Τα αρχειακά κατάλοιπα του «Gertrudenhof» (ή «Το σπίτι της Γερτρούδης») του Γιώργου Χειμωνά

Ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης της Βόννης (24/3/1999)
Ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης της Βόννης (24/3/1999)

Το «Gertrudenhof», στον γερ­μα­νό­φω­νο τί­τλο του, ή «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης», στην ελ­λη­νι­κή από­δο­σή του, εί­ναι, όπως γε­νι­κά γνω­ρί­ζου­με, το τε­λευ­ταίο και μέ­χρι σή­με­ρα άγνω­στο πε­ζο­γρα­φι­κό έρ­γο του Γιώρ­γου Χει­μω­νά. Σε από­στα­ση 25 ετών από τον θά­να­τό του, η πα­ρου­σί­α­ση των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων του «Gertrudenhof» απο­σκο­πεί στο να κλεί­σει, προ­σώ­ρας ή πι­θα­νόν και ορι­στι­κά, το ζή­τη­μα τι εξαρ­χής ήταν, τι απέ­γι­νε στη συ­νέ­χεια και πώς εντέ­λει μάς πα­ρα­δί­δε­ται το έρ­γο (στο εξής θα ανα­φέ­ρε­ται: «το έρ­γο»), με βά­ση τα σω­ζό­με­να αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πά του.[1]


Η τύ­χη του έρ­γου, από τις πρώ­τες ανα­φο­ρές έως την εξα­φά­νι­σή του

Θα ξε­κι­νή­σω με την ανα­δρο­μή στη δη­μο­σί­ως γνω­στή τύ­χη του έρ­γου, από τις πρώ­τες ανα­φο­ρές σε αυ­τό και εξής. Με­γά­λο μέ­ρος της εν λό­γω τύ­χης το αφη­γή­θη­κα εν­σω­μα­τώ­νο­ντας τις δια­θέ­σι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες στο «Χρο­νο­λό­γιο βί­ου και έρ­γου Γιώρ­γου Χει­μω­νά», το οποίο συ­νέ­τα­ξα ως μέ­ρος της συ­γκε­ντρω­τι­κής έκ­δο­σης των Πε­ζο­γρα­φη­μά­των του το 2005.[2] Θα αξιο­ποι­ή­σω συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά ορι­σμέ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρα στοι­χεία, όπως και στοι­χεία προ­ερ­χό­με­να από το αρ­χείο του Χει­μω­νά.
Η ιστο­ρία της βιω­μα­τι­κής αφορ­μής και της σύλ­λη­ψης του έρ­γου ξε­κί­νη­σε το τρί­το δε­κα­ή­με­ρο του Σε­πτεμ­βρί­ου και στις αρ­χές Οκτω­βρί­ου του 1993, όταν ο Χει­μω­νάς τα­ξί­δε­ψε στη Γερ­μα­νία, συ­γκε­κρι­μέ­να στην Κο­λω­νία, όπου έμει­νε επί δύο εβδο­μά­δες. Στη διάρ­κεια αυ­τού του τα­ξι­διού συ­νέ­λα­βε την κε­ντρι­κή ιδέα και άρ­χι­σε να σκέ­φτε­ται την πλο­κή και να γρά­φει το έρ­γο. Πα­ρα­θέ­τω τις σχε­τι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες που έδω­σε η Νί­κη Αϊ­ντε­νάιερ το 2001, ανα­κα­λώ­ντας μνη­μο­νι­κά την άμε­ση εμπει­ρία της:
Τον Σε­πτέμ­βριο του 1993 ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς ήρ­θε για δύο βδο­μά­δες στην Κο­λω­νία. Εγκα­τα­στά­θη­κε για λί­γες μέ­ρες στο «Γκερ­ντρού­ντε­χοφ», ένα μι­κρό μα ιστο­ρι­κό ξε­νο­δο­χείο στο προ­ά­στιο της Κο­λω­νί­ας Ρό­ντεν­κιρ­χεν. «Γερ­τρού­ντεν» ήταν ένα τάγ­μα κα­λο­γραιών που εί­χαν το μο­να­στή­ρι τους στο ση­μείο που σή­με­ρα εί­ναι το ξε­νο­δο­χείο και που γι’ αυ­τό φέ­ρει το όνο­μά τους. Σε λί­γες μέ­ρες με­τα­κό­μι­σε στο φι­λό­ξε­νο σπί­τι της οι­κο­γέ­νειας Κουλ­μά­ση, ύστε­ρα από πρό­σκλη­ση του Πέ­τρου Κουλ­μά­ση, ο οποί­ος γνώ­ρι­ζε τον Γιώρ­γο από το 1989, όταν εκεί­νος εί­χε έρ­θει για πρώ­τη φο­ρά στην Κο­λω­νία. […] Η οι­κο­γέ­νεια Κουλ­μά­ση πα­ρα­χώ­ρη­σε, λοι­πόν, στον Γιώρ­γο Χει­μω­νά ανε­ξάρ­τη­το χώ­ρο στο σπί­τι της, όπου εκεί­νος με από­λυ­τη ησυ­χία άρ­χι­σε να γρά­φει το μυ­θι­στό­ρη­μα που θα του έδι­νε αρ­γό­τε­ρα τον τί­τλο «Γκερ­ντρού­ντε­χοφ» και που, δυ­στυ­χώς, δε στά­θη­κε δυ­να­τό ώς σή­με­ρα να βρε­θούν τα χει­ρό­γρα­φα στα κα­τά­λοι­πά του.[3]
Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1996, αλ­λά και τα επό­με­να χρό­νια, μέ­χρι το 1999, τέσ­σε­ρις φο­ρές πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και ανα­φέ­ρε­ται στα «ανέκ­δο­τα έρ­γα» του «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης (Gertrudenhof), 1993»: στην πρώ­τη έκ­δο­ση της με­τά­φρα­σης του σαιξ­πη­ρι­κού Μάκ­βεθ, στο αφιέ­ρω­μα στον Χει­μω­νά του πε­ριο­δι­κού της Θεσ­σα­λο­νί­κης Ο Πα­ρα­τη­ρη­τής, στην έκτη έκ­δο­ση του βι­βλί­ου Μυ­θι­στό­ρη­μα και στην έκτη έκ­δο­ση του βι­βλί­ου Τα τα­ξί­δια μου·[4] η χρο­νο­λο­γία δη­λώ­νει τον χρό­νο γρα­φής του έρ­γου.[5] Οι επα­νει­λημ­μέ­νες αυ­τές ανα­φο­ρές μαρ­τυ­ρούν την πρό­θε­ση του Χει­μω­νά, του­λά­χι­στον στον χρό­νο της πρώ­της εμ­φά­νι­σής τους, να ολο­κλη­ρώ­σει και να εκ­δώ­σει το έρ­γο.

Στη διάρ­κεια του 1999, με­ρι­κούς μή­νες πριν από τον θά­να­τό του, οι πλη­ρο­φο­ρί­ες όχι μό­νο για το έρ­γο αλ­λά και για την έκ­δο­σή του πύ­κνω­σαν, σε δύο συ­νε­ντεύ­ξεις του Χει­μω­νά στη δη­μο­σιο­γρά­φο Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη και στον πε­ζο­γρά­φο Αλέ­ξη Στα­μά­τη, δη­μο­σιευ­μέ­νες αντι­στοί­χως στις 22 Μα­ΐ­ου και, έξι μή­νες αρ­γό­τε­ρα, στις 14 Νο­εμ­βρί­ου. Πα­ρα­θέ­τω αρ­χι­κά από τη συ­νέ­ντευ­ξη στη Χαρ­του­λά­ρη το μέ­ρος που επι­γρά­φε­ται «‟Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης”, η νέα νου­βέ­λα»:

«Όχι ο Θε­ός, αλ­λά ο άν­θρω­πος. Όχι ο συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά το έρ­γο». Τη σκέ­ψη αυ­τή ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς την έκα­νε λο­γο­τε­χνία. Ξε­κί­νη­σε να την επε­ξερ­γά­ζε­ται αρ­κε­τά χρό­νια πριν, στη «Φρου­ρά» που έμει­νε ανο­λο­κλή­ρω­τη, και την ξα­να­δού­λε­ψε τώ­ρα στο «Gertrudenhof» που θα κυ­κλο­φο­ρή­σει στο τέ­λος του χρό­νου. «Gertrudenhof» ση­μαί­νει «το σπί­τι των Γερ­τρού­δων». Οι Γερ­τρού­δες ήταν μο­να­χές βα­σι­λι­κής ή αρι­στο­κρα­τι­κής κα­τα­γω­γής που έμε­ναν στο ομώ­νυ­μο μο­να­στή­ρι. Πά­νω στα ερεί­πια του μο­να­στη­ριού βρί­σκε­ται σή­με­ρα ένα ξε­νο­δο­χείο με αυ­τό ακρι­βώς το όνο­μα. Εκεί έμε­νε ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς ένα διά­στη­μα που βρέ­θη­κε στην Κο­λω­νία. Το μο­να­στή­ρι των Γερ­τρού­δων, λοι­πόν. Αλ­λά ο τί­τλος του βι­βλί­ου στα ελ­λη­νι­κά γί­νε­ται «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης».

Κε­ντρι­κός ήρω­ας εί­ναι ένας συγ­γρα­φέ­ας που σε μία απο­κα­λυ­πτι­κή του στιγ­μή συ­νει­δη­το­ποιεί ότι ο ίδιος, τα πρό­σω­πα των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του, οι ιδέ­ες που κα­τέ­θε­σε, όλα, απο­τε­λούν πλά­σμα­τα ενός άλ­λου, άγνω­στου δη­μιουρ­γού. Ωστό­σο, ο ήρω­ας, πα­ρό­λο ότι δεν υπάρ­χει αλ­λά εί­ναι ένα απλό δη­μιούρ­γη­μα, κα­τορ­θώ­νει να πλά­σει ένα δι­κό του δη­μιούρ­γη­μα, ερή­μην του άγνω­στου δη­μιουρ­γού. Ένα δη­μιούρ­γη­μα που εκεί­νος δεν το εί­χε συλ­λά­βει.

Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης εί­ναι, λοι­πόν, ένα άσυ­λο. Εκεί κα­τα­φεύ­γουν συγ­γρα­φείς που όπως κι ο ήρω­ας της νου­βέ­λας, έτσι και οι ίδιοι και τα έρ­γα τους απο­τε­λούν δη­μιουρ­γή­μα­τα άλ­λου, άγνω­στου συγ­γρα­φέα. Εκεί κα­τα­φεύ­γει και ο ήρω­ας. Εκεί το ανύ­παρ­κτο δη­μιουρ­γεί το υπαρ­κτό. Αλ­λά αυ­τό εί­ναι μό­νο η αρ­χή της νου­βέ­λας…[6]
Οι πα­ρα­πά­νω πλη­ρο­φο­ρί­ες βα­σί­ζο­νται προ­φα­νώς σε λε­γό­με­να (και όχι, πά­ντως, σε γρα­φό­με­να) του Χει­μω­νά, αλ­λά δια­με­σο­λα­βού­νται από την πο­λύ έμπει­ρη συ­νο­μι­λή­τριά του έτσι όπως αυ­τή τα αντι­λή­φθη­κε, τα κα­τέ­γρα­ψε και τα απο­τύ­πω­σε στο κεί­με­νό της.
Αντι­θέ­τως, το μέ­ρος της συ­νέ­ντευ­ξης που έδω­σε ο Χει­μω­νάς στον Στα­μά­τη και επι­γρά­φε­ται «Gertrudenhof: Ανά­στα­ση του ποι­η­τή», φαί­νε­ται να κα­τα­γρά­φει ακρι­βώς τα λε­γό­με­να του συγ­γρα­φέα, στον πα­ρα­κά­τω διά­λο­γό τους:

[Αλ. Σ.:] Ποιο εί­ναι το θέ­μα του νέ­ου σας βι­βλί­ου, του «Gertrudenhof»;

[Γ.Χ.] Το βα­σι­κό θέ­μα εί­ναι πώς το ανύ­παρ­κτο δη­μιουρ­γεί το υπαρ­κτό. Ένας συγ­γρα­φέ­ας συ­νει­δη­το­ποιεί ότι δεν υπάρ­χει. Ότι αυ­τός και τα έρ­γα που γρά­φει, εί­ναι δη­μιουρ­γή­μα­τα, πλά­σμα­τα ενός άγνω­στου συγ­γρα­φέα. Εκεί­νος δεν εί­χε πο­τέ προ­σω­πι­κή ζωή. Όλη η ζωή αλ­λά και τα έρ­γα του ήταν υπα­γο­ρευ­μέ­να από τον άγνω­στο συγ­γρα­φέα. Το «Gertrudenhof», το σπί­τι της Γερ­τρού­δης, εί­ναι ένα εί­δος ασύ­λου όπου κα­τα­φεύ­γουν, όχι μό­νον αυ­τός, αλ­λά και άλ­λοι συγ­γρα­φείς. Οι συγ­γρα­φείς εκεί­νοι που μο­λο­νό­τι εί­ναι ανύ­παρ­κτοι, ανυ­πό­στα­τοι, και η ίδια η ζωή τους εί­ναι στο μυα­λό ενός άγνω­στου συγ­γρα­φέα, μπο­ρούν να δη­μιουρ­γή­σουν δι­κά τους δη­μιουρ­γή­μα­τα…
Αυ­τοί οι ήρω­ες μπο­ρεί να εί­ναι ασή­μα­ντα πλά­σμα­τα. Ανα­φέ­ρω, για πα­ρά­δειγ­μα, στους Αδελ­φούς Κα­ρα­μα­ζώφ, εκεί­νη την πε­ρί­φη­μη σκη­νή όπου ο Σμερ­ντια­κώφ λέ­ει στον Ιβάν Κα­ρα­μα­ζώφ ότι απλώς εκτέ­λε­σε την επι­θυ­μία του να σκο­τώ­σει τον πα­τέ­ρα του, και εκεί­νη την στιγ­μή ο Ιβάν επα­να­φέ­ρει στο νου του ένα τρα­γού­δι, ένα τυ­χαίο, ασή­μα­ντο τρα­γού­δι που εί­χε ακού­σει στη Μό­σχα από έναν με­θυ­σμέ­νο στο δρό­μο: «Πή­γε ο Βάν­κα μου στον Πί­τερ, δεν θα τον ξα­νά­βρω πια». Ο Ντο­στο­γιέφκ­σι δη­μιούρ­γη­σε αυ­τό τον με­θυ­σμέ­νο από το τί­πο­τε, όμως, αυ­τός υπάρ­χει, κα­τε­γρά­φη, κι ας εί­ναι δυο σει­ρές. Αρ­κεί αυ­τό για να δρα­στη­ριο­ποι­ή­σει μία γνω­στι­κή λει­τουρ­γία που ασκεί­ται στο «Gertrudenhof». Το πώς γί­νε­ται κά­τι που δεν υπάρ­χει να δη­μιουρ­γεί κά­τι που υπάρ­χει, ακό­μα και αν αυ­τό εί­ναι ένα μυρ­μή­γκι ή ένας με­θυ­σμέ­νος. Όλα αυ­τά εί­ναι γραμ­μέ­να εντε­λώς ρε­α­λι­στι­κά, εξάλ­λου, όλα τα κεί­με­νά μου εί­ναι ρε­α­λι­στι­κά.[7]

Η σχε­δόν αυ­το­λε­ξεί επα­νά­λη­ψη φρά­σε­ων που απα­ντούν στη συ­νέ­ντευ­ξη στη Χαρ­του­λά­ρη δεί­χνει ότι ο Χει­μω­νάς σκο­πεύ­ει να κα­τα­γρα­φεί στις δύο συ­νε­ντεύ­ξεις η σα­φώς σχη­μα­τι­σμέ­νη από τον ίδιο κε­ντρι­κή ιδέα του έρ­γου. Εξάλ­λου έχουν με­σο­λα­βή­σει έξι χρό­νια από την αρ­χι­κή σύλ­λη­ψή του.

Σε άλ­λο ση­μείο της ίδιας συ­νέ­ντευ­ξης, γί­νε­ται ο πα­ρα­κά­τω διά­λο­γος, με επί­κε­ντρό του ό,τι σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κή λε­ζά­ντα κα­τα­γρά­φε­ται ως εξής: «Ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς, επί­μο­νος και μο­να­χι­κός δη­μιουρ­γός, επι­στρέ­φει με­τά δέ­κα χρό­νια με το ‟Παν­δο­χεί­ον της Γερ­τρού­δης” το οποίο θα εκ­δο­θεί στη Γερ­μα­νία»:

[Αλ. Σ.:] Για­τί ένιω­σες την ανά­γκη να μι­λή­σεις αυ­τή την πε­ρί­ο­δο;
[Γ.Χ.] Θα επα­να­λά­βω αυ­τό που εί­πα πριν από εν­νέα χρό­νια. Όπως λέ­ει ο για­τρός Ινε­ό­της: «Γρά­φω το τε­λευ­ταίο βι­βλίο στον κό­σμο». Έγρα­ψα την τε­λευ­ταία νου­βέ­λα, όπως πι­στεύω: το «Gertrudenhof».
[Αλ. Σ.:] Το οποίο θα κυ­κλο­φο­ρή­σει στην Ελ­λά­δα;
[Γ.Χ.] Δεν ξέ­ρω, ει­λι­κρι­νά δεν ξέ­ρω. Δεν θέ­λω φυ­σι­κά να υπο­τι­μή­σω τους Έλ­λη­νες ανα­γνώ­στες. Οι Γερ­μα­νοί εκ­δό­τες απο­φά­σι­σαν πρώ­τα να το βγά­λουν. Ήδη, έχει με­τα­φρα­στεί και ο «Εχθρός του ποι­η­τή», και θα βγουν μα­ζί. Ελ­πί­ζω να ακο­λου­θή­σουν και οι Έλ­λη­νες.
[Αλ. Σ.:] Στην Γερ­μα­νία, και όχι στην Ελ­λά­δα… Το βι­βλίο σου το έγρα­ψες στο εξω­τε­ρι­κό.
[Γ.Χ.] Πρέ­πει να φεύ­γεις από την Ελ­λά­δα για να γρά­φεις για την Ελ­λά­δα. Εδώ έχω βα­ρε­θεί να ακούω ότι εί­μαι δυσ­νό­η­τος, δύ­σκο­λος… Ποιος τους εί­πε ότι η λο­γο­τε­χνία εί­ναι εύ­κο­λο πράγ­μα;[8]

Στις πα­ρα­πά­νω πλη­ρο­φο­ρί­ες των δύο συ­νε­ντεύ­ξε­ων προ­σθέ­τω μία ακό­μα, λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρη. Ο Στα­μά­της επι­σκέ­φθη­κε τον Χει­μω­νά τον Οκτώ­βριο του 1999 στο Ευ­γε­νί­δειο Θε­ρα­πευ­τή­ριο, όπου νο­ση­λευό­ταν, και η τό­τε συ­ζή­τη­σή τους απο­τυ­πώ­θη­κε στη συ­νέ­ντευ­ξη που δη­μο­σιεύ­τη­κε τον επό­με­νο μή­να. Ο Στα­μά­της, λοι­πόν, στο νε­ό­τε­ρο κεί­με­νό του με τί­τλο «Γιώρ­γος Χει­μω­νάς. Ο ποι­η­τής του λό­γου», δη­μο­σιευ­μέ­νο τον Σε­πτέμ­βριο του 2000, με­ρι­κούς μή­νες ύστε­ρα από τον θά­να­το του Χει­μω­νά, ανέ­τρε­ξε στην πε­ρί­στα­ση της συ­νέ­ντευ­ξης και θυ­μή­θη­κε, με­τα­ξύ άλ­λων:

Μι­λά­με για το τε­λευ­ταίο του κεί­με­νο, το «Gertdudenhoff», ένα roman a fleuve 92 σε­λί­δων που το έγρα­φε και το ξα­να­έ­γρα­φε ώσπου όταν το τέ­λειω­σε έκα­νε μια εντε­λώς ιδιο­συ­γκρα­σια­κή δια­νο­μή στο Πα­ρί­σι…[9]

Σχο­λιά­ζω συ­νο­πτι­κά όλες τις πα­ρα­πά­νω πλη­ρο­φο­ρί­ες, από την από­στα­ση του χρό­νου. Ξε­κι­νώ από εκεί­νες γύ­ρω από τη σχε­δια­ζό­με­νη ή επι­κεί­με­νη έκ­δο­ση. Αυ­τές βα­σί­ζο­νται προ­φα­νώς στην πρό­θε­ση του Χει­μω­νά να προ­βλη­θεί δη­μο­σιο­γρα­φι­κά το έρ­γο με την προ­α­ναγ­γε­λία της έκ­δο­σής του. Μά­λι­στα γί­νε­ται μνεία ακό­μα και του αριθ­μού των σε­λί­δων του («ένα roman a fleuve 92 σε­λί­δων», χω­ρίς να διευ­κρι­νί­ζε­ται αν ο αριθ­μός αφο­ρά τις σε­λί­δες του χει­ρο­γρά­φου ή του βι­βλί­ου). Αλ­λά η προ­α­ναγ­γε­λία ότι το έρ­γο θα εκ­δο­θεί μέ­χρι το τέ­λος του 1999, και μά­λι­στα στη Γερ­μα­νία (ασα­φώς, πά­ντως, αφού γί­νε­ται λό­γος για «γερ­μα­νούς εκ­δό­τες»), συ­νε­πώς και η έν­δει­ξη ότι εί­χε ολο­κλη­ρω­θεί στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα και εί­χε με­τα­φρα­στεί ή έστω με­τα­φρα­ζό­ταν, δεν επα­λη­θεύ­τη­καν ού­τε στο τέ­λος του έτους ού­τε αρ­γό­τε­ρα. Επί­σης, πα­ρά το ότι δί­νε­ται ρη­τά η πλη­ρο­φο­ρία ότι «ήδη, έχει με­τα­φρα­στεί» το προη­γού­με­νο έρ­γο του Χει­μω­νά, Ο εχθρός του ποι­η­τή (1990), και αυ­τή η πλη­ρο­φο­ρία απο­δεί­χθη­κε του­λά­χι­στον ανα­κρι­βής, κα­θώς η γερ­μα­νι­κή με­τά­φρα­ση του εν λό­γω αφη­γή­μα­τος εκ­δό­θη­κε στη Γερ­μα­νία πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 2017.[10] Πα­ρα­τη­ρώ, τέ­λος, στις δύο συ­νε­ντεύ­ξεις ασά­φεια ως προς τον τί­τλο του έρ­γου και επί­σης ως προς τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό του: στην πρώ­τη ανα­φέ­ρε­ται ως μυ­θι­στό­ρη­μα και στη δεύ­τε­ρη ως νου­βέ­λα. Πά­ντως, η πλη­ρο­φο­ρία του Στα­μά­τη εί­ναι ρη­τή: το έρ­γο «τέ­λειω­σε».
Τα πρό­σω­πα που δυ­νη­τι­κά θα μπο­ρού­σαν να συν­δε­θούν με τα πα­ρα­πά­νω, εί­τε με τη με­τά­φρα­ση εί­τε και με την έκ­δο­ση του έρ­γου στη Γερ­μα­νία, εί­ναι τρία: η φι­λό­λο­γος νε­ο­ελ­λη­νί­στρια και με­τα­φρά­στρια Νί­κη Αϊ­ντε­νάιερ, η με­τα­φρά­στρια Δα­νάη Κουλ­μά­ση και η γερ­μα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας και δη­μο­σιο­γρά­φος Karin Hempel-Soos (1939-2009). Η πρώ­τη, μα­ζί με τον σύ­ζυ­γό της, φι­λό­λο­γο νε­ο­ελ­λη­νι­στή Χανς Αϊ­ντε­νάιερ, εί­χαν κα­λέ­σει τον Χει­μω­νά στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Κο­λω­νί­ας, όπου συ­ζή­τη­σαν μα­ζί του, όπως και άλ­λοι νε­ο­ελ­λη­νι­στές και φοι­τη­τές, στις 29 Οκτω­βρί­ου 1989. Το απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νο κεί­με­νο εκεί­νης της ομι­λί­ας-συ­ζή­τη­σης εκ­δό­θη­κε, ύστε­ρα από τον θά­να­το του Χει­μω­νά, το 2001, στο βι­βλίο Το ένα­το μά­θη­μα για τον Λό­γο.[11] Απόρ­ροια εκεί­νου του τα­ξι­διού ήταν να δρο­μο­λο­γη­θούν οι με­τα­φρά­σεις στη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα δύο αφη­γη­μα­τι­κών έρ­γων του Χει­μω­νά. Συ­γκε­κρι­μέ­να, σε βι­βλίο που εκ­δό­θη­κε το 1990 η Αϊ­ντε­νάιερ με­τέ­φρα­σε δύο από τα τρία κεί­με­να των Ταξιδιών μου, ενώ το τρί­το κεί­με­νο των Τα­ξι­διών και το Μυ­θι­στό­ρη­μα με­τέ­φρα­σε η Δα­νάη Κουλ­μά­ση.[12] Η Κουλ­μά­ση ήταν ήδη δό­κι­μη με­τα­φρά­στρια ελ­λη­νι­κών λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων στα γερ­μα­νι­κά.[13] Την Hempel-Soos, τέ­λος, ο Χει­μω­νάς ίσως την γνώ­ρι­σε όταν επι­σκέ­φθη­κε την Κο­λω­νία το 1993, όπως μαρ­τυ­ρεί αντί­τυ­πο ποι­η­τι­κού βι­βλί­ου της, εκ­δε­δο­μέ­νου τον Ια­νουά­ριο του 1993 στη Βόν­νη, το οποίο σώ­θη­κε στο αρ­χείο Χει­μω­νά και το οποίο πι­θα­νό­τα­τα του δώ­ρι­σε η Hempel-Soos.[14] Κα­μία, λοι­πόν, από τις τρεις, την Αϊ­ντε­νάιερ, την Κουλ­μά­ση και την Hempel-Soos, δεν μαρ­τυ­ρά τα λε­γό­με­να του Χει­μω­νά ή έστω κά­τι σχε­τι­κό με αυ­τά, όπως τα γνω­ρί­σα­με από τη συ­νέ­ντευ­ξη στον Στα­μά­τη. Τέ­λος, προ­σθέ­τω εδώ ένα εν­δια­φέ­ρον και άγνω­στο μέ­χρι σή­με­ρα στοι­χείο, που σώ­ζε­ται στο αρ­χείο Χει­μω­νά. Η Hempel-Soos σε επι­στο­λή της, γραμ­μέ­νη στα γερ­μα­νι­κά, με ημε­ρο­μη­νία 11 Ια­νουα­ρί­ου 1999, σε επι­στο­λό­χαρ­το του «Haus der Sprache und Literarur» της Βόν­νης (η Hempel-Soos δι­ηύ­θυ­νε τον φο­ρέα από την ίδρυ­σή του, το 1994, μέ­χρι τον θά­να­τό της, τον Οκτώ­βριο του 2009), μα­ζί με ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση της επι­στο­λής από την Κουλ­μά­ση, απηύ­θυ­νε στον Χει­μω­νά πρό­σκλη­ση να πά­ει τον Μάρ­τιο στην Κο­λω­νία για να συμ­με­τά­σχει σε δύο εκ­δη­λώ­σεις˙ συ­γκε­κρι­μέ­να, τον προ­σκά­λε­σε να πα­ρου­σιά­σει στις 14 Μαρ­τί­ου τον Για­τρό Ινε­ό­τη ή τον Εχθρό του ποι­η­τή˙ σε αυ­τά η Hempel-Soos συ­μπλή­ρω­σε: «Ίσως όμως να έχεις γρά­ψει κά­τι και­νούρ­γιο, που να ται­ριά­ζει με την σκέ­ψη και την ανά­σα αυ­τών των κει­μέ­νων» (η με­τά­φρα­ση της Κουλ­μά­ση). Ο Χει­μω­νάς αντα­πο­κρί­θη­κε σ’ αυ­τή την πρό­σκλη­ση, όπως μαρ­τυ­ρούν φω­το­γρα­φί­ες του χρο­νο­λο­γη­μέ­νες στις 24 Μαρ­τί­ου 1999, έξω από το Ακα­δη­μαϊ­κό Μου­σείο Τέ­χνης στη Βόν­νη.[15] Πά­ντως, τό­σο τα γρα­φό­με­να της Hempel-Soos όσο και συ­νο­δευ­τι­κό ση­μεί­ω­μα της Κουλ­μά­ση, με ημε­ρο­μη­νία 21 Ια­νουα­ρί­ου 1999, όπου γρά­φει στον Χει­μω­νά: «Θα ήταν θαυ­μά­σιο αν έρ­θεις. […] Θα μπο­ρού­σες να έρ­θεις και έτσι, χω­ρίς κο­πια­στι­κή προ­ε­τοι­μα­σία», δεν δεί­χνουν τό­σο η ποι­ή­τρια όσο και η με­τα­φρά­στρια, φί­λες του Χει­μω­νά, να γνώ­ρι­ζαν κά­τι για με­τά­φρα­ση ή επι­κεί­με­νη έκ­δο­ση νέ­ου έρ­γου του, και ιδί­ως του έρ­γου. Η γρα­φή και η ύπαρ­ξη, βέ­βαια, του έρ­γου δη­λώ­νο­νται ήδη από το 1996. Να άλ­λα­ξε κά­τι μέ­σα στους επό­με­νους δύο μή­νες, από τον Μάρ­τιο, όταν ο Χει­μω­νάς πή­γε στη Βόν­νη, μέ­χρι τον Μάιο, όταν δό­θη­κε η συ­νέ­ντευ­ξη στην Χαρ­του­λά­ρη; Μή­πως ήταν αυ­τό το νέο τα­ξί­δι στη Γερ­μα­νία που πα­ρα­κί­νη­σε τον Χει­μω­νά να ξα­να­πιά­σει και να ολο­κλη­ρώ­σει το, επί έτη δη­λω­μέ­νο ως «ανέκ­δο­το», έρ­γο; Δια­θέ­σι­μα στοι­χεία δεί­χνουν ότι ο Χει­μω­νάς πή­γαι­νε συ­χνά στη Γερ­μα­νία και πριν και κυ­ρί­ως με­τά το 1993. Γνω­ρί­ζου­με ότι στο διά­στη­μα 23-25 Απρι­λί­ου του 1996 συμ­με­τεί­χε σε εκ­δη­λώ­σεις στο Αμ­βούρ­γο και το Βε­ρο­λί­νο,[16] ενώ υπάρ­χει φω­το­γρα­φία του που έβγα­λε η Hempel-Soos στη Βόν­νη στις 6 Νο­εμ­βρί­ου 1996.[17] Τον Νο­έμ­βριο 1996 εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που το έρ­γο ανα­φέ­ρε­ται στα «Ανέκ­δο­τα έρ­γα» του. Αλ­λά σ’ αυ­τά τα τα­ξί­δια του στη Γερ­μα­νία, που έγι­ναν με­τά το 1993, ο Χει­μω­νάς δεν μι­λού­σε στις φί­λες του εκεί για το έρ­γο;

Περ­νώ στον σχο­λια­σμό του πε­ριε­χο­μέ­νου του έρ­γου. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες στις δύο συ­νε­ντεύ­ξεις εί­ναι συ­γκλί­νου­σες, αλ­λά πε­ριο­ρί­ζο­νται στην πα­ρου­σί­α­ση της βα­σι­κής ιδέ­ας του, χω­ρίς να ανα­πτύσ­σε­ται η πλο­κή της ιστο­ρί­ας – εί­ναι άρα­γε ακό­μα η πλο­κή ασχη­μά­τι­στη, έξι χρό­νια ύστε­ρα από την αρ­χι­κή σύλ­λη­ψη του έρ­γου και ενώ προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται η έκ­δο­σή του; Η βα­σι­κή ιδέα, λοι­πόν, εί­ναι η υπο­κα­τά­στα­ση του πραγ­μα­τι­κού συγ­γρα­φέα, αυ­τού που λέ­με βιο­γρα­φι­κό υπο­κεί­με­νο, από το δη­μιούρ­γη­μά του, τον χα­ρα­κτή­ρα μυ­θο­πλα­σια­κών αφη­γη­μά­των του. Ένας μυ­θο­πλα­σια­κός χα­ρα­κτή­ρας γί­νε­ται ένας «συγ­γρα­φέ­ας». Κι αυ­τός εί­ναι ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας στο έρ­γο. Ο πολ­λα­πλα­σια­σμός αυ­τής της υπο­κα­τά­στα­σης δη­μιουρ­γεί στο έρ­γο αυ­τούς τους, κλη­ρο­δο­τη­μέ­νους από τη λο­γο­τε­χνι­κή μνή­μη, χα­ρα­κτή­ρες που γί­νο­νται ‟πραγ­μα­τι­κά” πρό­σω­πα και «κα­τα­φεύ­γουν» στο «άσυ­λο» του σπι­τιού της Γερ­τρού­δης, σε ένα εί­δος, θα έλε­γα, ιδε­ώ­δους κοι­νο­βί­ου της λο­γο­τε­χνί­ας. Αλ­λά τι γί­νε­ται από εκεί και πέ­ρα, τι κά­νουν εκεί όλοι αυ­τοί οι εκλε­κτοί και οι εκλε­κτές; Αυ­τά μέ­νουν άδη­λα στις συ­νε­ντεύ­ξεις. Εξάλ­λου, όπως δια­βά­ζου­με στην πρώ­τη συ­νέ­ντευ­ξη, «αυ­τό εί­ναι μό­νο η αρ­χή της νου­βέ­λας…». Επί­σης η πλη­ρο­φο­ρία του Στα­μά­τη ότι ο Χει­μω­νάς το έρ­γο «το έγρα­φε και το ξα­να­έ­γρα­φε ώσπου όταν το τέ­λειω­σε έκα­νε μια εντε­λώς ιδιο­συ­γκρα­σια­κή δια­νο­μή στο Πα­ρί­σι…» δεν αντι­λαμ­βά­νο­μαι τι ακρι­βώς πε­ρι­γρά­φει: το έρ­γο ολο­κλη­ρώ­θη­κε, αφού η γρα­φή του πέ­ρα­σε από διά­φο­ρα στά­δια επε­ξερ­γα­σί­ας, στο Πα­ρί­σι, όπου ο Χει­μω­νάς έμε­νε κα­τά δια­στή­μα­τα από το 1998, τα δύο επό­με­να χρό­νια, μέ­χρι τον θά­να­τό του˙ αλ­λά τι ση­μαί­νει η «εντε­λώς ιδιο­συ­γκρα­σια­κή δια­νο­μή» του; Ότι ο Χει­μω­νάς το διέ­νει­με σε κά­ποιους; Ποιοι ήταν αυ­τοί ή αυ­τές; Για­τί δεν γνω­ρί­ζου­με μέ­χρι σή­με­ρα κα­νέ­ναν;

Στο «Χρο­νο­λό­γιο βί­ου και έρ­γου», το 2005, εί­χα γρά­ψει κα­τά λέ­ξη, για την πε­ρί­ο­δο λί­γο πριν από τον θά­να­το του Χει­μω­νά και για τη σχέ­ση εκεί­νης της πε­ριό­δου με το έρ­γο:

Πρώ­το δε­κα­ή­με­ρο Ια­νουα­ρί­ου [του 2000]. Ανα­χω­ρεί για το Πα­ρί­σι. Σ’ ένα μαύ­ρο χαρ­το­φύ­λα­κα, που με­τα­φέ­ρει μα­ζί του σ’ όλα τα τα­ξί­δια, βρί­σκο­νται το χει­ρό­γρα­φο του βι­βλί­ου του Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης (Gertrudenhof), κα­θώς και διά­φο­ρα άλ­λα χει­ρό­γρα­φα.[18]

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον μαύ­ρο χαρ­το­φύ­λα­κα και το χει­ρό­γρα­φο του έρ­γου μού δό­θη­καν από την κα­τά τεκ­μή­ριο αξιό­πι­στη μάρ­τυ­ρά τους Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, τη σύ­ζυ­γο του Χει­μω­νά. Ο Χει­μω­νάς πέ­θα­νε σε ενά­μι­ση πε­ρί­που μή­να αφό­του πή­γε στο Πα­ρί­σι, στις 27 Φε­βρουα­ρί­ου 2000. Δύο ημέ­ρες ύστε­ρα από τον θά­να­τό του, σε ρε­πορ­τάζ της δη­μο­σιο­γρά­φου Έλε­νας Δ. Χα­τζη­ιω­άν­νου υπάρ­χει μία ενό­τη­τα, με τί­τλο «“Γερ­τρού­δη”: το κύ­κνειο άσμα», που ανα­φέ­ρε­ται στο έρ­γο – απο­μο­νώ­νω τις ση­μαί­νου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες και απα­λεί­φω όσες ανα­τρέ­χουν σε προη­γού­με­να δη­μο­σιεύ­μα­τα:

Το μοι­ραίο τέ­λος δό­θη­κε στο Πα­ρί­σι. […] Εκεί εί­χε ολο­κλη­ρώ­σει την τε­λευ­ταία του νου­βέ­λα, «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης». [...] To «Σπί­τι της Γερ­τρού­δης» θα το έφερ­νε μα­ζί του την Κυ­ρια­κή 5 Μαρ­τί­ου, που εί­χε προ­γραμ­μα­τί­σει να επι­στρέ­ψει σπί­τι του, στην Αθή­να.[19]

Ο Χει­μω­νάς κη­δεύ­τη­κε με δη­μό­σια δα­πά­νη στις 2 Μαρ­τί­ου στο πρώ­το νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών. Πα­ρα­θέ­τω ξα­νά από το «Χρο­νο­λό­γιο βί­ου και έρ­γου» τη συ­νέ­χεια της τύ­χης του έρ­γου:

Σε μι­κρή χρο­νι­κή από­στα­ση από την κη­δεία, η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη και η Κά­τια Λε­μπέ­ση, εκ­δό­τρια του «Κέ­δρου», πη­γαί­νουν στο Πα­ρί­σι, με σκο­πό να συ­γκε­ντρώ­σουν και να με­τα­φέ­ρουν τα υπάρ­χο­ντα του Χει­μω­νά από το μι­κρό δια­μέ­ρι­σμα [στην οδό De Longchamp, αρ. 33, 75016] που νοί­κια­ζε στη γαλ­λι­κή πρω­τεύ­ου­σα. Ωστό­σο στο δια­μέ­ρι­σμα, που επι­σκέ­πτο­νται μα­ζί με τη Να­τά­σα Τσου­κα­λά, τον Ηλία Πού­λο και τον Μπερ­τράν Λα­ζε­νές, δεν υπάρ­χει κα­νέ­να χει­ρό­γρα­φο του συγ­γρα­φέα.[20]

Συ­μπλη­ρώ­νω, ού­τε ο μαύ­ρος χαρ­το­φύ­λα­κας, όπως η ίδια η Ανα­γνω­στά­κη αφη­γή­θη­κε τό­σο σε εμέ­να όσο και σε διά­φο­ρα άλ­λα πρό­σω­πα. Το χει­ρό­γρα­φο, λοι­πόν, του έρ­γου εξα­φα­νί­στη­κε.

Σε από­στα­ση ενός πε­ρί­που χρό­νου από τον θά­να­το του Χει­μω­νά, στις 11 Μαρ­τί­ου 2001, ο Δ.Ν. Μα­ρω­νί­της σε επι­φυλ­λί­δα του στην εφη­με­ρί­δα Το Βή­μα ανα­κί­νη­σε το ζή­τη­μα της τύ­χης του έρ­γου, γρά­φο­ντας τα εξής:

Ο αλ­λό­κο­τος χα­μός του Χει­μω­νά συ­μπα­ρέ­συ­ρε στον αφα­νι­σμό και όλα τα χαρ­τιά του. Ανά­με­σά τους και το αφή­γη­μα «Γερ­τρού­δη», που ο ίδιος, όσο ξέ­ρω, το φα­ντά­στη­κε σαν κο­ρυ­φή ή και σαν χα­ρά­δρα της ζω­ής και της γρα­φής του. Κά­ποιοι βο­λι­κά μι­λούν για βι­βλίο-φά­ντα­σμα· αλ­λά οι κο­ντι­νοί του Γιώρ­γου ξέ­ρουν πως η «Γερ­τρού­δη» εί­χε γρα­φεί, έστω γρα­φό­ταν, αφού εί­χαν ακού­σει να τους δια­βά­ζει ο ίδιος κά­ποιες σε­λί­δες της. Τι έγι­νε στο με­τα­ξύ το χει­ρό­γρα­φο, ένας Θε­ός το ξέ­ρει.[21]

Ο Μα­ρω­νί­της έθε­σε πρώ­τος το ζή­τη­μα της αντι­γνω­μί­ας ανά­με­σα σε όσους υπο­στή­ρι­ζαν ότι το έρ­γο ήταν «βι­βλίο-φά­ντα­σμα» και τους «κο­ντι­νούς του Γιώρ­γου» που ήξε­ραν ότι το έρ­γο υπήρ­χε. Από τη δια­τύ­πω­ση γί­νε­ται σα­φές ότι ο Μα­ρω­νί­της τάσ­σε­ται υπέρ της δεύ­τε­ρης άπο­ψης, πα­ρα­τη­ρώ, όμως, στην πε­ρι­γρα­φή του ση­μεία ασά­φειας: «εί­χε γρα­φεί», «γρα­φό­ταν», «κά­ποιες σε­λί­δες»˙ ακό­μα και ο τί­τλος του έρ­γου, γρά­φε­ται ασα­φώς, «Γερ­τρού­δη».
Δύο εβδο­μά­δες αρ­γό­τε­ρα από την επι­φυλ­λί­δα του Μα­ρω­νί­τη, στις 25 Μαρ­τί­ου 2001, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο κυ­ρια­κά­τι­κο φύλ­λο της εφη­με­ρί­δας Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, το ρε­πορ­τάζ της δη­μο­σιο­γρά­φου Σταυ­ρού­λας Πα­πα­σπύ­ρου, «Τα χα­μέ­να χει­ρό­γρα­φα του Χει­μω­νά», αφορ­μή του οποί­ου στά­θη­κε ακρι­βώς η επι­φυλ­λί­δα του Μα­ρω­νί­τη. Εκεί, σε ό,τι αφο­ρά το έρ­γο δια­βά­ζου­με κυ­ρί­ως τις εξής πλη­ρο­φο­ρί­ες που με­τα­φέ­ρουν λε­γό­με­να της εκ­δό­τριας του «Κέ­δρου» Κά­τιας Λε­μπέ­ση (1948-2015) στη δη­μο­σιο­γρά­φο:

Τα χει­ρό­γρα­φα […] της νου­βέ­λας «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης» […] λες και τα κα­τά­πιε η γη! Ο Χει­μω­νάς δεν φω­το­τυ­πού­σε τα γρα­πτά του, λέ­ει η εκ­δό­τρια του «Κέ­δρου» Κά­τια Λε­μπέ­ση. «Στο μαύ­ρο χαρ­το­φύ­λα­κα που κου­βα­λού­σε σ’ όλες του τις με­τα­κι­νή­σεις, εί­χε πά­ντο­τε τα πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να. Τη ‟Γερ­τρού­δη” τη δού­λευε σχε­δόν δέ­κα χρό­νια. Λί­γο πριν ανα­χω­ρή­σει για τε­λευ­ταία φο­ρά για το Πα­ρί­σι, μου εί­χε πει: ‟Μό­λις επι­στρέ­ψω θα σου φέ­ρω το βι­βλίο. Δεν θέ­λω ακό­μα να το απο­χω­ρι­στώ”. Μου άφη­σε μό­νο ένα ιδιό­χει­ρο σχε­δί­α­σμα εξω­φύλ­λου... Απ’ ό,τι έμα­θα αρ­γό­τε­ρα από τη Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, σε τη­λε­φω­νι­κή τους επι­κοι­νω­νία τις πα­ρα­μο­νές του ξαφ­νι­κού θα­νά­του του, δή­λω­νε εν­θου­σια­σμέ­νος. Εί­χε βρει λύ­ση και για το μο­να­δι­κό πρό­βλη­μα που του εί­χε απο­μεί­νει. Ήταν έτοι­μος πια για την έκ­δο­ση».[22]

Οι πα­ρα­πά­νω πλη­ρο­φο­ρί­ες κά­νουν λό­γο για σχε­δια­σμό της έκ­δο­σης του έρ­γου, αυ­τή τη φο­ρά στην Ελ­λά­δα και από τον αθη­ναϊ­κό εκ­δο­τι­κό οί­κο, τον Κέ­δρο, όπου ο Χει­μω­νάς εί­χε εκ­δώ­σει όλα τα προη­γού­με­να λο­γο­τε­χνι­κά αφη­γή­μα­τά του. Όπως εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, η Λε­μπέ­ση ήταν αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας της εξα­φά­νι­σης του χει­ρο­γρά­φου του έρ­γου, στο Πα­ρί­σι. Αλ­λά, αν αυ­τές οι πλη­ρο­φο­ρί­ες δια­σταυ­ρω­θούν με εκεί­νες της συ­νέ­ντευ­ξης στον Στα­μά­τη, ανα­ρω­τιό­μα­στε τι απέ­γι­νε, στο με­τα­ξύ, η σχε­δια­ζό­με­νη γερ­μα­νι­κή έκ­δο­ση; Η ελ­λη­νί­δα εκ­δό­τρια δεν γνώ­ρι­ζε κά­τι γι’ αυ­τήν; Επί­σης έχει ση­μα­σία ότι ού­τε η Λε­μπέ­ση εί­χε δει μέ­χρι τό­τε, ενώ συ­νερ­γα­ζό­ταν στα­θε­ρά με τον Χει­μω­νά, χει­ρό­γρα­φο του έρ­γου, έστω μέ­ρους του. Τέ­λος, η πλη­ρο­φο­ρία ότι ο Χει­μω­νάς «εί­χε βρει λύ­ση και για το μο­να­δι­κό πρό­βλη­μα που του εί­χε απο­μεί­νει» δεί­χνει ότι το έρ­γο βρι­σκό­ταν υπό επε­ξερ­γα­σία ακό­μα και λί­γες ημέ­ρες πριν από τον θά­να­το του συγ­γρα­φέα του κι έτσι μπο­ρού­με ίσως να αι­τιο­λο­γή­σου­με και την εκ των πραγ­μά­των διά­ψευ­ση της προ­α­ναγ­γε­λί­ας για έκ­δο­ση στη Γερ­μα­νία μέ­χρι το τέ­λος του 1999.

Σε άλ­λη ενό­τη­τα του ρε­πορ­τάζ της Πα­πα­σπύ­ρου, με τί­τλο «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης», επα­να­λαμ­βά­νο­νται οι γνω­στές από τις δύο συ­νε­ντεύ­ξεις του 1999 πλη­ρο­φο­ρί­ες για την κε­ντρι­κή ιδέα του έρ­γου, για να δο­θεί εντέ­λει η πλη­ρο­φο­ρία ότι «όπως εί­χε δη­λώ­σει [ο Χει­μω­νάς], το “Σπί­τι της Γερ­τρού­δης” θα κυ­κλο­φο­ρού­σε από τον “Κέ­δρο” ως το τέ­λος του 1999». Δεν γνω­ρί­ζω πού και πό­τε ο Χει­μω­νάς δή­λω­σε κά­τι τέ­τοιο.[23] Αντι­θέ­τως, στη συ­νέ­ντευ­ξη στον Στα­μά­τη φέ­ρε­ται να εί­πε: «Οι Γερ­μα­νοί εκ­δό­τες απο­φά­σι­σαν πρώ­τα να το βγά­λουν. [...] Ελ­πί­ζω να ακο­λου­θή­σουν και οι Έλ­λη­νες».
Στο κεί­με­νο της Πα­πα­σπύ­ρου έχει κυ­ρί­ως ση­μα­σία ότι για πρώ­τη φο­ρά τέ­θη­καν δη­μό­σια στο κά­δρο των ερευ­νών για το τι απέ­γι­νε το έρ­γο ο πε­ζο­γρά­φος Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός και η σύ­ζυ­γός του Βά­σω Πα­πα­ντω­νί­ου, ζεύ­γος με το οποίο ο Χει­μω­νάς εί­χε στε­νή σχέ­ση στο διά­στη­μα που βρι­σκό­ταν στο Πα­ρί­σι, όπου επί­σης ζού­σαν ο Βα­σι­λι­κός και η Πα­πα­ντω­νί­ου, ενώ συ­χνά διέ­με­νε στο σπί­τι τους. Συ­γκε­κρι­μέ­να, αφού η Πα­πα­σπύ­ρου αφη­γή­θη­κε την ατε­λέ­σφο­ρη προ­σπά­θεια της Ανα­γνω­στά­κη να βρει στο Πα­ρί­σι το χει­ρό­γρα­φο του έρ­γου και τα υπό­λοι­πα χαρ­τιά του Χει­μω­νά, σχο­λί­α­σε με τρό­πο υπαι­νι­κτι­κά σα­φή:

Εξα­φα­νί­στη­καν, λοι­πόν, τα χει­ρό­γρα­φα: Υπήρ­ξε κά­ποιος που θέ­λη­σε να τα οι­κειο­ποι­η­θεί; Ή μή­πως ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς εί­χε φρο­ντί­σει ο ίδιος να τα κα­τα­στρέ­ψει;

Η Πα­πα­σπύ­ρου επα­νέ­λα­βε, με άλ­λα λό­για, τα πε­ρί αντι­γνω­μί­ας για την ύπαρ­ξη ή μη του έρ­γου, για την οποία πρω­το­έ­γρα­ψε ο Μα­ρω­νί­της, αλ­λά και προ­σέ­θε­σε την εκ­δο­χή της εκού­σιας οι­κειο­ποί­η­σης του χει­ρο­γρά­φου του έρ­γου. Απο­κλεί­ο­ντας, όμως, εν συ­νε­χεία, την εξα­φά­νι­ση-κα­τα­στρο­φή του με υπαί­τιό της τον ίδιο τον Χει­μω­νά:

Ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς μπο­ρεί να εί­χε αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κές τά­σεις, αλ­λά ως άν­θρω­πος, όχι ως συγ­γρα­φέ­ας. Κι ου­δέ­πο­τε κα­τέ­στρε­ψε χει­ρό­γρα­φά του. Γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, και η οι­κο­γέ­νειά του και το φι­λι­κό του πε­ρι­βάλ­λον αρ­νού­νται να απο­δε­χτούν την εξα­φά­νι­σή τους. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες θέ­λουν τις σχέ­σεις ανά­με­σα στο ζεύ­γος Βα­σι­λι­κού και τη σύ­ντρο­φο του Χει­μω­νά ιδιαί­τε­ρα τε­τα­μέ­νες.
Όταν όμως επι­χει­ρή­σα­με να μι­λή­σου­με σχε­τι­κά με το Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό, ει­σπρά­ξα­με μό­νο πέ­ντε λέ­ξεις: «Δεν έχω να πω τί­πο­τα».

Αυ­τό το κα­τα­λη­κτι­κό μέ­ρος του κει­μέ­νου της Πα­πα­σπύ­ρου αφή­νει την υπό­νοια αφε­νός ότι το ερώ­τη­μα «Υπήρ­ξε κά­ποιος που θέ­λη­σε να τα οι­κειο­ποι­η­θεί;» ανα­φέ­ρε­ται στο ζεύ­γος Βα­σι­λι­κού-Πα­πα­ντω­νί­ου και αφε­τέ­ρου ότι η εκ­δο­χή πως ο ίδιος ο Χει­μω­νάς κα­τέ­στρε­ψε το έρ­γο οφεί­λε­ται στο ίδιο ζεύ­γος. Εί­ναι προ­φα­νές ότι η Πα­πα­σπύ­ρου σχο­λί­α­σε ένα ζή­τη­μα γύ­ρω από το οποίο επί ένα πε­ρί­που έτος κυ­κλο­φο­ρού­σαν διά­φο­ρες φή­μες. Αλ­λά αυ­τή η διά­χυ­τη φη­μο­λο­γία ανα­πτύ­χθη­κε αμέ­σως ύστε­ρα από τον θά­να­το του Χει­μω­νά, δια­δό­θη­κε μέ­σω δια­φό­ρων δη­μο­σιευ­μά­των και απο­τυ­πώ­θη­κε, ως ενό­χλη­ση, στο γρα­πτό του Νί­κου Μπα­κου­νά­κη, «Η λυγ­μι­κή όψη της κο­σμι­κό­τη­τας», γραμ­μέ­νο μία εβδο­μά­δα ύστε­ρα από τον θά­να­το, όπου γί­νε­ται λό­γος για

ένα πλή­θος άχρη­στων πλη­ρο­φο­ριών κλει­δα­ρό­τρυ­πας: ποιοι συ­νό­δευ­σαν τη σο­ρό (το ζεύ­γος Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού, Βά­σως Πα­πα­ντω­νί­ου), ποιοι την πα­ρέ­λα­βαν στο αε­ρο­δρό­μιο, για­τί η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη πε­ρί­με­νε στο νε­κρο­τα­φείο, για­τί οι Βα­σι­λι­κός-Πα­πα­ντω­νί­ου επέ­στρε­ψαν στο Πα­ρί­σι με την ίδια πτή­ση και δεν συ­να­ντή­θη­καν με την Ανα­γνω­στά­κη [...].[24]

Στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, η γε­νι­κή άπο­ψη για το έρ­γο πα­ρέ­μει­νε ότι αυ­τό υπήρ­ξε, αλ­λά εντέ­λει χά­θη­κε ανε­ξή­γη­τα. Αλ­λά και η εκ­δο­χή της αθέ­μι­της οι­κειο­ποί­η­σής του χει­ρο­γρά­φου του συ­νε­χί­στη­κε να λέ­γε­ται, να μι­σο­λέ­γε­ται ή και, ενί­ο­τε, να γρά­φε­ται. Έτσι, την ίδια επο­χή με το κεί­με­νο της Πα­πα­σπύ­ρου ή λί­γο αρ­γό­τε­ρα, το 2001 επί­σης, ο ζω­γρά­φος, ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος και με­τα­φρα­στής Αλέ­ξαν­δρος Ίσα­ρης, φί­λος του Χει­μω­νά από πα­λιά, έγρα­ψε:

Κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει τι απέ­γι­ναν αυ­τά τα γρα­πτά [Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης, Προ­μη­θέ­ας Λυό­με­νος, Φαί­δρα], που αν δεν κα­τα­στρά­φη­καν από τον ίδιο τον δη­μιουρ­γό τους, πράγ­μα που αδυ­να­τώ να πι­στέ­ψω, θα πρέ­πει να βρί­σκο­νται στα χέ­ρια κά­ποιου ή κά­ποιων, που άγνω­στο για ποιους λό­γους, αρ­νού­νται να τα πα­ρα­δώ­σουν στους οι­κεί­ους του.[25]

Ο Ίσα­ρης επα­νήλ­θε στο ζή­τη­μα της τύ­χης του έρ­γου με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, τον Οκτώ­βριο του 2005:

Με­τά το θά­να­τό του στις 27 Φε­βρουα­ρί­ου του 2000, δη­μιουρ­γή­θη­κε ένα θέ­μα, που απ’ όσο γνω­ρί­ζω δεν έχει το όμοιό του στην ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Ήταν από και­ρό γνω­στό ότι ο συγ­γρα­φέ­ας του Αδελ­φού ετοί­μα­ζε ένα βι­βλίο που θα εί­χε τον τί­τλο Gertrudenhof ή Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης. Επρό­κει­το να κυ­κλο­φο­ρή­σει πα­ράλ­λη­λα και στη Γερ­μα­νία. Στην Ελ­λά­δα θα το εξέ­δι­δε ο Κέ­δρος. Ο Χει­μω­νάς μι­λού­σε συ­χνά γι’ αυ­τό το βι­βλίο στις συ­νε­ντεύ­ξεις που έδι­νε και, λί­γες μέ­ρες πριν πε­θά­νει στο νο­σο­κο­μείο Αμπρουάζ Πα­ρέ της Βου­λό­νης στο Πα­ρί­σι, ανα­κοί­νω­σε στην Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη πως το εί­χε τε­λειώ­σει. Στις 7 Ια­νουα­ρί­ου μού τη­λε­φώ­νη­σε για να με απο­χαι­ρε­τή­σει και μου εί­πε πως πή­γαι­νε στο Πα­ρί­σι για να ολο­κλη­ρώ­σει αυ­τό το βι­βλίο. Όταν τον ρώ­τη­σα πό­τε θα κυ­κλο­φο­ρού­σε, μου απά­ντη­σε: «Το φθι­νό­πω­ρο».

Όταν λί­γες μέ­ρες με­τά την κη­δεία πή­γαν στο Πα­ρί­σι η γυ­ναί­κα του και η Κά­τια Λε­μπέ­ση για να με­τα­φέ­ρουν τα πράγ­μα­τά του, δεν βρή­καν στο δια­μέ­ρι­σμά του ού­τε μία χει­ρό­γρα­φη ση­μεί­ω­ση. Κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει τι απέ­γι­ναν αυ­τά τα γρα­πτά, που αν δεν κα­τα­στρά­φη­καν από τον ίδιο τον δη­μιουρ­γό τους, πράγ­μα που αδυ­να­τώ να πι­στέ­ψω, θα πρέ­πει να βρί­σκο­νται στα χέ­ρια κά­ποιων, που δεν τα πα­ρέ­δω­σαν ακό­μα στους οι­κεί­ους του.[26]
Ο Ίσα­ρης προ­σέ­θε­σε τον εαυ­τό του στους μάρ­τυ­ρες που γνώ­ρι­ζαν για την ύπαρ­ξη του έρ­γου και για τη σχε­δια­ζό­με­νη έκ­δο­σή του (που αυ­τή τη φο­ρά με­τα­τί­θε­ται προς το τέ­λος του 2000 και αφο­ρά την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση πα­ράλ­λη­λα με τη γερ­μα­νι­κή), με­τα­φέ­ρο­ντας και αυ­τός λε­γό­με­να του Χει­μω­νά. Επι­ση­μαί­νω την ανα­ντι­στοι­χία ανά­με­σα στη δή­λω­ση του Στα­μά­τη ότι το έρ­γο «τέ­λειω­σε» το 1999 και τα γρα­φό­με­να του Ίσα­ρη ότι βρι­σκό­ταν κο­ντά στην ολο­κλή­ρω­σή του και τέ­λειω­σε στο Πα­ρί­σι το 2000. Επί­σης, ως προς την αι­τία της εξα­φά­νι­σης του έρ­γου, ο Ίσα­ρης φαί­νε­ται να κλί­νει προς την εκ­δο­χή της οι­κειο­ποί­η­σης του χει­ρο­γρά­φου από κά­ποιο ή κά­ποια πρό­σω­πα, που πά­ντως δεν κα­το­νο­μά­ζει. Κα­τά τα άλ­λα, οι υπό­λοι­πες πλη­ρο­φο­ρί­ες του κει­μέ­νου του Ίσα­ρη βα­σί­ζο­νται μάλ­λον σε δη­μο­σιεύ­μα­τα.

Τις ίδιες βα­σι­κά πλη­ρο­φο­ρί­ες και κρί­σεις ο Ίσα­ρης επα­νέ­λα­βε και το 2019, στο κεί­με­νό του «Πο­τέ άν­θρω­πος στον κό­σμο δεν στο­λί­στη­κε τό­σο και δεν πα­ρου­σιά­στη­κε».[27] Υπάρ­χουν, όμως, άλ­λα ση­μεία αυ­τού του όψι­μου γρα­πτού τα οποία φαί­νε­ται να μην απο­κλεί­ουν την εκ­δο­χή της εκού­σιας κα­τα­στρο­φής του έρ­γου από τον συγ­γρα­φέα του, λό­γω της αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τάς του:

Ανη­συ­χού­σα πά­ντο­τε για την υγεία του. Μου έλε­γε συ­χνά ότι σ’ όλη του τη ζωή υπέ­φε­ρε από αϋ­πνί­ες, πράγ­μα που τον ανά­γκα­ζε να παίρ­νει βα­ριά υπνω­τι­κά χά­πια. Όλοι στην Αθή­να γνώ­ρι­ζαν ότι εί­χε κά­νει πολ­λές από­πει­ρες αυ­το­κτο­νί­ας και αυ­τό με έκα­νε να τρέ­μω για τη ζωή του. [...] Εκεί­νο το βρά­δυ ο Χει­μω­νάς έκα­νε από­πει­ρα αυ­το­κτο­νί­ας και, όταν πή­γα στο νο­σο­κο­μείο, μου φά­νη­κε τό­σο τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος και αδύ­να­τος, που εί­χα φο­βε­ρές τύ­ψεις που αρ­νή­θη­κα να πάω στο γρα­φείο του για να του κά­νω πα­ρέα.
Σκέ­φτη­κα ότι η ζωή του ήταν μια κό­λα­ση, γι’ αυ­τό επι­ζη­τού­σε τό­σο πο­λύ το θά­να­το.[28]

Αντί­στοι­χες μαρ­τυ­ρί­ες για την αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τα και τις από­πει­ρες αυ­το­κτο­νί­ας του Χει­μω­νά κα­τέ­θε­σε και ο ποι­η­τής, ψυ­χί­α­τρος, συ­νά­δελ­φος και φί­λος του Μα­νό­λης Πρα­τι­κά­κης, το 2021:

Κά­τω από το με­γα­λο­πρε­πές του ύφος βί­ω­νε δρα­μα­τι­κά υπαρ­ξια­κές αγω­νί­ες με ιδέ­ες αυ­το­κα­τα­στρο­φής και αυ­το­ϋ­πο­τί­μη­σης. Λό­γω του πνευ­μα­τι­κού του βά­θους τρα­βού­σε τα πράγ­μα­τα στα άκρα. [...] Με ει­δο­ποί­η­σαν οι συ­νά­δελ­φοί μου ψυ­χί­α­τροι στο Νο­σο­κο­μείο Ελ­λη­νι­κός Ερυ­θρός Σταυ­ρός, όπου ήμουν διευ­θυ­ντής, ξέ­ρο­ντας την φι­λία μου με τον Χει­μω­νά, ότι τον έφε­ραν στα επεί­γο­ντα με ασθε­νο­φό­ρο. Τον βρή­καν, όπως έμα­θα, πε­σμέ­νο σε λα­σπω­μέ­νο δρό­μο, έχο­ντας κα­τα­να­λώ­σει πο­σό­τη­τα αλ­κο­όλ και 5 έως 10 Hipnostedon. Εί­χε απο­κοι­μη­θεί με το τσι­γά­ρο αναμ­μέ­νο, πή­ραν φω­τιά τα σε­ντό­νια και του προ­ξέ­νη­σαν εκτε­τα­μέ­να εγκαύ­μα­τα στο στή­θος, ευ­τυ­χώς όχι σο­βα­ρά.[29]

«Hotel Getrudenhof»




Ύστε­ρα από την εξα­φά­νι­ση του έρ­γου: το αρ­χείο Χει­μω­νά

Από την πα­ρα­πά­νω εξι­στό­ρη­ση της τύ­χης του έρ­γου, από τις πρώ­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες για αυ­τό μέ­χρι την εξα­φά­νι­ση του χει­ρο­γρά­φου του, εξά­γο­νται δύο συ­μπε­ρά­σμα­τα. Το πρώ­το εί­ναι ότι οι προ­ερ­χό­με­νες από τον ίδιο τον Χει­μω­νά ή, ακρι­βέ­στε­ρα μάλ­λον, απο­δι­δό­με­νες σε αυ­τόν πλη­ρο­φο­ρί­ες για το έρ­γο όχι μό­νο δεν επα­λη­θεύ­τη­καν, αλ­λά εί­ναι αντι­κρουό­με­νες ή αντι­φα­τι­κές με­τα­ξύ τους˙ συ­γκε­κρι­μέ­να, ανα­φο­ρι­κά με το αν το έρ­γο τέ­λειω­σε ή βρι­σκό­ταν κο­ντά στην ολο­κλή­ρω­σή του και σχε­τι­κά με το πό­τε και πού προ­γραμ­μα­τι­ζό­ταν να γί­νει η έκ­δο­σή του. Πά­ντως η αντι­φα­τι­κό­τη­τα των πλη­ρο­φο­ριών οφεί­λε­ται στο ότι ο Χει­μω­νάς υπέ­βαλ­λε το έρ­γο σε επε­ξερ­γα­σία, θε­ω­ρώ­ντας κά­ποιες στιγ­μές ότι το τέ­λειω­σε και κά­ποιες άλ­λες όχι ακό­μα. Εξάλ­λου, γνω­ρί­ζου­με ότι ακό­μα και τα όψι­μα αφη­γή­μα­τά του, Τα τα­ξί­δια μου και Ο εχθρός του ποι­η­τή, δεν έχουν αφη­γη­μα­τι­κή συ­νο­χή και γραμ­μι­κή πλο­κή, όπως τα γνω­ρί­ζου­με από τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα των έρ­γων της σύγ­χρο­νής τους πε­ζο­γρα­φί­ας, ακό­μα κι όταν αυ­τά έχουν γνω­ρί­σμα­τα μο­ντέρ­νας τε­χνο­τρο­πί­ας. Συ­νε­πώς, για τον Χει­μω­νά τα κρι­τή­ρια της ολο­κλή­ρω­σης ή μη του έρ­γου ήταν τό­σο ιδιαί­τε­ρα όσο και το συ­νο­λι­κό πε­ζο­γρα­φι­κό έρ­γο του εν γέ­νει. Η δια­δι­κα­σία γρα­φής του έρ­γου εί­ναι συ­γκρί­σι­μη με εκεί­νη άλ­λων ανέκ­δο­των έρ­γων του Χει­μω­νά. Εν­δει­κτι­κό εί­ναι το πα­ρά­δειγ­μα της Απο­κα­λύ­ψε­ως, την οποία με­λέ­τη­σα προ­κει­μέ­νου να την πα­ρου­σιά­σω. Προ­φα­νώς επι­λο­γή του Χει­μω­νά ήταν η κα­τα­γρα­φή της Απο­κα­λύ­ψε­ως στα υπό δη­μο­σί­ευ­ση έρ­γα του, όπως έκα­νε και με το έρ­γο, και ασφα­λώς δι­κή του επι­λο­γή ήταν, εντέ­λει, η μη δη­μο­σί­ευ­σή της, πα­ρά το ότι η Απο­κά­λυ­ψις πα­ρα­στά­θη­κε δη­μό­σια. Οι δια­φο­ρές των τριών μαρ­τυ­ρη­μέ­νων τί­τλων («Απο­κά­λυ­ψις», «Απο­κά­λυ­ψη, η φω­νή μιας γυ­ναί­κας» και «Η γυ­ναί­κα της Πά­τμου») δεί­χνουν πι­θα­νόν την αβε­βαιό­τη­τα του Χει­μω­νά για τον βαθ­μό ολο­κλή­ρω­σης του θε­α­τρι­κού μο­νο­λό­γου του. Ίσως για τον ίδιο λό­γο δεν έλα­βε την από­φα­ση να τον δη­μο­σιεύ­σει. Εξάλ­λου, και άλ­λο λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο του, που εμ­φα­νι­ζό­ταν ως υπό δη­μο­σί­ευ­ση, «Το ημε­ρο­λό­γιο ενός τυ­ράν­νου», με έν­δει­ξη χρό­νου γρα­φής το 1994, έμει­νε ανέκ­δο­το. Η γρα­φή όλων των έρ­γων του, που δη­λώ­νο­νταν επί χρό­νια ως «ανέκ­δο­τα», φαί­νε­ται να διέ­πε­ται από την αμ­φιρ­ρέ­πεια ανά­με­σα στη δη­μιουρ­γία τους και τη μα­ταί­ω­σή της. Εναρ­κτή­ριο ση­μείο αυ­τής της αμ­φιρ­ρέ­πειας πι­στεύω ότι ήταν η εμ­φα­τι­κή δή­λω­ση του Χει­μω­νά ότι δεν πρό­κει­ται να ξα­να­γρά­ψει λο­γο­τε­χνία, στη συ­νέ­ντευ­ξή του στην Έλε­να Δ. Χα­τζη­ιω­άν­νου, ύστε­ρα από την έκ­δο­ση του βι­βλί­ου του Ο εχθρός του ποι­η­τή.[30]

Το δεύ­τε­ρο συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι ότι κα­νείς και κα­μία, πρό­σω­πα λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο κο­ντι­νά στον ίδιο τον Χει­μω­νά και το πε­ρι­βάλ­λον του, ανά­με­σά τους και τα πιο οι­κεία του πρό­σω­πα, όπως η Ανα­γνω­στά­κη και στε­νοί φί­λοι του, ακό­μα κι όταν ήταν πε­πει­σμέ­να ότι το έρ­γο τε­λεί­ω­σε ή σχε­δόν ολο­κλη­ρώ­θη­κε, δεν ήταν σε θέ­ση να βε­βαιώ­σουν με ασφά­λεια εί­τε ότι το άκου­σαν στο σύ­νο­λό του (φί­λοι του Χει­μω­νά τον εί­χαν ακού­σει να δια­βά­ζει στο σπί­τι του στην Αθή­να μέ­ρη του έρ­γου) εί­τε ότι εί­δαν χει­ρό­γρα­φη μορ­φή του έρ­γου λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο ολο­κλη­ρω­μέ­νη. Πά­ντως, χει­ρό­γρα­φο ή χει­ρό­γρα­φα δια­φό­ρων στα­δί­ων επε­ξερ­γα­σί­ας του έρ­γου δεν μπο­ρού­με πα­ρά να θε­ω­ρή­σου­με ότι υπήρ­χαν, όπως επι­βε­βαί­ω­σε εντέ­λει η διά­σω­ση των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων του.
Ύστε­ρα από την έκ­δο­ση των Πε­ζο­γρα­φη­μά­των, το 2005, προ­σπά­θη­σα να βρω πλη­ρο­φο­ρί­ες για την τύ­χη του έρ­γου, συ­ζη­τώ­ντας με διά­φο­ρα πρό­σω­πα κα­τά το μάλ­λον ή ήτ­τον σχε­τι­ζό­με­να με τον Χει­μω­νά. Η όλη προ­σπά­θειά μου κα­τέ­λη­γε στα δύο συ­μπε­ρά­σμα­τα που ήδη ανέ­φε­ρα. Το μό­νο νέο, ασφα­λές και αξιο­ση­μεί­ω­το στοι­χείο προ­έ­κυ­ψε όταν, το φθι­νό­πω­ρο του 2006, αλ­λη­λο­γρα­φή­σα­με με την Δα­νάη Κουλ­μά­ση· τό­τε την ρώ­τη­σα αν γνω­ρί­ζει κά­τι για το έρ­γο. Μου απά­ντη­σε ότι δια­θέ­τει με­ρι­κές φω­το­τυ­πη­μέ­νες χει­ρό­γρα­φες σε­λί­δες του έρ­γου, προ­ερ­χό­με­νες από την Hempel-Soos, και πρό­κει­ται να τις στεί­λει στην Ανα­γνω­στά­κη. Ωστό­σο, στο επό­με­νο διά­στη­μα, η Ανα­γνω­στά­κη, όταν την ρώ­τη­σα σχε­τι­κά, μου απά­ντη­σε ότι δεν έλα­βε επι­στο­λή της Κουλ­μά­ση. Θε­ω­ρώ σκό­πι­μο να πλη­ρο­φο­ρή­σω ότι όσο και­ρό συ­νερ­γα­ζό­μουν για την προ­ε­τοι­μα­σία του τό­μου των Πε­ζο­γρα­φη­μά­των με την Ανα­γνω­στά­κη στο σπί­τι της, πα­ρά την άρι­στη σχέ­ση μας και το ότι μου διέ­θε­τε, ιδί­ως για τη σύ­ντα­ξη του χρο­νο­λο­γί­ου και της ερ­γο­γρα­φί­ας-βι­βλιο­γρα­φί­ας του Χει­μω­νά, κει­με­νι­κό και φω­το­γρα­φι­κό υλι­κό, δεν μου επέ­τρε­ψε, ενώ της το ζη­τού­σα, να έχω άμε­ση πρό­σβα­ση στο χει­ρό­γρα­φο και έντυ­πο υλι­κό που βρι­σκό­ταν στο σπί­τι, επι­κα­λού­με­νη διά­φο­ρα προ­σκόμ­μα­τα.
Σε από­στα­ση δύο σχε­δόν δε­κα­ε­τιών από τον θά­να­το του Χει­μω­νά, τον Μάιο του 2018, το γε­γο­νός που ση­μα­το­δό­τη­σε μια νέα αφε­τη­ρία για τη με­λέ­τη και τη διά­δο­ση του έρ­γου του ήταν η από­φα­ση του γιου του Θα­νά­ση Χει­μω­νά να πα­ρα­χω­ρή­σει τα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα των γο­νιών του στο Ερ­γα­στή­ριο Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας, που λει­τουρ­γεί ως ερευ­νη­τι­κή και εκ­παι­δευ­τι­κή μο­νά­δα του Το­μέα Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας του Εθνι­κού και Κα­πο­δι­στρια­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών.[31] Έχω πε­ρι­γρά­ψει σε τρία κεί­με­νά μου την κα­τά­στα­ση στην οποία πα­ρα­λή­φθη­καν τα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα και την ερ­γα­σία που έγι­νε από εμέ­να, τη Μα­ρία Ρώ­τα και την τό­τε υπο­ψή­φια δι­δά­κτο­ρα Μά­ρα Ψάλ­τη για τον δια­χω­ρι­σμό των δύο αρ­χεί­ων, του Χει­μω­νά και της Ανα­γνω­στά­κη, και την πρώ­τη τα­ξι­νό­μη­σή τους.[32] Η ερ­γα­σία αυ­τή συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα. Επί­σης στα ίδια κεί­με­να πε­ριέ­γρα­ψα γε­νι­κά το αρ­χείο Χει­μω­νά. Με­τα­φέ­ρω εδώ τις βα­σι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για αυ­τό:

Προ­φα­νώς το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο και ερευ­νη­τι­κά αξιο­ποι­ή­σι­μο τμή­μα του αρ­χεί­ου του Χει­μω­νά εί­ναι τα χει­ρό­γρα­φά του. Πολ­λά από αυ­τά πα­ρα­δί­δουν επε­ξερ­γα­σμέ­νες με­τα­φρά­σεις του της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας και σαιξ­πη­ρι­κών έρ­γων – εί­ναι γνω­στό ότι τα χει­ρό­γρα­φα των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ζο­γρα­φη­μά­των του εί­χε τη συ­νή­θεια να τα χα­ρί­ζει σε φι­λι­κά του πρό­σω­πα. Υπάρ­χουν, όμως, και πολ­λά άλ­λα χει­ρό­γρα­φα που από μια πρώ­τη ανά­γνω­σή τους εί­ναι κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα ανέκ­δο­τα και αρ­κε­τά συ­γκα­τα­λέ­γο­νται στην κα­τη­γο­ρία των λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων. Ορι­σμέ­να ανέκ­δο­τα μάς εί­ναι γνω­στά από πα­λιά ως έρ­γα υπό συγ­γρα­φή ή και ολο­κλη­ρω­μέ­να. Π.χ. ξε­χω­ρί­ζει και ως προς τον αρ­κε­τά με­γά­λο όγκο του δια­θέ­σι­μου υλι­κού της η Φαί­δρα, η δια­σκευή του ομώ­νυ­μου θε­α­τρι­κού έρ­γου του Ρα­κί­να. Σώ­ζε­ται, επί­σης, ένα εν­νια­σέ­λι­δο δα­κτυ­λό­γρα­φο με ιδιό­γρα­φες διορ­θώ­σεις του θε­α­τρι­κού μο­νο­λό­γου Απο­κά­λυ­ψις, η ελεύ­θε­ρη δια­σκευή της Απο­κα­λύ­ψε­ως του Ιω­άν­νη. Το με­γα­λύ­τε­ρο, όμως, εν­δια­φέ­ρον εντο­πί­ζε­ται στα χει­ρό­γρα­φα μι­κρής έκτα­σης, που συ­γκρο­τούν ένα φαι­νο­με­νι­κό χά­ος σκόρ­πιων γρα­πτών, ολο­κλη­ρω­μέ­νων ή ανο­λο­κλή­ρω­των (π.χ. ο Χει­μω­νάς εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει μια δια­σκευή του Δω­δε­κά­λο­γου του Γύ­φτου του Πα­λα­μά!), που ορι­σμέ­να από αυ­τά άλ­λο­τε λει­τουρ­γούν ως προ­πλά­σμα­τα κι άλ­λο­τε ως συ­νέ­χι­ση ή δια­σκευ­ές των γνω­στών μας πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Αν κά­τι συ­νέ­χει αυ­τό το, εκ πρώ­της όψε­ως, φαι­νο­με­νι­κό χά­ος και συ­νι­στά την κρυ­φή αρ­μο­νία του εί­ναι η πυ­ρε­τώ­δης και τό­σο ανα­γνω­ρί­σι­μη ως μο­να­δι­κή γρα­φή ενός με­γά­λου συγ­γρα­φέα – για­τί αυ­τό ήταν και πα­ρα­μέ­νει ο Χει­μω­νάς. Τέ­λος, σκόρ­πια ανά­με­σα στα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πά του βρέ­θη­καν γύ­ρω στα δέ­κα φύλ­λα που πα­ρα­δί­δουν κει­με­νι­κό υλι­κό του Σπι­τιού της Γερ­τρού­δης.[33]

Ανα­φο­ρι­κά με την τε­λευ­ταία πλη­ρο­φο­ρία, διευ­κρι­νί­ζω ότι ύστε­ρα από την πα­ρα­χώ­ρη­ση του αρ­χεί­ου Χει­μω­νά στο Ερ­γα­στή­ριο Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας και την πρώ­τη τα­ξι­νό­μη­ση του υλι­κού του, ερ­γά­στη­κα με γνώ­μο­να κυ­ρί­ως τον εντο­πι­σμό των ανέκ­δο­των έρ­γων. Απο­τέ­λε­σμα αυ­τής της ερ­γα­σί­ας ήταν η εύ­ρε­ση, με­τα­ξύ άλ­λων, της Απο­κα­λύ­ψε­ως, που δη­μο­σί­ευ­σα το 2021,[34] και των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων του έρ­γου.



«Hotel Getrudenhof»



Τα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα του έρ­γου

Τα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα του έρ­γου βρέ­θη­καν εντε­λώς δια­σκορ­πι­σμέ­να σε διά­φο­ρα ση­μεία του αρ­χεια­κού υλι­κού, κα­τά τέ­τοιο τρό­πο ώστε για να θε­ω­ρή­σω ότι ανή­κουν στο έρ­γο ή συν­δέ­ο­νται με αυ­τό υιο­θέ­τη­σα ως κρι­τή­ριο τη ρη­τή ανα­φο­ρά του τί­τλου του, «Gertrudenhof», σε κά­ποιο ση­μείο του χει­ρο­γρά­φου ή γε­νι­κό­τε­ρα του αρ­χεια­κού τεκ­μη­ρί­ου. Με το κρι­τή­ριο, λοι­πόν, της ρη­τής ανα­φο­ράς του τί­τλου του έρ­γου, τα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα εί­ναι: α) χει­ρό­γρα­φα του Χει­μω­νά, β) σχέ­δια του Χει­μω­νά και γ) δύο επι­στο­λές άλ­λων προ­σώ­πων. Σχε­τι­κά με τον τί­τλο, στα χει­ρό­γρα­φα και στα σχέ­δια το έρ­γο ονο­μά­ζε­ται επτά φο­ρές «Gertrudenhof» (με­τα­ξύ αυ­τών απα­ντούν οι εσφαλ­μέ­νες γρα­φές «Gertrudenhofs» και «Gerdrudenhof») και μό­νο δύο, σε ένα χει­ρό­γρα­φο και σε ένα σχέ­διο, «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης». Ο ελ­λη­νι­κός τί­τλος πα­ρα­δί­δε­ται, λοι­πόν, κυ­ρί­ως από τις συ­νε­ντεύ­ξεις και τις όποιες άλ­λες ανα­φο­ρές του έρ­γου σε ελ­λη­νι­κά έντυ­πα. Εξάλ­λου, αν θε­ω­ρή­σου­με ότι «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης» απο­δί­δει στα ελ­λη­νι­κά το «Gertrudenhof», ο τί­τλος αυ­τός εί­ναι ανα­κρι­βής. Γι’ αυ­τό προ­φα­νώς ο γερ­μα­νο­μα­θής Ίσα­ρης ονο­μά­ζει το έρ­γο «Η αυ­λή της Γερ­τρού­δης», απο­δί­δο­ντας ορ­θό­τε­ρα τον γερ­μα­νι­κό τί­τλο – hof ση­μαί­νει αυ­λή ή, εν προ­κει­μέ­νω, τάγ­μα των Γερ­τρού­δων. Αλ­λά τον Χει­μω­νά φαί­νε­ται να εν­διέ­φε­ρε ιδί­ως η συ­στέ­γα­ση των χα­ρα­κτή­ρων στο «Σπί­τι της Γερ­τρού­δης», προ­σώ­που που εμ­φα­νί­ζε­ται στον ενι­κό αριθ­μό, προ­φα­νώς ταυ­τι­σμέ­νο με την ομώ­νυ­μη ηρω­ί­δα του σαιξ­πη­ρι­κού Άμ­λετ.

Θα ξε­κι­νή­σω την πε­ρι­γρα­φή των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων του έρ­γου από τις δύο επι­στο­λές, κα­θώς αυ­τές πλαι­σιώ­νουν το έρ­γο με ση­μα­ντι­κές πραγ­μα­το­λο­γι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους τό­πους και τους χρό­νους της γρα­φής του. Η πρώ­τη επι­στο­λή, γραμ­μέ­νη στο Πα­ρί­σι σε υπο­λο­γι­στή και χρο­νο­λο­γη­μέ­νη στις 20 Οκτω­βρί­ου 2000, οκτώ μή­νες ύστε­ρα από τον θά­να­το του Χει­μω­νά, στάλ­θη­κε από την ποι­ή­τρια Να­τά­σα Χα­τζη­δά­κι (1946-2017) –φέ­ρει την ιδιό­γρα­φη υπο­γρα­φή της– στην Ανα­γνω­στά­κη. Η επι­στο­λή έχει ως θέ­μα της τη συ­γκέ­ντρω­ση και απο­στο­λή στην Ανα­γνω­στά­κη πά­σης φύ­σε­ως γρα­πτών και άλ­λων χει­ρό­γρα­φων κα­τα­λοί­πων (όπως η τη­λε­φω­νι­κή ατζέ­ντα) του Χει­μω­νά, προ­ερ­χό­με­νων από διά­φο­ρα πρό­σω­πα και πη­γές στη Γαλ­λία· με­τα­ξύ άλ­λων, λοι­πόν, η Χα­τζη­δά­κι έγρα­ψε στην Ανα­γνω­στά­κη: «Όσο για την σύ­νο­ψη της Γερ­τρού­δης, όπου έχω αμ­φι­βο­λί­ες, βά­ζω με­τά την επί­μα­χη λέ­ξη ένα ερω­τη­μα­τι­κό ανά­με­σα σε πα­ρεν­θέ­σεις».[35] Αυ­τή η «Σύ­νο­ψη», τό­σο στην πλη­κτρο­λο­γη­μέ­νη σε υπο­λο­γι­στή δι­σέ­λι­δη με­τα­γρα­φή της από την Χα­τζη­δά­κι όσο και στη φω­το­τυ­πη­μέ­νη γραμ­μέ­νη από τον Χει­μω­νά επί­σης δι­σέ­λι­δη μορ­φή της, βρέ­θη­κε ανά­με­σα στα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα. Η δεύ­τε­ρη επι­στο­λή, γραμ­μέ­νη στην Κο­λω­νία σε υπο­λο­γι­στή, με τη χρο­νι­κή έν­δει­ξη «6.11.[20]06», στάλ­θη­κε από την Δα­νάη Κουλ­μά­ση –φέ­ρει την ιδιό­γρα­φη υπο­γρα­φή της– στην Ανα­γνω­στά­κη. Με­τα­φέ­ρω εδώ τα σχε­τι­κά με το έρ­γο, στην αρ­χή της επι­στο­λής:

Λού­λα μου, σου στέλ­νω το φω­το­α­ντί­γρα­φο του φω­το­α­ντι­γρά­φου των πρώ­των, προ­φα­νώς, σε­λί­δων του Gertrudenhof που μου εί­χε δια­θέ­σει η Karin Hempel-Soos. Επί­σης απά­ντη­σα σχε­τι­κά στον κ. Γα­ρα­ντού­δη που πε­ρι­μέ­νει να συ­ζη­τή­σει το θέ­μα μα­ζί σου. Πι­στεύω πως πρό­κει­ται για την αρ­χή και κά­ποιο προ­σχέ­διο. Εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό και θα μπο­ρού­σε ίσως να δη­μο­σιευ­τεί. Εί­τε σε επα­νέκ­δο­ση του «Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα», εί­τε στη Λέ­ξη, π.χ. Ευ­χα­ρί­στως να γρά­ψω με­ρι­κές ει­σα­γω­γι­κές φρά­σεις. Εν­δει­κτι­κά, αν όχι απο­δει­κτι­κά, κι ενά­ντια στην αμ­φι­σβή­τη­ση.

Η επι­στο­λή αυ­τή βρέ­θη­κε στο αρ­χείο μα­ζί με μία φω­το­τυ­πη­μέ­νη σε­λί­δα, γραμ­μέ­νη από το χέ­ρι του Χει­μω­νά. Η σε­λί­δα εί­ναι μέ­ρος του υλι­κού που μου εί­χε γρά­ψει η Κουλ­μά­ση ότι διέ­θε­τε και ότι θα έστελ­νε στην Ανα­γνω­στά­κη. Όντως λοι­πόν στάλ­θη­κε. Δεν γνω­ρί­ζω για ποιο λό­γο η Ανα­γνω­στά­κη δεν μου εί­πε ότι έλα­βε την επι­στο­λή και το υλι­κό. Η φρά­ση «κι ενά­ντια στην αμ­φι­σβή­τη­ση» αφο­ρά την αμ­φι­σβή­τη­ση κά­ποιων ότι το έρ­γο υπήρ­ξε, ό,τι ο Μα­ρω­νί­της ανέ­φε­ρε ως «βι­βλίο-φά­ντα­σμα». Πλη­ρο­φο­ρώ, επί­σης, ότι στην επι­στο­λή γί­νε­ται λό­γος και για την «γερ­μα­νι­κή έκ­δο­ση με τα κεί­με­να του Γιώρ­γου που εί­πα­με. Θα έχει ολο­κλη­ρω­θεί και η με­τά­φρα­σή μου του Αδελ­φού». Προ­φα­νώς η Κουλ­μά­ση ανα­φέ­ρε­ται στην έκ­δο­ση που έγι­νε εντέ­λει, με κα­θυ­στέ­ρη­ση πολ­λών ετών, το 2017 και όπου, πά­ντως, δεν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται με­τά­φρα­ση του Αδελ­φού.

Τον χει­μώ­να του 2017-2018 συμ­με­τεί­χα στο Βε­ρο­λί­νο στην εκ­δή­λω­ση της πα­ρου­σί­α­σης του βι­βλί­ου με τις με­τα­φρά­σεις έρ­γων του Χει­μω­νά. Τό­τε γνώ­ρι­σα από κο­ντά την Κουλ­μά­ση. Ύστε­ρα από την πα­ρα­χώ­ρη­ση του αρ­χεί­ου και τον αρ­χι­κό εντο­πι­σμό των κα­τα­λοί­πων του έρ­γου, όπως και την εύ­ρε­ση της επι­στο­λής της Κουλ­μά­ση προς την Ανα­γνω­στά­κη, στις 27 Ιου­λί­ου 2018 έγρα­ψα στην Κουλ­μά­ση ότι βρή­κα την επι­στο­λή της και μία χει­ρό­γρα­φη σε­λί­δα στο αρ­χείο και της ζή­τη­σα να μου στεί­λει τα φω­το­α­ντί­γρα­φα που εί­χε τα­χυ­δρο­μή­σει πριν από 12 χρό­νια στην Ανα­γνω­στά­κη. Η Κουλ­μά­ση μού έστει­λε πέ­ντε σε­λί­δες και στις 9 Σε­πτεμ­βρί­ου τής απά­ντη­σα:

Από τις πέ­ντε σε­λί­δες μό­νο η πρώ­τη, αυ­τή που ανα­φέ­ρε­ται στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Κο­λω­νί­ας, υπάρ­χει ήδη στο υλι­κό που βρή­κα στα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα του Χει­μω­νά. Οι υπό­λοι­πες τέσ­σε­ρις σε­λί­δες μού ήταν άγνω­στες. Συ­νε­πώς εμπλου­τί­ζουν το υλι­κό που εί­χα ήδη και μπο­ρώ να πω ότι το εμπλου­τί­ζουν καί­ρια.

Αυ­τές τις πέ­ντε σε­λί­δες ονο­μά­ζω συμ­βα­τι­κά «χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση».
Περ­νώ, στη συ­νέ­χεια, στην πε­ρι­γρα­φή των χει­ρο­γρά­φων και των σχε­δί­ων του Χει­μω­νά. Ο συ­νο­λι­κός αριθ­μός των χει­ρό­γρα­φων σε­λί­δων (με­ρι­κών σε φύλ­λα γραμ­μέ­να και στις δύο όψεις ή στη μία όψη), όσων βρέ­θη­καν στο αρ­χείο και αφο­ρούν το έρ­γο, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων εκεί­νων που έστει­λαν στην Ανα­γνω­στά­κη η Χα­τζη­δά­κι και η Κουλ­μά­ση, εί­ναι 12. Με άλ­λα λό­για, εκτός από τις επτά σε­λί­δες που βρέ­θη­καν στη Γαλ­λία και στη Γερ­μα­νία, δύο και πέ­ντε αντι­στοί­χως, στο αρ­χείο βρέ­θη­καν άλ­λες πέ­ντε σε­λί­δες (σε τρία χω­ρι­στά φύλ­λα). Αυ­τός ο τό­σο μι­κρός αριθ­μός επι­βε­βαιώ­νει την πλη­ρο­φο­ρία ότι ο Χει­μω­νάς εί­χε πά­ρει μα­ζί του στο Πα­ρί­σι το χει­ρό­γρα­φο υλι­κό του έρ­γου.
Τέ­λος, βρέ­θη­καν τρία φω­το­α­ντί­γρα­φα σχε­δί­ων του Χει­μω­νά, τα οποία ει­κο­νί­ζουν κτή­ρια και φέ­ρουν την έν­δει­ξη «Gertrudenhof» ή «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης». Τα δύο σχέ­δια φέ­ρουν, επί­σης, τις ημε­ρο­μη­νί­ες 24 και 25.V.[19]96, ενώ το τρί­το πλαι­σιώ­νε­ται από κεί­με­νο επά­νω και κά­τω από το σχέ­διο.[36] Ο Χει­μω­νάς συ­νή­θι­ζε να σχε­διά­ζει ή και να ζω­γρα­φί­ζει πα­ράλ­λη­λα με τη γρα­φή των αφη­γη­μά­των του.[37] Το γε­γο­νός ότι τα δύο σχέ­δια φέ­ρουν ημε­ρο­μη­νί­ες επι­τρέ­πει την ει­κα­σία ότι σε αυ­τές τις ημε­ρο­μη­νί­ες ο Χει­μω­νάς βρι­σκό­ταν στη Γερ­μα­νία. Συ­νά­μα, η γρα­φή και στα δύο σχέ­δια της φρά­σης «chez Bertrand» δη­μιουρ­γεί την υπό­θε­ση ότι βρι­σκό­ταν στο Πα­ρί­σι, όπου, εξάλ­λου, τον Μάιο του 1996 εκ­δό­θη­κε η γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση του βι­βλί­ου Ο για­τρός Ινε­ό­της. Το ότι σώ­θη­καν σε φω­το­α­ντί­γρα­φα αφή­νει την υπό­νοια ότι στάλ­θη­καν με­τά τον θά­να­τό του στην Ανα­γνω­στά­κη κι έτσι δια­σώ­θη­καν στα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα.

Με δε­δο­μέ­νο ότι τα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα του έρ­γου βρέ­θη­καν δια­σκορ­πι­σμέ­να στο αρ­χείο, η σει­ρά της το­πο­θέ­τη­σής τους στην πα­ρού­σα έκ­δο­ση βα­σί­στη­κε κα­τά κύ­ριο λό­γο σε πε­ρι­κει­με­νι­κές εν­δεί­ξεις. Στο σύ­νο­λο του υλι­κού, χει­ρο­γρά­φων και σχε­δί­ων, χρο­νο­λο­γία φέ­ρουν, εκτός από τα δύο σχέ­δια, οι δύο από τις πέ­ντε σε­λί­δες που βρέ­θη­καν στο αρ­χείο. Κα­θώς μά­λι­στα η μία φέ­ρει τη χρο­νι­κή έν­δει­ξη «3. Okt. ’93», έλα­βα την από­φα­ση να την το­πο­θε­τή­σω πρώ­τη στην κα­τά­τα­ξη των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων του έρ­γου. Στη συ­νέ­χεια, πα­ρα­θέ­τω το υλι­κό που δια­σώ­θη­κε από την Κουλ­μά­ση (το «χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση»), σύμ­φω­να με τα κρι­τή­ρια ότι αυ­τό πα­ρέ­μει­νε στη Γερ­μα­νία και στα χέ­ρια της ποι­ή­τριας Hempel-Soos η οποία κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα γνώ­ρι­σε τον Χει­μω­νά το 1993, συ­νε­πώς δεν απο­κλεί­ε­ται να χρο­νο­λο­γεί­ται από τό­τε. Επί­σης, στοι­χείο που ενι­σχύ­ει την εκ­δο­χή ότι το χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση χρο­νο­λο­γεί­ται από την επο­χή της σύλ­λη­ψης και πρώ­της γρα­φής του έρ­γου το 1993 εί­ναι ότι στο τέ­λος του κει­μέ­νου της πρώ­της σε­λί­δας πα­ρα­δί­δε­ται η ορ­θο­γρα­φι­κά εσφαλ­μέ­νη γρα­φή «GERDRUDENHOF» και όχι το ορ­θό «GERTRUDENHOF» (o Χει­μω­νάς δεν γνώ­ρι­ζε γερ­μα­νι­κά). Στη συ­νέ­χεια, πα­ρα­τί­θε­νται τα χει­ρό­γρα­φα που βρέ­θη­καν σκόρ­πια στο αρ­χείο. Το πρώ­το, φύλ­λο δύο όψε­ων, πα­ρα­δί­νει μία «δο­κι­μή» που συ­νι­στά το πιο συ­νε­κτι­κό και λο­γο­τε­χνι­κά επε­ξερ­γα­σμέ­νο μέ­ρος των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων του έρ­γου. Το δεύ­τε­ρο, επί­σης φύλ­λο δύο όψε­ων, πα­ρα­δί­δει ένα κεί­με­νο αυ­το­α­να­φο­ρι­κών στο­χα­σμών του Χει­μω­νά, με την ημε­ρο­μη­νία 20 Ια­νουα­ρί­ου 1994, όπου εκτί­θε­νται οι λό­γοι για τους οποί­ους δεν εν­δια­φέ­ρε­ται πλέ­ον να ολο­κλη­ρώ­σει τα ανέκ­δο­τα έρ­γα, με­τα­ξύ τους και το έρ­γο. Ακο­λου­θούν τα τρία σχέ­δια, στη βά­ση του κρι­τη­ρί­ου ότι τα δύο από αυ­τά χρο­νο­λο­γού­νται το 1996, έτος εξάλ­λου που πύ­κνω­σαν τα τα­ξί­δια του Χει­μω­νά στη Γερ­μα­νία. Στο τέ­λος το­πο­θέ­τη­σα τη δι­σέ­λι­δη «Σύ­νο­ψη», που διέ­σω­σε η Χα­τζη­δά­κι, σύμ­φω­να με δύο κρι­τή­ρια, ένα εξω­κει­με­νι­κό, ότι προ­έρ­χε­ται από τη Γαλ­λία, τό­πο της τε­λι­κής επε­ξερ­γα­σί­ας του έρ­γου, και ένα κει­με­νι­κό, την έν­δει­ξη στο τέ­λος του κει­μέ­νου «(σελ. 89-ώς 153: τέ­λος)». Αυ­τή η έν­δει­ξη μπο­ρεί να συ­σχε­τι­στεί με το εξα­φα­νι­σμέ­νο χει­ρό­γρα­φο και, συ­γκε­κρι­μέ­να, με τον αριθ­μό των σε­λί­δων του. Αν δε­χτού­με ότι αυ­τός ο αριθ­μός πράγ­μα­τι αφο­ρά την έκτα­ση του χει­ρο­γρά­φου του έρ­γου, αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ότι τα σω­ζό­με­να αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα, τα οποία κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα δεν πα­ρα­δί­δουν μέ­ρος του τε­λι­κού χει­ρο­γρά­φου, αλ­λά τμή­μα­τα της επε­ξερ­γα­σί­ας του έρ­γου, αντι­στοι­χούν σε λι­γό­τε­ρο από το 1/15 του έρ­γου.

Ακο­λου­θεί ένας συ­νο­πτι­κός σχο­λια­σμός των με­ρών των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων, σύμ­φω­να με την πα­ρα­πά­νω κα­τά­τα­ξή τους. Στο αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 1, γραμ­μέ­νο στη μία όψη (1), με κα­θα­ρή γρα­φή στο πρώ­το μέ­ρος του και, κά­τω από μία ορι­ζό­ντια γραμ­μή, βια­στι­κή γρα­φή στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του, συ­μπυ­κνώ­νε­ται το «Νό­η­μα-Βί­ω­μα» του έρ­γου κα­τά τρό­πο που ανα­κα­λεί­ται η κε­ντρι­κή ιδέα του, έτσι όπως την γνω­ρί­σα­με από τις δύο συ­νε­ντεύ­ξεις του 1999. Οι άν­θρω­ποι-«δη­μιουρ­γοί με­γα­λο­φυ­είς» και τα «υπέ­ρο­χα έρ­γα» λει­τουρ­γούν εξ αρ­χής ως ισο­δύ­να­μες έν­νοιες στο έρ­γο. Απα­ντούν και οι δύο τί­τλοι του έρ­γου, ο γερ­μα­νό­φω­νος και η ελ­λη­νι­κή από­δο­σή του, ενώ εμ­φα­νί­ζο­νται εν τη γε­νέ­σει τους δύο χα­ρα­κτή­ρες, ένας ανώ­νυ­μος ενή­λι­κας («από την Βοη­μία») και ένα παι­δί. Τα «νο­ή­μα­τα-βιώ­μα­τα» ή «θέ­μα­τα-βιώ­μα­τα» ή «ιδέ­ες-βιώ­μα­τα» εί­ναι όροι που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο ίδιος ο Χει­μω­νάς σε δο­κί­μια και συ­νε­ντεύ­ξεις του για να ορί­σει τη θε­μα­τι­κή πε­ριο­χή των αφη­γη­μά­των του.[38] Τα θέ­μα­τά του εκ­φρά­ζουν με κα­θο­λι­κό τρό­πο τη σύγ­χρο­νη αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, όπως την αντι­λαμ­βα­νό­ταν δια­νοη­τι­κά και την βί­ω­νε εμπει­ρι­κά, προ­κει­μέ­νου να κά­νει τη με­γά­λη αφή­γη­ση, την αφή­γη­ση ιστο­ριών με θέ­μα το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ιστο­ριών που το εύ­ρος τους κα­λύ­πτει «θέ­μα­τα ογκώ­δη»,[39] όπως επί­σης τα ονό­μα­σε.

Στο «χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση» (αυ­τό­γρα­φες σε­λί­δες 2-6, φω­το­α­ντί­γρα­φα), το οποίο εν συ­νό­λω εί­ναι βια­στι­κά γραμ­μέ­νο, η πρώ­τη σε­λί­δα πα­ρα­δί­δει σύ­ντο­μο αφή­γη­μα με συ­νε­κτι­κή πλο­κή που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Κο­λω­νί­ας. Δε­σπό­ζει ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας του Επι­βά­τη. Το θέ­μα του αφη­γή­μα­τος εί­ναι η σχέ­ση του Επι­βά­τη, που κά­πο­τε, σε απροσ­διό­ρι­στο χρό­νο, θα αφι­χθεί, με το ανώ­νυ­μο πο­λυ­ε­θνι­κό πλή­θος των αχθο­φό­ρων, όσοι ανα­μέ­νουν να πα­ρα­λά­βουν το πο­λύ­τι­μο «φορ­τίο» που ο Επι­βά­της θα πα­ρα­δώ­σει σε έναν από αυ­τούς, τον Πα­ρα­λή­πτη. Αλ­λά αυ­τή η πο­θη­τή πα­ρα­λα­βή με­τα­τί­θε­ται σε ένα άδη­λο μέλ­λον. Το πε­ριε­χό­με­νο του αφη­γή­μα­τος μπο­ρεί να σχο­λια­στεί με από­σπα­σμα όσων εί­χε πει ο Χει­μω­νάς το 1999 στη συ­νέ­ντευ­ξή του στην Χαρ­του­λά­ρη:

Το με­γά­λο θέ­μα που απέ­μει­νε [στη λο­γο­τε­χνία] –και που ήταν εξάλ­λου ανέ­κα­θεν– εί­ναι οι λα­οί των αν­θρώ­πων. Και αν δια­βά­σει κα­νείς σω­στά τα βι­βλία μου, θα δει ήδη από την Εκ­δρο­μή αλ­λά και στον Για­τρό Ινε­ό­τη ή στους Χτί­στες, έναν ανώ­νυ­μο λαό να κι­νεί­ται κυ­ριαρ­χώ­ντας στο σκη­νι­κό. Τα επώ­νυ­μα πρό­σω­πα των ιστο­ριών υπάρ­χουν απο­κλει­στι­κά και μό­νο στη σχέ­ση τους με αυ­τό το πλή­θος. Και ο θά­να­τος ακρι­βώς του ενός προ­σώ­που, του με­γά­λου δη­λα­δή λο­γο­τε­χνι­κού πλά­σμα­τος, επι­ση­μαί­νε­ται στα Τα­ξί­δια μου και στον Εχθρό του ποι­η­τή.[40]

Ύστε­ρα από την πρώ­τη σε­λί­δα, οι επό­με­νες τέσ­σε­ρις σε­λί­δες του χει­ρο­γρά­φου Κουλ­μά­ση πα­ρα­θέ­τουν απο­σπά­σμα­τα κει­μέ­νων προ­ερ­χό­με­να κα­τά σει­ρά από τα εξής έρ­γα: τη με­τά­φρα­ση του σαιξ­πη­ρι­κού Άμ­λετ από τον Χει­μω­νά (εκ­δό­θη­κε το 1988), όπου συ­ζη­τούν η Οφη­λία και η Γερ­τρού­δη·[41] τον Γά­μο (1974), συ­γκε­κρι­μέ­να το μέ­ρος όπου ο Χει­μω­νάς δια­σκευά­ζει την ιστο­ρία του Λά­μπρου του Σο­λω­μού – μι­λά­ει ο Λά­μπρος στη Μα­ρία·[42] τη με­τά­φρα­ση του Άμ­λετ – μι­λά­ει η Οφη­λία·[43] τον Λά­μπρο του Σο­λω­μού – δύο απο­σπά­σμα­τα του πρω­τό­τυ­που κει­μέ­νου, συ­γκε­κρι­μέ­να οι δύο πρώ­τες στρο­φές του ποι­ή­μα­τος «Η τρε­λή μά­να ή το κοι­μη­τή­ριο», όπου ο Χει­μω­νάς απο­δί­δει τα λό­για της πρώ­της στρο­φής στη Μα­ρία και της δεύ­τε­ρης στρο­φής στον Ορά­τιο (πρό­σω­πο του Άμ­λετ[44] τη με­τά­φρα­ση του Άμ­λετ – δύο απο­σπά­σμα­τα από δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία του έρ­γου, όπου μι­λούν η Οφη­λία και ο Άμ­λετ·[45] ξα­νά ένα από­σπα­σμα από τον Λά­μπρο του Σο­λω­μού, η τρί­τη στρο­φή από το ίδιο ποί­η­μα, με τα λό­για να απο­δί­δο­νται στον Λά­μπρο˙[46] τη με­τά­φρα­ση του σαιξ­πη­ρι­κού Μάκ­βεθ από τον Χει­μω­νά (εκ­δό­θη­κε το 1996) – τρία απο­σπά­σμα­τα όπου μι­λούν κα­τά σει­ρά οι τρεις μά­γισ­σες και ο Μάκ­βεθ·[47] τον Για­τρό Ινε­ό­τη (1971), συ­γκε­κρι­μέ­να από­σπα­σμα όπου τρα­γου­δά­ει η Θω­μαή·[48] το τέ­λος του θε­α­τρι­κού έρ­γου του Ερ­ρί­κου Ίψεν, Έντα Γκά­μπλερ (1891), όπου μι­λά­ει ο δι­κα­στής Μπρακ, και φρά­σεις από το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκι, Το χω­ριό Στε­παν­τσί­κο­βο και οι κά­τοι­κοί του (1860).[49] Αυ­τά τα κα­τα­γραμ­μέ­να στο χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση λό­για τα εντό­πι­σα στις πη­γές τους. Πράγ­μα­τι λοι­πόν εκ­φέ­ρο­νται από χα­ρα­κτή­ρες ή εί­ναι μέ­ρος της αφή­γη­σης των εντο­πι­σμέ­νων πε­ζο­γρα­φι­κών, δρα­μα­τι­κών και ποι­η­τι­κών έρ­γων. Ο Χει­μω­νάς πα­ρα­θέ­τει τα χω­ρία από μνή­μης, όπως δεί­χνουν κά­ποιες μι­κρές δια­φο­ρές στη στί­ξη, σε λέ­ξεις και σε φρά­σεις ανά­με­σα στο δι­κό του κεί­με­νο και τις πη­γές. Πι­στεύω ότι επι­λέ­γει λι­γό­τε­ρο τα συ­γκε­κρι­μέ­να απο­σπά­σμα­τα, των οποί­ων εξάλ­λου η νοη­μα­τι­κή συ­νο­χή κα­τά τη σει­ρά τους εί­ναι χα­λα­ρή ή ακό­μα αδιό­ρα­τη, και κυ­ρί­ως τα πρό­σω­πα που εκ­φέ­ρουν τα λό­για. Πρό­κει­ται για πρω­τεύ­ο­ντες και δευ­τε­ρεύ­ο­ντες χα­ρα­κτή­ρες αντλη­μέ­νους από την πα­ρά­δο­ση της με­γά­λης ελ­λη­νι­κής και ξέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας (Σαίξ­πηρ, Σο­λω­μός, Ντο­στο­γιέφ­σκι, Ίψεν), με­τα­ξύ των άλ­λων και του δι­κού του προη­γού­με­νου αφη­γη­μα­τι­κού έρ­γου, πρό­σω­πα-ορό­ση­μα του προ­σω­πι­κού του λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να. Επι­λέ­γει αυ­τούς τους χα­ρα­κτή­ρες προ­φα­νώς για να τους συ­στε­γά­σει στο Gertrudenhof, εκεί όπου αρ­χί­ζει η «Επο­χή της Μου­σι­κής», όπως έγρα­ψε στο πρώ­το σω­ζό­με­νο χει­ρό­γρα­φο, τoυ 1993. Υπο­θέ­τω ότι αυ­τά τα κεί­με­να κα­τα­γρά­φο­νται για να λει­τουρ­γή­σουν ως υπό­μνη­ση εις εαυ­τόν για τη συ­νέ­χι­ση του έρ­γου, τό­σο ως προς τους χα­ρα­κτή­ρες κυ­ρί­ως, όσο και ως προς τα λε­γό­με­νά τους, ενταγ­μέ­να στην πλο­κή του έρ­γου. Οι ανα­φε­ρό­με­νοι στο χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση δυ­νη­τι­κοί χα­ρα­κτή­ρες του έρ­γου εί­ναι δε­κα­τρείς. Στα υπό­λοι­πα αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα απα­ντούν και άλ­λοι χα­ρα­κτή­ρες που επι­νο­ού­νται από τον Χει­μω­νά για τις ανά­γκες του έρ­γου, υπό την έν­νοια ότι αυ­τοί δεν φαί­νε­ται να αντλού­νται από τη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση.

Στο αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 2, δύο όψε­ων (7-8), το κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νο με κόκ­κι­νο (στον τί­τλο του) και μπλε με­λά­νι κεί­με­νο, γραμ­μέ­νο με κον­δυ­λο­φό­ρο, όπως δεί­χνει το πά­χος του με­λα­νιού, χω­ρίς διορ­θώ­σεις, τι­τλο­φο­ρεί­ται «κομ­μά­τι 8» και «δο­κι­μή». Οι εν­δεί­ξεις αυ­τές μαρ­τυ­ρούν αφε­νός ότι υπήρ­χαν και άλ­λα, του­λά­χι­στον επτά, μέ­ρη και αφε­τέ­ρου ότι το έρ­γο ανα­πτυσ­σό­ταν σε στά­δια επε­ξερ­γα­σί­ας˙ εξάλ­λου γνω­ρί­ζου­με και από την επε­ξερ­γα­σία των προη­γού­με­νων αφη­γη­μά­των του Χει­μω­νά ότι η κει­με­νι­κή έκτα­ση των δια­φό­ρων στα­δί­ων επε­ξερ­γα­σί­ας ήταν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη από το τε­λι­κό κεί­με­νο. Ο Ιά­κω­βος, που ανα­φέ­ρε­ται στον τί­τλο, απο­τε­λεί χα­ρα­κτή­ρα του έρ­γου που δεν απα­ντά σε άλ­λο ση­μείο των αρ­χεια­κών κα­τα­λοί­πων. Το κεί­με­νο, συ­νε­κτι­κό στην πλο­κή του, συν­θέ­τει δύο αφη­γη­μα­τι­κά επί­πε­δα. Το πρώ­το εί­ναι η ανά­πτυ­ξη σε πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση της κα­τα­στα­λαγ­μέ­νης (ως «αλή­θειας») σχέ­σης του αφη­γη­τή, του Ιά­κω­βου, με τους άλ­λους αν­θρώ­πους. Το δεύ­τε­ρο αφη­γη­μα­τι­κό επί­πε­δο εί­ναι η πε­ρι­γρα­φή ενός ερη­μι­κού το­πί­ου δυ­στο­πι­κής κο­σμο­γο­νί­ας, όπου ο αφη­γη­τής και χα­ρα­κτή­ρας βρί­σκε­ται μό­νος. Η συ­νέ­χεια του κει­μέ­νου συμ­φύ­ρει τα δύο επί­πε­δα: η ανα­δρο­μή στη σχέ­ση του αφη­γη­τή με τους άλ­λους, μέ­σω της μνή­μης του, ακρι­βέ­στε­ρα το αί­σθη­μα της ορι­στι­κής απο­κο­πής του από αυ­τούς, και η συ­νε­χι­ζό­με­νη πε­ρι­γρα­φή του αλ­λό­κο­σμου το­πί­ου ει­κο­νο­γρα­φούν φα­ντα­σμα­γο­ρι­κά έναν κό­σμο που τε­λειώ­νει μέ­σα σε μιαν άχρο­νη διάρ­κεια: «σιω­πή, ερη­μιά, γύ­μνια, αιω­νιό­τη­τα». Η πα­ρου­σία στο κεί­με­νο στοι­χεί­ων που θα μπο­ρού­σαν να εκλη­φθούν ως αυ­το­βιο­γρα­φι­κά, για πα­ρά­δειγ­μα η φρά­ση «Τώ­ρα εδώ στην Γαλ­λία (και πο­λύ πιο πριν, στην Ελ­λά­δα) έκλει­σαν ορι­στι­κά και ερ­μη­τι­κά οι πύ­λες για τις πραγ­μα­τι­κό­τη­τές σας, τις “αν­θρώ­πι­νες”», συν­δέ­ε­ται, κα­τά τη γνώ­μη μου, με την αντί­στοι­χη τά­ση στα βι­βλία Τα τα­ξί­δια μου και Ο εχθρός του ποι­η­τή, αυ­το­βιο­γρα­φι­κές ψη­φί­δες της πλο­κής να αξιο­ποιού­νται μυ­θο­πλα­σια­κά, αλ­λά κρα­τώ­ντας απο­στά­σεις από τον αυ­το­βιο­γρα­φι­σμό ή την εξο­μο­λο­γη­τι­κό­τη­τα.

Στο αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 3, δύο όψε­ων (9-10), εμ­φα­νώς κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νο, όπως δεί­χνουν οι πλα­γιο­γρα­φή­σεις, οι υπο­γραμ­μί­σεις και οι αραιο­γρα­φή­σεις αρ­κε­τών ση­μεί­ων του, ο Χει­μω­νάς, με αφορ­μή την κα­τα­στα­λαγ­μέ­νη έλ­λει­ψη του εν­δια­φέ­ρο­ντός του να «κα­θα­ρο­γρά­ψει» τα ανέκ­δο­τα έρ­γα του, ανά­με­σά τους και το έρ­γο, πα­ρά το ότι αυ­τά έχουν συλ­λη­φθεί στην ολό­τη­τά τους, ανα­πτύσ­σει αυ­το­α­να­φο­ρι­κούς στο­χα­σμούς το επί­κε­ντρο των οποί­ων εί­ναι η κυ­ριαρ­χι­κή στον ίδιο αί­σθη­ση του Τί­πο­τα, ή η άρ­νη­σή του να «συ­νε­χι­σθεί», ως κα­τά­λη­ξη μιας δη­μιουρ­γι­κής και συ­νά­μα βιο­λο­γι­κής πο­ρεί­ας. Επι­μέ­ρους θέ­μα­τα που εξυ­φαί­νο­νται γύ­ρω από αυ­τόν τον βα­σι­κό δια­νοη­τι­κό άξο­να του γρα­πτού εί­ναι η δη­μιουρ­γι­κή τε­λεί­ω­ση ως απο­τί­μη­ση του συ­ντε­λε­σμέ­νου έρ­γου, η σχέ­ση με τον εαυ­τό, η σχέ­ση με τους ανα­γνώ­στες του έρ­γου του, η σχέ­ση με τον θά­να­το. Πά­ντως, το γρα­πτό αυ­τό, που σε ένα ση­μείο του φέ­ρει την ημε­ρο­μη­νία «20 Ιαν. ’94», σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν πρέ­πει και δεν μπο­ρεί να εκτι­μη­θεί ως το σή­μα του τερ­μα­τι­σμού του έρ­γου, όπως και των άλ­λων ανα­φε­ρό­με­νων ανέκ­δο­των έρ­γων. Κι αυ­τό για δύο λό­γους. Ο πρώ­τος εί­ναι ότι η γνω­στή μας ιστο­ρία της τύ­χης του έρ­γου επι­βε­βαιώ­νει ότι αυ­τό συ­νε­χί­στη­κε στα επό­με­να χρό­νια, οδεύ­ο­ντας στην ολο­κλή­ρω­σή του. Ο δεύ­τε­ρος λό­γος εί­ναι ότι αρ­κε­τά κεί­με­να του Χει­μω­νά, τό­σο ήδη γνω­στά μας, όσο και γρα­πτά του που δια­σώ­ζο­νται στο αρ­χείο του, δεί­χνουν την αμ­φι­θυ­μία ή την αμ­φιρ­ρέ­πειά του ανά­με­σα στη συ­νέ­χι­ση του έρ­γου του και την κα­τά και­ρούς και υπό πε­ρι­στά­σεις αί­σθη­σή του ότι έχει φτά­σει στο «Αλη­θι­νό, Έν­θεο Άδειο».

Τέ­λος, στις δύο σε­λί­δες (φω­το­α­ντί­γρα­φα, 11-12), βια­στι­κά γραμ­μέ­νες, που τι­τλο­φο­ρού­νται «Synopsis», το διαι­ρε­μέ­νο σε τέσ­σε­ρα μέ­ρη, χω­ρι­σμέ­να με ορι­ζό­ντιες γραμ­μές, κεί­με­νο πα­ρα­θέ­τει σκέ­ψεις που λει­τουρ­γούν ως υπό­μνη­ση εις εαυ­τόν για το νό­η­μα, τους χα­ρα­κτή­ρες και την πλο­κή του έρ­γου, κα­θώς οι σκέ­ψεις αυ­τές δεν εμ­φα­νί­ζουν τέ­τοια συ­νο­χή ώστε να μπο­ρούν να εκλη­φθούν ως σύ­νο­ψη του έρ­γου, απευ­θυ­νό­με­νη σε ανα­γνώ­στες που δεν το γνω­ρί­ζουν. Στο πρώ­το μέ­ρος του κει­μέ­νου το έρ­γο συ­σχε­τί­ζε­ται ευ­θέ­ως με τον Εχθρό του ποι­η­τή και τη «Φρου­ρά». Η «Φρου­ρά» απα­σχό­λη­σε τον Χει­μω­νά από το 1977 και στα επό­με­να χρό­νια, μέ­ρη της εν­σω­μα­τώ­θη­καν σε δη­μο­σιευ­μέ­να αφη­γή­μα­τά του και εντέ­λει εγκα­τα­λή­φθη­κε, πα­ρά τις επα­νει­λημ­μέ­νες προ­α­ναγ­γε­λί­ες της έκ­δο­σής της, όταν ολο­κλη­ρώ­θη­κε και εκ­δό­θη­κε Ο εχθρός του ποι­η­τή.[50] Εξάλ­λου, στη συ­νέ­ντευ­ξη στην Χαρ­του­λά­ρη γρά­φε­ται ρη­τά ότι τη σκέ­ψη «όχι ο συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά το έρ­γο [...] ο Χει­μω­νάς [...] ξε­κί­νη­σε να την επε­ξερ­γά­ζε­ται αρ­κε­τά χρό­νια πριν, στη “Φρου­ρά” που έμει­νε ανο­λο­κλή­ρω­τη, και την ξα­να­δού­λε­ψε τώ­ρα στο “Gertrudenhof”». Η σχέ­ση, πά­λι, του έρ­γου με τον Εχθρό του ποι­η­τή φαί­νε­ται να εί­ναι κομ­βι­κή ως προς τη σύν­δε­ση αμ­φό­τε­ρων των έρ­γων με τη στα­θε­ρά ιδε­α­λι­στι­κή ή και αι­σθη­τι­στι­κή αντί­λη­ψη του Χει­μω­νά για την τέ­χνη. Η αντί­λη­ψη αυ­τή οξύ­νε­ται ή εκ­βάλ­λει κο­ρυ­φού­με­νη στο τε­λευ­ταίο εκ­δο­μέ­νο πρω­τό­τυ­πο αφη­γη­μα­τι­κό έρ­γο του, τον Εχθρό του ποι­η­τή. Με ση­μείο ανα­φο­ράς το έρ­γο αυ­τό ο ίδιος δή­λω­σε ότι «εί­μαι ρο­μα­ντι­κά ιδε­α­λι­στής»,[51] ενώ ο Κρί­των Χουρ­μου­ζιά­δης έκρι­νε ότι «στο βι­βλίο αυ­τό […] έρ­χε­ται ένας, ομο­λο­γου­μέ­νως κά­πως ακα­θό­ρι­στος, ελ­λη­νι­κός ιδε­α­λι­σμός να επι­φέ­ρει τον θά­να­το και την εξι­λέ­ω­ση, αν όχι την απο­θέ­ω­ση, του ποι­η­τή», με απο­τέ­λε­σμα το τε­λι­κό «τα­ξί­δι στην Ιω­νία [να] γί­νε­ται η εξα­ΰ­λω­ση στην σιω­πή και σε μιαν “ελ­λη­νι­κή” αθα­να­σία της Τέ­χνης, μια υπέρ­βα­ση του “τέ­λους του και­ρού”».[52] Ωστό­σο, αν ο Εχθρός του ποι­η­τή χρω­μα­τί­ζει με το ελ­λη­νι­κό ιδε­ώ­δες την ιδε­α­λι­στι­κή αντί­λη­ψη του Χει­μω­νά για την τέ­χνη, η αντί­λη­ψη αυ­τή απο­τε­λεί στα­θε­ρή αρ­χή του. Για τον Χει­μω­νά η τέ­χνη ανα­πλη­ρώ­νει τα κε­νά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ή απα­λεί­φει, χά­ρη στη φα­ντα­σμα­γο­ρία της, τις όψεις της ατέ­λειας ή και της αθλιό­τη­τας που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον άν­θρω­πο. Ο τρό­πος με τον οποίο ο Χει­μω­νάς ορί­ζει την τέ­χνη δύ­σκο­λα υπο­κρύ­πτει την αι­σθη­τι­στι­κή στον απώ­τε­ρο πυ­ρή­να της φι­λο­δο­ξία ή και έπαρ­ση της δι­κής του πε­ζο­γρα­φί­ας. Ιδί­ως στον Εχθρό του ποι­η­τή κα­τέ­λη­ξε στην κα­θα­ρά ιδε­α­λι­στι­κή προ­βο­λή της βα­θιά ελε­γεια­κής τέ­χνης του ως φα­ντα­σμα­γο­ρι­κής υπο­κα­τά­στα­σης του τε­λειω­μέ­νου κό­σμου, ορ­θώ­νο­ντας το εί­δω­λο του λό­γου του στη θέ­ση του από­ντος αν­θρώ­που: «Εγώ […] γε­μί­ζω αυ­τό το πραγ­μα­τι­κό, υπαρ­κτό κε­νό [του τέ­λους του πο­λι­τι­σμού] με όλη ξα­νά τη χα­μέ­νη συ­γκί­νη­ση που στή­ρι­ζε πά­ντα τη λο­γο­τε­χνία. Έτσι ώστε κι αυ­τή ακό­μα η οδυ­νη­ρά βιω­μέ­νη από όλους μας ερη­μία να απο­κτά πά­λι την αί­γλη της αν­θρώ­πι­νης πα­ρου­σί­ας, που πια δεν υπάρ­χει».[53] Νο­μί­ζω ότι τα σω­ζό­με­να αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα του έρ­γου δεί­χνουν ότι ανά­λο­γος ήταν στον ιδε­α­λι­στι­κό πυ­ρή­να του και ο προ­σα­να­το­λι­σμός του έρ­γου, επι­κε­ντρω­μέ­νος στον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα του, τον «Εχθρό του Ποι­η­τή»-«πλά­σμα του Συγ­γρα­φέα», που πλαι­σιώ­νε­ται από την προ­στα­τευ­τι­κή «φρου­ρά» του, εκλε­κτά μέ­λη της οποί­ας ο Χει­μω­νάς επέ­λε­ξε στο χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση. Στα υπό­λοι­πα μέ­ρη της «Σύ­νο­ψης» ανα­πτύσ­σο­νται σκέ­ψεις βα­σι­κά γύ­ρω από ένα κομ­βι­κό για το έρ­γο ζεύ­γος χα­ρα­κτή­ρων, τον πα­τέ­ρα, που εμ­φα­νί­ζο­νται ως ο Σι­μω­τάς ή ο Υπνα­γω­γός, και το παι­δί του, που εμ­φα­νί­ζε­ται, αντι­στοί­χως, ως το νε­κρό παι­δί και ως Όνει­ρος ή Έντο­μο. Η σχέ­ση αυ­τού του ζεύ­γους χα­ρα­κτή­ρων με τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, τον Συγ­γρα­φέα, κα­θο­ρί­ζε­ται από έναν άλ­λο χα­ρα­κτή­ρα, τον Υπνω­τι­σμέ­νο, που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως λυ­τρω­τι­κή, «αγ­γε­λι­κή μορ­φή», ανά­λο­γη της οποί­ας συ­να­ντή­σα­με στην πρώ­τη σε­λί­δα του χει­ρο­γρά­φου Κουλ­μά­ση, τον Επι­βά­τη. Επί­σης η σχέ­ση ανά­με­σα στον ενή­λι­κα και το παι­δί εμ­φα­νί­στη­κε ήδη στο πρώ­το χει­ρό­γρα­φο του 1993.

Στη έκ­δο­ση του κει­μέ­νου δια­τη­ρή­θη­κε η ορ­θο­γρα­φία των χει­ρο­γρά­φων. Το κεί­με­νο εδώ γρά­φε­ται στο μο­νο­το­νι­κό σύ­στη­μα, πα­ρά το ότι όλα τα χει­ρό­γρα­φα εί­ναι σε πο­λυ­το­νι­κό, κα­τά την πά­για συ­νή­θεια του Χει­μω­νά. Δεν κα­τα­γρά­φη­καν τα δια­γραμ­μέ­να μέ­ρη, τα οποία πά­ντως εί­ναι ελά­χι­στα και αμε­λη­τέ­ας ση­μα­σί­ας, κα­θώς αυ­τή η επι­λο­γή εί­ναι ασύμ­βα­τη με τους όρους της έκ­δο­σης κει­μέ­νου σε ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό. Πά­ντως, οι φω­το­γρα­φί­ες όλων των χει­ρο­γρά­φων (και των σχε­δί­ων) δί­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα στον ανα­γνώ­στη να τα ελέγ­ξει ως προς την έκ­δο­ση και να επι­χει­ρή­σει να δια­βά­σει και τα ελά­χι­στα δια­γραμ­μέ­να μέ­ρη. Οι πλα­γιο­γρα­φή­σεις, οι υπο­γραμ­μί­σεις και οι αραιο­γρα­φή­σεις του κει­μέ­νου υπάρ­χουν στα χει­ρό­γρα­φα.

[Σχέ­διο 1]


Το «ιστο­ρι­κό μνη­μείο του φο­βε­ρού κιν­δύ­νου»

Εν κα­τα­κλεί­δι, δη­μο­σιεύ­ο­ντας εδώ τα σω­ζό­με­να αρ­χεια­κά κα­τά­λοι­πα ενός θρυ­λού­με­νου επί 25 χρό­νια έρ­γου, συ­μπε­ραί­νω ότι το «Gertrudenhof» (ή «Το σπί­τι της Γερ­τρού­δης») υπήρ­ξε. Γρά­φτη­κε και γρα­φό­ταν. Αν δεν εί­χε ολο­κλη­ρω­θεί, βρι­σκό­ταν πά­ντως σε προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο. Το τι απέ­γι­νε το χει­ρό­γρα­φο που θα μας πα­ρέ­δι­δε προ­χω­ρη­μέ­νη, αν όχι την τε­λι­κή, μορ­φή πα­ρα­μέ­νει άγνω­στο. Ό,τι δια­σώ­θη­κε, με τη μέ­ρι­μνα αν­θρώ­πων που αγα­πού­σαν τον Γιώρ­γο Χει­μω­νά και κα­τά τύ­χη, πα­ρα­δί­δει κει­με­νι­κά σπα­ράγ­μα­τα, σχέ­δια, στο­χα­σμούς και σχό­λια γύ­ρω από το έρ­γο, συ­νο­λι­κά μαρ­τυ­ρί­ες ενός αφη­γή­μα­τος που γειτ­νιά­ζει πολ­λα­πλά στα δύο οψι­μό­τε­ρα πε­ζο­γρα­φή­μα­τά του, Τα τα­ξί­δια μου και Ο εχθρός του ποι­η­τή. Πά­ντως, και με αυ­τούς τους όρους, ό,τι δια­σώ­θη­κε, αν και πο­λύ μι­κρό, σε σύ­γκρι­ση με το βά­σι­μα ει­κα­ζό­με­νο όλο, αξί­ζει να το χα­ρα­κτη­ρί­σω, σο­λω­μι­κώ τω τρό­πω, αντι­στοι­χί­ζο­ντάς το βε­βαί­ως με το γνω­στό μας κρυ­σταλ­λω­μέ­νο έρ­γο του Χει­μω­νά, απο­μει­νά­ρι θαυ­μα­στό ερ­μιάς και με­γα­λεί­ου. Όσο για το εξα­φα­νι­σμέ­νο χει­ρό­γρα­φο, η σκο­τει­νή κα­τά­λη­ξή του ανα­κα­λεί στη μνή­μη μας με θλί­ψη την ανεκ­πλή­ρω­τη ευ­χή με την οποία έκλει­σε τα «Προ­λε­γό­με­νά» του ο Ιά­κω­βος Πο­λυ­λάς στην έκ­δο­σή του των Ευ­ρι­σκο­μέ­νων του Σο­λω­μού το 1859:



Άμπο­τε να μην αρ­γή­σει η ώρα να φα­νε­ρω­θούν τα ακό­μη σω­ζό­με­να συγ­γράμ­μα­τα του μα­κα­ρί­του, ώστε τού­το το βι­βλί­ον να μη στα­θεί ως ιστο­ρι­κό μνη­μείο του τρο­με­ρού κιν­δύ­νου, εις τον οποί­ον ευ­ρί­σκο­νται, επι­βου­λευό­με­να ή από την αι­σχρο­κέρ­δεια ή από τον φθό­νο, τα κα­θα­ρά γεν­νή­μα­τα της αγα­θό­τη­τος και της με­γα­λο­φυί­ας.[54]


Γιώργος Χειμωνάς

Gertrudenhof (Το Σπίτι της Γερτρούδης)

[Αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 1, γραμ­μέ­νο στη μία όψη, 1]

Το Νό­η­μα-Βί­ω­μα του Gertrudenhofs: η κα­λύ­τε­ρη «φυ­λή» των πα­λαιών με­γά­λων δη­μιουρ­γών, μπρο­στά σ’ έναν κό­σμο, όπου όλοι οι άν­θρω­ποι γεν­νιού­νται δη­μιουρ­γοί με­γα­λο­φυ­είς – ένας Κα­τα­κλυ­σμός Με­γά­λων Φω­τει­νών Υπέ­ρο­χων Έρ­γων. Οι «κα­τα­ρα­μέ­νοι» πα­λαιοί δη­μιουρ­γοί (σαν Εβραί­οι) κλει­σμέ­νοι σε γκέτ­το, στο «Σπί­τι της Γερ­τρού­δης», με χα­μέ­να την άθλια ζωή και τον κό­πο τους. Άρ­χι­σε η Επο­χή της Μου­σι­κής.

________________________________

3. Oct. ’93.

― Ο Με­σαί­ω­νας στην Ευ­ρώ­πη / Φυ­λές απ’ όλες της τις χώ­ρες – παί­ζουν μου­σι­κή στους δρό­μους – ή στις εκ­κλη­σί­ες (λευ­κο­βαμ­μέ­νες) –

― «Εί­μαι από την Βοη­μία» φώ­να­ξε προς
το παι­δί, αλ­λά μι­λά­ει ελ­λη­νι­κά.

[Χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση: Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 2, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

Στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Κο­λω­νί­ας. Ένα ανα­ρίθ­μη­το πλή­θος αχθο­φό­ρων, οι­κο­γέ­νειες αχθο­φό­ρων από όλες τις φυ­λές, κά­θε ηλι­κί­ας, φύ­λου. Ζουν μό­νι­μα εκεί και πε­ρι­μέ­νουν όλη τους την ζωή τον Επι­βά­τη του τραί­νου που φθά­νει μία φο­ρά την εβδο­μά­δα, τον χρό­νο, τον αιώ­να, την χι­λιε­τία. Όταν τον δουν αλα­λά­ζο­ντας τον εκλι­πα­ρούν να τους δώ­σει (:ο κα­θέ­νας διεκ­δι­κεί για τον εαυ­τό του) το φορ­τίο, κά­ποια απο­σκευή, ένα δέ­μα: αυ­τή εί­ναι η απο­στο­λή τους, η ζωή τους, το παν. Ο Επι­βά­της γνω­ρί­ζει και επι­λέ­γει, με άγνω­στο κρι­τή­ριο, έναν αχθο­φό­ρο. Αυ­τός το αρ­πά­ζει, και εί­ναι γι’ αυ­τόν ζωή ή θά­να­τος να μην του το πά­ρουν οι άλ­λοι που χυ­μάν. – Υπάρ­χει κά­ποιος πα­ρα­λή­πτης, που εκεί­νος θα τον φω­νά­ξει για [να] του πα­ρα­δώ­σει το «φορ­τίο» – και τό­τε όλοι οι άλ­λοι απο­τρα­βιού­νται με φό­βο, και σε­βα­σμό. Όμως μπο­ρεί ο Πα­ρα­λή­πτης να μην εμ­φα­νι­στεί πο­τέ. Όμως μπο­ρεί να μην έρ­θει πο­τέ. Ο Επι­βά­της – και οι αχθο­φό­ροι πε­θαί­νουν εκεί, γε­νιές-γε­νιές ― GERDRUDENHOF.

[Χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση: Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 3, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

ΟΦΗ­ΛΙΑ

– Πώς θα γνω­ρί­σω την αγά­πη σου την άλ­λη;
Αυ­τήν που κρύ­βε­ται, και δεν μι­λεί·
από την βέρ­γα, το σαν­δά­λι –
απ’ το κο­χύ­λι; – από τι;

________________________________

ΓΕΡ­ΤΡΟΥ­ΔΗ

– Κό­ρη μου; Τι λες; Τι τρα­γου­δάς;
[– Μην κλαις, μην τρα­γου­δάς, της λέ­ει.

– ΛΑ­ΜΠΡΟΣ, Δ. Σο­λω­μός]

ΟΦΗ­ΛΙΑ
– Αυ­τή, του Αγί­ου Βα­λε­ντί­νου εί­ναι η γιορ­τή:
ο αγα­πη­μέ­νος σου θαρ­θεί. Ν’ ανοί­ξεις το πα­ρά­θυ­ρο

– ν’ ανοί­ξεις τα πό­δια σου! Να μπει!

[Χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση: Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 4, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

ΜΑ­ΡΙΑ
Τώ­ρα που η ξά­στε­ρη νύ­χτα μο­νά­χους
μας ηύ­ρε απά­ντε­χα, κι εκεί στους βρά­χους
σκί­ζε­ται η θά­λασ­σα σι­γα­λι­νά –

ΟΡΑ­ΤΙΟΣ
Τώ­ρα π’ ανοί­γε­ται κά­θε καρ­δία
στην λύ­πη, ακού­σα­τε μιαν ιστο­ρία
– που την αι­σθά­νο­νται τα εσω­θι­κά – (ΤΡΕ­ΛΗ ΜΑ­ΝΑ)

ΟΦΗ­ΛΙΑ
– Σε ποιον μι­λώ; Ποιον προ­σκα­λώ;
Δεν εί­ναι εδώ κα­νείς! –

ΑΜ­ΛΕΤ
Μη με πι­στεύ­εις: εί­μαι απα­τε­ώ­νας, ψεύ­της
υπο­κρι­τής! Στο μο­να­στή­ρι!

ΛΑ­ΜΠΡΟΣ
Στο κοι­μη­τή­ρι – εί­ναι στη­μέ­να
δυο κυ­πα­ρίσ­σια αδελ­φω­μέ­να,
που πρα­σι­νί­ζου­νε

[Χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση: Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 5, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

μες στους σταυ­ρούς –

ΠΡΩ­ΤΗ ΜΑ­ΓΙΣ­ΣΑ
Μην τους ακούς!

ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΗ ΜΑ­ΓΙΣ­ΣΑ
Τα κε­ριά μία ντου­ζί­να,
σβή­νει από ένα η κα­θε­μιά
– να! στρί­φ’ το εν­νιά!

ΤΡΙ­ΤΗ ΜΑ­ΓΙΣ­ΣΑ
Τώ­ρα! Τώ­ρα! Ήρ­θε η ώρα! Στην κου­ζί­να,
Φου­σκώ­νει, έτοι­μη, ν’ απλώ­σει! η μα­γιά,
από ζύ­μη διά­κου χώ­ρα
κι απο­φά­γι μα­κα­ριά –

ΜΑΚ­ΒΕΘ
Το Αύ­ριο: μι­κρό φο­βι­σμέ­νο βή­μα
σέρ­νε­ται το ένα πί­σω απ’ τ’ άλ­λο
μέ­ρα με την ημέ­ρα –
μέ­χρι την τε­λευ­ταία συλ­λα­βή του χρό­νου!
Κι εμείς, το χθες. Εί­μα­στε.
Το χθες όλων αυ­τών

[Χει­ρό­γρα­φο Κουλ­μά­ση: Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 6, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

που πέ­θα­ναν.

Ζού­με πά­ντα χθες. Σβή­σε· σβή­σε!
Εί­σαι πο­λύ λί­γο, φως! Τί­πο­τε δεν φω­τί­ζεις.
Σβή­σε. Δεν χρειά­ζε­σαι – Εί­σαι λί­γο.
Μο­νά­χα με σκιές γε­μί­ζεις τη ζωή. Σβή­σε!

ΘΩ­ΜΑΗ
Τρεις εμύ­ρα­ναν την χώ­ρα –
κλέ­φτες δυο, ένας φο­νιάς· δά­κρυ­σε
η αγια­θο­δώ­ρα, δά­κρυ­σε κι η αγια­τριάς.
Τάρ­πα­ξε όλα η κα­κιά ώρα· μία! ψύ­χα
λει­τουρ­γιάς! Ζη­τια­νού­λα αγια­θο­δώ­ρα.
Τρι­στυ­χού­λα αγια­τριάς.

________________________________

– Δεν γί­νο­νται αυ­τά τα πράγ­μα­τα!
Δεν γί­νο­νται!

ΕΝΤΑ ΓΚΑ­ΜΠΛΕΡ (το τέ­λος).

________________________________

– Μα ο Βολ­ταί­ρος πο­τέ δεν βολ­τά­ρι­ζε!

Για­τί την τρί­ζε­τε; Ήταν ένας πο­λύ σο­βα­ρός κύ­ριος…

(ΤΟ ΧΩ­ΡΙΟ, ΝΤΟ­ΣΤΟ­ΓΙΕΦ­ΣΚΥ).

[Αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 2, πρώ­τη όψη, 7]

(κομ­μά­τι 8 (οκτώ) με τον Ιά­κω­βο – Gertrudenhof-δο­κι­μή)

Ήρ­θε λοι­πόν ο και­ρός της αλή­θειας: τί­πο­τε απ’ ό,τι έγι­νε ή ει­πώ­θη­κε δεν ήταν δι­κό μου. Γεν­νή­θη­κα χω­ρίς κα­νέ­να συ­ναί­σθη­μα: αυ­τή ήταν η αι­τία των πα­νι­κών μου. Τί­πο­τε, κα­λό ή κα­κό, δεν αι­σθάν­θη­κα για άν­θρω­πο. Αλ­λά δεν απο­λο­γού­μαι· δεν ήταν από δι­κό μου φταί­ξι­μο. Υπάρ­χουν κά­ποιοι που γεν­νιού­νται μ’ αυ­τήν την ανα­πη­ρία – να μην έχουν «ψυ­χή». Τώ­ρα εδώ στην Γαλ­λία (και πο­λύ πιο πριν, στην Ελ­λά­δα) έκλει­σαν ορι­στι­κά και ερ­μη­τι­κά οι πύ­λες για τις πραγ­μα­τι­κό­τη­τές σας, τις «αν­θρώ­πι­νες». Πα­ρό­λο που το γνώ­ρι­ζα αυ­τό το το­πίο, τώ­ρα μπο­ρώ να το δω κα­θα­ρό­τε­ρα. Εί­ναι σαν μία έρη­μος· δεν υπάρ­χει χώ­μα, αλ­λά μια τε­ρά­στια πο­ρώ­δης πέ­τρι­νη πλά­κα – ώς εκεί που φθά­νει το μά­τι σου. Επά­νω δεν υπάρ­χει κά­τι σαν «ου­ρα­νός»: ένα βα­θύ ωχρό φως / αν εί­ναι φως. Δεν υπάρ­χει κα­νείς απο­λύ­τως εδώ. Αυ­τή η απέ­ρα­ντη «χώ­ρα» εί­ναι απο­κλει­στι­κά δι­κή σου. Ατέ­λειω­τη σιω­πή. Ακό­μη κι όταν μι­λάς, δεν ακούς την φω­νή σου. Κά­νει φο­βε­ρό κρύο – εί­σαι εντε­λώς γυ­μνός. Δεν αι­σθά­νε­σαι το κρύο, εί­ναι μέ­σα σου. Έξω, σε αγ­γί­ζει πό­τε-πό­τε κά­τι χλια­ρό, αλ­λά η αφή του εί­ναι ανυ­πό­φο­ρη – σαν γλώσ­σα; Περ­νά­ει πο­λύς χρό­νος – το αντι­λαμ­βά­νε­σαι από την ξαφ­νι­κή πα­ρου­σία γνω­στών σου προ­σώ­πων. Δεν κα­τα­λα­βαί­νουν τί­πο­τε, κι εσύ άλ­λω­στε, όσο διαρ­κεί η πα­ρου­σία τους, συ­μπε­ρι­φέ­ρε­σαι «κα­νο­νι­κά»· μό­νο που σε χω­ρί­ζει από αυ­τούς κά­τι σαν αδια­πέ­ρα­στη δια­φα­νής χον­δρή

[Αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 2, δεύ­τε­ρη όψη, 8]

ζε­λα­τί­να – ακό­μη κι όταν σε αγ­γί­ζουν, εσύ αι­σθά­νε­σαι μό­νο αυ­τήν την υα­λώ­δη θή­κη, όπου εί­ναι κλει­σμέ­νος πά­ντα ο κό­σμος τους-σας. Κά­ποιο εί­δω­λό σου θα πρέ­πει να βλέ­πουν σ’ εσέ­να – ίσως από την μνή­μη τους από σέ­να. Αλ­λοιώς δεν εξη­γεί­ται η «φυ­σι­κό­τη­τά» τους. Σου μι­λάν, αλ­λά εκεί­νος που τους απα­ντά­ει, με συ­νέ­πεια και λο­γι­κή ή “συ­ναί­σθη­μα”, δεν εί­σαι εσύ. Πα­ρα­κο­λου­θείς αδιά­φο­ρος, έξω από αυ­τό το «ενυ­δρείο» όπου κο­λυ­μπάν αυ­τοί και τα δι­κά σου πα­λιά εί­δω­λα των συ­να­ντή­σε­ων σας, τό­τε που –

– σιω­πή, ερη­μιά, γύ­μνια, αιω­νιό­τη­τα. Και κά­τω αυ­τή η απέ­ρα­ντη, ίσια πέ­τρα. Κα­θώς τα με­λα­νά σου πέλ­μα­τα (για­τί εί­σαι πά­ντα όρ­θιος κι ακί­νη­τος) την ακου­μπούν, αι­σθά­νε­σαι κά­τι σαν μι­κρή ζωή να υπάρ­χει σε κά­θε της ρη­χό πό­ρο: θέ­λω να πω, κά­τι στην μι­κρή εκεί­νη τρύ­πα, σαν να κι­νεί­ται – να μα­ζεύ­ε­ται, να σε φο­βά­ται· και να προ­σπα­θεί να χω­θεί ακό­μη βα­θύ­τε­ρα, αλ­λά δεν χω­ρά­ει. Και αρ­χί­ζει τό­τε να τρέ­μει. Ίσως ζουν εκεί μέ­σα σαν πρω­τό­ζωα, μι­κροί (όσο μία φα­κή) φό­βοι. Αλ­λά τι να φο­βού­νται; Μάλ­λον, αντι­δρούν αντα­να­κλα­στι­κά – οι αιώ­νιες αμοι­βά­δες, αυ­τές ίσως να έμει­ναν, σπό­ροι κά­ποιου θε­ού που φύ­ση­ξε την γύ­ρη μιας ζω­ής περ­νώ­ντας από εδώ πέ­ρα.

[Αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 3, πρώ­τη όψη, 9]

α/ Όλα εί­ναι τε­λειω­μέ­να: η Φαί­δρα, ο Προ­μη­θεύς Λυό­με­νος – το Gertrudenhof, έτοι­μο (σαν «αυ­γό») να γρα­φεί. Όμως. Δεν μπο­ρώ. Θεέ μου. Δεν μπο­ρώ να εν­δια­φερ­θώ πια γι’ αυ­τά. Με απω­θούν, τα βλέ­πω σαν νε­κρά. Δεν υπάρ­χει αι­τιο­λό­γη­ση «ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κή» = το συ­νη­θέ­στε­ρο, μια (την πέ­ρα­σα, όπως την ιλα­ρά) κα­τά­θλι­ψη. Όχι. Η «άρ­νη­σή» μου να τα κα­θα­ρο­γρά­ψω, απλώς, τα πα­ρα­πά­νω, προ­έρ­χε­ται από μια πο­λύ βα­θύ­τε­ρη και γε­νι­κώ­τε­ρη (και αρ­χαιό­τε­ρη) άρ­νη­σή μου – που δεν εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κή-ψυ­χο­λο­γι­κή (: εί­πα, μια απλή κα­τά­θλι­ψη·) – να Μη - συ­νε­χι­σθώ / όχι, να μη συ­νε­χί­σω – ο,τι­δή­πο­τε: έρ­γο, ζωή, κλπ. Δεν θέ­λω να συ­νε­χί­ζο­μαι άλ­λο, όχι (μα­κά­ρι να ήταν έτσι) από κό­πο, όχι από δη­μιουρ­γι­κή εξά­ντλη­ση, όχι από απο­γο­ή­τευ­ση. Σαν να μου ανα­κοι­νώ­θη­κε «επί­ση­μα» μια τε­λε­σί­δι­κη ετυ­μη­γο­ρία – μάλ­λον μια Από­φα­ση; – ότι έχω, εδώ και 3-4 χρό­νια, βιο­λο­γι­κά πε­θά­νει. Αυ­τό «ζω» από τό­τε: το Τί­πο­τε. Μέ­σα στο από­λυ­το κε­νό.

[Στο επά­νω μέ­ρος της πρώ­της όψης πυ­κνο­γραμ­μέ­νη γρα­φή]

(Όταν φθά­νεις, επι­τέ­λους, στην πυ­ρη­νι­κή «ου­σία» του Κό­σμου – στο μη-εί­ναι –, στο Αλη­θι­νό, Έν­θεο Άδειο, δεν φθά­νεις επει­δή εσύ –ως εί­ναι– , έχεις πια αδειά­σει: εί­ναι φυ­σι­κό, όσο και τα­πει­νω­τι­κό. Τώ­ρα, ακρι­βώς που έφθα­σα σ’ αυ­τό το κέ­ντρο, πά­νω στην κο­ρυ­φαία δη­μιουρ­γι­κή ακ­μή μου – θέ­λω έτσι να εξα­φα­νι­σθώ (αν μπο­ρού­σα χω­ρίς τον θά­να­το…): Γε­μά­τος· πλή­ρης από τις Ιδέ­ες μου – που όσο πο­τέ έχουν τώ­ρα ανυ­ψω­θεί, τε­λειω­θεί. Να εξα­φα­νι­σθώ κι εγώ και η ορ­μη­τι­κή μου δη­μιουρ­γι­κή πα­ρα­φο­ρά, που με δι­καί­ω­σε ανώ­φε­λα.)

[Πλα­γί­ως στα αρι­στε­ρά της πρώ­της όψης, στο κέ­ντρο, πυ­κνο­γραμ­μέ­νη γρα­φή]

Πέμ­πτη, 20 Ιαν. ’94 (Στου Διο­νύ­ση).

Η «υπε­ρο­ψία» μου [(δηλ. η αξιο­πρέ­πειά μου, πο­τέ δεν ήμουν «σε­μνός»-τα­πει­νός (!)], γί­νε­ται πιο υπε­ρο­πτι­κή, πιο φυ­σι­κή και δί­καιη, από την στιγ­μή που η ίδια, χω­ρίς οί­η­ση και χω­ρίς «τα­πει­νο­σύ­νη» – το αντί­θε­το –, αυ­το­εκ­θρο­νί­ζε­ται από τις εξου­σί­ες που πο­τέ δεν φι­λο­δό­ξη­σε, αλ­λά από πά­ντα της ανή­καν.

[Πλα­γί­ως, στο κά­τω αρι­στε­ρό μέ­ρος της πρώ­της όψης, πυ­κνο­γραμ­μέ­νη γρα­φή]

Θεέ μου. Πώς μπο­ρείς να πί­νεις ήρε­μα τον κα­φέ σου, πώς μπο­ρείς να δια­σχί­ζεις αρ­γά έναν δρό­μο, πώς μπο­ρείς τρέ­χο­ντας να ζεις όλη σου την ζωή; Προς τα πού; να προ­λά­βεις τι;

[Αυ­τό­γρα­φο φύλ­λο 3, δεύ­τε­ρη όψη, 10]



Από πά­ντα η ζωή μου, και η κα­θη­με­ρι­νή, ήταν τρο­χιές – πα­ρα­βο­λές – ανοιγ­μέ­νες στο Άπει­ρο – μέ­σα στο χά­ος. Φαί­νε­ται, ίσως, πως το «χά­ος» μου έκλει­σε ορι­στι­κά – κι αυ­τό εί­ναι μια (επί-)γνώ­ση, νη­φά­λια-αυ­στη­ρή. Και όταν κλεί­νει ένα χά­ος, γί­νε­ται τί­πο­τε. (“Τί­πο­τε”: δεν υπάρ­χει σ’ αυ­τό καμ­μιά ιδέα ανα­ξιό­τη­τας ή απο­τυ­χί­ας – έχω όλα τα “συμ­πτώ­μα­τα” μιας Αντι­κα­τά­θλι­ψης: καμ­μία ενο­χή, καμ­μία αυ­τo-υπο­τί­μη­ση, καμ­μία απαι­σιο­δο­ξία ή «μαυ­ρί­λα», κα­νέ­να άγ­χος – τα αντί­θε­τα: ξέ­ρω την “αξία” μου (ακρι­βώς αυ­τή που εί­ναι, καμ­μία υπε­ρα­να­πλη­ρω­μα­τι­κή “μα­ταιό­δο­ξη” αυ­τα­ρέ­σκεια ή ανω­τε­ρό­τη­τα: δεν ξέ­ρω τι θα πει ανώ­τε­ρος ή κα­τώ­τε­ρος, άξιος ή ανά­ξιος ως προς κά­ποιο μέ­τρο εκτί­μη­σης, δεν εί­χα πο­τέ την μεσ­σια­νι­κή έπαρ­ση μιας χα­ρι­σμα­τι­κής (δη­μιουρ­γι­κής ή, απλώς, ου­μα­νι­στι­κής) «απο­στο­λής»), ξέ­ρω τι εί­ναι αυ­τό που έκα­να ακρι­βώς – και μου μέ­νει η στε­γνή ικα­νο­ποί­η­ση ότι το έκα­να εξα­ντλώ­ντας όλες μου τις δυ­να­τό­τη­τες (– το αι­μα­τη­ρό τί­μη­μα που πλή­ρω­σα αφο­ρά μο­νά­χα εμέ­να, δεν έχει καμ­μιά σχέ­ση με το απο­τέ­λε­σμα – και αγόγ­γυ­στα το πλή­ρω­σα στο ακέ­ραιο, εί­ναι δί­καιο). Η από­δει­ξη πως αυ­τό το Τί­πο­τε, το Άδειο που ζω τώ­ρα δεν εί­ναι κα­τα­θλι­πτι­κό Ση­μείο ή νο­ση­ρή / άναν­δρη Πα­ραί­τη­ση από την ζωή, εί­ναι το γε­γο­νός πως όλα αυ­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια το κα­τα­πο­λέ­μη­σα, ενώ μά­ταια / έγρα­ψα, Σκέ­φθη­κα, δη­μιούρ­γη­σα – συ­νέ­λα­βα Ιδέ­ες με την πιο ώρι­μη πλη­ρό­τη­τα των νοη­μά­των τους. Και απε­χθά­νο­μαι τον θά­να­το. Όμως, εί­μαι αμε­τά­κλη­τα αβο­ή­θη­τος* –

[Πλα­γί­ως, κα­τά μή­κος όλου του αρι­στε­ρού πε­ρι­θω­ρί­ου της δεύ­τε­ρης όψης]

*και Αχά­ρι­στος προς τους άλ­λους: αυ­τούς που με τί­μη­σαν – για ό,τι έπλα­σα και το ευ­λα­βή­θη­καν· όμως θα ήταν άδι­κοι αν θε­ω­ρού­σαν, στε­ρώ­ντας τους από τα πολ­λά που έχω ακό­μα να δώ­σω, κα­κία και ασέ­βεια εκ μέ­ρους μου να προ­δί­δω έτσι την εμπι­στο­σύ­νη τους – δεν αρ­κεί που «εκτί­μη­σαν» το έρ­γο μου, πρέ­πει και να το βί­ω­σαν βα­θειά – τό­σο ώστε να πε­ρι­μέ­ναν την «ανα­χώ­ρη­σή» μου, να κα­τά­λα­βαν πως “μι­λώ­ντας” τους διαρ­κώς την ανέ­βαλ­λα. Μι­λώ­ντας τους: αυ­τή εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή αγνω­μο­σύ­νη μου, ο αχά­ρι­στος εγω­ι­σμός μου προς αυ­τούς – δεν έγρα­φα για χά­ρη τους, τους υπο­χρέ­ω­να να με δια­βά­ζουν, τους εκ­με­ταλ­λεύ­θη­κα για δι­κό μου όφε­λος: δεν εί­χα, δεν έχω άλ­λη από­δει­ξη ότι υπήρ­ξα –ότι υπάρ­χω– πα­ρά, μο­νά­χα, το ότι αυ­τοί, οι όποιοι, ο Ένας / εί­δαν, διά­βα­σαν, κρά­τη­σαν ένα βι­βλίο μου.

[Στο επά­νω πε­ρι­θώ­ριο της δεύ­τε­ρης όψης, πυ­κνο­γραμ­μέ­νη γρα­φή]

Τώ­ρα μπο­ρώ να το πω: επει­δή πά­ντα εμί­ση­σα (πο­τέ δεν τον φο­βή­θη­κα) τον θά­να­το, σκό­τω­σα ψυ­χρά (κι ανό­η­τα) τα αθώα στην ζωή αν­θρώ­πι­να μπά­σταρ­δά του: τον ύπνο, την ανά­παυ­ση, το πλά­για­σμα, τη νύ­στα, το άφι­σμα – εί­ναι τα­πει­νή η κα­τα­γω­γή του Χά­ους: το Όνει­ρο ενός φυ­σι­κού ύπνου. Λοι­πόν, σκό­τω­σα και το όνει­ρο, το μπά­σταρ­δο του Χά­ους.

[Σχέ­διο 2]

[Σχέ­διο 3]


[Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 11, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

Synopsis Gertrudenhof

Το πλά­σμα που δη­μιουρ­γεί ο Συγ­γρα­φέ­ας (πλά­σμα κι αυ­τός άλ­λου, άγνω­στου συγ­γρα­φέα – αυ­τός, και ό,τι έγρα­ψε) εί­ναι ο «Εχθρός του Ποι­η­τή»: εκεί­νος δη­λα­δή που, αναί­τια, δο­λο­φο­νεί τους ποι­η­τές. Γι’ αυ­τό προ­στα­τεύ­ε­ται από την «φρου­ρά» – που αλ­λά­ζει πρό­σω­πο συ­νε­χώς.

ο Σι­μω­τάς
και το νε­κρό παι­δί του (: κοι­μι­σμέ­νο,
«αξύ­πνη­το»)
–ανε­ξύ­πνη­το–
ο ανε­ξύ­πνη­τος ύπνος θα­νά­του;
του Δ. Σο­λω­μού, που ως θά­να­το τον δια­νο­εί­ται.

Κά­ποιος μας οδη­γεί στην νύ­χτα, κά­που. Μας αφή­νει στο έρη­μο απέ­ρα­ντο σκο­τά­δι· κι από αυ­τό προ­βάλ­λει ξαφ­νι­κά ο Υπνα­γω­γός που έχει στα χέ­ρια του τον Όνει­ρο, το παι­δί του: δύ­σμορ­φο, γεν­νη­μέ­νο νε­κρό, απο­κρου­στι­κό έντο­μο – Ο ύπνος εί­ναι το έκ­κρι­μά του, και και [το] Όνει­ρο που βλέ­πει ο Συγ­γρα­φέ­ας (που «λο­γο­δο­τεί» σε κά­ποια εξου­σία) εί­ναι το οδυ­νη­ρό δη­λη­τή­ριο που υπάρ­χει σ’ αυ­τό –

Στην ορ­γή και την αί­σθη­ση της ολι­κής απο­τυ­χί­ας[,] της

[Αυ­τό­γρα­φη σε­λί­δα 12, φω­το­α­ντί­γρα­φο]

από­λυ­της απο­τυ­χί­ας, θα πα­ρου­σια­σθεί ο Υπνω­τι­σμέ­νος – αγ­γε­λι­κή μορ­φή, που αυ­τός θα τον οδη­γή­σει πά­λι, έξω από την νύ­χτα, δη­λα­δή στην εγρή­γορ­ση κά­ποιου φω­τός – Η ημέ­ρα και η Νύ­χτα, το φως και το σκο­τά­δι, το έρ­γο και η ζωή, η ζωή και το όνει­ρο, – : όλα αυ­τά εί­ναι μυ­στι­κοί δρό­μοι που μό­νον ο υπνα­γω­γός, το Έντο­μο και ο υπνα­γω­γός γνω­ρί­ζουν· δεν υπάρ­χουν: απλώς, εκεί­νοι μας οδη­γούν μέ­σα από αυ­τούς –

________________________________

Ο πυ­ρή­νας του βι­βλί­ου εί­ναι φυ­σι­κά το υπέ­ρο­χο κοι­μι­σμέ­νο παι­δί του Σι­μω­τά: γεν­νη­μέ­νο και φτιαγ­μέ­νο με όλες τις ποι­η­τι­κές ου­σί­ες του κό­σμου, δεν ξυ­πνά­ει πο­τέ, από τό­τε που γεν­νή­θη­κε: ονει­ρεύ­ε­ται το ποί­η­μα, και το περ­νά­ει στον μι­κρο­νοϊ­κό, αγράμ­μα­το, αθώο χω­ριά­τη, τον φυ­σι­κό πα­τέ­ρα του – ο Σι­μω­τάς, με δι­κές του κρυ­φές, άρ­ρη­τες εντο­λές, εν­στι­κτω­δώς γί­νε­ται ο Φρου­ρός του Συγ­γρα­φέα – ο κύ­ριος του Gertrudenhofs.

(σελ. 89-ώς 153: τέ­λος).

________________________________

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: