Μεταπλάσεις ομηρικών μύθων στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου

Μεταπλάσεις ομηρικών μύθων στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου


Ο Tά­κης Σι­νό­που­λος, που συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους εκ­προ­σώ­πους της με­τα­πο­λε­μι­κής ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, εξέ­φρα­σε τον οξύ προ­βλη­μα­τι­σμό του τό­σο για κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά προ­βλή­μα­τα της σύγ­χρο­νής του πραγ­μα­τι­κό­τη­τας όσο και για βα­σα­νι­στι­κά υπαρ­ξια­κά ζη­τή­μα­τα, μέ­σα από έναν ποι­η­τι­κό λό­γο στον οποίο κυ­ριαρ­χεί ένα διά­χυ­το κλί­μα φθο­ράς, σή­ψης και θα­νά­του.
Στη θραυ­σμα­τι­κή γρα­φή του, που εί­ναι επη­ρε­α­σμέ­νη κυ­ρί­ως από μία με­τα­συμ­βο­λι­στι­κή και ει­κο­νι­στι­κή τε­χνο­τρο­πία[1], δια­πι­στώ­νε­ται η αλ­λη­γο­ρι­κή χρή­ση επι­λεγ­μέ­νων στοι­χεί­ων αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κών μύ­θων και εί­ναι ευ­διά­κρι­τοι οι πει­ρα­μα­τι­σμοί του για την ανα­ση­μα­σιο­δό­τη­ση επι­λεγ­μέ­νων πτυ­χών τους. Στη χο­ρεία των μυ­θι­κών μορ­φών που απο­κα­θη­λώ­νο­νται από τα αρ­χε­τυ­πι­κά μυ­θο­λο­γι­κά πλαί­σια και με­τα­πλά­θο­νται σε σύμ­βο­λα κυ­ρί­ως σε ποι­ή­μα­τα των πρώ­ι­μων συλ­λο­γών του συ­γκα­τα­λέ­γο­νται ο Ελ­πή­νωρ, η Ελέ­νη, ο Οδυσ­σέ­ας, ο Πά­ρις, ο Αλ­κί­νο­ος, ο Νάρ­κισ­σος κ.ά.
Οι μυ­θι­κοί ήρω­ες, όπως και τα κα­τα­νο­μα­ζό­με­να υπαρ­κτά πρό­σω­πα της ζω­ής του, ζω­ντα­νεύ­ουν αβί­α­στα στην ποί­η­σή του, εμ­φα­νί­ζο­νται αυ­θόρ­μη­τα και ξαφ­νι­κά σε μια κα­τά­στα­ση με­ταιχ­μια­κή με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και φα­ντα­σί­ας ή ονεί­ρου[2], προ­σελ­κύ­ουν την προ­σο­χή ενός αφη­γη­τή που συ­χνά τους απευ­θύ­νει ενα­γω­νί­ως τον λό­γο και αντα­πο­κρί­νο­νται στην έντο­να προ­σω­πι­κή του ανά­γκη να οι­κειω­θεί μια «κλί­μα­κα θα­νά­του», όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εξο­μο­λο­γεί­ται ο ίδιος:

«Πρό­σω­πα μι­σό πραγ­μα­τι­κά μι­σό φα­ντα­στι­κά, απα­ντη­μέ­να σε λί­γο ή σε πο­λύ φως πέ­ρα­σαν μέ­σα μου ξαφ­νι­κά […]. Άλ­λα ξε­πή­δη­σαν από μια οδυ­νη­ρή φρά­ση τυ­χαία ει­πω­μέ­νη, από ένα τυ­χαίο ήχο που δεν ήθε­λε να βυ­θι­στεί, από ένα κύτ­ταγ­μα πο­λύ προ­σω­πι­κό. […]
Και­ρό προ­σπά­θη­σα να οι­κειω­θώ με τις δια­δο­χι­κές εκεί­νες κα­τα­στά­σεις που θα μπο­ρού­σα να τις ονο­μά­σω: Κλί­μα­κα Θα­νά­του. Για­τί αρ­νού­μαι τον θά­να­το σα σύ­νο­ρο ή σα γε­γο­νός ορι­στι­κό. Έρ­χε­ται πριν τον κα­τα­λά­βου­με και τε­λειώ­νει ―τε­λειώ­νει;― πο­λύ αρ­γό­τε­ρα απ' ό,τι υπο­θέ­του­με. Σε τού­το το Με­ταίχ­μιο συ­νά­ντη­σα τον Ελ­πή­νο­ρα, την Ελέ­νη, τον Ιά­κω­βο, τον Μπί­λια τον Φί­λιπ­πο την Ιω­άν­να»[3].

Η κλί­μα­κα αυ­τή του θα­νά­του ανα­πα­ρί­στα­ται ποι­η­τι­κά ως σκά­λα με σκοι­νιά που ξε­τυ­λί­γο­νται από τον ου­ρα­νό στο τε­λευ­ταίο ποί­η­μα της συλ­λο­γής Με­ταίχ­μιο (1951)[4], το οποίο φέ­ρει τον τί­τλο «Άδης» και απο­τε­λεί προ­ϊ­όν συ­νερ­γα­σί­ας του ποι­η­τή με τον στε­νό φί­λο και ομό­τε­χνό του Γιώρ­γη Παυ­λό­που­λο[5]. Η κα­τά­βα­ση στο σιω­πη­ρό μυ­θι­κό βα­σί­λειο του Άδη και η συ­νά­ντη­ση με τους νε­κρούς απο­τε­λούν βα­σι­κά μο­τί­βα της ποί­η­σης του Σι­νό­που­λου, συ­χνά συ­νυ­φα­σμέ­να με την αξιο­ποί­η­ση μυ­θη­μά­των που αντλού­νται κυ­ρί­ως από ομη­ρι­κούς μύ­θους[6]. Γί­νε­ται έτσι αντι­λη­πτή η προ­σέγ­γι­ση του θα­νά­του ως «μια υπαρ­ξια­κή, εμπράγ­μα­τη βιω­μέ­νη εμπει­ρία στο εσω­τε­ρι­κό της οποί­ας εγκα­θί­στα­ται και δρα το οδυ­νη­ρό και κα­θο­ρι­στι­κό φορ­τίο της ιστο­ρι­κής μνή­μης»[7].
Ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, επι­ση­μαί­νο­ντας πως ο Σι­νό­που­λος, αν και «νε­ό­τε­ρος από τον Σε­φέ­ρη και τον Ρί­τσο[8], «εί­ναι ο πρώ­τος από τους Νε­ο­έλ­λη­νες ποι­η­τές που ανά­στη­σε ρη­τά τον μύ­θο του Ελ­πή­νο­ρα — εν μέ­ρει κε­ντρι­σμέ­νος από την με­τά­φρα­ση Σε­φέ­ρη-Πά­ουντ», κα­τα­λή­γει πως το ποι­η­τι­κό έρ­γο του εί­ναι «μια συ­νε­χής "με­λέ­τη θα­νά­του" ενός "επι­ζώ­ντος", μια Νέ­κυια "εν προ­ό­δω", με ζω­τι­κό πυ­ρή­να τον Ελ­πή­νο­ρα»[9].
Η κυ­ριαρ­χι­κή πα­ρου­σία του μυ­θι­κού συμ­βό­λου του Ελ­πή­νο­ρα στην ποί­η­ση του Σι­νό­που­λου γί­νε­ται αντι­λη­πτή ήδη από τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής με τί­τλο Με­ταίχ­μιο (1951)[10], στα οποία με­του­σιώ­νο­νται ποι­η­τι­κά τα εφιαλ­τι­κά βιώ­μα­τα της Κα­το­χής και του Εμ­φυ­λί­ου και απο­κρυ­σταλ­λώ­νο­νται επιρ­ρο­ές του από την ποί­η­ση του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη[11], του Έζ­ρα Πά­ουντ και του Τ.Σ. Έλιοτ[12]. Ο μυ­θι­κός ήρω­ας, που ανα­στή­θη­κε αρ­χι­κά από τον Έζ­ρα Πά­ουντ στο πρώ­το του «Canto», πρω­τα­γω­νι­στεί στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής αυ­τής «Ελ­πή­νωρ» και «Νε­κρό­δει­πνος για τον Ελ­πή­νο­ρα».
Η μορ­φή του αδι­κο­χα­μέ­νου μυ­θι­κού συ­ντρό­φου που συ­να­ντά τον ομη­ρι­κό Οδυσ­σέα στον Κά­τω Κό­σμο, ζη­τώ­ντας του να προ­σφέ­ρει τις κα­θιε­ρω­μέ­νες νε­κρι­κές τι­μές στο άτα­φο σώ­μα του και να υψώ­σει τύμ­βο με καρ­φω­μέ­νο επά­νω το κου­πί, για να μην ξε­χα­στεί στον κό­σμο των ζω­ντα­νών, απο­τε­λεί συ­νει­δη­τή επι­λο­γή του ποι­η­τή ως πρω­τα­γω­νι­στή στο ποί­η­μά του «Ελ­πή­νωρ». Πα­ρου­σιά­ζε­ται μπρο­στά σ’ ένα «κα­τά­μαυ­ρο κα­ρά­βι» με τα­ξι­διώ­τες που πα­ρο­μοιά­ζο­νται με «πε­ρι­πλα­νώ­με­νους νε­κρούς κά­τω απ’ τον ήλιο» σ’ ένα εξί­σου μα­κά­βριο με το μυ­θι­κό βα­σί­λειο του Άδη πα­ρά­κτιο σκη­νι­κό, το οποίο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την απέ­ρα­ντη σιω­πή και τη «θα­να­τε­ρή ακι­νη­σία»:

Το­πίο θα­νά­του. Η πε­τρω­μέ­νη θά­λασ­σα τα μαύ­ρα κυ­πα­ρίσ­σια
το χα­μη­λό ακρο­γιά­λι ρη­μαγ­μέ­νο από τ' αλά­τι και το φως
τα κού­φια βρά­χια ο αδυ­σώ­πη­τος ήλιος απά­νω
και μή­τε κύ­λι­σμα νε­ρού μή­τε που­λιού φτε­ρού­γα
μο­νά­χα απέ­ρα­ντη αρυ­τί­δω­τη πη­χτή σι­γή
.

Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα του Σι­νό­που­λου υπο­γραμ­μί­ζε­ται η ελε­ει­νή κα­τά­στα­ση του άτυ­χου μυ­θι­κού ήρωα, που εμ­φα­νί­ζε­ται τυ­φλός «από τον ήλιο και τους στο­χα­σμούς», ακρω­τη­ρια­σμέ­νος και τυ­ραν­νι­σμέ­νος «απ’ την πί­κρα της πα­ντο­τι­νής του μο­να­ξιάς». Η απροσ­δό­κη­τη εμ­φά­νι­σή του εγεί­ρει την απο­ρία του αφη­γη­τή, πα­ρό­λο που, σ’ αντί­θε­ση με τον Ελ­πή­νο­ρα της ομη­ρι­κής «νέ­κυιας», θυ­μά­ται το πρό­ω­ρο τέ­λος του, όπως και το πα­ρά­χω­μα του κου­φα­ριού του «μ’ ένα κου­πί σπα­σμέ­νο […] στην άκρη του για­λού». Ο Ελ­πή­νωρ του Σι­νό­που­λου, που χά­νει τη ζωή του βί­αια στον πό­λε­μο («εί­χες τε­λειώ­σει με το μαύ­ρο σί­δε­ρο μπηγ­μέ­νο στα πλευ­ρά»), πα­ρά «το φυ­λα­χτά­ρι» που εί­χε κρε­μα­σμέ­νο στο λαι­μό του, κα­θί­στα­ται πρω­τα­γω­νι­στής σ’ έναν με­τα­πο­λε­μι­κό και μο­ντερ­νι­στι­κό λο­γο­τε­χνι­κό μύ­θο[13], που προ­ά­γει τον ανα­στο­χα­σμό για τη βιαιό­τη­τα του πρό­ω­ρου και άδι­κου χα­μού λό­γω του πο­λέ­μου, τον πρό­χει­ρο και δί­χως τις απαι­τού­με­νες τι­μές εντα­φια­σμό, τη σύν­θλι­ψη της ατο­μι­κής ακε­ραιό­τη­τας, την αφό­ρη­τη ερη­μία και την αιώ­νια λη­σμο­νιά που επι­φέ­ρει το άδο­ξο τέ­λος.
Το μυ­θι­κό πρό­σω­πο του Ελ­πή­νο­ρα, που ανα­κα­λεί­ται από την ομη­ρι­κή «νέ­κυια», χρη­σι­μο­ποιεί­ται για τις ανά­γκες της προ­σω­πι­κής «νέ­κυιας» του ποι­η­τή[14]. Γί­νε­ται σύμ­βο­λο όλων των αδι­κο­χα­μέ­νων αφα­νών ηρώ­ων ή αντι­η­ρώ­ων και άτυ­χων θυ­μά­των του πο­λέ­μου[15], που στοι­χειώ­νουν τη ζωή του και ανα­βιώ­νουν στους στί­χους του υπό τη δυ­να­στεία ανε­πού­λω­των ψυ­χι­κών τραυ­μά­των[16]. Στο εν λό­γω ποί­η­μα ο Ελ­πή­νο­ρας δεν απο­κρί­νε­ται στην απο­ρία του αφη­γη­τή για την ολο­ζώ­ντα­νη πα­ρου­σία του, συ­νε­χί­ζο­ντας να σκα­λί­ζει την άμ­μο με τα ακρω­τη­ρια­σμέ­να δά­χτυ­λα και να «βα­θου­λώ­νει τη γη», ώσπου χά­νε­ται αρ­γά σαν όρα­μα «στον αδεια­νό [...] γα­λά­ζιο αι­θέ­ρα».
Όπως δια­πι­στώ­νει ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, ένα «από τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της προ­σέγ­γι­σης του Σι­νό­που­λου στον μύ­θο του Ελ­πή­νο­ρα [...] εί­ναι η βαθ­μιαία διεύ­ρυν­ση της σκο­πιάς του, από ατο­μι­κή σε συλ­λο­γι­κή εμπει­ρία, έτσι ώστε ο δι­κός του Ελ­πή­νωρ να μην αλ­λά­ζει μό­νο όνο­μα, μορ­φή, φύ­λο και σκη­νι­κό, αλ­λά να δια­με­λί­ζε­ται βακ­χι­κά και να με­του­σιώ­νε­ται σε μια πο­λυά­ριθ­μη Νέ­κυια "αφα­νών"»[17]. Αφορ­μή για την ανα­βί­ω­ση του μυ­θι­κού αυ­τού προ­σώ­που στο ποί­η­μα «Νε­κρό­δει­πνος για τον Ελ­πή­νο­ρα» εί­ναι το συ­νω­στι­σμέ­νο πλή­θος αμί­λη­των και ασά­λευ­των μορ­φών, που κα­τα­κλύ­ζουν το θε­α­τρι­κό σκη­νι­κό μιας έρη­μης, κλει­σμέ­νης σά­λας με βα­θυ­κόκ­κι­νες κουρ­τί­νες και πε­ρι­στοι­χί­ζουν τον αφη­γη­τή, προ­κα­λώ­ντας του ορ­γή και τρό­μο, ενό­σω διε­ρω­τά­ται για τον λό­γο της επί­σκε­ψής τους και πα­λεύ­ει να απαλ­λα­γεί από τη δαι­μο­νι­κή πα­ρου­σία τους.
Κα­θώς συ­νει­δη­το­ποιεί πως πρό­κει­ται για «μορ­φές απα­ντη­μέ­νες / στης ζω­ής το κύ­λι­σμα στα πιο δύ­σκο­λα χρό­νια», απο­κα­λύ­πτει πως τα πρό­σω­πα αυ­τά, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα οποία κα­το­νο­μά­ζο­νται, οδη­γή­θη­καν σ’ έναν πρό­ω­ρο θά­να­το. Ανά­με­σα τους ξε­χω­ρί­ζει τη μορ­φή του Μπί­λια, συ­μπο­λε­μι­στή του στο μέ­τω­πο, ο οποί­ος, χω­ρίς να απο­κρί­νε­ται στις ερω­τή­σεις του, στρώ­νει το τρα­πέ­ζι «μ’ ένα μα­κρύ μαύ­ριο τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο» το­πο­θε­τώ­ντας «απά­νου τρεις / λευ­κές λα­μπά­δες σε τρεις αση­μέ­νιους κε­ρο­στά­τες» και προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας με τον τρό­πο αυ­τόν έναν νε­κρό­δει­πνο.
Η ταύ­τι­ση του νε­κρού συ­στρα­τιώ­τη Μπί­λια με τον μυ­θι­κό Ελ­πή­νο­ρα εκ­κι­νεί από τη λη­σμο­νη­μέ­νη πα­λιά υπό­σχε­σή του για από­δο­ση τι­μής στον νε­κρό φί­λο του και πα­ρε­μπό­δι­ση της λή­θης του. Ο αφη­γη­τής, συ­γκι­νη­μέ­νος από την υπό­σχε­ση που δεν τή­ρη­σε και κυ­ριευ­μέ­νος από τις τύ­ψεις, ανα­κα­λεί τον μυ­θι­κό ήρωα, που απο­κτά εν τέ­λει φω­νή, εκ­φρά­ζο­ντας, όπως και ο ομη­ρι­κός ήρω­ας, το πα­ρά­πο­νο για τη λη­σμο­νιά του και επι­ζη­τώ­ντας, αντί των νε­κρι­κών τι­μών και ενός αυ­το­σχέ­διου τύμ­βου, ένα «δεί­πνο για νε­κρό», ένα μνη­μό­συ­νο, αλ­λά και τη λύ­τρω­ση από έναν πι­κρό και μαύ­ρο θά­να­το που τε­λειω­μό δεν έχει:

Και ξάφ­νου κα­θώς ένα φως ελά­χι­στο μες σε βα­θιά
σκο­τει­νή γα­λα­ρία ζυ­γώ­νει αυ­ξαί­νο­ντας ολο­έ­να
έτσι με­γά­λω­σε στον τα­ραγ­μέ­νο νου μου η ει­κό­να του
κι ορ­θώ­θη­κε ολο­ζώ­ντα­νος στα μά­τια μου ο Ελ­πή­νωρ.
Το βλέμ­μα του με κοί­τα­γε γλυ­κό κι ασά­λευ­το.
Τα χεί­λη του κι­νή­θη­καν κι ύστε­ρα πά­λε σφά­λι­ξαν
και θάρ­ρε­ψα πως άκου­σα να φτά­νει ώς την ακοή μου
η υπό­κω­φη μουρ­μου­ρι­στή φω­νή του: Φί­λε
και­ρό με ξέ­χα­σες. Μή­τε ένα δεί­πνο για νε­κρό
μή­τε μνη­μό­συ­νο δεν έτα­ξες για τον Ελ­πή­νο­ρα.
Πι­κρός ο θά­να­τός μου ακό­μα συ­νε­χί­ζε­ται
και με παι­δεύ­ει ακό­μα πιο πι­κρός και μαύ­ρος
όσο περ­νά­ει ο χρό­νος. Λύ­τρω­σέ με φί­λε.

Ο μυ­θι­κός Ελ­πή­νο­ρας επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται στη συ­νέ­χεια στη συλ­λο­γή Άσμα­τα Ι- ΧΙ (1953) του Σι­νό­που­λου[18], όπου απα­ντά πρώ­τα ως Κων­στα­ντί­νος («Άσμα Ι»), με­τά ως Νάρ­κισ­σος – Πάρ­νελ («Άσμα ΙV»), κα­τό­πιν ως Νάρ­κισ­σος – Πάρ­νελ – Ελ­πή­νο­ρας («Άσμα V») ή ως Ελ­πή­νο­ρας – Stephen Dedalus («Άσμα VI» και «Άσμα VII») και τέ­λος ως Φί­λιπ­πος («Άσμα ΧΙ»)[19]. Επι­χει­ρεί­ται, συ­νε­πώς, η ταύ­τι­ση του μυ­θι­κού ήρωα με άγνω­στα υπαρ­κτά πρό­σω­πα που πέ­ρα­σαν από τη ζωή του ποι­η­τή (Κων­στα­ντί­νος, Φί­λιπ­πος), αλ­λά και με δύο Ιρ­λαν­δούς, ένα πο­λι­τι­κό πρό­σω­πο, τον Πάρ­νελ[20] και έναν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ήρωα από το βι­βλίο Ulysses του J. Joyce, τον Stephen Dedalus, που αντι­στοι­χεί στον ομη­ρι­κό Τη­λέ­μα­χο[21] ή ακό­μη με τη μυ­θι­κή μορ­φή του Νάρ­κισ­σου, που αυ­το­πα­γι­δεύ­ε­ται από την αντα­νά­κλα­ση της μορ­φής του στα νε­ρά και οδη­γεί­ται στο θά­να­το[22], εφό­σον στο «Άσμα V» απο­κα­λεί­ται Νάρ­κισ­σος και εμ­φα­νί­ζε­ται «μ’ ένα κομ­μά­τι σί­δε­ρο στο στή­θος» πνιγ­μέ­νος μες στα μαύ­ρα «χορ­τά­ρια του πε­λά­γου» μπρο­στά σ’ έναν γέ­ρο­ντα αφη­γη­τή που λα­χτα­ρά μια «πα­ρο­δι­κή ή δε­σπό­ζου­σα ομορ­φιά»[23]. Τέ­λος, στο «Άσμα VΙ», που φέ­ρει τον τί­τλο «Ο Ελ­πή­νωρ πα­ρά θι­ν’ αλός», υπο­γραμ­μί­ζε­ται «ο νό­στι­μος πο­λύ | κι ηδο­νι­κός κυ­μα­τι­σμός» που περ­νού­σε από το δέρ­μα του ήρωα και η πα­ρου­σία της νύμ­φης Νό­ρας πλάι του.
Η εμ­φά­νι­ση του μυ­θι­κού Ελ­πή­νο­ρα πραγ­μα­το­ποιεί­ται στα προ­α­να­φε­ρό­με­να ποι­ή­μα­τα του Σι­νό­που­λου με αξιο­ποί­η­ση διά­σπαρ­των ευ­κρι­νών ή υπαι­νι­κτι­κών μυ­θη­μά­των κυ­ρί­ως από τον οδυσ­σεια­κό μύ­θο, όπως εί­ναι η μορ­φή του Οδυσ­σέα («Άσμα IV»), των Σει­ρή­νων («Άσμα Χ»), αλ­λά και του μά­ντη Τει­ρε­σία, που εμ­φα­νί­ζε­ται ως γέ­ρο­ντας «με το χρυ­σό ρα­βδί» και «μα­ντι­κή φω­νή», το νη­σί του βα­σι­λιά Αλ­κί­νο­ου και η Ιθά­κη, που πε­ρι­γρά­φε­ται ως «το θα­μπό νη­σί / χα­μέ­νο μες στους ίσκιους του μυα­λού / και του πε­λά­γου», τα «κο­πα­δια­στά» λά­θη των συ­ντρό­φων ή το όνο­μα "Μη­δείς" (κα­τ’ αντι­στοι­χία του ονό­μα­τος "Ού­τις"), που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Οδυσ­σέ­ας («Άσμα VIIΙ», που τι­τλο­φο­ρεί­ται "Οδύσ­σεια"), αλ­λά και από τον μύ­θο των Ατρει­δών, όπως εί­ναι το φο­νι­κό λου­τρό του Αγα­μέ­μνο­να στις Μυ­κή­νες και η «αστρα­φτε­ρή» μορ­φή της Ελέ­νης («Άσμα VIII»). Στα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα ποι­ή­μα­τα πε­ρι­γρά­φε­ται με διά­φο­ρες πα­ραλ­λα­γές ένα έντο­να μα­κά­βριο σκη­νι­κό και σκια­γρα­φεί­ται ποι­κι­λο­τρό­πως ο θά­να­τος του Ελ­πή­νο­ρα, όπως π.χ. στο «Άσμα V»:

Κι εκοί­τα­ξα κι ήταν εκεί χλω­μός ο Πάρ­νελ όχι αλ­λά
ξαν­θός ο Ελ­πή­νωρ παί­ζο­ντας με τ’ αση­μέ­νια ζά­ρια του
κι οι πέ­τρες πέ­φτο­ντας ολο­έ­να πά­νω του τον σκέ­πα­ζαν
με σκό­νη κι αί­μα. Κι έτρε­ξα. Ένα πλή­θος
οι δι­κα­στές πα­ρά­ται­ροι με κόκ­κι­νους χι­τώ­νες κρέ­μο­νταν
γύ­ρα τρι­γύ­ρα από τα ξύ­λι­να μπαλ­κό­νια σιω­πη­λοί
και το τη­λέ­φω­νο χτυ­πού­σε νευ­ρι­κά στην άδεια κά­μα­ρη.
—Θα μαρ­μα­ρώ­σεις παί­ζο­ντας εδώ κρα­τή­σου Ελ­πή­νο­ρα
στο χέ­ρι μου να σε τρα­βή­ξω μα κα­θώς
το χέ­ρι μου τον άδρα­ξε απ’ το κό­κα­λο
του αυ­χέ­να το αί­μα σφεν­δο­νί­στη­κε
με δύ­να­μη καυ­τό.
Κι εκεί τον άφη­σα
.

Απα­ντούν ακό­μη ως στα­θε­ρά μο­τί­βα, σε κά­ποιο βαθ­μό αντλη­μέ­να από τον μύ­θο το Ελ­πή­νο­ρα, η πί­κρα του θα­νά­του και της επα­κό­λου­θης λη­σμο­νιάς, η βα­σα­νι­στι­κή μο­να­ξιά και η από­λυ­τη σιω­πή[24]. Αντι­προ­σω­πευ­τι­κό εί­ναι το ακό­λου­θο πα­ρά­θε­μα από το «Άσμα VI»:

[…] Ο Ελ­πή­νωρ κι η Σιω­πή.

Πιο μό­νοι τώ­ρα
στην ανα­πό­φευ­κτη ισορ­ρό­πη­ση πί­κρας και λη­σμο­νιάς
όταν η λύ­πη νο­εί και δέ­χε­ται τα πε­ρα­σμέ­να ψεύ­δη
αθροί­ζο­ντας εδώ πλά­νες ή κέρ­δη ανώ­φε­λα —
δεν ήταν πί­κρα καν μό­νο μια μνή­μη επί­μο­νη
.

Στα ποι­ή­μα­τα που απαρ­τί­ζουν τη συλ­λο­γή Με­ταίχ­μιο Β΄ (1957) δεν απου­σιά­ζουν οι μυ­θο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές, πα­ρό­λο που δια­κρί­νε­ται η από­πει­ρα εστί­α­σης κυ­ρί­ως στο ιστο­ρι­κό πα­ρόν. Ο μυ­θι­κός Οδυσ­σέ­ας πρω­τα­γω­νι­στεί στο ποί­η­μα «Ο Οδυσ­σέ­ας στο πο­τά­μι» της συλ­λο­γής αυ­τής. Δί­νε­ται έμ­φα­ση στο σιω­πη­ρό θα­λασ­σι­νό τα­ξί­δι της επι­στρο­φής και στις αλ­λε­πάλ­λη­λες δια­δο­χές μέ­ρας και νύ­χτας, ενώ γί­νε­ται ανα­φο­ρά στην αφή­γη­ση του Οδυσ­σέα στον βα­σι­λιά Αλ­κί­νοο και υπο­γραμ­μί­ζε­ται ο νό­στος για την πα­τρί­δα ως αι­τία για τον πρό­ω­ρο χα­μό:

Μα εσύ μι­λώ­ντας τώ­ρα εμπρός στο Βα­σι­λιά
— και τ’ άσπρο δέ­ντρο ακού­γο­ντας στα δώ­μα­τα.
Μι­λώ­ντας με τον τρό­πο που μι­λούν
οι ζω­ντα­νοί θυ­μή­σου.
Στη θά­λασ­σα οι πνιγ­μέ­νοι τα­ξι­δεύ­ο­ντας
γυ­ρεύ­ουν την πα­τρί­δα τους κι όλο κοι­τά­νε κά­τω
.

Με­τα­ξύ των ποι­η­μά­των του Σι­νό­που­λου που συ­νι­στούν ένα εί­δος μνη­μό­συ­νου για τους νε­κρούς του πο­λέ­μου απο­κο­ρύ­φω­μα απο­τε­λεί το εκτε­νές του ποί­η­μα Νε­κρό­δει­πνος (1972), όπου, κα­τά τον Κ. Φράιερ, οι κα­το­νο­μα­ζό­με­νοι πε­θα­μέ­νοι «ικε­τεύ­ουν να ξα­να­ζή­σουν στη μνή­μη του ποι­η­τή, ενώ πί­σω τους, με πρό­σω­πα αχνά, μι­σο­σβη­σμέ­να στη μνή­μη, ανα­δύ­ο­νται οι ανώ­νυ­μοι νε­κροί των πο­λέ­μων, που μας βα­ραί­νουν με ενο­χή»[25]. Στους στί­χους του ποι­ή­μα­τος αυ­τού συ­νω­στί­ζε­ται ένα πλή­θος αδι­κο­χα­μέ­νων νε­κρών, που ανα­σύ­ρο­νται από τα βά­θη της μνή­μης του ποι­η­τή ηθε­λη­μέ­να[26], σε μια προ­σπά­θεια συ­νει­δη­τής μνη­μό­νευ­σης και δι­καί­ω­σης του αγώ­να και της θυ­σί­ας τους. Εμ­φα­νί­ζο­νται κα­τά ομά­δες και ορι­σμέ­νοι ανα­κα­λού­νται από προη­γού­με­να ποι­ή­μα­τά του[27].
Και στο ποί­η­μα αυ­τό, όπως δια­πι­στώ­νει ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, αντη­χεί η «πο­λυ­ξο­δε­μέ­νη φω­νή του Ομή­ρου» και απα­ντούν θέ­μα­τα του οδυσ­σεια­κού μύ­θου, όπως εί­ναι ο πό­λε­μος και η πε­ρι­πλά­νη­ση, η «νέ­κυια», ο νό­στος, κ.ά[28]. O Μ. Πιε­ρής δια­κρί­νει στον Νε­κρό­δει­πνο όχι μό­νο διά­σπαρ­τα μυ­θή­μα­τα του οδυσ­σεια­κού μύ­θου[29], αλ­λά και το θέ­μα μιας δεύ­τε­ρης Οδύσ­σειας, στην οποία ο επι­ζών ήρω­ας του πο­λέ­μου, πα­ρα­μορ­φω­μέ­νος πια δεν ανα­γνω­ρί­ζε­ται από τον σκύ­λο του, όταν επι­στρέ­φει, και αδυ­να­τεί ή δεν επι­θυ­μεί να επα­να­πα­τρι­στεί και να προ­σαρ­μο­στεί σε μια στυ­γνή με­τα­πο­λε­μι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εκ­φρά­ζο­ντας με τον τρό­πο αυ­τό την εσω­τε­ρι­κή σύ­γκρου­ση που βιώ­νει[30].

Στην ποί­η­ση του Σι­νό­που­λου κυ­ριαρ­χεί, επί­σης, η μορ­φή της μυ­θι­κής Ελέ­νης[31], η οποία εί­ναι το «αρ­χέ­τυ­πο της θη­λυ­κό­τη­τας και η συλ­λο­γι­κή ει­κό­να της Γυ­ναί­κας», αλ­λά πα­ράλ­λη­λα «έρ­χε­ται από το θά­να­το και σκορ­πά το θά­να­το γύ­ρω της»[32]. Συ­νή­θως πε­ρι­γρά­φε­ται «κα­τα­πόρ­φυ­ρη» και «δι­ψα­σμέ­νη της φω­τιάς» με μαύ­ρα μαλ­λιά και αξιο­ποιεί­ται εν τέ­λει από τον ποι­η­τή ως σύμ­βο­λο της γυ­ναί­κας που γεν­νά έναν ολέ­θριο έρω­τα. Στο ομό­τι­τλο ποί­η­μα «Ελέ­νη» της συλ­λο­γής Με­ταίχ­μιο (1951), η μυ­θι­κή αυ­τή ηρω­ΐ­δα πα­ρου­σιά­ζε­ται να ομο­λο­γεί τη «σκο­τει­νή υπό­στα­σή» της και να μο­νο­λο­γεί εν μέ­σω πα­ραι­σθή­σε­ων, ανα­λο­γι­ζό­με­νη με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου τις ακο­λα­σί­ες και τους ανεκ­πλή­ρω­τους ερω­τι­κούς πό­θους του πα­ρελ­θό­ντος, που την έφε­ραν αντι­μέ­τω­πη με τον θά­να­το:

Κι όπως αγω­νι­ζό­μου­να για ν’ απο­χτή­σω εκεί­νο το Ένα
το Ένα μο­νά­χα Σώ­μα που με τυ­ραν­νού­σε μες στον πυ­ρε­τό μου
και μ’ έκαι­γε χω­ρίς να δί­νει καν τη γεύ­ση της ακο­λα­σί­ας
ήρ­θε η ακα­το­νό­μα­στη βρο­χή που στά­λα­ζε βα­θιά
μέ­σα στα οστά.
Άνοι­ξε τό­τε η θύ­ρα
κι εμπή­κε εκεί­νος που δεν τον πε­ρί­με­να πο­τέ τό­σο νω­ρίς
με μού­τρο κα­τα­δό­τη ή δο­λο­φό­νου. Ο πυ­ρο­βο­λι­σμός
χτύ­πη­σε από­το­μα μες στην κραυ­γή.
Μα εκεί­νο το Ένα
το Ένα μο­νά­χα Σώ­μα πώς να τ’ απο­χτή­σω τώ­ρα
που δε γυ­ρεύ­ει μή­τε την πιο αβέ­βαιη Δι­καιο­σύ­νη;

Το θέ­μα του έρω­τα προ­βάλ­λε­ται συ­νυ­φα­σμέ­νο με τα κυ­ρί­αρ­χα θέ­μα­τα του θα­νά­του και της μο­να­ξιάς στην ποί­η­ση του Σι­νό­που­λου, κα­θώς ο έρω­τας «όσο κι αν αντι­μά­χε­ται τη μο­να­ξιά και το θά­να­το, δεν κα­τορ­θώ­νει πο­τέ να υπερ­βεί τα όρια τους. Απλώς αμ­βλύ­νει την αγω­νία της ήτ­τας, που εί­ναι πά­ντο­τε η κα­τά­λη­ξη της πά­λης του αν­θρώ­που με τη μο­να­ξιά και το θά­να­το»[33]. Έτσι, και στο ποί­η­μα «Ελέ­νη ΙΙ» της συλ­λο­γής Με­ταίχ­μιο (1951), η κα­τε­ξο­χήν ερω­τι­κή περ­σό­να της μυ­θι­κής Ελέ­νης, στην οποία απευ­θύ­νε­ται το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, γί­νε­ται αφορ­μή για ένα εί­δος οδυ­νη­ρής απο­λο­γί­ας από την πλευ­ρά του για τη φο­νι­κή ερω­τι­κή μα­νία από την οποία κα­τα­λαμ­βά­νε­ται:

Τώ­ρα το βλέμ­μα σου δεν έχει εκεί­νη
τη γρη­γο­ρά­δα που συγ­γέ­νευε με τη φω­τιά.
Στα χέ­ρια μου έμει­νε τού­το το λί­γο χρώ­μα.
Όμως τη μνή­μη μου την πνί­γει ολά­κε­ρη
το Σώ­μα εκεί­νο που ’σκι­ζε τις νύ­χτες μου
στα δυο και ξύ­πνα­γα έντρο­μος και το ’βλε­πα
να σπαρ­τα­ρά­ει ακό­λα­στο κι ακό­μα
πιο ακό­λα­στο και πιο ερε­θι­στι­κό να τρέ­μει
σαν τ’ άδρα­χνα απ’ την ού­για: Ελέ­νη
το αί­μα που χύ­θη­κε στο κε­φα­λό­σκα­λο
δεν ήταν έρ­γο του μυα­λού μου. Η ορ­γή
με συ­νε­πή­ρε και σε πο­δο­πά­τη­σα.
Τα χέ­ρια μου τα ’κα­ψε τού­το το αί­μα.
Δεν ήταν έρ­γο του μυα­λού μου Ελέ­νη
.

Πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο έχει η μυ­θι­κή Ελέ­νη και στο ποί­η­μα του Σι­νό­που­λου «Μέ­γι­στη θύ­ρα», που πε­ριέ­χε­ται επί­σης στη συλ­λο­γή Με­ταίχ­μιο (1951). Η μυ­θι­κή ηρω­ί­δα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «μαύ­ρη μες στον κα­πνό της μνή­μης» και πε­ρι­γρά­φε­ται να χο­ρεύ­ει φι­λή­δο­να και να ερω­το­τρο­πεί ανά­στα­τη, εγεί­ρο­ντας τον σαρ­κι­κό πό­θο. Στη συ­νέ­χεια βα­δί­ζει με τον αφη­γη­τή και ανοί­γει μα­ζί του χι­λιά­δες με­γά­λες θύ­ρες, ει­σα­κού­ο­ντας την εντο­λή ενός μο­νό­φθαλ­μου που πα­ρο­μοιά­ζε­ται με τον νε­κρό Αι­γύ­πτιο βα­σι­λιά Ψαμ­μή­τι­χο[34], προ­κει­μέ­νου ν’ απο­κα­τα­στή­σουν τις «πλη­γές της μνή­μης» και να δια­σώ­σουν τα σβη­σμέ­να ονό­μα­τα:

Έτσι βα­δί­ζα­με κι οι τρεις. Η Ελέ­νη εγώ
κι η Ελέ­νη η αλ­λο­τι­νή για τη Με­γά­λη Θύ­ρα.
[…]
Εί­χα­με γί­νει τό­σο διά­φα­νοι βα­δί­ζο­ντας
ανά­με­σα στης σάρ­κας τη φω­τιά και τους κα­πνούς των λό­γων
κι ανοί­γα­με χι­λιά­δες θύ­ρες κα­θε­μιά
θύ­ρα άφη­νε μπρο­στά μας μια άλ­λη
κι ανοί­γα­με κι αλά­φραι­νε το σώ­μα συ­νε­χώς
από τον άνε­μο που εφύ­σα­γε ένα γύ­ρο.

Τό­τε μες στη βρο­χή ση­κώ­θη­κε ο μο­νό­φθαλ­μος.
Το μού­τρο του άσπρο σαν την κι­μω­λία ολά­σπρο
κα­θώς ο βα­σι­λιάς Ψαμ­μί­τι­χος στο φέ­ρε­τρό του.
Κι εφώ­να­ξε. Πα­ρά­ξε­νο άκου­σα την άσπρη του φω­νή
κι ανα­θυ­μή­θη­κα την κα­μα­ριέ­ρα στον κι­νη­μα­τό­γρα­φο
μιας απα­ρά­γρα­πτης ρου­τί­νας. Έλε­γε λοι­πόν:
Βα­δί­στε ανοί­χτε διά­πλα­τα τού­τες τις θύ­ρες
πιά­στε τη σκό­νη που σας έφα­γε τα δά­χτυ­λα
δια­βά­στε τις γρα­φές ονό­μα­τα σβη­σμέ­να».

Το άνο­μο ερω­τι­κό πά­θος, που οδη­γεί στον πό­λε­μο, στον όλε­θρο της πυρ­κα­γιάς και στον θά­να­το απο­τε­λεί βα­σι­κό θέ­μα και στο ποί­η­μα του Σι­νό­που­λου «Άσμα VII» της συλ­λο­γής Άσμα­τα Ι-ΧΙ (1953)[35], που τι­τλο­φο­ρεί­ται «Πά­ρις», κα­θώς ο μυ­θι­κός αυ­τός ήρω­ας, αντι­μέ­τω­πος με τις πα­ραι­σθή­σεις του, πα­ρου­σιά­ζε­ται να εξο­μο­λο­γεί­ται τον πό­νο και την από­γνω­ση που γεν­νά ο έρω­τάς του για την φλο­γε­ρή Ελέ­νη, τις μά­ταιες προ­σπά­θειές του να ξε­φύ­γει και τις κα­τα­στρο­φι­κές συ­νέ­πειες του ερω­τι­κού πό­θου του για εκεί­νη:

Κι ήρ­θε η Ελέ­νη τό­τες
τρέ­χο­ντας κα­τα­πόρ­φυ­ρη πί­σω απ’ την Τρω­ά­δα. Οι λό­φοι
με φλο­γι­σμέ­νες κο­ρυ­φές την ακο­λού­θα­γαν κι η πό­λη
γε­μά­τη στά­χτη απ’ τις πυ­ρές που κά­ψα­νε τους τε­λευ­ταί­ους νε­κρούς
κοί­τα­ζε προς το μέ­ρος μας. Μα εγώ δεν ένιω­θα
μέ­σ’ απ’ τον πό­νο μου και την από­γνω­ση πα­ρά
μο­νά­χα εκεί­νο το ανοι­χτό κορ­μί που το ’παιρ­νε η πα­ραί­σθη­ση.
Φύ­γε της φώ­να­ξα όλα καί­γο­νται εδώ πέ­ρα. Φύ­γε Ελέ­νη.
Κι όπως πά­νω στις σάρ­κι­νες κοι­λά­δες της και τους κρα­τή­ρες
των ασυλ­λό­γι­στων βυ­ζιών επέ­φτα­νε οι άμ­μοι κι οι φρι­χτές
γλώσ­σες της πυρ­κα­γιάς την ένιω­θα να γί­νε­ται κι αυ­τή
κά­τω απ’ το στέρ­νο μου μια πυρ­κα­γιά απα­ρά­μιλ­λη
καί­γο­ντας μέ­σα μου ό,τι από­με­νε».

Για το ποί­η­μα «Πά­ρις», που γρά­φτη­κε και αυ­τό με τη συ­νερ­γα­σία του Γιώρ­γη Παυ­λό­που­λου, ο ποι­η­τής ση­μειώ­νει πως η μυ­θι­κή Ελέ­νη χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως σύμ­βο­λο του πνεύ­μα­τος[36]. Στην επα­νέκ­δο­ση, ωστό­σο, των Ασμά­των, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψιν την πα­ρα­τή­ρη­ση του Τ. Μα­λά­νου ότι ο διά­χυ­τος αι­σθη­σια­σμός του ποι­ή­μα­τος δεν κα­θι­στά ευ­κρι­νή τον συμ­βο­λι­σμό αυ­τόν και πε­ρισ­σό­τε­ρο υπο­βάλ­λε­ται στους ανα­γνώ­στες η «ιδέα […] μιας φυ­γής ενό­χων με­σ’ από την κα­τα­στρο­φή, πα­ρά [η] εξα­φά­νι­ση του πνεύ­μα­τος»[37], τρο­πο­ποί­η­σε τη ση­μεί­ω­σή του ως εξής: «Η υπό­θε­ση πως η Ελέ­νη χά­νε­ται μες στην έρη­μο με τον Πά­ρι εί­ναι κα­θα­ρά προ­σω­πι­κή»[38], απο­φεύ­γο­ντας εν τέ­λει να προσ­διο­ρί­σει με ακρί­βεια τον συμ­βο­λι­σμό του ποι­ή­μα­τος.
Οι δύο όψεις του έρω­τα, η φω­τει­νή και η σκο­τει­νή, η απο­λαυ­στι­κή και η οδυ­νη­ρή πα­ρου­σιά­ζο­νται αδια­χώ­ρι­στες στο ποι­η­τι­κό έρ­γο του Σι­νό­που­λου. Η μυ­θι­κή Ελέ­νη ως σύμ­βο­λο της ηδο­νής και της οδύ­νης, εκ­προ­σω­πεί μια πλη­θώ­ρα γυ­ναι­κών που γεν­νούν εξί­σου αντι­φα­τι­κά και ακα­τα­νό­η­τα συ­ναι­σθή­μα­τα και αξιο­ποιεί­ται από τον ποι­η­τή και σε άλ­λα ποι­ή­μα­τά του στα οποία επι­χει­ρεί­ται η θε­μα­το­ποί­η­ση του δυ­να­στευ­τι­κού ερω­τι­κού πά­θους έξω από κα­θο­ρι­σμέ­να χρο­νι­κά πλαί­σια, κα­θώς και των πα­ρά­πλευ­ρων απω­λειών, που επι­φέ­ρουν τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­τάρ­ρευ­ση, πα­ράλ­λη­λα με την οδύ­νη του θα­νά­του και τη συ­ντρι­βή της μο­να­ξιάς. Εν τέ­λει, στην ποί­η­ση του Σι­νό­που­λου το ζο­φε­ρό τρί­πτυ­χο θά­να­τος – μο­να­ξιά – σιω­πή ανα­δει­κνύ­ε­ται ως μό­νι­μη και αξε­διά­λυ­τη στα­θε­ρά της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής, πα­ρά τον αγώ­να του αν­θρώ­που ενά­ντια σ’ αυ­τήν. Η Ελέ­νη, για μια ακό­μη φο­ρά «κόκ­κι­νη» και με πυ­ρα­κτω­μέ­να μαύ­ρα μαλ­λιά, αί­ρει κά­θε εί­δους αντί­στα­ση στον σα­γη­νευ­τι­κό χο­ρό της συ­μπα­ρα­σύ­ρο­ντας τους πά­ντες στη φω­τιά, όπως δια­πι­στώ­νε­ται από τους πα­ρα­κά­τω στί­χους του ποι­ή­μα­τος «Άσμα ΧΙ»:

Η Ελέ­νη
σώ­μα σιω­πής κλει­σμέ­νο νό­μι­σμα σπη­λιά όπου κα­τε­βαί­νεις
ολο­έ­να στα τυ­φλά — τό­σοι πο­λε­μι­στές
βου­λή­θη­καν να το κουρ­σέ­ψου­νε σε πο­λι­τεί­ες κιν­δύ­νων.
Θέ­λω να ει­πώ την ώρα του χο­ρού. Μαλ­λιά κά­τω απ’ το φως
πυ­ρα­κτω­μέ­να μαύ­ρα εχό­ρευε με στο­χα­σμό γυ­ρί­ζο­ντας αρ­γά
στο νό­η­μα του ρυθ­μού.
Πό­σο ήταν κόκ­κι­νη από τη γυ­μνό­τη­τα
πό­σο βα­θιά πα­ντο­τι­νή το μέ­γι­στο γυ­ρεύ­ο­ντας. Ω Ελέ­νη
Ελέ­νη φύ­γε από το φως φώ­να­ξε ο Φί­λιπ­πος στο σύ­νο­ρο
που σπά­ζουν την ψυ­χή τα λό­για ω δι­ψα­σμέ­νη της φω­τιάς.

Και στα σύ­ντο­μα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής με τί­τλο Ελέ­νη, η οποία κυ­κλο­φο­ρεί μα­ζί με τη συλ­λο­γή Με­ταίχ­μιο Β΄ το 1957, κυ­ριαρ­χεί η μορ­φή της Ελέ­νης Στα ποι­ή­μα­τα αυ­τά, που ξε­χω­ρί­ζουν για τη λυ­ρι­κή τους έντα­ση και τον έκ­δη­λο ρη­το­ρι­σμό τους, ο ποι­η­τής με αφορ­μή το μυ­θι­κό αυ­τό σύμ­βο­λο δια­τυ­πώ­νει στο­χα­σμούς του για την ποι­η­τι­κή γρα­φή και πραγ­μα­τεύ­ε­ται εκτε­νέ­στε­ρα τον συμ­βο­λι­σμό που εί­χε προσ­δώ­σει στη μυ­θι­κή Ελέ­νη σε προη­γού­με­να ποι­ή­μα­τά του. Κα­τά τον Βά­σο Βα­ρί­κα, ο ποι­η­τής στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή του «εκ­φρά­ζει με ιδιαί­τε­ρη οξύ­τη­τα την πι­κρία και τη με­λαγ­χο­λία, την αί­σθη­ση του "εξό­ρι­στου", που του προ­κα­λεί ο σύγ­χρο­νος κό­σμος, την αγε­φύ­ρω­τη αντί­θε­ση ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και το όνει­ρο που βρί­σκει κά­ποια διέ­ξο­δο στην ποί­η­ση ή δη­μιουρ­γία»[39].
Η μυ­θι­κή ηρω­ί­δα επα­νέρ­χε­ται και στο όψι­μο ποί­η­μα του Σι­νό­που­λου με τί­τλο «Η ανά­παυ­ση της Ελέ­νης», που πε­ριέ­χε­ται στον συ­γκε­ντρω­τι­κό τό­μο Συλ­λο­γή ΙΙ (1965-1980) (1980). Στο ποί­η­μα αυ­τό απο­τυ­πώ­νε­ται και πά­λι με τα χρώ­μα­τα τα οποία επί­μο­να επι­λέ­γει ο ποι­η­τής, το μαύ­ρο και το κόκ­κι­νο η ει­κό­να της νε­κρής ηρω­ί­δας ως «γορ­γό­νας ζω­ντα­νής» στον υδά­τι­νο τά­φο της («μαύ­ρο χορ­τά­ρι πά­νω από τη θά­λασ­σα»), ενώ υπο­γραμ­μί­ζε­ται εμ­φα­τι­κά η λάμ­ψη του πα­λιού και­ρού και των έν­δο­ξων ημε­ρών. Αλ­λά και στο ποί­η­μα «Κά­θε πρωί», που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον ίδιο τό­μο, πε­ρι­γρά­φε­ται χω­ρίς να κα­το­νο­μά­ζε­ται μια λα­μπε­ρή γυ­ναι­κεία μορ­φή με «μαύ­ρα μαλ­λιά» σ’ ένα υδά­τι­νο πε­ρι­βάλ­λον, η οποία πα­ρα­πέ­μπει στη μυ­θι­κή Ελέ­νη προη­γού­με­νων ποι­η­μά­των του και πα­ρου­σιά­ζε­ται ως άυ­λη οντό­τη­τα, εφό­σον κα­τορ­θώ­νει τε­λι­κά ν’ ανα­λη­φθεί στον ου­ρα­νό.
Ύστε­ρα από τις τραυ­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες της Κα­το­χής και του Εμ­φυ­λί­ου, ο ποι­η­τής προ­χω­ρεί στην ανά­κλη­ση γνω­στών ομη­ρι­κών ηρώ­ων, επι­χει­ρώ­ντας μια μο­ντερ­νι­στι­κή με­τά­πλα­ση μυ­θη­μά­των που προ­έρ­χο­νται κυ­ρί­ως από την ομη­ρι­κή επο­ποι­ία και την αλ­λη­γο­ρι­κή αξιο­ποί­η­σή τους, ώστε να εί­ναι εφι­κτή η «με­ταμ­φί­ε­ση ή συ­γκά­λυ­ψη του συγ­χρο­νι­κού νο­ή­μα­τος»[40]. Με την ιδιό­τυ­πη επα­νεγ­γρα­φή τους σε άφθο­να ποι­ή­μα­τά του μυ­θο­ποιεί τρέ­χου­σες ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες, αξιο­ποιώ­ντας πα­ραλ­λη­λι­σμούς με­τα­ξύ του πα­ρελ­θό­ντος και του πα­ρό­ντος και ανα­λο­γί­ες με­τα­ξύ γε­γο­νό­των της αρ­χαιό­τη­τας και της σύγ­χρο­νης επο­χής, απο­σκο­πώ­ντας να υπερ­βεί τη γραμ­μι­κό­τη­τα της Ιστο­ρί­ας και τους πε­ριο­ρι­σμούς της και προ­βαί­νο­ντας σε ένα εί­δος ανα­στο­χα­στι­κής θε­ώ­ρη­σης βιω­μά­των του και του αντί­κτυ­πού τους στον εσω­τε­ρι­κό του κό­σμο. Η ανα­βί­ω­ση του τραυ­μα­τι­κού πα­ρελ­θό­ντος και η αντι­με­τώ­πι­ση του σκο­τει­νού πα­ρό­ντος με τον τρό­πο αυ­τό συν­δέ­ε­ται με την ανά­γκη του να φα­νε­ρώ­σει οδυ­νη­ρές αλή­θειες πέ­ρα από τα φαι­νό­με­να που αφο­ρούν θε­με­λιώ­δη και δια­χρο­νι­κά πα­ναν­θρώ­πι­να θέ­μα­τα[41], όπως εί­ναι το θέ­μα του έρω­τα, του θα­νά­του, της μο­να­ξιάς και του πο­λέ­μου.
Προ­βαί­νο­ντας σε μια ιδιό­τυ­πη επα­νοι­κεί­ω­ση μυ­θο­λο­γι­κών προ­σώ­πων και συμ­βό­λων που αντλού­νται από τα ομη­ρι­κά έπη, συ­γκρο­τεί μια ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση στην οποία πρι­μο­δο­τεί­ται με δε­ξιο­τε­χνία ο έμ­με­σος λό­γος και η με­τα­φο­ρι­κή χρή­ση της γλώσ­σας και δια­λέ­γε­ται μ’ «ένα ευ­ρύ­τε­ρο σύ­στη­μα μυ­θο­λο­γι­κών συμ­φρα­ζο­μέ­νων που ορί­ζει η ανα­βί­ω­ση (ενί­ο­τε ανα­τρε­πτι­κή) ομη­ρι­κών κυ­ρί­ως θε­μά­των», προ­κει­μέ­νου «να πα­ρέμ­βει από τη δι­κή του σκο­πιά στην ποι­η­τι­κή πε­ριο­χή που ση­μά­δε­ψαν με το έρ­γο τους ο Κα­βά­φης, ο Κα­ζαν­τζά­κης, ο Ρound, ο Giraudoux, ο Joyce, ο Εliot, ο Σε­φέ­ρης, ο Ρί­τσος, κ.ά.»[42].




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: