Σημειωτέα

Σημειωτέα

Ορι­σμέ­να κρί­σι­μα ερω­τή­μα­τα έχουν πά­ψει να τί­θε­νται δη­μό­σια όχι επει­δή απλώς οι απα­ντή­σεις τους δυ­σκο­λεύ­ουν, φέρ­νουν κά­ποιους σε δύ­σκο­λη θέ­ση, μα επει­δή τα ερω­τή­μα­τα αυ­τά, λό­γω της άκρα­της ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σης (αι­σθη­τι­κής, φύ­λου, κα­τα­γω­γής, πο­λι­τι­κής κτλ) που επι­κρα­τεί, θε­ω­ρού­νται ανώ­φε­λα. Μο­λο­νό­τι αυ­τός ο νε­ω­τε­ρι­κός ηθι­κι­σμός γί­νε­ται προ­σπά­θεια να απο­κρυ­φθεί, ο ση­μα­σια­κός του ολο­κλη­ρω­τι­σμός απο­κα­λύ­πτε­ται όταν τί­θε­ται κά­ποιο κρί­σι­μο ερώ­τη­μα. Λό­γου χά­ρη, το αντι­κεί­με­νο εξαρ­τά­ται ή δεν εξαρ­τά­ται από το έναυ­σμά του; Η συ­νε­πι­μαρ­τυ­ρία κυ­ρώ­νει το αντι­κεί­με­νο ενώ το ακυ­ρώ­νει ο μο­νή­ρης;


Το ζή­τη­μα, αί­τη­μα κι επί­τευγ­μα, της «γέ­φυ­ρας» που κα­λύ­πτει ένα ορι­σμέ­νο χά­σμα, δεν σχε­τί­ζε­ται με την ποί­η­ση. Σ’ αυ­τήν όταν δη­μιουρ­γεί­ται γέ­φυ­ρα με­γε­θύ­νε­ται ταυ­τό­χρο­να το χά­σμα. Ακρι­βώς γι’ αυ­τό η ποί­η­ση δεν τε­λειώ­νει ού­τε αρ­χί­ζει στην πρώ­τη ή στην τε­λευ­ταία λέ­ξη κα­νε­νός.

Υφί­στα­ται τε­λι­κά κοι­νός χω­ρο­χρό­νος ποί­η­σης και αι­σθη­τι­κής ή αυ­τός απο­τε­λεί λει­τουρ­γία μιας δια­νοι­γό­με­νης δια­φο­ράς κα­τά τη δια­στο­λή της οποί­ας δη­μιουρ­γού­νται κι οι δυο; Υπο­στη­ρί­ζω το δεύ­τε­ρο.

Ό,τι συμ­βαί­νει με αφορ­μή την ποί­η­ση, δεν συμ­βαί­νει στην ποί­η­ση.

Ο ποι­η­τι­κός λό­γος που έχει πε­ρά­σει στά­δια μύ­η­σης στη σιω­πή, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο εκτι­θέ­με­νος πα­ρά λο­γα­ρια­σμέ­νος, δη­λα­δή υπά­γε­ται, δεν υπά­γει. Ει­δάλ­λως εί­ναι μό­δα: απη­χη­τι­κός νε­ω­τε­ρι­σμός, κά­λυ­ψη προ­σω­πι­κής ανά­γκης, όχι πα­ρά­δο­ση κά­θε ανά­γκης σε μια από­πει­ρα σύλ­λη­ψης του ασύλ­λη­πτου, δη­λα­δή ποί­η­ση.

Δεν εί­ναι οι απο­δώ­σεις στο ση­μα­σια­κό πε­δίο που έχουν ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία και νό­η­μα μα οι ανα­γνω­ρί­σεις που απο­κα­λύ­πτουν το ποιόν, το πε­ριε­χό­με­νο των πε­ποι­θή­σε­ων, των σχέ­σε­ων, των ερ­μη­νειών οι οποί­ες συν­θέ­τουν το ση­μα­σια­κό πε­δίο. Τα υπό­λοι­πα ακο­λου­θούν με τη σει­ρά τους, η οποία δεν κα­θο­ρί­ζε­ται από την ερ­μη­νεία τους μα από τον βαθ­μό δια­φο­ράς τους.

Η ποί­η­ση έχει στρα­φεί προ πολ­λού προς την ανά­γκη ενός ορι­στι­κού τέ­λους εφό­σον η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από πε­ρά­τω­ση μιας ανα­πό­δρα­στης μα­ταιό­τη­τας. Ποιο το νό­η­μα λοι­πόν ν’ απε­ξαρ­τά­ται κα­νείς μέ­σω νέ­ας εξάρ­τη­σης;

Αφό­του δια­βά­σει κα­νείς κά­τι νέο η δε­κτι­κό­τη­τά του προς το πα­λιό απο­δυ­να­μώ­νε­ται. Η ανά­γνω­ση όμως του πα­λιού που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως νέο δεν οδη­γεί σε απο­δυ­νά­μω­ση της δε­κτι­κό­τη­τας προς το πα­λιό. Η πα­λιά ποί­η­ση, βε­βαί­ως, δεν εί­ναι για πέ­τα­μα, του­να­ντί­ον, οφεί­λει να την έχει εξα­ντλή­σει κα­νείς, κα­τά το δυ­να­τό, ώστε να κα­τα­φέ­ρει να προ­ω­θη­θεί ως ανα­γνώ­στης στη νέα, απλά υπο­γραμ­μί­ζω πως η πα­λιά ποί­η­ση δεν εί­ναι νέα, δεν εί­ναι σω­στό να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται νέα, επει­δή κά­ποια «ποι­η­τι­κή γε­νιά» φα­ντα­σιώ­νε­ται πως βρί­σκε­ται στις επάλ­ξεις ενός νέ­ου κό­σμου.

Η ποί­η­ση δεν έχει αγ­γί­ξει τα όρια του κα­τα­νοη­τού νο­ή­μα­τος, πι­στεύω ότι πρό­σφα­τα ξε­κί­νη­σε η επι­στα­μέ­νη ψη­λά­φη­ση.

Η κα­τα­νοη­τι­κή σιω­πή εί­ναι το άκρως αντί­θε­το της δη­μιουρ­γι­κής σιω­πής.

Δεν εί­ναι να δια­βά­σει ο ανα­γνώ­στης όσα ήθε­λε να πει και δεν ήταν σε θέ­ση να πει, αυ­τού του εί­δους η ποί­η­ση, που πε­ριεί­χε τα άνω­θεν, έχει υπάρ­ξει και εί­ναι τε­λειω­τι­κά απο­δο­σμέ­νη. Μα, κυ­ρί­ως, εί­ναι να συλ­λο­γι­στεί όσα δεν εί­χε συλ­λο­γι­στεί, όσα δεν ήταν σε θέ­ση να συλ­λο­γι­στεί, να στρα­φεί προς ένα πε­ριε­χό­με­νο που όχι μό­νο εκ­φρά­ζει την κα­τά­στα­ση στην οποία βρί­σκε­ται -αυ­τό θα ήταν πλε­ο­να­σμός, επι­κοι­νω­νια­κή απο­τύ­πω­ση- μα τον πε­ριέ­χει, απο­κα­λύ­πτει δη­λα­δή τό­σο τον ίδιο όσο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύ­ρω του, κα­θι­στώ­ντας τον όχι απλώς επι­κοι­νω­νια­κά απο­τυ­πω­μέ­νο ―δη­λα­δή κα­τα­να­λω­μέ­νο ως νε­ω­τε­ρι­κό προ­ϊ­όν― μα ως μέ­ρος του ποι­η­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου. Αυ­τό απο­δί­δει ση­μα­ντι­κό μέ­ρος της δια­φο­ράς με­τα­ξύ ιδέ­ας και ιδε­ο­λο­γί­ας.

Υπάρ­χει μια απλή­ρω­τη, ετε­ραλ­κής αλή­θεια στο γί­γνε­σθαι η οποία εί­ναι αντι­θε­τι­κή προς την οντο­λο­γι­κή αλή­θεια. Αυ­τή η εξω­φρε­νι­κό­τη­τα σχε­τί­ζε­ται με την ποί­η­ση.

Λες και το αντι­κεί­με­νο, το αυ­τό, εξαρ­τά­ται από το υπο­κεί­με­νο που το στο­χά­ζε­ται, ή δεν το στο­χά­ζε­ται. Σχε­δόν κα­θε­τί στην αδιά­κρι­τα απο­κα­λού­με­νη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση απο­τε­λεί νε­ω­τε­ρι­κή υπεκ­φυ­γή. Σιω­πή που διαρ­κώς σπά­ζει ενό­σω φω­νές διαρ­κώς τε­λειώ­νουν.

.

Το ανέ­φι­κτο εί­ναι πιο αλη­θι­νό από το εφι­κτό, για­τί δεν υπά­γε­ται. Η αλή­θεια, λοι­πόν, δεν βρί­σκε­ται σε κα­λούς ή κα­λύ­τε­ρους στί­χους μα στην ποί­η­ση του ανέ­φι­κτου.

Δεν μι­λώ για μια με­τα­φυ­σι­κή μέ­σω της οποί­ας ο άν­θρω­πος σχη­μα­τί­ζει διαρ­κώς μια ιδέα στον Χρό­νο, μα για μία με­τα­φυ­σι­κή που δεν φέ­ρει θε­με­λιώ­δη ερ­μη­νεία μα κε­νή υπο­στα­τό­τη­τα.

Η ποί­η­ση εί­ναι απρό­σι­τη, απραγ­μα­το­ποί­η­τη. Ο ποι­η­τής απλά σπα­τα­λά­ται.

Τε­λειο­ποιώ τις δυ­να­τό­τη­τες ενός ορ­γά­νου το οποίο απο­κα­λύ­πτει το εύ­ρος του κα­θο­ρι­σμού μου.


Δεν εν­δια­φέ­ρει πλέ­ον κα­νέ­ναν το αντι­κεί­με­νο και το πε­ριε­χό­με­νο, μα το ποιος υπο­στη­ρί­ζει κά­τι και ποιος όχι. Σ’ αυ­τήν κοι­νω­νι­κή πα­ρά­νοια έγκρι­της ανοη­σί­ας εκεί­νο που απα­σχο­λεί εί­ναι η εγκρι­τό­τη­τα: οι ποι­η­τές της ξε­κα­θα­ρί­ζουν πως εί­ναι επί­δο­ξοι νε­κροί.


Με­τά τον θά­να­το επέρ­χε­ται άλ­λη επα­ξιό­τη­τα.

Εί­τε αρέ­σει στους πολ­λούς εί­τε όχι, οι όροι με τους οποί­ους εκ­φρά­ζε­ται η τέ­χνη της ποί­η­σης εί­ναι δη­μιουρ­γού­με­νοι. Οι εκ­πλη­ρω­μα­τι­κές πα­ρα­νο­ή­σεις δεν υπερ­βαί­νουν μό­νο την αδε­ξιό­τη­τα μα και την ανει­δί­κευ­ση.

Η αλή­θεια εί­ναι κά­πως οδυ­νη­ρή: ο Χρό­νος δεν εί­ναι αυ­τό που εν­νο­εί κα­θέ­νας σύμ­φω­να με τη μνή­μη του, όπως η αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα δεν εί­ναι αυ­τό που εν­νο­εί κα­θέ­νας σύμ­φω­να με τις από­ψεις του. Η απο­φυ­γή αυ­τού του υπερ-κρι­τη­ρί­ου εί­ναι κα­τα­δει­κτι­κή στους πε­ρισ­σό­τε­ρους, αντι­θέ­τως ο ποι­η­τής εί­ναι μέ­ρος αυ­τού του υπερ-κρι­τη­ρί­ου.


Οι νέ­οι τρό­ποι προ­σέγ­γι­σης πα­λαιού πε­ριε­χο­μέ­νου δεν κα­θι­στούν ένα πε­ριε­χό­με­νο νέο, εξα­κο­λου­θεί το όριο ενός ορί­ζο­ντα και η ση­μα­σία του. Στο άκρο εγκα­τά­λει­ψης του δη­μιουρ­γι­κού ορί­ζο­ντα δεν εγκα­τα­λεί­πο­νται μό­νο τα υπο­στη­ριγ­μέ­να μα η ίδια η υπο­στή­ρι­ξη ως πρό­θε­ση και δια­δι­κα­σία.


Δε­κα­ε­τί­ες αβά­σι­στων κι ατεκ­μη­ρί­ω­των κρι­τι­κών κει­μέ­νων, αβά­σι­στων κι ατεκ­μη­ρί­ω­των ως προς την ποί­η­ση, όχι ως προς τις αι­τιά­σεις και τα τεκ­μή­ριά τους, σύμ­φω­να με τα οποία η ποί­η­ση κυ­μαί­νε­ται με­τα­ξύ τριών αξό­νων, τον πο­λι­τι­κα­ντι­σμό, την κο­πτο­ρα­πτι­κή και τη χει­ρο­μα­ντεία. Δεν πρό­κει­ται για κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από σύ­γκλι­ση προ­θέ­σε­ων, όπου κά­ποιο βί­ω­μα λε­κτι­κά επεν­δυ­μέ­νο προ­σφέ­ρε­ται ως ρα­φι­να­ρι­σμέ­νη εμπει­ρία ανώ­τε­ρου νο­ή­μα­τος: ανα­κα­λύ­πτει κα­νείς το αρ­κε­βού­ζιο στην επο­χή των πυ­ρη­νι­κών όπλων.

Η επι­στρο­φή έχει να κά­νει με την εγκα­τά­λει­ψη μέ­σων και συμ­βά­σε­ων. Η επι­στρο­φή εί­ναι ατε­λής, ανο­λο­κλή­ρω­τη, δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται ως πρό­σφο­ρη εκ­πλή­ρω­ση, μα ως απαλ­λα­γή κά­θε δη­λω­τι­κής διά­κρι­σης. Εξα­νε­μί­ζο­νται όλες οι ιδιό­τη­τες. Η επι­στρο­φή εί­ναι διά­νυ­ση από τη δη­μιουρ­γία προς την αυ­τό­τη­τα, δη­μιουρ­γού­με­νη αυ­τό­τη­τα.


Πι­στεύω πως αν υπάρ­χει εντέ­λει αν­θρώ­πι­νο με­γα­λείο αυ­τό σχε­τί­ζε­ται με την από­φα­ση του αν­θρώ­που να προ­σφέ­ρει την απου­σία του στο σύ­μπαν.


Εμ­φο­ρού­μαι το ανε­πα­νόρ­θω­το.

[ Μάρτιος 2017 ]



___________

Τα «Ση­μειω­τέα» δη­μο­σιεύ­θη­καν πρώ­τη φο­ρά το 2017 στο ιστο­λό­γιο του ποι­η­τή. Συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στον τό­μο «Τεκ­μαρ­τά και Δια­τρέ­ξα­ντα» που θα κυ­κλο­φο­ρή­σουν από τις εκδ. Ίν­δι­κτος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: