ρα­ψω­δί­ας»,[6] και ο «κα­τά­λο­γος» συ­νε­χί­ζε­ται…
Και ο πε­ρί­πα­τος με τη Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα στην «γκα­λε­ρί του κό­σμου» συ­νε­χί­ζε­ται σε πολ­λά άλ­λα ποι­ή­μα­τά της – ση­μειώ­νω εδώ με­ρι­κούς τί­τλους μό­νο: «Με­σαιω­νι­κή μι­νια­τού­ρα», «Οι γυ­ναί­κες του Ρού­μπενς», «Βυ­ζα­ντι­νό ψη­φι­δω­τό», «Ελ­λη­νι­κό άγαλ­μα», «Φε­τίχ γο­νι­μό­τη­τας από την Πα­λαιο­λι­θι­κή».
Ό, τι η σπου­δαία ποι­ή­τρια έκλε­ψε στα όνει­ρά της, στο ξύ­πνιο της το μοι­ρά­σθη­κε, με το δι­κό της ποι­η­τι­κό τρό­πο, με τον ανα­γνώ­στη. Στα όνει­ρά της ζω­γρά­φι­ζε «σαν τον Βερ­μέ­ερ βαν Ντελφτ», στο ξύ­πνιο της έγρα­φε απλώς σαν την Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα.



Ρέ­μπραντ, «Η Σά­σκια με το κόκ­κι­νο λου­λού­δι»


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: