Ο χαμπερολόγος

Ο χαμπερολόγος

Παρα­κο­λου­θού­σε το βλέμ­μα του πα­τέ­ρα της. Εί­χε εδώ και ώρα στα­θεί με εμ­μο­νή στα πε­ρα­στι­κά σύν­νε­φα. Τις άθλιες εγκα­τα­στά­σεις των κλι­μα­τι­στι­κών στα χα­μη­λό­τε­ρα κτή­ρια δεν μπο­ρού­σε να τις δει έτσι όπως ήταν ξα­πλω­μέ­νος στο κρε­βά­τι του νο­σο­κο­μεί­ου. «Ωραία θέα» άκου­σε τον εαυ­τό της να λέ­ει και άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο για να φαί­νε­ται ο ου­ρα­νός κα­θα­ρό­τε­ρα. «Μπή­κε χα­μπε­ρο­λό­γος» εί­πε ο πα­τέ­ρας της δεί­χνο­ντας αδύ­να­μα με το χέ­ρι του μια πε­τα­λού­δα της νύ­χτας, που φτε­ρο­κο­πού­σε στο τα­βά­νι. Την εί­δε που από­ρη­σε και πρό­σθε­σε: «Έτσι λέ­γα­με πα­λιά τέ­τοιες πε­τα­λού­δες όταν μπαί­να­νε στο σπί­τι, επει­δή φέρ­νουν χα­μπέ­ρια…» Δα­γκώ­θη­κε και απέ­φυ­γε να την κοι­τά­ξει. Προ­λη­πτι­κός δεν ήταν, ού­τε και η κό­ρη του, αλ­λά κα­τά­λα­βε πως τέ­τοιες ώρες δεν χρειά­ζε­ται να ακού­γο­νται ανό­η­τες λαϊ­κές δο­ξα­σί­ες.

«Κα­λη­μέ­ρα». Οι για­τροί εί­χαν έρ­θει επι­τέ­λους. Τους πε­ρί­με­νε από πο­λύ πρωί κα­θι­σμέ­νη σε μια άβο­λη κα­ρέ­κλα πλάι στο προ­σκέ­φα­λο του πα­τέ­ρα της. Αδη­μο­νού­σε να τους ζη­τή­σει το cd της αξο­νι­κής. Εί­χε κλεί­σει το ίδιο εκεί­νο από­γευ­μα ρα­ντε­βού με κά­ποιον ιδιώ­τη με­γα­λο­για­τρό να το δει. Πιο εξει­δι­κευ­μέ­νος εκεί­νος, ίσως η γνω­μά­τευ­σή του να έκα­νε τη δια­φο­ρά. Ποια δια­φο­ρά δεν γνώ­ρι­ζε να πει. Τί­πο­τα δεν ήταν σα­φές ακό­μα, μιας και απαι­τού­νταν, όπως της εί­χαν πει, πε­ραι­τέ­ρω εξε­τά­σεις. Το μό­νο που ήξε­ρε ήταν πως έπρε­πε οπωσ­δή­πο­τε να απο­κτή­σει άμε­σα ένα αντί­γρα­φο αυ­τού του cd. Ήταν το μό­νο που μπο­ρού­σε να κά­νει. Άλ­λη αντί­δρα­ση δεν ήξε­ρε, για να στα­μα­τή­σει τα άσχη­μα μα­ντά­τα που φο­βό­ταν πως θα έρ­θουν.

Στρά­φη­κε προς την πόρ­τα. Ανα­γνώ­ρι­σε στον γκρι­ζο­μάλ­λη με­σή­λι­κα τον διευ­θυ­ντή της κλι­νι­κής. Πί­σω του ένα λε­λέ­κι, ει­δι­κευό­με­νος, που τον ακο­λου­θού­σε κα­τά πό­δα με με­γά­λες δρα­σκε­λιές για να τον προ­φτά­σει. Πα­ρά την αγω­νία της δεν μπό­ρε­σε να μη χα­μο­γε­λά­σει με το πα­ρά­ται­ρο θέ­α­μα: Ο διευ­θυ­ντής, δυο σχε­δόν κε­φά­λια κο­ντύ­τε­ρος, περ­πα­τού­σε στα­θε­ρά με αρ­γό βή­μα, αλ­λά πα­ρό­λα αυ­τά ο νε­α­ρός ψη­λο­λέ­λε­κας λα­χά­νια­ζε από την προ­σπά­θεια να τον ακο­λου­θή­σει.

«Πώς πά­με;» την ρώ­τη­σε με την άκρη του μα­τιού του να κοι­τά­ζει τον χα­μπε­ρο­λό­γο. Ο νε­α­ρός διά­βα­ζε το οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου στο κο­μο­δί­νο του πα­τέ­ρα της. «Κα­λό το βι­βλίο;» τον επέ­πλη­ξε ο ανώ­τε­ρος του. Χω­ρίς να δώ­σει ση­μα­σία, εξή­γη­σε με δυο λό­για την ανά­γκη της να πά­ρει εντός ολί­γων ωρών ένα αντί­γρα­φο της αξο­νι­κής. «Για μια ακό­μα γνώ­μη» απο­λο­γή­θη­κε. Ο διευ­θυ­ντής συ­γκα­τά­νευ­σε και στρά­φη­κε προς τον ει­δι­κευό­με­νο: «Φρό­ντι­σε να το δώ­σεις άμε­σα». Ο κο­φτός του τό­νος και το χα­μη­λω­μέ­νο βλέμ­μα του νε­α­ρού την έπει­σαν πως εί­χε πε­τύ­χει τον στό­χο της. Τρεις ώρες αρ­γό­τε­ρα συ­νέ­χι­ζε να πε­ρι­φέ­ρε­ται στους δια­δρό­μους του νο­σο­κο­μεί­ου ανε­βο­κα­τε­βαί­νο­ντας ορό­φους και χτυ­πώ­ντας τις πόρ­τες των γρα­φεί­ων των για­τρών. Ο ψη­λο­λέ­λε­κας ήταν άφα­ντος και το ρα­ντε­βού της πλη­σί­α­ζε.

Εί­δαν από μα­κριά ο ένας τον άλ­λο ταυ­τό­χρο­να. Εκεί­νος πι­σω­πά­τη­σε με τον άγαρ­μπο δια­σκε­λι­σμό του προ­σπα­θώ­ντας να αλ­λά­ξει δρό­μο. Εκεί­νη δεν κου­νή­θη­κε από τη θέ­ση της. Καρ­φώ­νο­ντάς τον με το βλέμ­μα, του ένευ­σε με τον δεί­κτη λυ­γι­σμέ­νο σε μια χει­ρο­νο­μία πρό­σκλη­σης, που δεν επι­δέ­χε­ται αντίρ­ρη­ση. Πα­ρα­λί­γο να βά­λει τα γέ­λια, όταν ο νε­α­ρός, δί­χως να την κοι­τά κα­τά­μα­τα, την πλη­σί­α­σε σαν μα­θη­τής δη­μο­τι­κού μπρο­στά σε δά­σκα­λο. «Τώ­ρα, τώ­ρα, πάω, όλα μα­ζε­μέ­να μου πέ­φτουν, νοί­κια­σα σπί­τι και ού­τε έπι­πλα δεν έχω προ­λά­βει να πά­ρω…» μουρ­μού­ρι­σε. «Θα πά­με μα­ζί» αντέ­τει­νε εκεί­νη και τον έπια­σε αγκα­ζέ. Ο ει­δι­κευό­με­νος υπο­τά­χθη­κε κα­τε­βά­ζο­ντας τα μού­τρα. «Πού νοί­κια­σες σπί­τι; Τα­λαι­πω­ρή­θη­κες, φα­ντά­ζο­μαι, μέ­χρι να το βρεις». Το πρό­σω­πό του ξα­στέ­ρω­σε και άρ­χι­σε να φλυα­ρεί για τις δυ­σκο­λί­ες… Ού­τε που τον άκου­γε. Μό­νο όταν πή­ρε την αξο­νι­κή στα χέ­ρια της τον άφη­σε να φύ­γει. Τά­χυ­νε υπερ­βο­λι­κά το βή­μα του, μό­λις τον ελευ­θέ­ρω­σε, ή της φά­νη­κε; Αυ­τή τη φο­ρά ξέ­σπα­σε σε τρα­ντα­χτά γέ­λια χω­ρίς να νοια­στεί για την απο­ρία των γύ­ρω.
Ο με­γα­λο­για­τρός, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, δεν τη δια­φώ­τι­σε. Της εί­πε ακρι­βώς τα ίδια με τους νο­σο­κο­μεια­κούς για­τρούς: «Δεν δεί­χνει και πολ­λά η αξο­νι­κή, θα χρεια­στεί πιο εν­δε­λε­χής έλεγ­χος…» Φα­ντά­στη­κε τον εαυ­τό της να μα­δά μια μαρ­γα­ρί­τα, η οποία αντί για πέ­τα­λα έχει απα­ντή­σεις ια­τρι­κών εξε­τά­σε­ων, «θα ζή­σει, δε θα ζή­σει, θα ζή­σει..». Μό­νο που δεν σκε­φτό­ταν τι θα απο­φαν­θεί το τε­λευ­ταίο πέ­τα­λο - χαρ­τί - cd, αλ­λά ότι η μαρ­γα­ρί­τα δεν θα υπάρ­χει με­τά το μά­δη­μα, εκτός από τον μί­σχο της, μι­κρή υπό­μνη­ση του αρ­χι­κού λου­λου­διού. Τί­να­ξε με πεί­σμα το κε­φά­λι της πέ­ρα δώ­θε, κα­θώς έφευ­γε, για να απο­διώ­ξει τη σκέ­ψη. Πα­ρα­δό­ξως οι ασθε­νείς στην αί­θου­σα ανα­μο­νής του ια­τρεί­ου δεν της έδω­σαν ση­μα­σία.
Έφε­ρε στον νου της το νεύ­μα που ήταν αρ­κε­τό, για να ανα­γκά­σει τον ει­δι­κευό­με­νο να της φέ­ρει το cd. Τό­σο εύ­κο­λο. Θυ­μή­θη­κε ένα άλ­λο νεύ­μα που δί­δα­σκε μια νη­πια­γω­γός πριν κα­μιά ει­κο­σα­ριά χρό­νια στους νέ­ους γο­νείς. Τί­τλος του σε­μι­να­ρί­ου: «Πώς βά­ζω όρια στα παι­διά μου». Έλε­γε ότι ο κα­θέ­νας μας θέ­τει τα δι­κά του πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο ελα­στι­κά όρια. Το σί­γου­ρο εί­ναι πως για να τα επι­βάλ­λου­με στα παι­διά μας, πρέ­πει πρώ­τα να τα θέ­του­με οι ίδιοι. Ζή­τη­σε εθε­λο­ντές, για να δεί­ξει τι εν­νο­εί. Κά­ποιοι προ­σφέρ­θη­καν. Εξή­γη­σε ότι εκεί­νη θα βα­δί­ζει κα­τα­πά­νω τους και θα στα­μα­τή­σει μό­νο αν τε­ντώ­σουν μπρο­στά το χέ­ρι με όρ­θια την πα­λά­μη. Αλ­λιώς θα πέ­σει πά­νω τους. Το πεί­ρα­μα εί­χε με­γά­λη επι­τυ­χία. Η ίδια, ως εθε­λό­ντρια, στα­μά­τη­σε απο­φα­σι­στι­κά την εκ­παι­δευ­τι­κό σε από­στα­ση ασφα­λεί­ας. Η δι­πλα­νή της, όχι.

Λί­γο πριν μπει στο δω­μά­τιο του πα­τέ­ρα της πρό­τα­ξε το χέ­ρι απο­φα­σι­στι­κά, για να στα­μα­τή­σει αυ­τή τη φο­ρά την ενο­χλη­τι­κή σκέ­ψη της για τη μα­δη­μέ­νη μαρ­γα­ρί­τα. Μέ­χρι να φτά­σει στο κρε­βά­τι του, τα εί­χε κα­τα­φέ­ρει. Ήταν τό­σο απλό, όσο τό­τε που στα­μά­τη­σε την νη­πια­γω­γό από το να πέ­σει πά­νω της. Ξε­φύ­ση­σε με ανα­κού­φι­ση. Κα­θώς έφτια­χνε τα στρω­σί­δια, πή­ρε το μά­τι της τον χα­μπε­ρο­λό­γο να φτε­ρο­κο­πά πά­νω από το κρε­βά­τι. «Κλεί­σε παι­δί μου, το πα­ρά­θυ­ρο. Νύ­χτω­σε πια». Ο χα­μπε­ρο­λό­γος έμει­νε πα­γι­δευ­μέ­νος μέ­σα.
Ήταν σχε­δόν με­ση­μέ­ρι όταν την επό­με­νη μέ­ρα αντί­κρυ­σε στο βά­θος του δια­δρό­μου τον διευ­θυ­ντή ακο­λου­θού­με­νο από τον ψη­λο­λέ­λε­κα με το λα­χα­νια­σμέ­νο περ­πά­τη­μα. Την κοί­τα­ζε κα­τά­μα­τα πα­ρά το πλή­θος των επι­σκε­πτών που πα­ρεμ­βάλ­λο­νταν ανά­με­σά τους. Πριν χα­μη­λώ­σει το βλέμ­μα της πρό­λα­βε να αντι­λη­φθεί πως ερ­χό­ταν κα­τα­πά­νω της χω­ρίς βιά­ση, με το κά­θε του βή­μα αυ­στη­ρά ορι­σμέ­νο, σχε­δόν τε­λε­σί­δι­κο. Λί­γο πριν την φτά­σει, τέ­ντω­σε το χέ­ρι της μπρο­στά με όρ­θια την πα­λά­μη, όπως εί­χε κά­νει έως τό­τε με τό­ση επι­τυ­χία.
Ο διευ­θυ­ντής δεν στα­μά­τη­σε. Την ακού­μπη­σε απα­λά στο μπρά­τσο: «Ακο­λου­θεί­στε με, πα­ρα­κα­λώ, στο γρα­φείο μου».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: