Φύλακας άγγελος

Τρία αφηγηματικά ποιήματα




Όνειρα

Όταν μπήκε στην εφηβεία έγινε χαμός
έρχονταν ασταμάτητα προτάσεις για συνεργασίες σε περιοδικά
καταλόγους επιδείξεις μόδας ακόμη και ταινίες.
Η μητέρα της κάθε στιγμή στο πλευρό της φύλακας άγγελος
αντιμετώπιζε το χρωμόσωμα είκοσι ένα με καρτερία.
H αρχή έγινε όταν εντελώς τυχαία σ’ ένα παιδικό πάρτι
το ιδιαίτερο πρόσωπο της κόρης της άρεσε στη φωτογράφο.
Ακολούθησαν αμέτρητα δοκιμαστικά δύσκολες συνεννοήσεις
και συμφωνίες.

Όταν γεννήθηκε η μικρή οι γιατροί είχαν προβλέψει
ότι δεν θα περπατούσε και δεν θα μιλούσε.
Οι γονείς της με αγάπη και αφοσίωση κατάφεραν
να αντιστρέψουν τις προβλέψεις και να δημιουργήσουν
ένα καλόβουλο γελαστό παιδάκι που έπαιρνε αγκαλιά τους πάντες
και τα μάτια της μιλούσαν όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Τα πυρόξανθα μαλλιά τα πράσινα αλλόκοτα μικροσκοπικά μάτια
και το αμήχανο γελαστό της πρόσωπο την έκαναν ξεχωριστή. 
Η μαμά της αρχικά τρομοκρατημένη τώρα ήταν πολύ περήφανη
που η κόρη της είχε ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και έκανε
αυτό που λάτρευε όπως η ίδια δήλωνε δειλά:
Η διαφορετικότητά μου με βοήθησε να κάνω πραγματικότητα
τα όνειρά μου.


Μωρό μου

Το γέλιο της τρανταχτό ακούστηκε απ’ τη σοφίτα.
Δεν το κατάλαβαν πώς έφτασε μέχρι εκεί.
Χωρίς να γίνει αντιληπτή από το προσωπικό
διέσχισε όλο το σπίτι
ανέβηκε στον δεύτερο όροφο
και σκαρφάλωσε την απότομη σκάλα
που οδηγεί στη σοφίτα.

Τον τελευταίο καιρό είχε προσπαθήσει πολλές φορές
να επιβληθεί στη νοσοκόμα που τη φρόντιζε
άλλοτε παλεύοντας άγρια μαζί της
και άλλοτε κοιτώντας τη με διαβολικό βλέμμα
που την τρόμαζε περισσότερο κι απ’ τις φωνές.
Σήμερα όταν ήρθε ο δίσκος με το φαγητό
την αιφνιδίασε και της κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι
που την πέταξε αναίσθητη στο πάτωμα.

Η «άρρωστη» όπως την έλεγε το προσωπικό
αγκιστρωμένη στο παράθυρο της σοφίτας
με τα μαύρα μαλλιά ν’ ανεμίζουν
έβγαζε κραυγές και γελούσε ανατριχιαστικά.
Με το σώμα μισό μέσα και μισό έξω απ’ το παράθυρο
κουνιόταν ρυθμικά πέρα δώθε και χειρονομούσε
φωνάζοντας κάτι προς τον κόσμο που είχε μαζευτεί από κάτω.

Τόσο το ύψος όσο και οι κραυγές της
δεν βοηθούσαν να καταλάβεις τι έλεγε.
Ξαφνικά σαν να είδε κάτι μπροστά της
γλύκανε και άρχισε να τραγουδά ένα νανούρισμα.
Άπλωσε τα χέρια της μπροστά και έκανε
μερικά βήματα στο κενό
πριν πέσει ουρλιάζοντας στο έδαφος.
Μόνο ο πυροσβέστης την άκουσε να ψελλίζει
μωρό μου μωρό μου
πριν εκπνεύσει.


Ο κήπος

Τι αχαριστία
με το που πέφτει μια βροχούλα
αρχίζουν την γκρίνια.
Δεν φτάνει που μας ανάγκασε η κυβέρνηση
να βάλουμε τις σκηνές τους στους κήπους μας
απλώνουν και τα ρούχα τους οι κουρελήδες στον φράχτη
χωρίς καμιά ντροπή.
Τους ενοχλεί λίγη λάσπη λες και ήταν μαθημένοι αλλιώς.
Νομίζουν ότι χάφτουμε τις ιστορίες που μας λένε
ότι ήταν άρχοντες στον τόπο τους.
Αν είναι έτσι τότε πού είναι το βιος τους;
Πώς ήρθαν εδώ – να κάνουν τι;
Άσε τη γλώσσα τους
ελληνικά είναι αυτά;
Δεν τους καταλαβαίνει κανείς
και όταν μιλάνε μεταξύ τους φωνάζουν
σαν τους μανάβηδες που διαλαλούν την πραμάτεια.
Αμ τα φαγητά τους μυρίζουν απαίσια
απ’ τα πολλά μπαχάρια που βάζουν.
Άντε να τους πάνε στον καταυλισμό στην Κοκκινιά
να μας αδειάσουν τη γωνιά.
Μετά θα φωνάξω τον κηπουρό να ξεβρομίσει
τον κήπο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: