Το εξαρτώμενο της ερμηνείας

Λεπτομέρεια από την «Σταύρωση», τοιχογραφία του ΙΔ΄αι. Μονή Visoki Decani, Κοσσυφοπέδιο
Λεπτομέρεια από την «Σταύρωση», τοιχογραφία του ΙΔ΄αι. Μονή Visoki Decani, Κοσσυφοπέδιο


Η απόρριψη των διαβεβαιώσεων που παρέχουν τα λεγόμενα στάνταρ, δεν έχει νόημα εάν δεν κατατείνει στην αντιμετώπιση, στην αναμέτρηση του ανθρώπου με το ενδεχόμενο της ύπαρξής του. Όταν κατατείνει οπουδήποτε αλλού αποτελεί στάνταρ. Κατ’ αυτό κάθε ποίηση που δεν κατατείνει στην αναμέτρηση του ανθρώπου με το ενδεχόμενο της ύπαρξής του δεν είναι ποίηση.

Η εμπειρία είναι κάθε άλλο παρά συλλογή επαληθεύσεων και διαψεύσεων που επικυρώνουν θεωρίες και μεθόδους. Η εμπειρία δεν είναι μεταφορική ούτε εμπειρία μεταφοράς. Η οικειότητα που προκαλείται από την άρνηση του ανυπέρβλητου, όμως, είναι απόλυτα μεταφορική στην πλήρη της σημασία. Ωστόσο η έννοια της άρνησης εξανεμίζεται όταν ζητούμενο είναι λ.χ. ο θάνατος ή έστω η αρνητική οικειότητά του. Μπορεί να επικαλείται λοιπόν κανείς εξέλιξη δίχως συνέχεια; Το να υποδεικνύει κανείς ένα πλαίσιο που δεν περιλαμβάνει όλα τα σημεία, φανερώνει προκατάληψη.

Η ποίηση δημιουργείται στην εξέλιξή της, εξελίσσεται στη συνέχειά της: τα έργα δεν είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους σε στρωτή ακολουθία, συναρμόζουν τα ιλιγγιώδη διαστήματα που εκτείνονται μεταξύ τους.

Ο Βοβενάργκ δεν πρότρεξε όταν διατύπωσε πως το ψέμα είναι αδύναμο και πρέπει να κρύβεται προσεκτικά και πως η αλήθεια είναι από μόνη της εύγλωττη, μα δεν ολοκλήρωσε προσθέτοντας πως ακόμα και το συναίσθημα, το αληθινό συναίσθημα, είναι παρεπόμενο περιεχομένου, εξαρτάται από αλληλεπιδράσεις που συμβαίνουν στα επίπεδα ανάπτυξης της ποιητικής γλώσσας.

Σήμερα η απέχθεια προς τον οργανικό λόγο, συνίσταται στην άρνηση της αλήθειας, στο προσκύνημα κάποιου πλαισίου ισχυρισμών απ’ το οποίο προκύπτουν «σταράτα λόγια» με τα οποία ο κόσμος ερμηνεύεται ως δέσμευση ή εκπλήρωση αντικαθιστώντας το ξεπέρασμα των ορίων του με τη διάδοση των δεσμεύσεων και των εκπληρώσεών του. Ενός πλαισίου όπου όλα είναι ξεπουλημένα πέραν της ανάγκης για αποκατάσταση, για κάτι «καλύτερο», την παύση μιας δυσαρέσκειας που οφείλεται σε φρόνιμα προσαρμοσμένη πλεκτάνη: τα πάντα είναι προβληματικά εκτός από την προσδοκία αποκατάστασης όσων καταρρέουν ή έχουν προ πολλού καταρρεύσει.

Ένας κριτικά προσαρμοσμένος ρεαλισμός ή ερμηνευτισμός μπορεί επίσης να αποτελεί φυγή από την πραγματικότητα, αποφυγή της αλήθειας. Οι υλιστές, καθαροί ιδεολόγοι και μη, δεν μπορούν να κάνουν λόγο για αληθινές ψυχικές, ψυχοδιανοητικές ή πνευματικές συμφορές γιατί ψεύδονται – «Les abolisseurs d’âmes (matérialistes) sont nécessairement des abolisseurs d’enfer»1 (μήπως δεν κάνει να θυμόμαστε πάντα κάποιον σαν τον Μποντλέρ;), οι συμφορές και οι πληγές τους είναι κοινωνικοπολιτικές ή ιστορικές, αποκτούν μερική σημασία από το σκάρωμα κάποιου συστήματος ιδεών, μιας βάσης δεδομένων ιδεολογικής φαντασίας, κι αυτό είναι απόλυτο· γιατί ακόμα κι όταν πλευρίζεται απ’ αυτούς το πνευματικό, πλευρίζεται ως προσπάθεια ένταξής του στο ιστορικό ή στο κοινωνικό ή, ζητείται ερμηνεία και διευκρίνησή του μέσω αυτών, ως υποδεέστερο, ως εξαρτώμενο.

Η «ποίηση» αυτής της παράταξης αντιπαρατίθεται σε κάτι όχι κατά τον ορισμό όσων αυτό το κάτι διαθέτει ή προτάσσει ―τα οποία δεν είναι απόκρυφα― μα κατά την απόδοση ιδεολογικού χαρακτήρα σε αυτά. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μορφές θέσεων στις οποίες έναντι περιεχομένου προτάσσονται προσαρτήσεις και αποσπάσεις.

Υποστηρίζω πως ερώτημα που δεν υπήρξε αρχικό είναι ψευδές, εκπλήρωση που δεν υπήρξε αρχική είναι ψευδής, προσδοκία που δεν υπήρξε αρχική είναι ψευδής. Καθετί τελικό υπήρξε αρχικό, καθετί αρχικό και τελικό συνιστά περιεχόμενο.

Το εξαρτώμενο είναι δύσκολο καθώς μπορεί να υπάρχει στο επέκεινα, όμως το ανεξάρτητο είναι εύκολο γιατί συγκεκριμενοποιείται σε επίκαιρο υπόβαθρο, στην παρούσα υποδομή του. Οι πνευματικοί κανόνες δεν συμπίπτουν με τις πνευματικές αιτίες, είναι παραστρατημένοι, εξακολουθούν να παραστρατούν ώστε να συμπέσουν. Η πνευματική συνοχή επιτυγχάνεται μόνο με υπερβάσεις που αφήνουν πίσω τους ερείπια του αναλλοίωτου: ασυνήθιστα προβλήματα, οξυμένες εκτιμήσεις, απόπειρες ερμηνειών που δεν δείχνουν ίχνος επιρρέπειας σε καθολικούς ισχυρισμούς.

Όχι μόνο δεν είναι λίγα τα ποιήματα που δεν έχουν καμιά απολύτως αξία πέραν της αίσθησης πως ο αναγνώστης βρίσκει σε αυτά αντανακλάσεις της προσωπικής του ζωής, είναι τα περισσότερα. Γινωμένες πληροφορίες. Παβλοφιανά αντανακλαστικά, στιχικός ακτιβισμός.

Η ποίηση όμως, δεν αναπτύσσεται εκεί όπου επιτρέπεται, υπερβαίνει το υποκείμενο και το αντικείμενό της κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο καθορίζονται απ’ αυτή, παύουν να είναι ανεξέλικτα εξ αιτίας της.

Αυτό ισχύει και στο ζήτημα του πλαισίου, του συγκείμενου. Το συγκείμενο όσο και το πλαίσιο υπόκεινται στο αναπτυσσόμενο, στον λόγο της ποίησης, δίχως να τον επηρεάζουν, να τον καθορίζουν, καθώς σε λόγο ποίησης δεν μπορεί να εντυπωθεί οτιδήποτε προκαθορισμένο, ούτε καν στοιχείο ή δεδομένο που προκύπτει από την αρχική αξιακή ιδιότητα ενός λόγου ποίησης, χρειάζεται να δημιουργηθεί.

Αυτή η λειτουργία λόγου ―ας το επαναλάβω για πολλοστή φορά― στην ουσία της δεν είναι κατασκευαστική, μηχανιστική, μα οργανική, δηλαδή τέχνη. Ο λόγος συγκειμένου που τοποθετείται στο πεδίο του περιεχομένου, που αντικαθιστά δηλαδή τον λόγο ποίησης, μπορεί να ικανοποιεί την ακαδημία ή τα ιδρύματα μα ταυτόχρονα απορρίπτει την τέχνη της ποίησης καθώς επιλέγει οποιαδήποτε κριτική αξιών που απηχεί τη σημασία κάποιου συγκειμένου, δηλαδή μια σημασία κειμενικής ιδεολογίας, ουδόλως την επίτευξη ποίησης. «Je est un autre. Tant pis pour le bois qui se trouve violon, et nargue aux inconscients, qui ergotent sur ce qu'ils ignorent tout à fait2 (μήπως δεν χρειάζεται να θυμόμαστε πάντα κάποιον σαν τον Μποντλέρ μολονότι κάποιους άλλους οφείλουμε διαρκώς να θυμόμαστε;).

Ας μη γίνεται όμως κανείς σκληρός με όσους πλαστογραφούν το ανύπαρκτο πρωτότυπο, με όσους πρωτοτυπούν στη δικαίωση του ανεκπλήρωτου, βασανίζονται σε τέτοιο βαθμό που εκδίδουν ποιητικές συλλογές.

Η ιδιαίτερα οξυμένη διάθεση συνειδητοποίησης δεν αποτελεί συνειδητότητα γιατί η πρώτη εξαρτάται από το πλήθος εκτιμήσεων κι ερμηνειών στις οποίες είναι επιρρεπής. Το ξεπέρασμα της επιρρέπειας, οδηγεί σε συνειδητότητα ακυρότητας, επιγνωσιακής ατέλειας, η οποία λειτουργεί επειδή μπορεί σε μια ιδιαίτερα αμβλυμμένη διάνοια να βασίζεται.

Ωστόσο πνεύμα είναι το γίγνεσθαι, ένα γίγνεσθαι άβολο και ανεπιθύμητο, ασύμβατο με την πληροφοριακή οδηγία του τι είναι αλήθεια, ψέμα, ζωή, θάνατος, ασύμβατο με την κριτική οδηγία περί πραγματικού πλαισίου στο οποίο παίρνουμε ή δεν παίρνουμε θέσεις και αναγνωρίζουμε ή δεν αναγνωρίζουμε αξίες.

Εκφραστές ποιήσεων αντιπαρατίθενται στο διαδίκτυο και σε έντυπα ως εθνάρχες, φύλαρχοι, ηγέτες και οδηγητές, ακόμα και ως συνετοί σύμβουλοι, γιατί πράγματι φέρουν αυτές τις ιδιότητες. Ηλιοκεντρισμός σε άκεντρο σύμπαν.

Η μη ανοχή σε επιρρίψεις, πάντως, δεν αδυνατίζει τον Χρόνο, τον ενισχύει, γιατί πάντοτε κάποιος άλλος έχει έγκαιρα ενεργήσει: μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον.3

Τι κι αν δεν ανέχεται κανείς πως είναι προφητευμένος σε έργο, πως πριν ακόμα χρησιμοποιήσει τη λέξη ποίηση έχει αποδομηθεί στη δικαιοσύνη μιας ήδη ολοκληρωμένης υπαγόρευσης. Η ποίηση ετυμηγορεί.

Δύσκολα μπορεί να διαφύγει την προσοχή των ενώσεων, της ακαδημίας ή των ιδρυμάτων, έργο που με «ηθικό ανάστημα» και «κριτική συνέπεια», προάγει κειμενική αυτοδικία του τύπου «Liber scriptus proferetur/In quo totum continentur/Unde mundus judicetur»,4 προάγει ιδεολογική ηθική και όχι πνευματική δυνατότητα, προάγει, δηλαδή, την κατάσταση μέσα στην οποία γίνεται προσπάθεια πρόσβασης στο αντικείμενο ως ερμηνεία ή, ακόμα χειρότερα, ως αλήθεια του αντικειμένου. Κάθε τέτοιο έργο δύσκολα μπορεί να διαφύγει την προσοχή όσων επικαλούνται το εξαρτώμενο της ερμηνείας.



______________
Το δοκίμιο γράφτηκε στις 8 Μαΐου του 2020 και δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ιστολόγιο του ποιητή τον Ιούνιο του ίδιου έτους.



1 Απόσπασμα από τα Journaux intimes του Μποντλέρ.
2 Απόσπασμα από επιστολή του Ρεμπό στον Ζορζ Ιζαμπάρ, γραμμένη στις 13 Μαΐου του 1871.
3 Στίχος από τους Ολυμπιόνικους του Πίνδαρου.
4 Στίχος από την ακολουθία Dies irae, η οποία αποδίδεται στον φραγκισκανό μοναχό Τομάσο ντα Τσελάνο ο οποίος έζησε περίπου μεταξύ του 1190 και του 1265.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: