Μιχαήλ Μήτρας: ο φίλος, ο ποιητής, ο άνθρωπος

Μιχαήλ Μήτρας: ο φίλος, ο ποιητής, ο άνθρωπος

Μετά τον φυ­σι­κό θά­να­το του αν­θρώ­που, τα βι­βλία του μέ­νουν να με­τα­λα­μπα­δεύ­ουν την αι­σθη­τι­κή γλώσ­σα του στους επό­με­νους ανα­γνώ­στες. Ως εκ τού­του, τί­πο­τε δεν εξα­ντλεί­ται σε έναν θά­να­το, πό­σο μάλ­λον όταν το θέ­μα του τε­λευ­ταί­ου έχει ενερ­γο­ποι­ή­σει εν ζωή τον ποι­η­τή σε έλ­λαμ­ψη, να ανα­λύ­ει πέ­ραν των ζω­ι­κών εν­στί­κτων το έν­στι­κτο του θα­νά­του, για να το με­του­σιώ­σει σε γλώσ­σα, συ­γκε­κρι­μέ­νη λέ­ξη, ση­μείο.
Ο ποι­η­τής Μι­χα­ήλ Μή­τρας, φί­λος του Νά­νου Βα­λα­ω­ρί­τη και ενερ­γό μέ­λος της ομά­δας Κο­ραή ―που συ­να­ντιό­ταν τα­κτι­κά τα Σάβ­βα­τα, κά­θε με­ση­μέ­ρι, στην οδό Ναυα­ρί­νου και Ιπ­πο­κρά­τους γω­νία― ήταν ένας ποι­η­τής που σκε­φτό­ταν τους γύ­ρω του, μοί­ρα­ζε φω­το­τυ­πί­ες ―πολ­λές φο­ρές, για δεύ­τε­ρη φο­ρά― επά­νω σε θέ­μα­τα γλώσ­σας και ποί­η­σης, ώστε να προ­κα­λέ­σει μία συ­ζή­τη­ση, την οποία τρο­φο­δο­τού­σε με οξυ­δερ­κή σχό­λια.
Μο­νί­μως στα μαύ­ρα, με μια μα­τιά που σε κοί­τα­ζε πραγ­μα­τι­κά, ο Μι­χα­ήλ Μή­τρας υπήρ­ξε ένας ποι­η­τής της ελ­λη­νι­κής αβάν γκαρντ ποί­η­σης, σύμ­φω­να και με τη με­λέ­τη - αν­θο­λο­γία του Νά­νου Βα­λα­ω­ρί­τη και του Θα­νά­ση Μα­σκα­λέ­ρη (Talisman House Pubilshers, 2003) για την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση.
Ει­δι­κό­τε­ρα, δεν έγρα­φε για να δώ­σει ένα μή­νυ­μα, αλ­λά έκρι­νε πως η ποι­η­τι­κή γλώσ­σα εί­ναι από μό­νη της το μή­νυ­μα και, άρα, δεν χρειά­ζε­ται να το δη­μιουρ­γή­σει. Εξάλ­λου, η αι­σθη­τι­κο­ποί­η­ση της ελ­λει­πτι­κής φόρ­μας, όπου η μία λέ­ξη μπο­ρεί και να επα­να­λαμ­βά­νε­ται, να γί­νε­ται ποι­η­τι­κό σώ­μα εν δο­κι­μή, υπο­δη­λώ­νει την ανά­γκη του Μι­χα­ήλ Μή­τρα να εστιά­σει στο μι­κρό κύτ­τα­ρο – σύμ­βο­λο των εν δυ­νά­μει με­τα­μορ­φώ­σε­ών του.

Εί­ναι ενί­ο­τε ρι­ψο­κίν­δυ­νο να συν­δέ­ου­με ποι­η­τές και σχο­λές. Από την άλ­λη, η ανά­γνω­ση των κει­μέ­νων και των ποι­η­μά­των του Μι­χα­ήλ Μή­τρα φέρ­νουν στο νου την Γερ­τρού­δη Στάιν και τα Τρυ­φε­ρά κου­μπιά (μτ­φρ. Ελ. Αρ­σε­νί­ου, εκδ. Τυ­πω­θή­τω 2008). Και σε αυ­τήν την ποι­ή­τρια – συγ­γρα­φέα δια­πι­στώ­νε­ται ότι το αφαι­ρε­τι­κό ύφος εκ­φρά­ζει μια αλή­θεια πέ­ραν του ιδα­νι­κού, γε­γο­νός που δια­φαί­νε­ται και στα γρα­πτά του Μι­χα­ήλ Μή­τρα.

Έχο­ντας την τύ­χη να γνω­ρί­σω και τον Νά­νο Βα­λα­ω­ρί­τη και τον Μι­χα­ήλ Μή­τρα στην ομά­δα του Κο­ραή, αυ­τό που θυ­μά­μαι εί­ναι οι παύ­σεις στις συ­ζη­τή­σεις, οι σιω­πές που γεν­νού­σαν ποι­η­τι­κές δια­φω­νί­ες ή συμ­φω­νί­ες και ο κοι­νός άξο­νας αντι­με­τώ­πι­σης της ζω­ής μέ­σα από την ποί­η­ση και τα έρ­γα της. Ο Μι­χα­ήλ Μή­τρας υπήρ­ξε ο φί­λος που νοια­ζό­ταν τους φί­λους του, τη­λε­φω­νού­σε τα­κτι­κά και, όταν του τη­λε­φω­νού­σαν, απα­ντού­σε πά­ντα με­τά τον τη­λε­φω­νη­τή. Ήταν η φω­νή που πε­ρί­με­νες, στην άλ­λη άκρη της γραμ­μής, να επι­βε­βαιώ­σει την πα­ρου­σία της. Ο ποι­η­τής ερ­χό­ταν, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, δεν συ­ναι­νού­σε στο απευ­θεί­ας αλ­λά διεκ­δι­κού­σε το χρό­νο του στην από μη­χα­νής πα­ρου­σία του.
Συλ­λο­γι­ζό­με­νη τα χρό­νια που πέ­ρα­σαν και σφρά­γι­σαν επι­κοι­νω­νί­ες αμε­τά­κλη­τα, νιώ­θω πως συ­νο­μι­λώ ακό­μη με τους ποι­η­τές που έχω γνω­ρί­σει και μοι­ρα­στεί την αλή­θεια τους. Ο Μι­χα­ήλ Μή­τρας ήταν ένας ποι­η­τής που μνη­μό­νευε τη Να­τά­σα Χα­τζι­δά­κι, θαύ­μα­ζε το ποι­η­τι­κό της έρ­γο και έδι­νε κί­νη­τρα να τη με­λε­τή­σεις για να βρει τη θέ­ση που της αξί­ζει στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση. Πράγ­μα­τι, το όνο­μα της ποι­ή­τριας Να­τά­σας Χα­τζι­δά­κι δεν εί­ναι από εκεί­να που πρώ­τα έρ­χο­νται στο μυα­λό πολ­λών κι ας εί­ναι η Άδη­λος ανα­πνοή (Ύψι­λον/βι­βλία 2008) μια φα­νε­ρή κα­τά­θε­ση ψυ­χής.

Η έκ­θε­ση με τα ποι­ή­μα­τα-ει­κό­νες του Μι­χα­ήλ Μή­τρα εί­ναι μια αφορ­μή να εν­σκή­ψου­με στα γρα­πτά δη­μιουρ­γή­μα­τα - ενερ­γή­μα­τα του ποι­η­τή για να ξε­κλει­δώ­σου­με τον εαυ­τό μας από την πα­ρέμ­βα­ση της λο­γι­κής συ­νεκ­δο­χής και να εξε­τά­σου­με την αφαι­ρε­τι­κό­τη­τα ως νοη­μα­τι­κή γλώσ­σα πα­γκο­σμί­ου χα­ρα­κτή­ρα. Κι αν ο Μι­χα­ήλ Μή­τρας έγρα­φε ως ένας ποι­η­τής του κό­σμου, μέ­σα στην έμπνευ­ση της στιγ­μής που προ­ϋ­πό­θε­τε κα­θη­με­ρι­νό πό­τι­σμα των εμ­μο­νών του;
Όταν η εμ­μο­νή εί­ναι η ποί­η­ση αδια­πραγ­μά­τευ­τη, κα­θα­ρή, δί­χως αφη­γη­μα­τι­κές προ­ε­κτά­σεις απα­ραί­τη­τα, η εν­δε­λέ­χεια δια­φέ­ρει από την εμπει­ρία κα­θαυ­τή. Το κόκ­κι­νο ή η μία λέ­ξη τη φο­ρά εκ­κι­νούν ένα ποί­η­μα που δεν έχει σκο­πό την ολο­κλή­ρω­ση αλ­λά την τε­λι­κή του κα­τά­στα­ση, να μεί­νει στον Ενε­στώ­τα της γρα­φής ως έρ­γο υπό αναί­ρε­ση, εξέ­τα­ση, δο­κι­μή.
Ο Μι­χα­ήλ Μή­τρας έβλε­πε τον εαυ­τό του μέ­σα στην ποί­η­ση, ως έναν συν­δη­μιουρ­γό από τους υπό­λοι­πους και ήταν συ­γκι­νη­τι­κό να βλέ­πεις ότι σε πί­στευε, τρο­φο­δο­τού­σε και τη δι­κή σου ανά­γκη να γρά­φεις και να δο­κι­μά­ζε­σαι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: