Γυναίκα, Έρωτας, Θάνατος: το «μπλε λουλούδι», από τον Νοβάλις στην Χαν Κανγκ

Γυναίκα, Έρωτας, Θάνατος: το «μπλε λουλούδι», από τον Νοβάλις στην Χαν Κανγκ

«Οι γο­νείς εί­χαν ήδη πά­ει για ύπνο, το ρο­λόι του τοί­χου σή­μαι­νε μο­νό­το­να τα λε­πτά, τα πα­ρά­θυ­ρα χτυ­πού­σαν από τον δυ­να­τό αέ­ρα που φυ­σού­σε έξω. Πό­τε-πό­τε το φεγ­γα­ρό­φω­το φώ­τι­ζε το δω­μά­τιο. Ο νε­α­ρός, ξα­πλω­μέ­νος στο στρώ­μα του, δεν έβρι­σκε ησυ­χία, σκε­φτό­ταν τον ξέ­νο και τις ιστο­ρί­ες του. Δεν εί­ναι οι θη­σαυ­ροί που ξύ­πνη­σαν μέ­σα μου τέ­τοιο απε­ρί­γρα­πτο πό­θο, σκε­φτό­ταν. Κα­θό­λου δεν με εν­δια­φέ­ρουν τα υλι­κά πράγ­μα­τα. Το μπλε λου­λού­δι όμως, αυ­τό λα­χτα­ρώ να το δώ. Το 'χω συ­νέ­χεια στο μυα­λό μου, και δεν μπο­ρώ να γρά­ψω ού­τε να σκε­φτώ τί­πο­τε άλ­λο. Πο­τέ πριν δεν αι­σθάν­θη­κα έτσι: σα να ζού­σα σ΄ένα όνει­ρο μέ­χρι τώ­ρα, ή σα να με εί­χε πά­ρει ο ύπνος σ΄έναν άλ­λον κό­σμο. Για­τί στον δι­κό μου τον κό­σμο, ποιός θα νοια­ζό­ταν για λου­λού­δια, και για ένα τό­σο πα­ρά­ξε­νο πά­θος για ένα λου­λού­δι δεν άκου­σα πο­τέ τί­πο­τα...».[1]

Έτσι πε­ρι­γρά­φει, στο πρώ­το κε­φά­λαιο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Χάιν­ριχ φον Οφτερ­ντί­γκεν, ο Φρί­ντριχ φον Χάρ­ντεν­μπεργκ ―ο κα­το­πι­νός Νο­βά­λις― την πρώ­τη επα­φή του ομώ­νυ­μου ήρωά του με το μυ­στη­ριώ­δες «μπλε άν­θος», που έμελ­λε να γί­νει σύμ­βο­λο του γερ­μα­νι­κού Ρο­μα­ντι­σμού. Ο Χάιν­ριχ Χάι­νε, ο πρω­ι­μό­τε­ρος και πιο ψύ­χραι­μος κρι­τι­κός της ρο­μα­ντι­κής λαί­λα­πας που σά­ρω­σε τον 19ο αιώ­να, σχο­λί­α­σε ει­ρω­νι­κά τα απρό­σμε­να ξε­πε­τάγ­μα­τα του ΄άν­θους΄σε διά­φο­ρα ση­μεία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος,[2] πολ­λοί όμως στη συ­νέ­χεια προ­σπά­θη­σαν να ερ­μη­νεύ­σουν το νό­η­μά του: το ταύ­τι­σαν με την Ποί­η­ση, τον Έρω­τα, την Ομορ­φιά, το Άπει­ρο κ.λπ. Εξί­σου πο­λυά­ριθ­μες υπήρ­ξαν και οι υπο­θέ­σεις σχε­τι­κά με τις πι­θα­νές πη­γές που το ενέ­πνευ­σαν: έρ­γα άλ­λων σύγ­χρο­νων συγ­γρα­φέ­ων, όπως ο Λού­ντ­βιχ Τικ, ένας το­πι­κός θρύ­λος για το μα­γι­κό άν­θος που άν­θι­ζε μό­νο το βρά­δυ του Αη-Γιαν­νιού και όποιος το έκο­βε θα ανα­κά­λυ­πτε αμύ­θη­τους θη­σαυ­ρούς, η ποί­η­ση της Ανα­το­λής και το άν­θος του μπλε λω­τού από το πρό­σφα­τα με­τα­φρα­σμέ­νο στα γερ­μα­νι­κά ιν­δι­κό θε­α­τρι­κό «Σα­κου­ντά­λα».[3] Δεν έλει­ψαν επί­σης οι από­πει­ρες να συν­δε­θεί το «γα­λά­ζιο άν­θος» μ' ένα από τα ομό­χρω­μα άν­θη της ευ­ρω­παϊ­κής χλω­ρί­δας, από την γε­ντια­νή (Gentiana, γερ­μα­νι­κά Enzian), μέ­χρι την Κύ­α­νο ή Κε­νταύ­ρια (Centaurea cyanus, γερ­μα­νι­κά Kornblume.)[4] Απο­δεί­χθη­καν όμως όλες αδιέ­ξο­δες, αν όχι μά­ταιες: το «μπλε λου­λού­δι» του Νο­βά­λις ήταν μια σύλ­λη­ψη ποι­η­τι­κή, το σύμ­βο­λο μιας αέ­ναης νο­σταλ­γί­ας για την απω­λε­σθεί­σα πλη­ρό­τη­τα, κα­θώς και του πό­θου και της ορ­μής για δη­μιουρ­γία και πνευ­μα­τι­κή ολο­κλή­ρω­ση. Του αν­δρι­κού πό­θου, για να ακρι­βο­λο­γού­με: η ανα­ζή­τη­ση του ιδα­νι­κού που αντι­προ­σω­πεύ­ει το «γα­λά­ζιο άν­θος» υπήρ­ξε κατ΄εξο­χήν αν­δρι­κό όνει­ρο και όρα­μα. Σ΄αυ­τήν την πο­ρεία ανα­ζή­τη­σης ο έρω­τας υπήρ­ξε πρω­ταρ­χι­κό πε­δίο ανα­φο­ράς,[5] προ­ϋ­πό­θε­ση, σταθ­μός, και απο­κο­ρύ­φω­μα, και, στο πλαί­σιο αυ­τό, η γυ­ναί­κα, ως ου­ρά­νια και αιώ­νια αγα­πη­μέ­νη, γί­νε­ται, με­τα­μορ­φω­μέ­νη από τον θά­να­το, η με­σο­λα­βή­τρια προς έναν ανώ­τε­ρο κό­σμο.
Ήταν το όνει­ρο του «γα­λά­ζιου άν­θους» που απο­κά­λυ­ψε στον Χάιν­ριχ την ποι­η­τι­κή του κλί­ση, ορί­ζο­ντας τον απώ­τε­ρο στό­χο της πε­ρι­πλά­νη­σης, που υπήρ­ξε ταυ­τό­χρο­να και η μα­θη­τεία του: η ανα­ζή­τη­σή του, και η συ­γκε­ντρω­μέ­νη μέ­σα από αυ­τήν γνώ­ση και εμπει­ρία, θα κα­τα­λή­ξει, με οδη­γό τον έρω­τα, στην εκ­πλή­ρω­ση του προ­ο­ρι­σμού του, την ανα­κά­λυ­ψη του Ποι­η­τι­κού Εαυ­τού. Τον έρω­τα θα συ­να­ντή­σει αρ­χι­κά ο ήρω­ας στο πρό­σω­πο της Μα­τίλ­ντε, της κό­ρης του ποι­η­τή και μελ­λο­ντι­κού μέ­ντο­ρά του, του μά­γου Κλίν­γκ­σορ. Το «μπλε λου­λού­δι» θα απο­τε­λέ­σει τον προ­άγ­γε­λο και το σύμ­βο­λό του: πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στο όνει­ρό του πέ­ρα από τον χρό­νο και τον χώ­ρο, ανα­κα­λύ­πτει, μέ­σα σε μια πα­ρα­μυ­θέ­νια σπη­λιά, δί­πλα στην πη­γή, ένα «ψη­λό ανοι­χτο­γά­λα­ζο άν­θος, ..., που τον άγ­γι­ζε με τα πλα­τιά, λα­μπε­ρά πέ­τα­λά του».[6] Το λου­λού­δι άρ­χι­σε να ζω­ντα­νεύ­ει και να με­τα­μορ­φώ­νε­ται κα­θώς το πλη­σί­α­ζε, και ανοί­γο­ντας τα πέ­τα­λά του, απο­κά­λυ­ψε στο κέ­ντρο του ένα τρυ­φε­ρό γυ­ναι­κείο πρό­σω­πο, που ο νέ­ος θα ανα­γνω­ρί­σει αρ­γό­τε­ρα ως το πρό­σω­πο της Μα­τίλ­ντε.[7]
Η ωρί­μαν­ση του Χάιν­ριχ, η πο­ρεία του προς την εκ­πλή­ρω­ση του ποι­η­τι­κού προ­ο­ρι­σμού του, γί­νε­ται έτσι εδώ, όχι με τον «πε­ζό» τρό­πο της ζω­ής, εξε­λι­κτι­κά, μέ­σα από την εμπει­ρία, που πε­ρι­λαμ­βά­νει την απώ­λεια και το πέν­θος, αλ­λά «μα­γι­κά»,μέ­σα από συ­να­πα­ντή­μα­τα και αφη­γή­σεις, και με την συμ­βο­λή της δη­μιουρ­γι­κής ορ­μής της φα­ντα­σί­ας, της μορ­φο­ποι­η­τι­κής ικα­νό­τη­τας της γλώσ­σας, και της με­τα­μορ­φω­τι­κής δύ­να­μης της μυ­θο­πλα­σί­ας. Η αιω­νιό­τη­τα της αγά­πης και η σχέ­ση της με την ποί­η­ση βρί­σκο­νται στο κέ­ντρο αυ­τής της ανα­ζή­τη­σης: που­θε­νά δεν εί­ναι η ανα­γκαιό­τη­τα της ποί­η­σης για την αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη τό­σο κα­θα­ρή, όσο στον έρω­τα, ει­σά­γει τον νε­α­ρό Χάιν­ριχ στα μυ­στή­ρια της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας ο Κλίν­γκ­σορ (σ. 120.) Ο έρω­τας εί­ναι μουγ­γός, μό­νο η ποί­η­ση μπο­ρεί να μι­λή­σει γι΄ αυ­τόν. Αλ­λά ο έρω­τας, ως ιδα­νι­κό, πα­ρα­μέ­νει απρό­σι­τος, κα­θώς πα­ρεμ­βαί­νει ο θά­να­τος, ο ύψι­στος «με­τα­μορ­φω­τής». Κι όταν το φυ­σι­κό της σώ­μα δεν θα υπάρ­χει πια, η «Αγία» Αγα­πη­μέ­νη, που ο έρω­τας ορί­ζει την ζωή, την ύπαρ­ξή της την ίδια, θα γί­νει, όπως η Πα­να­γία, με την οποία η μορ­φή της πλέ­ον ταυ­τί­ζε­ται, η με­σί­τρια ανά­με­σα στον ποι­η­τή και τον Θεό, και η αγά­πη της η με­του­σί­ω­ση της θεϊ­κής αγά­πης γι αυ­τόν (σ.121.) Επει­δή, ού­τε ο Θά­να­τος δεν μπο­ρεί να χω­ρί­σει αυ­τούς που αγα­πιού­νται: «...εί­μα­στε αιώ­νιοι, για­τί αγα­πιό­μα­στε», υπερ­θε­μα­τί­ζει ο Χάιν­ριχ, και θα εί­ναι αυ­τή η βί­ω­ση της διτ­τής εμπει­ρί­ας του έρω­τα και του θα­νά­του που θα τον με­τα­μορ­φώ­σει τε­λι­κά σ΄αυ­τό που ήταν προ­ο­ρι­σμέ­νος να γί­νει: ποι­η­τής. Η Μα­τίλ­ντε πε­θαί­νει ―όπως η συ­νά­ντη­σή τους, έτσι και ο θά­να­τός της προ­α­ναγ­γέ­λε­ται μ΄ένα όνει­ρο στον Χάιν­ριχ―αφού γεν­νή­σει το παι­δί τους, τον Αστρά­λις, αλ­λά δεν εγκα­τα­λεί­πει τον αγα­πη­μέ­νο: κα­θώς εκεί­νος τρα­γου­δά τους νε­ο­συν­θε­μέ­νους στί­χους του, εμ­φα­νί­ζε­ται εμπρός του, σταλ­μέ­νη από εκεί­νη, ως νέα σύ­ντρο­φος, η Κύ­α­νη, η «Μπλε» και το όνο­μά της πα­ρα­πέ­μπει ακό­μα μια φο­ρά στο «μπλέ άν­θος», την Κε­νταύ­ρια, το γερ­μα­νι­κό «Κορν­μπλού­με».
Εί­ναι η ορι­στι­κή απώ­λεια της φυ­σι­κής πα­ρου­σί­ας της αγα­πη­μέ­νης και το συ­νε­πα­κό­λου­θο αδύ­να­το της σω­μα­τι­κής επα­φής, η τε­λι­κή πα­ραί­τη­ση από την ερω­τι­κή ικα­νο­ποί­η­ση, που εξυ­ψώ­νουν την δη­μιουρ­γι­κή ενέρ­γεια του ποι­η­τή και τον ωθούν να με­τα­τρέ­ψει τα πά­ντα σε ποι­η­τι­κές ει­κό­νες (σ.165.) Γύ­ρω από αυ­τόν τον πυ­ρή­να αρ­θρώ­θη­κε ο μύ­θος του πρώ­ι­μου Ρο­μα­ντι­σμού και του «από­στο­λού» του Νο­βά­λις, όπως τον δια­μόρ­φω­σαν και τον προ­ώ­θη­σαν, με­τά τον θά­να­τό του, ο Φρί­ντριχ Σλέ­γκελ και ο Λού­ντ­βικ Τικ: στο κέ­ντρο του, η σχέ­ση του ποι­η­τή με την πρώ­τη του αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά, Σο­φί φον Κιουν, και το πέν­θος του για τον πρώ­ι­μο θά­να­τό της, που με­του­σιώ­θη­καν στο ποι­η­τι­κό όρα­μα του Χάιν­ριχ φον Οφτερ­ντίν­γκεν και των Ύμνων της Νύ­χτας.[8]


Friedrich Eduard Eichens [Novalis] (1772-1801)


Το Γα­λά­ζιο Άν­θος

Τον μύ­θο αυ­τόν του «γα­λά­ζιου άν­θους», τη γέ­νε­σή του, αφη­γεί­ται, μέ­σα από την λο­γο­τε­χνι­κή ανά­πλα­ση των δε­δο­μέ­νων και των ιστο­ρι­κών συν­θη­κών μέ­σα στις οποί­ες δια­μορ­φώ­θη­κε, στο ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μά της η Πη­νε­λό­πη Φι­τζέ­ραλντ.[9] Η ρε­α­λι­στι­κή αφή­γη­ση, δο­μη­μέ­νη με μα­ε­στρία και από­λυ­το έλεγ­χο των εκ­φρα­στι­κών μέ­σων, εστιά­ζει στα χρό­νια της πνευ­μα­τι­κής και ποι­η­τι­κής δια­μόρ­φω­σης του νε­α­ρού Φρί­ντριχ φον Χάρ­ντεν­μπεργκ, πριν ακό­μα με­τα­μορ­φω­θεί στον από­στο­λο του Ρο­μα­ντι­σμού Νο­βά­λις, την επο­χή που γνω­ρί­ζει και αρ­ρα­βω­νιά­ζε­ται την νε­α­ρή Σο­φί, μέ­χρι την αρ­ρώ­στεια και τον θά­να­το της τε­λευ­ταί­ας. Κε­ντρι­κό της μο­τί­βο, το γνω­στό ερώ­τη­μα: τί ση­μαί­νει το «μπλέ λου­λού­δι»; «Ση­μαί­νει ό,τι ο κα­θέ­νας νο­μί­ζει ό,τι ση­μαί­νει», εί­χε απα­ντή­σει, όχι ιδιαί­τε­ρα δια­φω­τι­στι­κά, στην σχε­τι­κή ερώ­τη­ση η ίδια η Φι­τζέ­ραλντ.[10]
Η συγ­γρα­φέ­ας υιο­θε­τεί έτσι την οπτι­κή του ιδε­ό­λη­πτου φοι­τη­τή, μα­θη­τευό­με­νου επι­θε­ω­ρη­τή ορυ­χεί­ων, και επί­δο­ξου ποι­η­τή φον Χάρ­ντεν­μπεργκ ―Φριτζ για τους οι­κεί­ους― και αν την υπο­νο­μεύ­ει κα­τά και­ρούς, με την τό­σο προ­σφι­λή στους Ρο­μα­ντι­κούς ει­ρω­νεία, ου­σια­στι­κά δεν απο­μα­κρύ­νε­ται, κυ­ρί­ως όσον αφο­ρά την σχέ­ση του με την Σο­φί, από τον ρο­μα­ντι­κό μύ­θο που έπλα­σαν οι επί­γο­νοι, και που ήθε­λε την σχέ­ση αυ­τή «ιδα­νι­κή», μια μο­να­δι­κή «το­μή» στην σύ­ντο­μη ζωή του ήρωά τους. Έτσι, πα­ρά την δια­κρι­τι­κά «φε­μι­νι­στι­κή» μα­τιά της στην από­δο­ση των γυ­ναι­κεί­ων χα­ρα­κτή­ρων, με την οποία υπο­σκά­πτει με­θο­δι­κά τις κα­θιε­ρω­μέ­νες με­τα­φυ­σι­κές και άλ­λες βε­βαιό­τη­τες, ανα­ζη­τή­σεις και συμ­βά­σεις της σύγ­χρο­νής του ―απο­κλει­στι­κά αν­δρι­κής, εκτός από κά­ποιες, χιου­μο­ρι­στι­κές μάλ­λον, ανα­φο­ρές στις «ρο­μα­ντι­κές νύ­φες» του κύ­κλου της Ιέ­νας και της αγά­πης τους για το «Φί­χτε-ίζειν»― δια­νό­η­σης, η μα­τιά της Βρε­τα­νί­δας συγ­γρα­φέα εντάσ­σε­ται πλή­ρως στα πα­ρα­δε­δο­μέ­να πλαί­σια του «ρο­μα­ντι­κού», «αθώ­ου», «ου­ρά­νιου» έρω­τα, εντε­λώς απαλ­λαγ­μέ­νου από οποια­δή­πο­τε σύν­δε­ση ή ανα­φο­ρά στο σώ­μα και την σε­ξουα­λι­κό­τη­τα.[11]
Εκ των πραγ­μά­των άλ­λω­στε, η νε­α­ρή ―σχε­δόν παι­δί ακό­μα― αθώα και ανύ­πο­πτη για τις «ενή­λι­κες» πλευ­ρές της ζω­ής και τις απαι­τή­σεις και τις ευ­θύ­νες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, και δη της γυ­ναι­κεί­ας, Σο­φί, αντα­πο­κρί­νε­ται στο ιδα­νι­κό αυ­τού του εξι­δα­νι­κευ­μέ­νου, πνευ­μα­τι­κού έρω­τα και της ου­σια­στι­κά α-σε­ξουα­λι­κής σχέ­σης που επε­ξερ­γά­ζε­ται δια­νοη­τι­κά και πλά­θει ποι­η­τι­κά σ΄ αυ­τήν την φά­ση της ζω­ής του ο νε­α­ρός Χάρ­ντεν­μπεργκ. Η αρ­ρώ­στια και ο θά­να­τός της θα οδη­γή­σουν σ΄ έναν δια­νοη­τι­κό και ψυ­χο­λο­γι­κό πα­ρο­ξυ­σμό αυ­τήν την αρ­χι­κά ηθε­λη­μέ­νη, εν εί­δει πνευ­μα­τι­κής ασκή­σε­ως, εκ μέ­ρους του τε­λευ­ταί­ου, και τώ­ρα αμε­τά­κλη­τη απο­χή, και η ορι­στι­κή απώ­λειά της θα την με­τα­σχη­μα­τί­σει σε ποί­η­ση: η Σο­φί γί­νε­ται η ου­ρά­νια νύ­φη, με­τα­μορ­φώ­νε­ται ποι­η­τι­κά στην ιδα­νι­κή αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά Μα­τίλ­ντε του Χάιν­ριχ φον Οφτερ­ντίν­γκεν, ταγ­μέ­νη στον θά­να­το, όπως κι εκεί­νη, και εξυ­ψω­μέ­νη, μέ­σα από αυ­τόν, σε σύν­δε­σμο ανά­με­σα στον γή­ι­νο κό­σμο και στην αιω­νιό­τη­τα, με­του­σιώ­νε­ται σε ιέ­ρεια της μέ­θε­ξης του άν­δρα-ποι­η­τή με την Νύ­χτα της ύπαρ­ξης και το Άπει­ρο του Πνεύ­μα­τος.
Δυο φο­ρές πα­ρα­θέ­τει στο μυ­θι­στό­ρη­μά της η Φι­τζέ­ραλντ, αυ­τού­σιο, το από­σπα­σμα με το «γα­λά­ζιο άν­θος» και τον πό­θο του νε­α­ρού ποι­η­τή να το ανα­κα­λύ­ψει. Ο Χάρ­ντεν­μπεργκ μό­λις το έχει γρά­ψει και το δια­βά­ζει σε κά­ποια πρό­σω­πα, ζη­τώ­ντας την γνώ­μη τους για το πι­θα­νό νό­η­μά του. Δεν απευ­θύ­νε­ται όμως στους φι­λο­σο­φού­ντες φί­λους του και άλ­λους «Φι­χτε-ίζο­ντες» ομοϊ­δε­ά­τες, ού­τε στις αν­δρι­κές αυ­θε­ντί­ες τού πε­ρι­βάλ­λο­ντός του, αλ­λά σε νε­α­ρές, απαί­δευ­τες, γυ­ναί­κες, εγκλω­βι­σμέ­νες στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, που «η τέ­χνη τους εί­ναι η φύ­ση» και δεν εί­ναι σε θέ­ση να συλ­λά­βουν, όπως οι άν­δρες, την ολό­τη­τα, αλ­λά μό­νο τα επι­μέ­ρους.[12] Ίσως επει­δή θε­ω­ρεί πως «οι γυ­ναί­κες έχουν μιαν πιο σα­φή αντί­λη­ψη της ζω­ής, απ΄ ό,τι εμείς οι άντρες... Οι οποί­οι, εί­ναι ηθι­κά κα­λύ­τε­ροι, αλ­λά εκεί­νες μπο­ρούν να φτά­σουν στην τε­λειό­τη­τα, ενώ εμείς δεν μπο­ρού­με. Κι αυ­τό πα­ρά το ότι εξει­δι­κεύ­ουν, ενώ εμείς γε­νι­κεύ­ου­με... Και επι­πλέ­ον δια­θέ­τουν κά­τι που σε πολ­λούς άν­δρες λεί­πει, ΄μιαν όμορ­φη ψυ­χή, μό­νο που συ­χνά μέ­νει κρυμ­μέ­νη.»

Ήταν στην έμπι­στή του Κα­ρο­λίν Γιούστ, την «Γιού­στεν», ανι­ψιά του μέ­ντο­ρά του στην επαγ­γελ­μα­τι­κή του εκ­παί­δευ­ση, που το διά­βα­σε πρώ­τα, πριν ακό­μα προ­κύ­ψει το μοι­ραίο εκεί­νο «τέ­ταρ­το της ώρας» της πρώ­της συ­νά­ντη­σής του με την Σο­φί, που σφρά­γι­σε την πο­ρεία του, και αυ­τήν ρώ­τη­σε για το νό­η­μα του μυ­στη­ριώ­δους «γα­λά­ζιου άν­θους» (σσ. 78-79.) Οι δυο τους «ήταν σαν δυο ξυ­πνη­τή­ρια βαλ­μέ­να την ίδια ώρα», της εί­χε δη­λώ­σει ο Φριτζ λί­γο με­τά την γνω­ρι­μία τους, χτυ­πά­νε πά­ντα μα­ζί, γι' αυ­τό χω­ρίς έρω­τα θα μπο­ρού­σε να ζή­σει, όχι όμως χω­ρίς φι­λία (σ. 70.) Πο­τέ δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται όμως το βά­ρος που η φι­λία του αντι­προ­σώ­πευε για την ερω­τευ­μέ­νη μα­ζί του Κα­ρο­λίν, ού­τε την δύ­να­μη που χρειά­στη­κε να επι­στρα­τεύ­σει εκεί­νη για να αντι­με­τω­πί­σει την πλή­ρη στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ασυγ­χρο­νία ανά­με­σα στους όρους και τα όρια της δι­κής της ύπαρ­ξης και του σύ­μπα­ντος των ιδε­ών και των ορα­μά­των του πα­θια­σμέ­νου ιδε­α­λι­στή Φριτζ.
Αγω­νιώ­ντας να αντα­πο­κρι­θεί στην εμπι­στο­σύ­νη του, η Κα­ρο­λίν προ­σέγ­γι­σε το ερώ­τη­μα για το νό­η­μα του «γα­λά­ζιου άν­θους» απο­φα­τι­κά. Ο νε­α­ρός ποι­η­τής του απο­σπά­σμα­τος θέ­λει μό­νο να δει το άν­θος που έχει κα­τα­κτή­σει την φα­ντα­σία του, θε­ω­ρεί, όχι να το κα­τέ­χει. Αλ­λά για να το βρει, θα πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­ψει το σπί­τι και τον τό­πο του. Όσο για το νό­η­μά του, δεν μπο­ρεί να εί­ναι η ποί­η­ση, συ­νε­χί­ζει, αυ­τήν την γνω­ρί­ζει ήδη από μό­νος του. Αλ­λά ού­τε και η ευ­τυ­χία μπο­ρεί να εί­ναι, αυ­τήν δεν μπο­ρεί να του την δεί­ξει ένας ξέ­νος. Δεν βρί­σκει τί­πο­τε άλ­λο για να συ­νε­χί­σει και στα­μα­τά, πλη­γώ­νε­ται όμως κα­τά­βα­θα, όταν ο Φριτζ απο­δέ­χε­ται με ήρε­μη αδια­φο­ρία την απο­τυ­χία της να δώ­σει ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο στο όρα­μά του. Κι όταν εκεί­νος της δί­νει το τε­λειω­τι­κό χτύ­πη­μα ανα­κοι­νώ­νο­ντάς της τον έρω­τά του για την Σο­φί, η Κα­ρο­λίν θα κρύ­ψει την απο­γο­ή­τευ­σή της πί­σω από ένα «ψέ­μα», που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι η ίδια τα­κτι­κή που χρη­σι­μο­ποιεί και ο ίδιος: την μυ­θο­πλα­σία. Εφευ­ρί­σκει έναν «άλ­λον», έναν φα­ντα­στι­κό ερα­στή και υπο­θε­τι­κά εμπό­δια που απο­τρέ­πουν την ένω­σή τους.
Αυ­τός όμως που πα­ρα­μέ­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «τυ­φλός» απέ­να­ντι στα κί­νη­τρα των πρά­ξε­ών του και τις συ­νέ­πειές τους εί­ναι ο ίδιος ο Φριτς: μπο­ρεί να εί­ναι σε θέ­ση να αντι­λαμ­βά­νε­ται τα πά­ντα, δη­λώ­νει στην Κα­ρο­λίν ―που ση­μαί­νει ότι εκεί­νη τον ακού­ει, ενώ ασχο­λεί­ται με τις τα­πει­νές «γυ­ναι­κεί­ες»κα­θη­με­ρι­νές δου­λειές της, να της μι­λά­ει για επι­στή­μη και ποί­η­ση, για τον Φί­χτε και την φι­λο­σο­φία του― δεν μπο­ρεί όμως να κα­τα­νο­ή­σει ένα πράγ­μα, το πιο ση­μα­ντι­κό απ΄ όλα, «την φύ­ση του πό­θου ανά­με­σα σ΄έναν άντρα και μια γυ­ναί­κα». Ενώ αυ­τός προ­φα­νώς και εκ προ­οι­μί­ου την αντι­λαμ­βά­νε­ται, εξού και ο «έρως» με την Σο­φί, όπου ο πό­θος, ασφα­λώς ελεγ­χό­με­νος έως απα­γο­ρευ­μέ­νος, δεν απο­κτά υπό­στα­ση πα­ρά ως ιδέα, προ­τού με­του­σιω­θεί αμε­τά­κλη­τα σε ιδα­νι­κό. Με τον τρό­πο αυ­τό της δια­βρω­τι­κής ει­ρω­νεί­ας, «η πο­νη­ρή συγ­γρα­φέ­ας, βγά­ζο­ντας την Τζέιν Όστεν που κρύ­βει μέ­σα της»[13] υπο­σκά­πτει εν τη γε­νέ­σει του το μελ­λο­ντι­κό οι­κο­δό­μη­μα του ιδα­νι­κού «ρο­μα­ντι­κού έρω­τα».
Η «Γιού­στεν», μα­ζί με την αδελ­φή του Φριτς, Σι­δω­νία, και την με­γα­λύ­τε­ρη, πα­ντρε­μέ­νη, αδελ­φή της Σο­φί, Φρε­ντε­ρί­κε Μά­ντελ­σλο, εί­ναι μία από τις θε­τι­κές γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η γε­νιά των κο­ρι­τσιών που έχουν με­γα­λώ­σει αρ­κε­τά για να ανα­λά­βουν οι­κεια­κές ευ­θύ­νες ―στην ου­σία την δια­χεί­ρι­ση της οι­κο­γε­νεια­κής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας― στην θέ­ση των απο­συρ­μέ­νων από την ενερ­γό δρά­ση μα­νά­δων τους  ―πα­ραι­τη­μέ­νων, πα­θη­τι­κών, αδιά­φο­ρων, πε­ριο­ρι­σμέ­νων στα στε­νά φυ­σι­κά, δια­νοη­τι­κά και ψυ­χι­κά όρια που η φύ­ση και η κοι­νω­νία τους έχουν επι­βάλ­λει― και το κά­νουν με πνεύ­μα πρα­κτι­κό και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, μέ­χρι να έρ­θει η ώρα που θα μπουν κι αυ­τές στον προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο για το φύ­λο τους μο­νό­δρο­μο. Στο με­ταίχ­μιο αυ­τών των γυ­ναι­κεί­ων ομά­δων και ηλι­κιών, μέ­σα σ΄ένα πο­λύ­πλο­κο πλέγ­μα οι­κο­γε­νεια­κών και κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, με την ρο­πή για την αυ­θόρ­μη­τη έκ­φρα­ση των φυ­σι­κών της τά­σε­ων και την ικα­νο­ποί­η­ση των επι­θυ­μιών και πα­ρορ­μή­σε­ών της ακό­μα ανε­ξέ­λεγ­κτη, η δω­δε­κά­χρο­νη Σο­φί, απο­σπά­ται ξαφ­νι­κά από την παι­δι­κό­τη­τά της και εκτο­ξεύ­ε­ται, από τον ιδε­α­λι­στή ερω­το­λά­γνο Φριτς, σε δια­νοη­τι­κά και αι­σθη­τι­κά ύψη που η ίδια ού­τε επι­διώ­κει ού­τε αντι­λαμ­βά­νε­ται. Προ­σπα­θεί να δια­χει­ρι­στεί μία κα­τά­στα­ση που την ξε­περ­νά, χω­ρίς να συ­ναι­σθά­νε­ται ότι η ύπαρ­ξή της έχει πλέ­ον με­τα­τρα­πεί στο υλι­κό του μύ­θου που προ­α­να­νήγ­γει­λε εκεί­νο το μυ­στη­ριώ­δες «μπλε λου­λού­δι». Για­τί, εί­ναι στην Σο­φί, στην οποία μό­λις έχει δώ­σει το δα­χτυ­λί­δι των αρ­ρα­βώ­νων τους, και την αδελ­φή της, την Μά­ντελ­σλο, που ο Φριτς φον Χάρ­ντεν­μπεργκ θα δια­βά­σει για δεύ­τε­ρη φο­ρά το από­σπα­σμα με το «γα­λά­ζιο άν­θος», ξα­να­ρω­τώ­ντας για το νό­η­μά του. Εντε­λώς ασυ­γκί­νη­τη με τον ρό­λο που της έχει απο­δώ­σει, ως φο­ρέα και δί­αυ­λο της προ­σω­πι­κής του «ηθι­κής χά­ρης και σο­φί­ας» η νε­α­ρή Σο­φί πα­ρα­με­ρί­ζει ανέ­με­λα, αλ­λά απο­φα­σι­στι­κά, την ερώ­τη­ση: «Για­τί να νοιά­ζε­ται για ένα λου­λού­δι»; (ο ήρω­ας τής αφή­γη­σής του) αντι­ρω­τά. «Δεν εί­ναι ού­τε γυ­ναί­κα ού­τε κη­που­ρός».[14]
Η αδελ­φή της από την άλ­λη, πιο σο­βα­ρή και υπεύ­θυ­νη, επι­χει­ρεί να ανι­χνεύ­σει την απά­ντη­ση με βά­ση το χρώ­μα του λου­λου­διού, και την εν­δε­χό­με­νη σπα­νιό­τη­τά του, απα­ριθ­μώ­ντας μια σει­ρά από γνω­στά γα­λά­ζια άν­θη (λι­νά­ρι, μη-με-λη­σμό­νει και κύ­α­νο) κα­τα­λή­γει όμως πως εί­ναι όλα συ­νη­θι­σμέ­να, κι επο­μέ­νως δεν έχουν κα­μιά σχέ­ση με το θέ­μα, εφό­σον το «γα­λά­ζιο άν­θος» της ιστο­ρί­ας εί­ναι προ­φα­νώς κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό. Έχο­ντας αντι­λη­φθεί ότι ο δρό­μος που πρέ­πει να ακο­λου­θή­σει δεν εί­ναι αυ­τός της κα­θη­με­ρι­νής χρή­σης της γλώσ­σας, αλ­λά εκεί­νος της με­τα­φο­ράς ή της αλ­λη­γο­ρί­ας, η Μά­ντελ­σλο συ­νε­χί­ζει τον συλ­λο­γι­σμό της ως γυ­ναί­κα με πεί­ρα της ζω­ής και των ανα­γκών της: η μο­να­ξιά του εί­ναι η αι­τία, απο­φαί­νε­ται για τον νε­α­ρό ήρωα της ιστο­ρί­ας, κι αυ­τό που τον ωθεί εί­ναι η επι­θυ­μία «για ένα αγα­πη­μέ­νο κε­φά­λι στο μα­ξι­λά­ρι, δί­πλα του» (σ. 140.) Η Σο­φί όμως δεν εί­ναι σε θέ­ση ού­τε εν­δια­φέ­ρε­ται να πα­ρα­κο­λου­θή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Θα ήθε­λε να μά­θει τι θα γί­νει πα­ρα­κά­τω, δη­λώ­νει, δεν εί­ναι όμως και πο­λύ βέ­βαιη. Φυ­λά­ει πά­ντως, το χει­ρό­γρα­φο με το από­σπα­σμα, αντι­γραμ­μέ­νο, όπως όλα τα κεί­με­να του Φριτς, από το χέ­ρι της Κα­ρο­λίν Γιουστ, μα­ζί με τα λι­γο­στά άλ­λα βι­βλία της, το ψαλ­τή­ρι, το Ευαγ­γέ­λιό της, και μια λί­στα με όλα τα σκυ­λιά που εί­χαν πε­ρά­σει από την οι­κο­γέ­νεια.
Ο έρω­τας για την Σο­φί πα­ρα­μέ­νει, στην αρ­χή του­λά­χι­στον, ακα­τα­νό­η­τος για όλους στο πε­ρι­βάλ­λον του Φριτζ. Όσο εκεί­νος επι­μέ­νει ότι βρή­κε στη νε­α­ρή την «αλή­θεια» του, την «σο­φία» του, τό­σο οι άλ­λοι, εγκλω­βι­σμέ­νοι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, βλέ­πουν σ΄αυ­τήν μό­νο ένα συ­νη­θι­σμέ­νο και φα­σα­ριό­ζι­κο κο­ρί­τσι, ένα πλά­σμα ακό­μα άγου­ρο και άμορ­φο, εντε­λώς ανά­ξιό του. Εί­ναι ζω­ντα­νή και κα­λό­ψυ­χη, πα­ρα­δέ­χε­ται ο Ερά­σμους, ο αφο­σιω­μέ­νος αδελ­φός του, αλ­λά εί­ναι χα­ζή, ού­τε και εί­ναι, να πεις, όμορ­φη, ού­τε καν χα­ρι­τω­μέ­νη: πρό­κει­ται μό­νο για μία με­θυ­στι­κή έκ­στα­ση που θα ξε­θυ­μά­νει (σ. 112.) Μό­νο που το τέ­λος, όπως δια­πι­στώ­νει με πί­κρα η Κα­ρο­λίν, πα­ρα­βλέ­πει κι αυ­τός την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να υπο­κύ­ψει στην ακα­τα­νό­η­τη, αλ­λά πα­νί­σχυ­ρη, γοη­τεία του ιδα­νι­κού, χω­ρίς να αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι αυ­τό στο οποίο στα­δια­κά υπο­τάσ­σε­ται εί­ναι η ακα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη του «μι­μη­τι­κού πό­θου» που ο Ρο­μα­ντι­σμός θα ανα­δεί­ξει σε κύ­ριο άξο­να της μυ­θο­πλα­στι­κής του «φι­λο­σο­φί­ας» και της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής του πα­ρα­γω­γής. Επει­δή, η ψυ­χο­λο­γι­κή δο­μή των χα­ρα­κτή­ρων, αλ­λά και ο μυ­θο­ποι­η­τι­κός μη­χα­νι­σμός, πά­νω στον οποίο, με τό­ση μα­ε­στρία, χτί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μά της η Φι­τστζέ­ραλντ, στη­ρί­ζο­νται στο πα­ντα­χού πα­ρόν στη ρο­μα­ντι­κή μυ­θο­λο­γία σχή­μα του «τρι­γω­νι­κού πό­θου» που ανέ­δει­ξε και ανέ­λυ­σε διε­ξο­δι­κά ο Ρε­νέ Ζι­ράρ στο Ρο­μα­ντι­κό ψέ­μα και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αλή­θεια του.[15] Και δεν εί­ναι φυ­σι­κά μό­νο ο κα­λό­καρ­δος και πι­στός Ερά­σμους που υπο­κύ­πτει στην ύπου­λη γοη­τεία του ψυ­χο­λο­γι­κού αυ­τού μη­χα­νι­σμού, αλ­λά, όπως δια­κρι­τι­κά αλ­λά σα­φώς υπαι­νίσ­σε­ται η συγ­γρα­φέ­ας, και ο ίδιος ο Φρί­ντριχ φον Χάρ­ντεν­μπεργκ, εκ­κο­λα­πτό­με­νος ποι­η­τι­κός από­στο­λος της «από­λυ­της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας» και του «μο­να­δι­κού δη­μιουρ­γι­κού Εγώ», και προ­φή­της της ρι­ζι­κής πρω­το­τυ­πί­ας, που πρέ­πει να χα­ρα­κτη­ρί­ζει ένα έρ­γο.
Ο δι­κός του «εν­διά­με­σος» στο τρί­γω­νο αυ­τό, για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με την ζε­ρά­ρια ορο­λο­γία, δεν εί­ναι άλ­λος από το από­λυ­το σύγ­χρο­νο συγ­γρα­φέα-πρό­τυ­πο, τον Βόλφ­γκανγκ φον Γκέ­τε. Εί­ναι γνω­στό πως ο Χάιν­ριχ φον Οφτερ­ντί­γκεν συ­νε­λή­φθη και συ­νεγ­γρά­φη ως αντί­δρα­ση και κρι­τι­κή στα Χρό­νια της μα­θη­τεί­ας του Βίλ­χελμ Μάι­στερ του τε­λευ­ταί­ου, που εκ­δό­θη­κε το 1795-96, και αφη­γεί­ται την πο­ρεία προς την αυ­το­συ­νει­δη­σία του νε­α­ρού αστού και επί­δο­ξου καλ­λι­τέ­χνη Βίλ­χελμ. Ο Χάρ­ντεν­μπεργκ κα­τέ­λη­ξε να θε­ω­ρεί το μυ­θι­στό­ρη­μα τού με­γα­λύ­τε­ρού του συγ­γρα­φέα έρ­γο «πε­ζό» και «μο­ντέρ­νο»...«στον ύψι­στο βαθ­μό αντι­ποι­η­τι­κό», κα­θώς ασχο­λεί­ται μό­νο με τα συ­νη­θι­σμέ­να, αν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα και κα­θυ­πο­τάσ­σει μέ­χρι εξα­φα­νί­σε­ως το «ρο­μα­ντι­κό», δη­λα­δή «την ποί­η­ση της φύ­σης και το θαυ­μα­στό».[16] Ο νε­α­ρός Φριτς της Φι­τζέ­ραλντ δεν εί­ναι όμως ακό­μα ο «ρο­μα­ντι­κός» Νο­βά­λις και ο πραγ­μα­τι­κός Χάρ­ντεν­μπεργκ υπο­δέ­χθη­κε αρ­χι­κά με εν­θου­σια­σμό το έρ­γο του με­γά­λου συγ­χρό­νου του. Το θέ­μα δεν θα μας απα­σχο­λού­σε εδώ αν η συγ­γρα­φέ­ας του Γα­λά­ζιου Άν­θους δεν υπαι­νισ­σό­ταν ότι ο «Βίλ­χελμ Μάι­στερ “υπέ­βαλ­λε“ στον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό Φριτς, σ΄αυ­τήν την πρώ­ι­μη φά­ση της πο­ρεί­ας του, στά­σεις, πρά­ξεις και απο­φά­σεις, που θα έμε­ναν αλ­λιώς ανε­ξή­γη­τες, κα­τά πρώ­το λό­γο τον μοι­ραίο έρω­τά του για την παι­δί­σκη Σο­φί φον Κιουν».[17]

Σε μια συ­ζή­τη­ση με την Κα­ρο­λίν Γιουστ, στην αρ­χή ακό­μα της γνω­ρι­μί­ας τους, ο Φριτς εκ­πλήσ­σε­ται όταν εκεί­νη του δη­λώ­νει πως, φυ­σι­κά και έχει ήδη δια­βά­σει τον Βίλ­χελμ Μάι­στερ, όπως την πα­ρο­τρύ­νει, και αντι­δρά όταν δη­λώ­νει πως βρί­σκει εκνευ­ρι­στι­κό τον χα­ρα­κτή­ρα της Μι­νιόν, εκεί­νου του νε­α­ρού αν­δρό­γυ­νου, μυ­στη­ριώ­δους πλά­σμα­τος, που προ­σκολ­λά­ται στον ήρωα και ασκεί μια πα­ρά­ξε­νη έλ­ξη επά­νω του, για να γί­νει, με­τά τον πρό­ω­ρο θά­να­τό της, το αι­θέ­ριο σύμ­βο­λο ενός άλ­λου, μυ­στι­κού, κό­σμου και πη­γή καλ­λι­τε­χνι­κής έμπνευ­σης για ολό­κλη­ρο τον 19ο αιώ­να. «Εί­ναι μό­νο ένα παι­δί», αντι­τεί­νει ο Φριτς, «ένα πνεύ­μα...και πε­θαί­νει επει­δή ο κό­σμος δεν ήταν αρ­κε­τά ιε­ρός για να την κρα­τή­σει μέ­σα του» (σ. 71.) Με την φρά­ση αυ­τή η συγ­γρα­φέ­ας φαί­νε­ται να προ­οι­κο­νο­μεί την μελ­λο­ντι­κή στά­ση του νε­α­ρού Χάρ­ντεν­μπεργκ απέ­να­ντι στην δι­κή του «παι­δί-αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά» ―που έχει τα ίδια μα­κριά σκού­ρα μαλ­λιά με την Μι­νιόν― στην οποία θα προ­βάλ­λει την δι­κή του ει­κό­να του ιδα­νι­κού έρω­τα, και θα την ανυ­ψώ­σει σε σύμ­βο­λο, όταν ο θά­να­τος θα την απο­σπά­σει, όπως και την μι­κρή Ιτα­λί­δα του Γκέ­τε, από τον ανί­ε­ρο κό­σμο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Έτσι θα επι­τε­λε­σθεί ο «εκρο­μα­ντι­σμός» του κό­σμου, ευαγ­γε­λί­ζε­ται ο Νο­βά­λις, η «ποι­η­τι­κο­ποί­η­ση» της πε­ζής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μέ­σα από την «ιε­ρή» λει­τουρ­γία της ποι­η­τι­κής φα­ντα­σί­ας: «δί­νο­ντας ένα ανώ­τε­ρο νό­η­μα σε κά­τι κοι­νό­το­πο, μιαν εμ­φά­νι­ση μυ­στη­ρί­ου σε κά­τι συ­νη­θι­σμέ­νο, μιαν άγνω­στη αξία σε κά­τι γνω­στό...»[18] Όμως η Κα­ρο­λίν, άκαμ­πτη για μια φο­ρά απέ­να­ντι σε ιδε­α­λι­στι­κές γε­νι­κεύ­σεις και απο­λυ­τό­τη­τες, δεν επι­τρέ­πει στην λο­γο­τε­χνι­κή αυ­τα­πά­τη να απο­κτή­σει υπό­στα­ση: ο Γκέ­τε, δη­λώ­νει χω­ρίς δι­σταγ­μό, «σκό­τω­σε» την Μι­νιόν, για­τί δεν εί­χε τι να την κά­νει. Αλ­λά αν αυ­τή βλέ­πει εδώ κα­θα­ρά πί­σω από τον ―αν­δρι­κό― μη­χα­νι­σμό πα­ρα­γω­γής νο­ή­μα­τος και πα­ρα­στά­σε­ων, για τον νε­α­ρό φι­λό­σο­φο και επί­δο­ξο ποι­η­τή μια τέ­τοια αντί­δρα­ση εί­ναι απο­τέ­λε­σμα της εκ φύ­σε­ως πε­ριο­ρι­σμέ­νης γυ­ναι­κεί­ας μα­τιάς.
Πράγ­μα που τον «τυ­φλώ­νει», όχι μό­νο δια­νοη­τι­κά, αλ­λά και ψυ­χο­λο­γι­κά, κα­θώς δεν υπο­πτεύ­ε­ται ότι η ξαφ­νι­κή ενόρ­μη­σή του να προ­βάλ­λει το απαλ­λαγ­μέ­νο από το «βρό­μι­κο» βά­ρος του πό­θου ερω­τι­κό του ιδα­νι­κό πά­νω στην αδια­μόρ­φω­τη ακό­μα και «άδεια» από πε­ριε­χό­με­νο παι­δού­λα Σο­φί, δεν ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρά «η μα­ταιο­δο­ξία που με­τα­μορ­φώ­νει το αντι­κεί­με­νό της.»[19] Ού­τε και φυ­σι­κά εί­ναι σε θέ­ση να ανα­γνω­ρί­σει τον μη­χα­νι­σμό της διελ­κυν­στί­δας που, μέ­σα από την αντι­πα­ρά­θε­σή του με τον Βίλ­χελμ Μάι­στερ, και την στα­δια­κή με­τα­στρο­φή του αρ­χι­κού του θαυ­μα­σμού σε επί­κρι­ση και απόρ­ρι­ψη, θα απο­κρυ­σταλ­λω­θεί εν και­ρώ ανά­με­σα στον ίδιον και τον «εν­διά­με­σο» στο σχή­μα του ρο­μα­ντι­κού «τρι­γω­νι­κού πό­θου», τον «από­λυ­το» ποι­η­τή-πρό­τυ­πο, Γκέ­τε. Διό­τι, ο ρο­μα­ντι­κός, δια­γνώ­νει ο Ζι­ράρ, από μα­ταιο­δο­ξία και φθό­νο, ακό­μα κι όταν τα επεν­δύ­ει με τα υψη­λό­τε­ρα των ιδα­νι­κών, «δεν θέ­λει να εί­ναι πλέ­ον μα­θη­τής» ―δη­λα­δή υπο­τα­κτι­κός― «κα­νε­νός και πεί­θει τον εαυ­τό του ότι εί­ναι απεί­ρως πρω­τό­τυ­πος ... Πι­στεύ­ει «ότι ο πό­θος του βρί­σκε­ται στην ίδια την φύ­ση των πραγ­μά­των...» και έτσι, πη­γή ο ίδιος «μιας γα­λή­νιας υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας»...«δη­μιουρ­γεί εκ του μη­δε­νός ένα Εγώ σχε­δόν θει­κό».[20]
Πα­ρά τον αυ­θορ­μη­τι­σμό όμως, την υπο­τι­θέ­με­νη «θε­ό­πνευ­στη» αυ­θαι­ρε­σία της επι­λο­γής του, το «ρο­μα­ντι­κό Εγώ» του νε­α­ρού ποι­η­τή ανα­ζη­τά ενα­γω­νί­ως ένα στή­ριγ­μα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όχι μό­νο οι άλ­λοι, αλ­λά ού­τε και ο ίδιος δεν κα­τα­λα­βαί­νει, πα­ρά τις δια­βε­βαιώ­σεις και τις υψη­λές «κο­ρώ­νες» του, την επι­λο­γή του προ­σώ­που που θε­ώ­ρη­σε πως εν­σάρ­κω­νε το ερω­τι­κό του ιδα­νι­κό. Πρέ­πει να βρει τον τρό­πο να την εξη­γή­σει στον εαυ­τό του. Ποιά εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η εκλε­κτή του; Ζη­τά από την αδελ­φή της να κα­τα­γρά­ψει ό,τι γνω­ρί­ζει γι' αυ­τήν, η Μά­ντελ­σλο όμως αρ­νεί­ται: πώς μπο­ρείς να πε­ρι­γρά­ψεις «αντι­κει­με­νι­κά» έναν δι­κό σου άν­θρω­πο, με τον οποί­ον σας ενώ­νει το βί­ω­μα ― και η αγά­πη; Οι αντι­φά­σεις στην σκέ­ψη του Χάρ­ντεν­μπεργκ, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα του ρο­μα­ντι­σμού, γί­νο­νται εδώ εμ­φα­νείς: ο μυ­στι­κι­σμός δεν μπο­ρεί να συν­διαλ­λα­γεί με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το ιδα­νι­κό από την φύ­ση του δεν μπο­ρεί να πα­ρα­στα­θεί με τους όρους της. Πα­ρα­μέ­νει πά­ντα στο επέ­κει­να, αντι­κεί­με­νο του πό­θου μό­νο, εσα­εί απρό­σι­το, εκτός από την ει­κό­να του. 

Ρα­φα­ήλ, «Αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία», περ. 1506 (τέ­μπε­ρα 47,5 x 33 εκ.), Φλω­ρε­ντία, Μου­σείο Ου­φί­τσι

Αλ­λά ού­τε καν μιαν πι­στή απει­κό­νι­ση της εξω­τε­ρι­κής εμ­φά­νι­σης αυ­τής που απο­κα­λεί «αλή­θεια» του, «δι­καιο­σύ­νη», «φι­λο­σο­φία» του δεν κα­τά­φε­ρε να εξα­σφα­λί­σει ο ποι­η­τής. Κα­θώς υπήρ­χε μό­νο ένα απο­τυ­χη­μέ­νο πορ­τρέ­το της, που προ­κα­λού­σε το γέ­λιο, ο Φριτς ―που εξί­σου γε­λοιω­δώς υπο­στή­ρι­ζε ότι η νε­α­ρή Σο­φί «έφερ­νε»σε μιαν αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία του Ρα­φα­ήλ― πα­ραγ­γέλ­νει σ΄έναν επαγ­γελ­μα­τία ζω­γρά­φο μιαν «κα­νο­νι­κή» απει­κό­νι­σή της. Αυ­τός όμως δη­λώ­νει αδυ­να­μία να συλ­λά­βει και να απο­δώ­σει την πα­ρου­σία του νε­α­ρού κο­ρι­τσιού και πα­ραι­τεί­ται. Το έξω και το μέ­σα συν­δέ­ο­νται και συν­δια­λέ­γο­νται άμε­σα, εξη­γεί, αλ­λά στη νε­α­ρή Σο­φί, η σχέ­ση αυ­τή εί­ναι ακό­μα εντε­λώς αδια­μόρ­φω­τη, πα­ρα­μέ­νει άγνω­στη ακό­μα και στην ίδια. Έτσι, ή «ιδα­νι­κή αγα­πη­μέ­νη», ένα «κα­νο­νι­κό, κα­λό­καρ­δο... πα­τα­το­θρεμ­μέ­νο... κο­ρί­τσι από την Σα­ξω­νία...» (σ.153,) πραγ­μα­τι­κό και φυ­σι­κά πα­ρόν, πα­ρα­μέ­νει τε­λι­κά μια ύπαρ­ξη το ίδιο απροσ­διό­ρι­στη και φευ­γα­λέα, όπως το φα­σμα­τι­κό «γα­λά­ζιο άν­θος» της ενό­ρα­σης του ποι­η­τή: φαί­νε­ται, όπως και εκεί­νο, πραγ­μα­τι­κή, οι­κεία, ανα­γνω­ρί­σι­μη, η ου­σία της όμως, το νό­η­μά της, ό,τι την συν­δέ­ει και την συ­ντο­νί­ζει με το Όλο, πα­ρα­μέ­νει αδιευ­κρί­νι­στο, και εν τέ­λει απρό­σι­το. Αν όμως οι πα­ρα­στα­τι­κές τέ­χνες δεν μπο­ρούν, λό­γω της υλι­κής φύ­σης τους, να ανα­πα­ρα­στή­σουν το Άυ­λο, να απο­δώ­σουν το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, η γλώσ­σα μπο­ρεί. Εν­θου­σιώ­δης αρ­χι­κά θια­σώ­της των ιδε­ών του Φί­χτε, ο νε­α­ρός Φριτς αρ­χί­ζει να παίρ­νει τις απο­στά­σεις του από την φι­λο­σο­φία ―στο σύ­στη­μα του Φί­χτε δεν υπάρ­χει θέ­ση για τον έρω­τα, δη­λώ­νει στην Κα­ρο­λίν― για χά­ρη της ποί­η­σης και της λο­γο­τε­χνί­ας. Ανα­γνω­ρί­ζει και υπερ­θε­μα­τί­ζει την «μα­γι­κή δύ­να­μη της μυ­θο­πλα­σί­ας» που εδρά­ζε­ται στην εγ­γε­νή δύ­να­μη της γλώσ­σας να κα­τα­σκευά­ζει πραγ­μα­τι­κό­τη­τες και να τις χει­ρί­ζε­ται κα­τά το δο­κούν,[21] να χει­ρα­γω­γεί σκό­πι­μα το νό­η­μα των πραγ­μά­των. Η ψευ­δαί­σθη­ση προ­κρί­νε­ται έτσι σε βά­ρος της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και ο ποι­η­τής ανα­δει­κνύ­ε­ται σε μά­γο του υπερ­βα­τι­κού.
Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως δεν υπο­τάσ­σε­ται οι­κειο­θε­λώς στο όρα­μα, ερω­τι­κό ή δη­μιουρ­γι­κό, του άντρα-καλ­λι­τέ­χνη, όσο υψη­λό κι αν εί­ναι, αντι­στέ­κε­ται. Ο Φριτς το αντι­λαμ­βά­νε­ται στην εν­στι­κτώ­δη αντί­στα­ση της νε­α­ρής αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς του στα ιδα­νι­κά στα οποία επι­χει­ρεί να την μυ­ή­σει: την ποί­η­ση και τον έρω­τα. Εί­ναι κα­λό­καρ­δη και «θέ­λει να τους ευ­χα­ρι­στεί όλους», ανα­γνω­ρί­ζει, αλ­λά και εγω­ί­στρια, «ψυ­χρή, πέ­ρα για πέ­ρα» (σ. 170), σε μό­νι­μη ανα­ζή­τη­ση της άμε­σης από­λαυ­σης, απρό­θυ­μη να προ­σαρ­μο­στεί σε απαι­τή­σεις και προσ­δο­κί­ες. Η αγά­πη του της εί­ναι βά­ρος. Δεν υπάρ­χει κα­μία εσω­τε­ρι­κή ζωή στην Σο­φί φον Κιούν, όπως την ανα­πα­ρι­στά η Φι­τζέ­ραλντ, κα­μία ανα­στο­χα­στι­κή διά­θε­ση, κα­μία εξοι­κεί­ω­ση, έστω και τυ­πι­κή, με το υπερ­βα­τι­κό, κα­μία διαί­σθη­ση ή απλό εν­δια­φέ­ρον για έναν κό­σμο πνευ­μα­τι­κό, για οτι­δή­πο­τε πέ­ρα από το άμε­σα πα­ρόν. Πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κά ο ―ατε­λής― εαυ­τός της. Δεν προ­λα­βαί­νει να αλ­λά­ξει ή να εξε­λι­χθεί, την προ­λα­βαί­νει ο θά­να­τος, ο με­γά­λος «με­τα­μορ­φω­τής». Ο μό­νος που θα μπο­ρού­σε από την αρ­χή να απα­ντή­σει αμέ­σως στην ερώ­τη­ση για την ση­μα­σία του «γα­λά­ζιου άν­θους», γρά­φει αι­νιγ­μα­τι­κά η συγ­γρα­φέ­ας, ήταν ο για­τρός, αυ­λι­κός σύμ­βου­λος Φρί­ντριχ Έμπ­χαρντ, που διέ­γνω­σε, σω­στά, την αρ­ρώ­στια της νε­α­ρής αγα­πη­μέ­νης ως φθί­ση: ένας στους τέσ­σε­ρις ασθε­νείς του πέ­θαι­ναν από αυ­τό (σ. 173.)
Αλ­λά ού­τε η αρ­ρώ­στια κα­τα­φέρ­νει να αλ­λοιώ­σει την βα­σι­κή τά­ση της ύπαρ­ξής της για την «χω­ρίς ενο­χές έμ­μο­νη επι­δί­ω­ξη ―της από­λαυ­σης― που έχει ο πραγ­μα­τι­κά φι­λή­δο­νος», ελέγ­χει μό­νο, κα­τά και­ρούς, τα όριά της. Ο εξου­θε­νω­τι­κός βή­χας αντα­γω­νί­ζε­ται το γέ­λιο, κι αν ο πό­νος μπο­ρεί πρό­σκαι­ρα να ανα­κό­ψει την ορ­μή της, δεν δια­περ­νά όμως την συ­νεί­δη­σή της, μέ­νει ένα επι­φαι­νό­με­νο: «ο πό­νος εί­ναι προει­δο­ποί­η­ση θα­νά­του», αλ­λά η ανέ­με­λη Σο­φί δεν εί­ναι σε θέ­ση, ή αρ­νεί­ται, να το εν­νο­ή­σει. Κι από τους γύ­ρω της, μό­νο εκεί­νοι, που, όπως η Μά­ντελ­σλο, έχουν το κου­ρά­γιο να κοι­τά­ζουν κα­τά­μα­τα και χω­ρίς συ­γκί­νη­ση την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τολ­μούν να δια­τυ­πώ­σουν τα πράγ­μα­τα όπως εί­ναι. Το «πά­θος» της Σο­φί δεν αλ­λά­ζει τό­σο την ίδια όσο τους άλ­λους, τους άν­δρες στον πε­ρί­γυ­ρό της, τον Φριτς, τον Ερά­σμους, τον χο­ντρο­κομ­μέ­νο πα­τριό της Ρό­κε­ντιν, ακό­μα και τον αυ­στη­ρό που­ρι­τα­νό πρε­σβύ­τε­ρο Χάρ­ντεν­μπεργκ, στα μά­τια των οποί­ων η πά­σχου­σα νε­α­ρή εξευ­γε­νί­ζε­ται και εξυ­ψώ­νε­ται. Η ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση της νε­α­ρής αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς, η εκ-ποι­η­τι­κο­ποί­η­ση στην οποία συ­νει­δη­τά υπο­βάλ­λει αυ­τήν και την σχέ­ση τους ο Χάρ­ντεν­μπεργκ από την αρ­χή της γνω­ρι­μί­ας τους, φτά­νει εδώ, στο τέ­λος της ζω­ής της, σε μιαν κο­ρύ­φω­ση θρη­σκευ­τι­κής φύ­σης, όπου η νε­α­ρή άρ­ρω­στη ανυ­ψώ­νε­ται σε ισο­δύ­να­μο του πά­σχο­ντος Χρι­στού, για να «απο­θε­ω­θεί» τε­λειω­τι­κά με­τά τον θά­να­τό της και να με­τα­τρα­πεί στην ου­ρά­νια νύ­φη, την διά­με­σο που θα συν­δέ­σει τον ποι­η­τή με το επέ­κει­να. «Έχω θρη­σκεία όχι αγά­πη για την Σο­φί», θα ση­μειώ­σει μέ­σα στον πα­ρο­ξυ­σμό του πέν­θους του ο Χάρ­ντεν­μπεργκ και θα αι­σθαν­θεί πλέ­ον, ύστε­ρα από αυ­τό, ελεύ­θε­ρος να συ­νε­χί­σει την ζωή του, επαγ­γελ­μα­τι­κή, πνευ­μα­τι­κή, ερω­τι­κή. Ού­τε έναν χρό­νο με­τά τον θά­να­τό της γνώ­ρι­σε, ερω­τεύ­τη­κε και αρ­ρα­βω­νιά­στη­κε την Ζου­λί φον Σα­τε­λέ. Οι φί­λοι του, που εί­χαν πά­ρει τοις με­τρη­τοίς την θα­να­το­λά­γνα ποι­η­τι­κή του έξαρ­ση, το θε­ώ­ρη­σαν «απι­στία» στη νε­κρή αγα­πη­μέ­νη, και ο θά­να­τος ήταν τε­λι­κά με το μέ­ρος τους: όταν, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, πέ­θα­νε κι αυ­τός, ο δρό­μος για την μυ­θο­ποί­η­ση του «αιώ­νιου ρο­μα­ντι­κού έρω­τά» του με την Σο­φί φον Κιουν ήταν πλέ­ον ανοι­κτός.[22]
Στο με­τα­ξύ η Σο­φί εί­χε ήδη με­του­σιω­θεί από τον ίδιον τον ποι­η­τή: στη μυ­θο­λο­γία του Χάιν­ριχ φον Οφτερ­ντίν­γκεν, στην αφή­γη­ση του μά­γου-ποι­η­τή Κλίν­γκ­σορ, εί­ναι η Σο­φία, σύ­ζυ­γος του Αρ­κτού­ρου, του βα­σι­λιά του αστρι­κού κό­σμου, που εγκα­τα­λεί­πει το στεί­ρο, πα­γω­μέ­νο βα­σί­λειό του για να κα­τέλ­θει στον κό­σμο των αν­θρώ­πων. Μέ­σα από το χά­ος και τον θά­να­το, η ποί­η­ση, οδη­γη­μέ­νη από τα μυ­στι­κι­στι­κά ορά­μα­τα της θεϊ­κής σο­φί­ας, θα σώ­σει τον κό­σμο αυ­τό και θα επα­να­φέ­ρει την πα­ρα­δει­σέ­νια επο­χή της πρω­ταρ­χι­κής Ενό­τη­τας. Και σύμ­βο­λο της οδη­γού αυ­τής Σο­φί­ας δεν εί­ναι άλ­λο από το «πα­νέ­μορ­φο άν­θος» που εμ­φα­νί­ζε­ται να επι­πλέ­ει στον γα­λά­ζιο πο­τα­μό, άμε­ση πα­ρα­πο­μπή στο «γα­λά­ζιο άν­θος» της αρ­χής. Στον κά­λυ­κά του, ο Έρως, ήταν σκυμ­μέ­νος πά­νω από ένα όμορ­φο μι­σο­κοι­μι­σμέ­νο κο­ρί­τσι που τον κρα­τού­σε αγκα­λια­σμέ­νο σφι­χτά: ένα μι­κρό­τε­ρο λου­λού­δι τυ­λί­χτη­κε γύ­ρω τους, «έτσι που από τους γο­φούς φαί­νο­νταν να έχουν με­τα­μορ­φω­θεί σε ένα άν­θος».[23] Ο ποι­η­τής βρί­σκει εδώ την γλώσ­σα για να απει­κο­νί­σει τη «γή­ι­νη», τη σω­μα­τι­κή πλευ­ρά του έρω­τα, εί­ναι όμως ο δια­χω­ρι­σμός του σώ­μα­τος από το πνεύ­μα, η λα­τρεία της ανέ­φι­κτης σ΄ αυ­τόν τον κό­σμο Ενό­τη­τας, η πα­ραί­τη­ση από την ικα­νο­ποί­η­ση του ερω­τι­κού πό­θου, που κι­νη­το­ποιεί την δη­μιουρ­γι­κή δύ­να­μη μέ­σα του και της δί­νει, μέ­σω της γλώσ­σας, την δυ­να­τό­τη­τα να εξαυ­λώ­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να την εξυ­ψώ­σει σε Ποί­η­ση. Αιώ­νες ύστε­ρα από την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του, ο μύ­θος του ανέ­φι­κτου στον κό­σμο αυ­τόν ιδα­νι­κού έρω­τα, θρε­μέ­νος από τον μα­νι­χαϊ­στι­κό δυι­σμό της αί­ρε­σης των Κα­θα­ρών και ιδε­α­τά εκ­φρα­σμέ­νος στην ποί­η­ση των τρο­βα­δού­ρων, ανά­βλυ­σε πά­λι και ανα­βί­ω­σε στην ιδε­α­λι­στι­κή νο­σταλ­γία ενός ανώ­τε­ρου, πνευ­μα­τι­κού κό­σμου, στο έρ­γο του πρώ­ι­μου γερ­μα­νι­κού Ρο­μα­ντι­σμού.[24]



Η τυ­φλή κου­κου­βά­για

Η ει­κό­να της «ιδα­νι­κής αγα­πη­μέ­νης», απρό­σι­της, κα­θό­τι ταγ­μέ­νης κι εδώ στον θά­να­το, συ­νυ­πάρ­χει και συν­δια­λέ­γε­ται με τον σκο­τει­νό, και γι αυ­τό απει­λη­τι­κό και κα­τα­στρο­φι­κό, ερω­τι­κό πό­θο και στην Τυ­φλή Κου­κου­βά­για του Σα­ντέγ Χε­ντα­γιάτ, το κλα­σι­κό, σχε­δόν μυ­θι­κό, έρ­γο της νε­ώ­τε­ρης ιρα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.[25] Η «αι­θέ­ρια» γυ­ναί­κα παί­ζει κι εδώ, για τον άν­δρα αφη­γη­τή, τον ρό­λο της «με­σο­λα­βή­τριας» ανά­με­σα στην απε­χθή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι έναν άλ­λον, ιδε­α­τό, κό­σμο, και ταυ­τό­χρο­να γί­νε­ται, μέ­σα από τον θά­να­τό της, ο κα­τα­λύ­της της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τάς του, η επι­βε­βαί­ω­ση του νο­ή­μα­τος της ύπαρ­ξής του. Στο φό­ντο μιας, ανά­λο­γης με την δυ­τι­κή, περ­σι­κής πα­ρά­δο­σης με­σαιω­νι­κού «αυ­λι­κού έρω­τα», ήταν η επα­φή του Χε­ντα­γιάτ με την ευ­ρω­παϊ­κή λο­γο­τε­χνία, σύγ­χρο­νή του ή πα­λαιό­τε­ρη, που ερ­μη­νεύ­ει τα «ρο­μα­ντι­κά στοι­χεία» στο έρ­γο του, αν και, αντί για τον «μα­γι­κό ιδε­α­λι­σμό» τού Νο­βά­λις και του πρώ­ι­μου ρο­μα­ντι­σμού, το κλί­μα και η αι­σθη­τι­κή της Κου­κου­βά­γιας πα­ρα­πέ­μπουν πε­ρισ­σό­τε­ρο στον ΄σκο­τει­νό΄ώρι­μο ρο­μα­ντι­σμό των μέ­σων του 19ου αιώ­να, στον Πόε ή τον Λο­τρε­α­μόν.[26] Η γυ­ναί­κα, ο έρω­τας, ο θά­να­τος, η τέ­χνη, αλ­λά και το σκο­τά­δι, η νύ­χτα, το όνει­ρο, οι πα­ραι­σθή­σεις που προ­κα­λεί το όπιο ―να θυ­μή­σου­με εδώ ότι και ο Νο­βά­λις ανα­φέ­ρε­ται αρ­κε­τές φο­ρές στον επι­δρα­στι­κό «ζω­μό της πα­πα­ρού­νας»― υπάρ­χουν κι εδώ, και μα­ζί η Ανα­το­λή και οι θρύ­λοι της, η Ιν­δία, πα­τρί­δα της «Σα­κου­ντά­λα», αλ­λά και της μη­τέ­ρας του αφη­γη­τή, απο­τε­λούν κύ­ρια δο­μι­κά στοι­χεία του έρ­γου.[27]
Όσο για το «μπλε άν­θος», εμ­φα­νί­ζε­ται, απο­κλει­στι­κά σχε­δόν, στο πρώ­το μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, και συν­δέ­ε­ται, όπως και στον Χάιν­ριχ φον Οφτερ­ντίν­γκεν, με μιαν αι­θέ­ρια, ιδα­νι­κή γυ­ναί­κα που ο αφη­γη­τής πά­ραυ­τα ερω­τεύ­ε­ται, και την συ­νο­δεύ­ει μέ­χρι τον θά­να­τό της, αλ­λά και πέ­ρα από αυ­τόν. Εί­ναι κι εδώ σύμ­βο­λο, εδώ όμως δεν πρό­κει­ται, όπως στο έρ­γο του Γερ­μα­νού, για ένα αφη­ρη­μέ­νο σχή­μα, χω­ρίς όνο­μα, ανα­γνω­ρί­σι­μο, αλ­λά αό­ρι­στο και νοη­μα­τι­κά πο­λύ­ση­μο, αλ­λά για ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο, πραγ­μα­τι­κό άν­θος, στο οποίο έχει δο­θεί μιά συμ­βο­λι­κή νοη­μα­τι­κή διά­στα­ση. Πρό­κει­ται για το κομ­ψό και ευαί­σθη­το άν­θος του αναρ­ρι­χώ­με­νου φυ­τού, γνω­στού ως «Πρω­ι­νή χα­ρά» (Morning glory, Ipomoea Purpurea, της οι­κο­γέ­νειας των Convolvulaceae, γνω­στό στα ελ­λη­νι­κά ως Ιπο­μέα, ή απλά «χω­νά­κι».) Αν­θί­ζο­ντας το πρωί, με την ανα­το­λή του ήλιου και πε­θαί­νο­ντας στο τέ­λος της μέ­ρας με την δύ­ση του, συμ­βο­λί­ζει το προ­σω­ρι­νό και σύ­ντο­μο των πραγ­μά­των, την ομορ­φιά, τον έρω­τα, την αγνό­τη­τα, την ευ­θραυ­στό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής.





Στο πρώ­το μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος λοι­πόν, ο αφη­γη­τής, δια­κο­σμη­τής θη­κών για πέν­νες, ζει απο­μο­νω­μέ­νος, βυ­θι­σμέ­νος σ΄έναν κό­σμο ονει­ρι­κών πα­ραι­σθή­σε­ων, όταν αντι­κρύ­ζει φευ­γα­λέα, μέ­σα από ένα άνοιγ­μα, μιαν αι­θέ­ρια γυ­ναι­κεία μορ­φή, «ένα πλά­σμα ξε­χω­ρι­στό», την ιδα­νι­κή ερω­μέ­νη, και ψά­χνει απελ­πι­σμέ­να να την ανα­κα­λύ­ψει στην πε­ριο­χή γύ­ρω από το σπί­τι του. Την από­κο­σμη αυ­τή μορ­φή συ­νο­δεύ­ουν σε όλες τις εμ­φα­νί­σεις της τα γα­λά­ζια λου­λού­δια της «πρω­ι­νής δό­ξας», σύμ­βο­λο μυ­στη­ριώ­δες και με­τα­φυ­σι­κό: ο αφη­γη­τής αντι­λαμ­βά­νε­ται εξαρ­χής ότι «... δεν ήταν συ­νη­θι­σμέ­να λου­λού­δια». Μια ει­κό­να επα­νέρ­χε­ται έτσι στη συ­νέ­χεια της αφή­γη­σης και στοι­χειο­θε­τεί­ται από συ­γκε­κρι­μέ­να στοι­χεία στην ίδια πά­ντα διά­τα­ξη: η γυ­ναί­κα, το μπλε άν­θος, και δί­πλα ένα ρυά­κι ―και στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Χάρ­ντεν­μπεργκ το άν­θος εμ­φα­νί­ζε­ται πά­ντα δί­πλα σε νε­ρό― για να με­ταλ­λα­χθεί στην πο­ρεία, κα­θώς το σκη­νι­κό διευ­ρύ­νε­ται (σσ. 30-32.) Η πε­ρι­γρα­φή πε­ρι­λαμ­βά­νει τώ­ρα «έναν γέ­ρο άν­δρα σκυμ­μέ­νο, κα­θι­σμέ­νο στη ρί­ζα ενός κυ­πα­ρισ­σιού, κι ένα νέο κο­ρί­τσι, μιαν αγ­γε­λι­κή οπτα­σία, όρ­θια μπρο­στά του, που του προ­σέ­φε­ρε με το δε­ξί της χέ­ρι, σκύ­βο­ντας μπρο­στά, ένα γα­λά­ζιο άν­θος «πρω­ι­νής δρο­σιάς», ενώ εκεί­νος έφερ­νε στο στό­μα τον δεί­χτη του αρι­στε­ρού του χε­ριού» (σσ. 25-26).
Σ΄ένα παι­γνί­δι αντι­κα­το­πτρι­σμών και αντα­να­κλά­σε­ων, ζώ­ντας στην διαρ­κή ψευ­δαί­σθη­ση που δη­μιουρ­γεί το όπιο και ο τα­ραγ­μέ­νος του ψυ­χι­σμός, ο αφη­γη­τής δια­πι­στώ­νει πως πρό­κει­ται για την ίδια σκη­νή που ο ίδιος ανα­πα­ρά­γει, ψυ­χα­να­γκα­στι­κά σχε­δόν, πά­νω στις θή­κες που ει­κο­νο­γρα­φεί για βιο­πο­ρι­σμό. Εί­ναι κι αυ­τός «καλ­λι­τέ­χνης», όπως ο ήρω­ας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Νο­βά­λις, δη­λα­δή δη­μιουρ­γός ψευ­δαι­σθή­σε­ων, ει­κό­νων που αντι­κα­το­πτρί­ζουν έναν κό­σμο δια­φο­ρε­τι­κό από την υλι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κι ας έχει, με τον μη­χα­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα που ασκεί την τέ­χνη του, υπο­βι­βά­σει τον εαυ­τό του σε τα­πει­νό τε­χνί­τη. Αλ­λά και η «αγ­γε­λι­κή» γυ­ναι­κεία μορ­φή της μα­νι­κά επα­να­λαμ­βα­νό­με­νης αυ­τής απει­κό­νι­σης, δεν εί­ναι άλ­λη από την αι­θέ­ρια γυ­ναί­κα που εί­χε φευ­γα­λέα αντι­κρύ­σει και που τον μά­γε­ψε, αυ­τήν που μά­ταια και απελ­πι­σμέ­να ανα­ζη­τού­σε. Το ίδιο αυ­τό μοι­ραίο πρό­σω­πο, πλαι­σιω­μέ­νο από τα μπλε λου­λού­δια της «πρω­ι­νής χα­ράς», θα το ανα­γνω­ρί­σει ξα­νά, ζω­γρα­φι­σμέ­νο μέ­σα σ΄ένα αμυγ­χα­λό­σχη­μο με­τάλ­λιο, στην μια πλευ­ρά ενός αρ­χαί­ου βά­ζου που αγό­ρα­σε από έναν γέ­ρο γυ­ρο­λό­γο, ίδιον μ΄εκεί­νον της ει­κό­νας, που τον έβλε­πε κα­θη­με­ρι­νά κα­θι­σμέ­νο κα­τά­χα­μα απέ­να­ντι από το σπί­τι του (σ. 54).
Το ίδιο αυ­τό γυ­ναι­κείο πρό­σω­πο με τα τε­ρά­στια σκού­ρα μά­τια, που στοί­χειω­νε το πυ­ρε­τώ­δες μυα­λό του, κα­τά­φε­ρε την τε­λευ­ταία στιγ­μή να το αιχ­μα­λω­τί­σει και ο ίδιος με την τέ­χνη του, σκυμ­μέ­νος πά­νω από το νε­κρό σώ­μα της γυ­ναί­κας του ορά­μα­τός του, που εμ­φα­νί­σθη­κε στο με­τα­ξύ ανα­πά­ντε­χα στο σπί­τι του, και άφη­σε την τε­λευ­ταία της πνοή ξα­πλω­μέ­νη στο κρε­βά­τι του. Πά­σχι­ζε να το απει­κο­νί­σει, κυ­ρί­ως την έκ­φρα­ση εκεί­νων των μα­τιών, αλ­λά του διέ­φευ­γε, και θα του διέ­φευ­γε για πά­ντα, αν εκεί­νη δεν τα άνοι­γε κά­ποια στιγ­μή ανα­πά­ντε­χα. Εκεί­νος εί­χε φευ­γα­λέα την ψευ­δαί­σθη­ση πως η αγά­πη του εί­χε εμ­φυ­σή­σει ξα­νά ζωή στο νε­κρό της σώ­μα, δεν κρά­τη­σε όμως πο­λύ, η απο­σύν­θε­ση εί­χε ήδη αρ­χί­σει.
Η τέ­χνη ―η ζω­γρα­φι­κή εδώ, τέ­χνη της ανα­πα­ρά­στα­σης, με τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες και τους πε­ριο­ρι­σμούς της, αντί για την ποί­η­ση και την βά­ση της στην θε­με­λια­κή δύ­να­μη της γλώσ­σας στο έρ­γο του Νο­βά­λις― του επέ­τρε­ψε να δια­σώ­σει αυ­τό που χρεια­ζό­ταν, την ει­κό­να της. Μπο­ρού­σε να την κοι­τά­ξει όπο­τε ήθε­λε, του ανή­κε. Το πρό­σω­πο και τα μά­τια της κυ­ρί­ως ήταν ση­μα­ντι­κά, κα­θώς μέ­σα σ΄αυ­τά ανα­ζη­τού­σε μιαν αντα­νά­κλα­ση της δη­μιουρ­γι­κής του ικα­νό­τη­τας, μιαν επι­βε­βαί­ω­ση του εί­ναι του, ενώ η ίδια η γυ­ναί­κα, το σώ­μα της, του ήταν πια πε­ριτ­τό, προ­ο­ρι­σμέ­νο να επι­στρέ­ψει στην φύ­ση, στην οποία ού­τως ή άλ­λως ανή­κε, βο­ρά στα σκου­λή­κια. Ανα­ρω­τιό­ταν τί να το κά­νει εκεί­νο το άχρη­στο σώ­μα, να το πε­τά­ξει σε κά­ποιο πη­γά­δι τυ­λιγ­μέ­νο με τα άν­θη της «πρω­ι­νής χα­ράς»; Ένας μυ­στη­ριώ­δης γέ­ρος τον βο­ή­θη­σε να με­τα­φέ­ρει με το κά­ρο του έξω από την πό­λη, την βα­λί­τσα με τα κομ­μά­τια από το τε­μα­χι­σμέ­νο της σώ­μα, και περ­νώ­ντας από έναν τό­πο πα­ρά­ξε­νο και εφιαλ­τι­κό, ήταν πά­λι τα μπλε λου­λού­δια της «πρω­ι­νής χα­ράς» που έβγαι­ναν από τα στε­νά, ασύμ­με­τρα πα­ρά­θυ­ρα των πα­ρά­ξε­νων, γε­ω­με­τρι­κών σπι­τιών και «σκαρ­φά­λω­ναν στους τοί­χους και πά­νω από τις πόρ­τες». Όταν τέ­λος έφτα­σαν στην ρί­ζα ενός γυ­μνού από βλά­στη­ση λό­φου κι αντί­κρυ­σαν από την άλ­λη του πλευ­ρά έναν πρά­σι­νο πε­ρι­κλει­σμέ­νο χώ­ρο, άγνω­στο και ταυ­τό­χρο­να οι­κείο, όπου και έθα­ψαν το μα­κά­βριο φορ­τίο τους, το έδα­φος ήταν και πά­λι σκε­πα­σμέ­νο με τα μπλέ, άο­σμα, άν­θη του αναρ­ρι­χώ­με­νου φυ­τού.[28]

Ο Σα­ντέκ Χε­ντα­γιάτ

Η γυ­ναί­κα και ο ερω­τι­κός πό­θος κυ­ριαρ­χούν και στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το κλί­μα όμως και το σκη­νι­κό έχουν αλ­λά­ξει. Ο αφη­γη­τής, πά­ντα έγκλει­στος και απο­κομ­μέ­νος από τον κό­σμο, άρ­ρω­στος, πε­ρι­γρά­φει την βα­σα­νι­στι­κή του σχέ­ση με την «σκύ­λα», όπως την απο­κα­λεί, την «πραγ­μα­τι­κή» του γυ­ναί­κα, σύ­ζυ­γο και «αδελ­φή» ―αφού έχουν με­γα­λώ­σει μα­ζί― και ταυ­τό­χρο­να «μη­τέ­ρα» ― αφού εί­ναι ίδια με την μη­τέ­ρα της, την γυ­ναί­κα που τον με­γά­λω­σε. Η γυ­ναί­κα δεν εί­ναι πα­ρά άγ­γε­λος ή δαί­μο­νας, ει­κό­να μό­νο χω­ρίς πε­ριε­χό­με­νο, κι όλες αυ­τές οι ει­κό­νες και οι ιδιό­τη­τες του θη­λυ­κού συγ­χέ­ο­νται με­τα­ξύ τους και αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται στον τα­ραγ­μέ­νο του ψυ­χι­σμό.[29] Πο­θεί την «σκύ­λα» μέ­χρι τρέ­λας και ταυ­τό­χρο­να την μι­σεί, για­τί τον αρ­νεί­ται, και στο τέ­λος, πά­νω στην ερω­τι­κή πρά­ξη, την σκο­τώ­νει, την στιγ­μή που επι­τέ­λους την κα­τέ­χει. Μό­νο που ο θά­να­τος εδώ δεν εί­ναι η πύ­λη στο αιώ­νιο, το σκο­τά­δι και η νύ­χτα δεν με­του­σιώ­νο­νται σε με­τα­φυ­σι­κές έν­νοιες υπέρ­βα­σης και ενό­τη­τας, αλ­λά δια­τη­ρούν την τρο­μα­κτι­κή, πρω­τό­γο­νη έν­νοια του ορι­στι­κού τέ­λους, της φρί­κης που πα­ρα­μο­νεύ­ει πα­ντού, και της αβύσ­σου στην οποία όλα εξα­φα­νί­ζο­νται χω­ρίς να αφή­σουν ίχνη. Απου­σιά­ζει στο μυ­θι­στό­ρη­μα αυ­τό ο ποι­η­τι­κός ιδε­α­λι­σμός του νο­βά­λιου ορά­μα­τος, η προ­σμο­νή μιας νέ­ας χρυ­σής επο­χής, η επι­στρο­φή στον πα­ρά­δει­σο των πρω­ταρ­χών. Κι αν η γυ­ναί­κα συ­νε­χί­ζει στον ρό­λο της ως «με­σο­λα­βή­τρια», χω­ρίς αυ­τό­νο­μη δη­μιουρ­γι­κή ύπαρ­ξη, ο έρω­τας, ιδέα και πά­θος, εί­ναι πά­ντα επι­κίν­δυ­νος, απει­λή αφα­νι­σμού, όχι πύ­λη για το αιώ­νιο, και η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία το πο­λύ να κα­τα­φέ­ρει να απο­σπά­σει το απρό­σι­το ιδα­νι­κό από τα νύ­χια του θα­νά­του, όχι να συλ­λά­βει την ου­σία των πραγ­μά­των. Ο Σε­ντα­γιάτ εί­ναι, ως προς αυ­τό, τέ­κνο του Μο­ντερ­νι­σμού.
Κι αν το μπλε άν­θος της «πρω­ι­νής χα­ράς»συμ­βο­λί­ζει, πέ­ρα από τον αγνό έρω­τα, την πνευ­μα­τι­κή αφύ­πνι­ση και ανα­γέν­νη­ση, την νέα αρ­χή και την προ­σω­πι­κή με­τα­μόρ­φω­ση, εί­ναι κα­τα­νοη­τό για­τί εί­ναι ελά­χι­στες οι ανα­φο­ρές σ΄αυ­τό στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος: ο ήρω­ας πο­ρεύ­ε­ται προς την πλή­ρη εκ­μη­δέ­νι­ση, έχο­ντας πρώ­τα απο­σεί­σει κά­θε εί­δους πα­ρη­γο­ρη­τι­κής ψευ­δαί­σθη­σης. Οι μό­νες φο­ρές λοι­πόν που ανα­φέ­ρε­ται σ΄αυ­τό, κι αυ­τό πα­ρο­δι­κά, εί­ναι όταν, στην μο­να­δι­κή του από­πει­ρα να ξε­φύ­γει από τον εφιάλ­τη στον οποί­ον ζει, φτά­νει σ΄έναν πε­ρί­κλει­στο τό­πο, μα­κρι­νή ίσως ανά­μνη­ση των πα­ρα­δεί­σιων «κή­πων» της περ­σι­κής πα­ρά­δο­σης, δί­πλα στο πο­τά­μι, όπου το έδα­φος ήταν σκε­πα­σμέ­νο με το αναρ­ρι­χώ­με­νο φυ­τό. Τον ανα­γνω­ρί­ζει ως το μέ­ρος όπου αντί­κρυ­σε, παι­δί ακό­μα, το σώ­μα εκεί­νης που θα γι­νό­ταν η γυ­ναί­κα του και ο πό­θος του γι αυ­τό θα κα­θό­ρι­ζε την ζωή του. Η δεύ­τε­ρη φο­ρά ήταν όταν ανα­κά­λυ­ψε στο κά­λυμ­μα της θή­κης με τις πέν­νες του την γνω­στή ει­κό­να με τον γέ­ρο και το κο­ρί­τσι που του προ­σφέ­ρει ένα μπλέ λου­λού­δι: «ίσως εί­ναι αυ­τή η ει­κό­να που με σπρώ­χνει να γρά­ψω» (σ. 120) ανα­γνώ­ρι­σε τό­τε την εξάρ­τη­σή του, και ταυ­τό­χρο­να το χρέ­ος του.


Η χορ­το­φά­γος

Στην Χορ­το­φά­γο της Χαν Κανγκ τέ­λος, τα ση­μαι­νό­με­να έχουν με­τα­το­πι­στεί σ΄ ένα εντε­λώς δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο πλαί­σιο ανα­φο­ρών.[30] Η γυ­ναί­κα, ο έρω­τας, η τέ­χνη εί­ναι πα­ρό­ντα κι εδώ, αλ­λά ο δυι­σμός σώ­μα­τος-πνεύ­μα­τος, υλι­κού και πνευ­μα­τι­κού κό­σμου, κι αν υπάρ­χει, έχει αλ­λά­ξει πλαί­σιο και πε­ριε­χό­με­νο, και όποια υπερ­βα­τι­κό­τη­τα έχει κα­ταρ­γη­θεί. Έτσι, στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο έρω­τας εμ­φα­νί­ζε­ται, όχι ως εξι­δα­νί­κευ­ση με­τα­θε­μέ­νη σ΄ένα πνευ­μα­τι­κό επέ­κει­να, ού­τε ως βα­σα­νι­στι­κό ανεκ­πλή­ρω­το πά­θος που εκ­πλη­ρώ­νε­ται με τον θά­να­το, αλ­λά ως ο ακα­τα­νί­κη­τος σε­ξουα­λι­κός πό­θος του γα­μπρού της πρω­τα­γω­νί­στριας γι αυ­τήν και η, φορ­τω­μέ­νη με συ­νέ­πειες, εκ­πλή­ρω­σή του. Πα­ρά τις όποιες πι­θα­νές με­τα­φυ­σι­κές προ­ε­κτά­σεις, ή τις πα­ρεκ­κλί­νου­σες τα­κτι­κές ―ο πο­θών επι­χει­ρεί αρ­χι­κά την δι΄αντι­προ­σώ­που ικα­νο­ποί­η­ση της φα­ντα­σί­ω­σής του― το κέ­ντρο ανα­φο­ράς πα­ρα­μέ­νει έτσι απο­κλει­στι­κά το πο­θού­με­νο σώ­μα και στό­χος η πραγ­μά­τω­ση της ερω­τι­κής επι­θυ­μί­ας που το έχει ως αντι­κεί­με­νό της. Το όλο έτσι δεν με­τα­τί­θε­ται σ΄ένα «υψη­λό­τε­ρο», πνευ­μα­τι­κό πε­δίο, όπως στην ρο­μα­ντι­κή πα­ρά­δο­ση, και ο έρω­τας δεν εξι­δα­νι­κεύ­ε­ται ως τρο­φο­δό­της και κα­τα­λύ­της της ―αν­δρι­κής― δη­μιουρ­γι­κής δύ­να­μης. Η τέ­χνη, ως στά­διο, μέ­σο και σκο­πός, σε μιαν πο­ρεία γνώ­σης, συν­δε­δε­μέ­νη, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να απε­ξαρ­τη­μέ­νη από την Φύ­ση, έχει ρό­λο σα­φώς δια­με­σο­λα­βη­τι­κό. Ανα­πα­ρα­στα­τι­κή, όπως στον Χε­ντα­γιάτ, συν­διά­ζει πα­ρα­δο­σια­κές προ­σεγ­γί­σεις και σύγ­χρο­να τε­χνι­κά μέ­σα για να συλ­λά­βει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να την με­του­σιώ­σει σε αι­σθη­τι­κό «γε­γο­νός». Ενώ όμως δια­τη­ρεί ως εκ τού­του την ανώ­τε­ρη «πνευ­μα­τι­κή» της «αύ­ρα» και θέ­ση σε σχέ­ση με αυ­τήν, ταυ­τό­χρο­να «εκ­πί­πτει», κα­θώς «υπο­βι­βά­ζε­ται» από τον άν­δρα καλ­λι­τέ­χνη-δη­μιουρ­γό σε «κόλ­πο» ή πρό­σχη­μα για την ικα­νο­ποί­η­ση αλ­λό­τριων «τα­πει­νών» σκο­πών. Η υπέρ­βα­ση έρ­χε­ται μό­νο στο τέ­λος, όταν ο εκού­σιος θά­να­τος που πλη­σιά­ζει, απε­λευ­θε­ρώ­νει, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ως εκ τού­του ανοί­γει και διευ­ρύ­νε­ται, και, συ­νυ­πάρ­χο­ντας με το όνει­ρο, με­του­σιώ­νε­ται σε κά­τι «ανώ­τε­ρο» και απο­κτά νό­η­μα.
Στο πα­ρα­πά­νω πλαί­σιο, και κα­θώς τα συμ­φρα­ζό­με­να έχουν αλ­λά­ξει, το «μπλε λου­λού­δι» απο­κτά κι αυ­τό δια­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα και λει­τουρ­γία. Δεν εί­ναι πλέ­ον το σύμ­βο­λο της αέ­ναης επι­θυ­μί­ας, της ανα­ζή­τη­σης ενός εκ των πραγ­μά­των άυ­λου και απρό­σι­του ιδα­νι­κού, όπως στους Ρο­μα­ντι­κούς. Στην ου­σία δεν συ­νι­στά πλέ­ον ού­τε καν σύμ­βο­λο, το πο­λύ μια με­τα­φο­ρά. Κι αυ­τό για­τί δεν πρό­κει­ται πλέ­ον για άν­θος, αυ­τό­νο­μο και ανα­γνω­ρί­σι­μο στοι­χείο της φυ­σι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που έχει νοη­μα­τι­κά διευ­ρυν­θεί μ΄ένα συμ­βο­λι­κό νό­η­μα, αλ­λά για κά­τι άλ­λο, εξί­σου «φυ­σι­κό», που, μορ­φι­κά, πα­ρα­πέ­μπει στο πρώ­το. Πρό­κει­ται για μιά επί­χρω­ση του δέρ­μα­τος, που «μοιά­ζει» με λου­λού­δι, ένα γα­λα­ζω­πό, εκ γε­νε­τής ση­μά­δι στον γλου­τό της «χορ­το­φά­γου» πρω­τα­γω­νί­στριας, γνω­στού ως «μογ­γο­λι­κή κη­λί­δα», συ­νη­θι­σμέ­νου στους ασια­τι­κούς ―αλ­λά και άλ­λους― λα­ούς, και που συ­νή­θως εξα­σθε­νί­ζει και εξα­φα­νί­ζε­ται πριν την ενη­λι­κί­ω­ση.[31]
Όταν η αδελ­φή της ανα­φέ­ρει ότι αυ­τό το ακα­θό­ρι­στο μπλε σχή­μα «στο μέ­γε­θος του αντί­χει­ρα», δεν έχει χα­θεί, αλ­λά εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει στο κορ­μί της ηρω­ί­δας, η φα­ντα­στι­κή αυ­τή ει­κό­να χα­ρά­ζε­ται ανε­ξί­τη­λα στο μυα­λό του άν­δρα της. Η ει­κό­να ενός «γα­λά­ζιου άν­θους» πά­νω στους γλου­τούς μιας γυ­ναί­κας, της κου­νιά­δας του, με τα πέ­τα­λά του ανοι­χτά προς τα έξω, γεν­νά αμέ­σως έναν άσβε­στο πό­θο μέ­σα του, «πρώ­τη φο­ρά τό­σο έντο­νο από τό­τε που ήταν πο­λύ νέ­ος». Η ει­κό­να αυ­τή συν­δέ­θη­κε ανε­ξή­γη­τα στο μυα­λό του με την ει­κό­να αν­δρών και γυ­ναι­κών που συ­νου­σιά­ζο­νταν, «με τα γυ­μνά κορ­μιά τους τε­λεί­ως κα­λυμ­μέ­να με ζω­γρα­φι­σμέ­να λου­λού­δια» (σ. 59.) Έτσι, το ακό­μα αθέ­α­το «γα­λά­ζιο λου­λού­δι» που σχη­μα­τί­ζει η «μογ­γο­λι­κή κη­λί­δα» πά­νω στο σώ­μα τής μέ­χρι τό­τε από­μα­κρης και ου­σια­στι­κά άγνω­στης αυ­τής γυ­ναί­κας γί­νε­ται γι αυ­τόν η αφορ­μή και ο κα­τα­λύ­της μιας ψυ­χα­να­γκα­στι­κής πο­ρεί­ας από την οποία δεν υπάρ­χει επι­στρο­φή: πρέ­πει πά­ση θυ­σία να αιχ­μα­λω­τί­σει αυ­τήν την ει­κό­να, που ση­μαί­νει να κά­νει δι­κό του αυ­τό το σώ­μα, να ενω­θεί μ΄ αυ­τήν την πε­ρί­ερ­γη γυ­ναί­κα που τον ερε­θί­ζει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο με την ευ­πεί­θειά της, την φυ­σι­κό­τη­τα με την οποία αντα­πο­κρί­νε­ται στις προ­τά­σεις και τα σχέ­διά του. Ο απα­ρά­βα­τος όρος της ρο­μα­ντι­κής, νο­βά­λειας μυ­θο­λο­γί­ας έτσι κα­τα­στρα­τη­γεί­ται: δεν επι­διώ­κει πλέ­ον κα­νείς μό­νο να δεί το «μπλε λου­λού­δι», ού­τε να «αιχ­μα­λω­τί­σει» την ει­κό­να του με την τέ­χνη. Πρέ­πει να το απο­κτή­σει, όποιο κι αν εί­ναι το κό­στος.

Θε­ω­ρού­με­νο πα­ρα­δο­σια­κά ως το απο­τύ­πω­μα μιας θεϊ­κής πα­ρέμ­βα­σης στον κό­σμο των αν­θρώ­πων, το φυ­σι­κό και ταυ­τό­χρο­να υπερ­βα­τι­κό αυ­τό ση­μά­δι πα­ρα­πέ­μπει εδώ και σε μιαν πρω­το­γε­νή αθω­ό­τη­τα, και ταυ­τό­χρο­να στην εγ­γύ­τη­τα της γυ­ναί­κας σε μιαν «θη­λυ­κή», «φυ­τι­κή» Φύ­ση, στην οποί­αν η πρω­τα­γω­νί­στρια επι­διώ­κει να ΄επι­στρέ­ψει,΄προ­κει­μέ­νου να ελευ­θε­ρω­θεί από τους κα­τα­να­γκα­σμούς μιας αυ­ταρ­χι­κής, πα­τριαρ­χι­κής κοι­νω­νί­ας. Μέ­σα σ΄αυ­τό το νοη­μα­τι­κό πλαί­σιο, ο άν­δρας συ­νει­δη­το­ποιεί την έλ­ξη που πά­ντα αι­σθα­νό­ταν για την αδελ­φή της γυ­ναί­κας του, επι­κε­ντρω­μέ­νη σ΄εκεί­να ακρι­βώς τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της που έλει­παν από την τε­λευ­ταία: την «ου­δέ­τε­ρή» της εμ­φά­νι­ση, σχε­δόν ασχή­μια, και την συ­μπε­ρι­φο­ρά της, την «φυ­σι­κή» ενέρ­γεια που ακτι­νο­βο­λού­σε, «σαν δέν­δρο που με­γα­λώ­νει στην ερη­μιά, απο­γυ­μνω­μέ­νο και μό­νο».[32] Καλ­λι­τέ­χνης-δη­μιουρ­γός κι εδώ, όπως στα προη­γού­με­να έρ­γα που ανα­φέ­ρα­με, ο τε­λευ­ταί­ος επι­στρα­τεύ­ει την τέ­χνη του, ελεύ­θε­ρη μέ­χρι τό­τε από πε­ριο­ρι­σμούς, την ερ­γα­λειο­ποιεί συ­νει­δη­τά, υπο­τάσ­σο­ντάς την στον πό­θο του γι αυ­τό το «ση­μα­δε­μέ­νο» σώ­μα, και μα­ζί υπο­νο­μεύ­ει την φή­μη, την οι­κο­γέ­νειά του, την ίδια του την ύπαρ­ξη: προ­τεί­νει στην κου­νιά­δα του να βι­ντε­ο­σκο­πή­σει το γυ­μνό της σώ­μα, κα­λυμ­μέ­νο με άν­θη που ζω­γρα­φί­ζει επά­νω του ο ίδιος, τα λα­μπρά της ημέ­ρας μπρο­στά, εκεί­να της νύ­χτας από πί­σω, κόκ­κι­να και πορ­το­κα­λιά. Όμως το μπλε ση­μά­δι ανά­με­σά τους δεν το ζω­γρά­φι­σε, το άφη­σε όπως ήταν, από πά­ντα εκεί, η απα­λή σκιά ενός μο­να­χι­κού γα­λά­ζιου άν­θους. Και στο τέ­λος, όταν εγκα­τέ­λει­ψε τα προ­σχή­μα­τα και πή­ρε, όπως από την αρ­χή το πο­θού­σε, ο ίδιος τον ρό­λο του ερα­στή, η γυ­ναί­κα συ­γκα­τα­νεύ­σε, πρό­θυ­μη, εύ­πλα­στη, χω­ρίς ανα­στο­λές: εξαι­τί­ας των ζω­γρα­φι­σμέ­νων λου­λου­διών πά­νω στα κορ­μιά τους, εξή­γη­σε.[33]

Το «γα­λά­ζιο άν­θος» λει­τούρ­γη­σε έτσι κι εδώ σαν προ­οί­μιο και αναγ­γε­λία του έρω­τα, πρώ­τον σταθ­μό σε μιαν πο­ρεία υπέρ­βα­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ανα­κά­λυ­ψης της ου­σί­ας του εαυ­τού και της ζω­ής. Κι αν η τέ­χνη συ­νο­δεύ­ει και ανα­πα­ρά­γει δη­μιουρ­γι­κά την με­τά­βα­ση αυ­τή, εί­ναι απλά το πρώ­το βή­μα, ένα μέ­σο, όχι ο τε­λι­κός στό­χος. Το έρ­γο του καλ­λι­τέ­χνη-ερα­στή, η απο­τύ­πω­ση στην οθό­νη της ερω­τι­κής πρά­ξης που τον στοί­χειω­σε και τον απε­λευ­θέ­ρω­σε, ανή­κε από την αρ­χή σε μιαν άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: με­του­σιω­μέ­νο σε κά­τι άυ­λο και αιώ­νιο, πέ­ρα από τα συ­γκε­κρι­μέ­να και τα αν­θρώ­πι­να, υπερ­βα­τι­κό. Μπο­ρού­σε να επα­να­λη­φθεί ξα­νά και ξα­νά, δεν επι­τρε­πό­ταν ού­τε να τε­λειώ­σει ού­τε να κλι­μα­κω­θεί. Αλ­λά ήταν μό­νο αυ­τό, ένα πα­ρε­πό­με­νο, η τέ­χνη από μό­νη της δεν μπο­ρού­σε να στη­ρί­ξει την ελευ­θε­ρία και την με­τα­μόρ­φω­ση του εαυ­τού. Αυ­τό μπο­ρού­σε να το κά­νει μό­νο η βιω­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η εμπει­ρία. Αντι­κρύ­ζο­ντας ξα­νά, με­τά την ολο­κλή­ρω­ση της πρά­ξης, το μοι­ραίο ση­μά­δι, το «μπλε άν­θος»στο σώ­μα της γυ­ναί­κας, ο άν­δρας αι­σθάν­θη­κε ξαφ­νι­κά «ότι εί­χε γε­ρά­σει, ότι εί­χε ζή­σει τα πά­ντα όσα υπήρ­χαν να ζή­σει, και δεν φο­βό­ταν πλέ­ον ού­τε τον ίδιο τον θά­να­το» (σ.118. ) Κι αρ­γό­τε­ρα, στο νο­σο­κο­μείο, δί­πλα στην ετοι­μο­θά­να­τη αδελ­φή της που αρ­νιό­ταν κά­θε τρο­φή, κα­τα­δι­κά­ζο­ντας το σώ­μα αυ­τό στον αφα­νι­σμό, η γυ­ναί­κα του ανα­θυ­μό­ταν την ει­κό­να αυ­τήν των γυ­μνών τους σω­μά­των, που «μπλεγ­μέ­να μα­ζί σαν αναρ­ρι­χώ­με­να φυ­τά στη ζού­γκλα»... «έμοια­ζαν σα να προ­σπα­θού­σαν να απο­τι­νά­ξουν από πά­νω τους οτι­δή­πο­τε το αν­θρώ­πι­νο». »Σκε­πα­σμέ­να με λου­λού­δια και φύλ­λα και ελισ­σό­με­νους πρά­σι­νους βλα­στούς, αυ­τά τα κορ­μιά ήταν τό­σο αλ­λαγ­μέ­να που ήταν σα να μην ανή­καν πλέ­ον σε αν­θρώ­πι­να όντα...».[34]
Την ρή­ξη όμως που εί­ναι απα­ραί­τη­τη για την υπέρ­βα­ση των ορί­ων και των κα­τα­να­γκα­σμών της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πέ­ρα από το όνει­ρο, πέ­ρα από την ανα­κά­λυ­ψη της κρυμ­μέ­νης αλή­θειας της Φύ­σης, την εξα­σφα­λί­ζει μό­νο ο θά­να­τος. Για την λύ­τρω­ση που πει­σμα­τι­κά ανα­ζη­τά η ηρω­ί­δα, την επι­στρο­φή στο φυ­τι­κό, στο θη­λυ­κό, που δεν χρειά­ζε­ται τρο­φή, αλ­λά του αρ­κεί μό­νο το νε­ρό και το φως του ήλιου, ο θά­να­τος εί­ναι ο μό­νος δρό­μος. Αυ­τή που εί­χε το θάρ­ρος ή την από­γνω­ση να σπά­σει τα δε­σμά που σκλα­βώ­νουν και απο­νε­κρώ­νουν, «με­τα­μορ­φώ­νε­ται» έτσι στα­δια­κά σε δέ­ντρο, ονει­ρεύ­ε­ται ότι ρί­ζες και φύλ­λα φυ­τρώ­νουν από το κορ­μί της, θέ­λει να απε­λευ­θε­ρω­θεί από λέ­ξεις και σκέ­ψεις, από οτι­δή­πο­τε αν­θρώ­πι­νο. Η αδελ­φή της αρ­χι­κά δεν κα­τα­λα­βαί­νει, ανα­ζη­τά, αλ­λά δεν βρί­σκει κα­μιά πα­ρη­γο­ριά στα δέ­ντρα, κα­νέ­να στή­ριγ­μα. Ο δρό­μος όμως προς την αυ­το­γνω­σία, την με­τα­μόρ­φω­ση, έχει ανοί­ξει και γι αυ­τήν, και θα τον πο­ρευ­τούν οι δυο τους, δύο γυ­ναί­κες, δύο αδελ­φές, και κα­νέ­νας άν­δρας δεν θα συ­μπο­ρευ­τεί μα­ζί τους, ού­τε ακό­μα και ο μι­κρός της γιός. Δεν υπάρ­χει αιώ­νιος έρω­τας εδώ, ού­τε ου­ρά­νια αγα­πη­μέ­νη, που εμπνέ­ει και στη­ρί­ζει πέ­ρα από τον θά­να­το.



Η Χαν Κανγκ

Υπάρ­χει μό­νο, ως τε­λευ­ταί­ος προ­ο­ρι­σμός η Φύ­ση, το δέν­δρο, κα­τα­φύ­γιο και να­ός. Από τον Νο­βά­λις μέ­χρι την Χαν Κανγκ, εδώ κα­τα­λή­γει η δια­δρο­μή για την οποία το «μπλε λου­λού­δι» υπήρ­ξε η έμπνευ­ση και ο οδο­δεί­κτης: στο δέ­ντρο-Φύ­ση, με το οποίο ενώ­νε­ται η «θη­λυ­κή» ψυ­χή όταν η γυ­ναί­κα, που εί­ναι σώ­μα, πα­ρα­δο­μέ­νη στον θά­να­το, χά­νε­ται, εξαϋ­λώ­νε­ται, και μέ­νει μό­νο το άυ­λό της απο­τύ­πω­μα, η ει­κό­να ή η φω­νή. Κα­θώς, με­τά τον θά­να­το της Μα­τίλ­ντε, ο Χάιν­ριχ πε­ρι­πλα­νιέ­ται στην ερη­μιά, μο­να­χι­κός και απελ­πι­σμέ­νος προ­σκυ­νη­τής, ακού­ει μια φω­νή να βγαί­νει μέ­σα από ένα δέν­δρο, και την ανα­γνω­ρί­ζει σαν την δι­κή της φω­νή. Εί­ναι πά­ντα μα­ζί του, του λέ­ει η φω­νή, και εμ­φα­νί­ζε­ται τό­τε μπρο­στά η μορ­φή της αγα­πη­μέ­νης, που στο εξής θα την ταυ­τί­ζει με την Πα­να­γία (σσ. 158-162): Ο Χάιν­ριχ αρ­χί­ζει να τρα­γου­δά με το λα­γού­το του τους στί­χους ενός ποι­ή­μα­τος: «το θαύ­μα της αγά­πης συ­ντε­λεί­ται μπρο­στά του, ο ου­ρα­νός απο­κα­λύ­πτε­ται...το δέν­δρο έκλει­σε μέ­σα του την αγα­πη­μέ­νη που κά­πο­τε το φρό­ντι­ζε και τώ­ρα ανα­ζη­τά σ΄αυ­τό προ­στα­σία...» Εί­χε εκ­πλη­ρώ­σει πια τον προ­ο­ρι­σμό του, εί­χε γί­νει ο ποι­η­τής που έμελ­λε να γί­νει, κι ο κό­σμος ανέ­κτη­σε το χα­μέ­νο νό­η­μά του.
Πώς όμως εί­ναι δυ­να­τή η ει­δυ­λια­κή αυ­τή συ­νά­ντη­ση-συ­νύ­παρ­ξη στο πλαί­σιο μιας Φύ­σης που συμ­βο­λί­ζει την Ενό­τη­τα, όταν για τον ένα αυ­τό ση­μαί­νει ζωή και πλη­ρό­τη­τα, για την γυ­ναί­κα όμως θά­να­το και εκ­μη­δέ­νι­ση; Ανά­με­σα στην θα­να­το­λά­γνα ιδε­ο­λη­ψία των Ρο­μα­ντι­κών και την πει­σι­θά­να­τη αυ­το­ε­ξά­λει­ψη μιας σύγ­χρο­νης πα­ραί­τη­σης υπάρ­χουν ίσως κι άλ­λοι δρό­μοι, πιο δί­καιοι. Όταν ίσως μια γυ­ναί­κα ονει­ρευ­τεί κι αυ­τή ένα «μπλε λου­λού­δι» και ξε­κι­νή­σει το τα­ξί­δι για την ανα­ζή­τη­σή του....


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: