Οι Έλληνες ποιητές για τη Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ζήτημα

Φωτ. Αρχείo EKIM
Φωτ. Αρχείo EKIM


Τώ­ρα πια εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­νο πράγ­μα να μι­λάς για τις κα­τα­στρο­φές των πο­λέ­μων. Όμως εί­ναι κά­τι βα­ρύ­τε­ρο να ’χεις μέ­σα στ’ άντε­ρά σου τον ξαφ­νι­κό ξο­λο­θρε­μό ενός ολο­ζώ­ντα­νου κό­σμου με τους φω­τι­σμούς του, με τους ίσκιους του, με τις τε­λε­τές της χα­ράς και της θλί­ψης, με το πυ­κνό δί­χτυ της ζω­ής του. Να ’χεις ακό­μη μέ­σα στ’ αυ­τιά σου το τρί­ξι­μο των αρ­μών του την ώρα του αφα­νι­σμού. Και τ’ άσχη­μα φερ­σί­μα­τα την ώρα εκεί­νη. Εί­ναι άλ­λο πράγ­μα αυ­τή η μοί­ρα μέ­σα στο αί­μα σου, που έσμι­ξε πια, όπως ήταν ανα­πό­τρε­πτο, με τη μοί­ρα της σύγ­χρο­νης οι­κου­με­νι­κής φρί­κης.[1]

Αυτά έγρα­ψε στο ημε­ρο­λό­γιό του, τις Μέ­ρες, ο Μι­κρα­σιά­της στην κα­τα­γω­γή ποι­η­τής Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης, στις 23 Οκτω­βρί­ου 1950. Ο άν­θρω­πος που δια βί­ου έμει­νε συ­νει­δη­σια­κά και ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κά πρό­σφυ­γας θυ­μό­ταν τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, ως πι­κρό κα­τα­στά­λαγ­μα του τα­ξι­διού του στη Μι­κρά Ασία, συ­γκε­κρι­μέ­να της επι­στρο­φής του, σχε­δόν 35 χρό­νια με­τά, στη Σμύρ­νη και στα Βουρ­λά, τους τό­πους όπου έζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια. Ο Σε­φέ­ρης ανα­με­τριέ­ται με το ανε­πού­λω­το τραύ­μα της μνή­μης. Η μνή­μη ως τραύ­μα γί­νε­ται εφιαλ­τι­κό πα­ρόν, μία Ερι­νύα που σε κα­τα­διώ­κει ή μία Νέ­κυια, η επί­σκε­ψη στον Άδη, όπου αγα­πη­μέ­νοι νε­κροί σου ζη­τούν να τους αφή­σεις να πιούν λί­γο αί­μα για να σου μι­λή­σουν και να τους ακού­σεις.
Σε από­στα­ση ενός αιώ­να από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, σε αυ­τό το κεί­με­νο θα επι­χει­ρή­σω να κα­τα­γρά­ψω ορι­σμέ­νες βα­σι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις για το πώς οι Έλ­λη­νες ποι­η­τές δια­δο­χι­κών γε­νε­ών εξέ­φρα­σαν το τραύ­μα αρ­χι­κά της άμε­σης εμπει­ρί­ας και στη συ­νέ­χεια της μνή­μης τους, το τραύ­μα που άνοι­ξε ο ξε­ρι­ζω­μός και η άφι­ξη των προ­σφύ­γων και, αρ­γό­τε­ρα, η εγκα­τά­στα­σή τους, ή το ρί­ζω­μά τους, στη νέα τους πα­τρί­δα. Ξε­κι­νώ από μία επι­σκό­πη­ση του δια­θέ­σι­μου υλι­κού, μέ­νο­ντας στα κύ­ρια ση­μεία του, τους οδο­δεί­κτες προ­σα­να­το­λι­σμού στο θέ­μα μου. Το 1962 και σε συ­μπλη­ρω­μέ­νη έκ­δο­ση το 1972 ο Δη­μή­τρης Π. Λιά­τσος στο βι­βλίο του Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία κα­τέ­γρα­ψε και σχο­λί­α­σε βα­σι­κά ποι­ή­μα­τα ανα­φε­ρό­με­να στην Κα­τα­στρο­φή.[2] Το 1967 και το 1980 το ζή­τη­μα επα­νε­ξέ­τα­σε διε­ξο­δι­κό­τε­ρα ο Νί­κος Ε. Μη­λιώ­ρης σε δύο εκτε­τα­μέ­νες ερ­γα­σί­ες του, η δεύ­τε­ρη σε μορ­φή βι­βλί­ου.[3] Το 1981 εκ­δό­θη­κε το έρ­γο του Παύ­λου Χα­τζη­μω­υ­σή, Βι­βλιο­γρα­φία 1919-1978: Μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεία-ήτ­τα, προ­σφυ­γιά: άρ­θρα, αφη­γή­σεις, δι­η­γή­μα­τα, με­λέ­τες, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πε­ριο­δι­κά, ποί­η­ση, θέ­α­τρο. Το 1997 η ίδια βι­βλιο­γρα­φία εκ­δό­θη­κε σε συ­μπλη­ρω­μέ­νη ηλε­κτρο­νι­κή έκ­δο­ση, όπου το βι­βλιο­γρα­φι­κό υλι­κό φτά­νει μέ­χρι το έτος 1992.[4] Ο Χα­τζη­μω­υ­σής στις δύο εκ­δό­σεις της βι­βλιο­γρα­φί­ας του κα­τα­γρά­φει, με­τα­ξύ άλ­λων, και πολ­λά ποι­ή­μα­τα με θέ­μα τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή. Το 1988 ο Μι­κρα­σιά­της στην κα­τα­γω­γή λο­γο­τέ­χνης και δη­μο­σιο­γρά­φος Από­στο­λος Μαγ­γα­νά­ρης και η σύ­ζυ­γός του Καί­τη Μαγ­γα­νά­ρη επι­με­λή­θη­καν την αν­θο­λο­γία Θρή­νοι και παι­νέ­μα­τα για τις χα­μέ­νες πα­τρί­δες –η αν­θο­λο­γία αυ­τή επα­νεκ­δό­θη­κε εφέ­τος.[5] Στις 590 σε­λί­δες της η εν λό­γω αν­θο­λο­γία πα­ρα­θέ­τει, χω­ρίς πά­ντως κα­μία πραγ­μα­το­λο­γι­κή πλη­ρο­φο­ρία και δί­χως κα­νέ­να ερ­μη­νευ­τι­κό ή άλ­λο σχό­λιο, κα­τά την αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά των ονο­μά­των των ποι­η­τών, εκα­το­ντά­δες ποι­ή­μα­τα 286 ποι­η­τών (ορι­σμέ­νοι εί­ναι ανώ­νυ­μοι ή τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια) ανα­φε­ρό­με­να στη Μι­κρα­σία, γραμ­μέ­να πριν και κυ­ρί­ως με­τά από την Κα­τα­στρο­φή, τό­σο από Μι­κρα­σιά­τες όσο και από Ελ­λα­δί­τες ποι­η­τές. Πα­ρά την αμέ­θο­δη συ­μπα­ρά­θε­ση ποι­η­μά­των που εκ­θειά­ζουν τη Μι­κρά Ασία ως αγα­πη­μέ­νη γε­νέ­τει­ρα στα χρό­νια πριν από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία με ποι­ή­μα­τα στε­νά συν­δε­δε­μέ­να με τα γε­γο­νό­τα και κυ­ρί­ως με το συ­ντρι­πτι­κό κλί­μα της Κα­τα­στρο­φής, η αν­θο­λο­γία εί­ναι ένα πο­σο­τι­κά πλού­σιο απο­θε­τή­ριο ποι­η­μά­των, πο­λύ χρή­σι­μο για να αντι­λη­φθεί ο ανα­γνώ­στης το εύ­ρος του θέ­μα­τος, και ως άμε­σου γε­γο­νό­τος (η Κα­τα­στρο­φή), ιδί­ως ως προς τον πο­λύ με­γά­λο ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κό αντί­κτυ­πό του στους δέ­κτες του, και ως τραυ­μα­τι­κής εμπει­ρί­ας-μνή­μης για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Ο τε­λευ­ταί­ος σταθ­μός της ανα­δρο­μής μου στο δια­θέ­σι­μο υλι­κό εί­ναι η με­λέ­τη της φι­λό­λο­γου νε­ο­ελ­λη­νί­στριας Νταϊ­ά­να Χά­ας, «Η ποι­η­τι­κή απά­ντη­ση στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή», δη­μο­σιευ­μέ­νη το 1992, η έρευ­να της οποί­ας εστιά­στη­κε στο πώς θε­μα­το­ποιεί­ται ή απη­χεί­ται η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή στο έρ­γο τριών ση­μα­ντι­κών ποι­η­τών, του Κω­στή Πα­λα­μά, του Κ.Π. Κα­βά­φη και του Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κη.[6]
Βα­σι­σμέ­νος κυ­ρί­ως στο υλι­κό των αν­θο­λο­γιών, πα­ρα­τη­ρώ, πο­λύ αδρά, τα εξής. Εί­ναι σα­φής η διά­κρι­ση ανά­με­σα στα ποι­ή­μα­τα των Mι­κρα­σια­τών που εκ­φρά­ζουν την οδύ­νη για την απώ­λεια των πα­τρί­δων τους και για τα δει­νά που υπέ­στη­σαν κα­τά την Κα­τα­στρο­φή, από τη μια με­ριά, και τα ποι­ή­μα­τα των Eλ­λα­δι­τών, από την άλ­λη, που πρέ­πει να δια­χει­ρι­στούν και να εκ­φρά­σουν το δι­κό τους συγ­γε­νι­κό αλ­λά όχι και όμοιο τραύ­μα, άρ­ρη­κτα δε­μέ­νο αφε­νός με τη συ­ντρι­βή της Με­γά­λης Ιδέ­ας και αφε­τέ­ρου με το τε­ρά­στιο για την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία ζή­τη­μα της εν­σω­μά­τω­σης των προ­σφύ­γων. Συ­νο­λι­κά θε­ω­ρη­μέ­να τα ποι­ή­μα­τα τό­σο των Mι­κρα­σια­τών όσο και των Eλ­λα­δι­τών στη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τά τους μας εν­δια­φέ­ρουν σή­με­ρα ως απο­τύ­πω­ση του ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κού τραύ­μα­τος, χω­ρίς να κα­τορ­θώ­νουν να το με­τα­πλά­σουν σε έκ­φρα­ση της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας που, μέ­σα από το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, γί­νε­ται ποι­η­τι­κή τέ­χνη. Ίσως αυ­τό οφεί­λε­ται στις συμ­βά­σεις του ποι­η­τι­κού εί­δους. Κυ­ρί­ως η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή υπε­ρεκ­χεί­λι­ση, όπως υπα­γο­ρεύ­ε­ται από τη λυ­ρι­κή διά­θε­ση, θο­λώ­νει στα ποι­ή­μα­τα την εμπει­ρία, την εξω­ρα­ΐ­ζει με την κα­κή έν­νοια, σε αντί­θε­ση με την πε­ζο­γρα­φία της ίδιας επο­χής, όπου ο ρε­α­λι­σμός ευ­νο­εί σα­φώς πε­ρισ­σό­τε­ρο τη με­τά­πλα­ση της άμε­σης εμπει­ρί­ας σε λο­γο­τε­χνία, αν­θε­κτι­κή στον χρό­νο. Έτσι, ενώ πολ­λά από τα πε­ζο­γρα­φι­κά κεί­με­να μυ­θο­πλα­σί­ας για τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, γραμ­μέ­να τό­σο στον Mε­σο­πό­λε­μο όσο και στα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, κι­νού­νται στη γραμ­μή του ρε­α­λι­σμού, ενί­ο­τε ακό­μα και του στυ­γνού ρε­α­λι­σμού, και στο με­ταιχ­μια­κό όριο της εγ­γύ­τη­τάς τους με τα γρα­πτά ατό­φυας μαρ­τυ­ρί­ας, και γι’ αυ­τό πα­ρα­μέ­νουν δρα­στι­κά, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα, αντι­θέ­τως, έλ­κο­νται και πα­γι­δεύ­ο­νται στην, ευ­ε­ξή­γη­τη βε­βαί­ως, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έξαρ­ση των αν­θρώ­πων που τα έγρα­ψαν, με απο­τέ­λε­σμα να αδρα­νο­ποιού­νται αι­σθη­τι­κά. Υπάρ­χουν, πα­ράλ­λη­λα, οι πε­ρι­πτώ­σεις των ποι­η­τών με ισχυ­ρή ιδιο­συ­γκρα­σία όπου αυ­τή η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έκ­φρα­ση ελέγ­χε­ται ή και δι­υ­λί­ζε­ται μέ­σα από την πε­ριο­χή της τέ­χνης τους. Η πε­ρί­πτω­ση του Σε­φέ­ρη, όπου η ιστο­ρία του ξε­ρι­ζω­μού ανά­γε­ται στον δια­χρο­νι­κό μύ­θο του κα­τα­τρεγ­μέ­νου ελ­λη­νι­σμού, στον καη­μό της Ρω­μιο­σύ­νης, ήδη από το συν­θε­τι­κό ποί­η­μα Μυ­θι­στό­ρη­μα (1935), εί­ναι πο­λύ γνω­στή για να τη σχο­λιά­σω. Σε ό,τι αφο­ρά τους τρεις ποι­η­τές που εξέ­τα­σε η Χά­ας πα­ρα­τη­ρώ επι­γραμ­μα­τι­κά τα εξής: ο Πα­λα­μάς, ο ποι­η­τής του και­ρού του και του τό­που του, με τα ανα­φε­ρό­με­να στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή ποι­ή­μα­τά του, λει­τουρ­γεί ως ο άμε­σος δέ­κτης και ο εκ­φρα­στής των κλυ­δω­νι­σμών που προ­κά­λε­σε η Κα­τα­στρο­φή, με την έκ­φρα­ση της πι­κρί­ας, της ορ­γής, της διά­ψευ­σης, αλ­λά και της ανα­γεν­νη­μέ­νης ελ­πί­δας και αντο­χής, των συγ­χρό­νων και ομο­ε­θνών του. Στον Κα­βά­φη η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία λαν­θά­νει σε ποι­ή­μα­τα όπως το «Ιω­νι­κόν» και το «Υπέρ της Αχαϊ­κής Συ­μπο­λι­τεί­ας πο­λε­μή­σα­ντες», όπου η ει­κα­ζό­με­νη στο βά­θος του ποι­ή­μα­τος σύγ­χρο­νη ιστο­ρι­κή εμπει­ρία με­τα­πλά­θε­ται στη βιο­θε­ω­ρία ενός ποι­η­τή που έλε­γε ότι εί­ναι όχι Έλ­λην, αλ­λά Ελ­λη­νι­κός. Στον Κα­ρυω­τά­κη, τέ­λος, τα αρ­κε­τά στι­χουρ­γη­μέ­να και πε­ζά ποι­ή­μα­τά του εί­ναι από τις πιο δρα­μα­τι­κές και δρα­στι­κές ποι­η­τι­κές εκ­φρά­σεις του τραύ­μα­τος, δε­δο­μέ­νου ότι ηλι­κια­κά ανή­κει στη γε­νιά των Ελ­λα­δι­τών που συμ­με­τεί­χαν και υπέ­στη­σαν την Εκ­στρα­τεία και την Κα­τα­στρο­φή και στα πε­δία των μα­χών –το 1922 ήταν 26 ετών. Γι’ αυ­τό και θα πα­ρα­θέ­σω το άτι­τλο ποί­η­μά του «[Όταν άν­θη εδέ­να­τε…]», από την ενό­τη­τα «Ελε­γεία» της συλ­λο­γής του Ελε­γεία και σά­τι­ρες το 1927, επει­δή το θε­ω­ρώ ως την πιο πυ­κνή ποι­η­τι­κά έκ­φρα­ση του τραύ­μα­τος της μνή­μης ως συ­ντε­λε­σμέ­νης πλέ­ον απώ­λειας, της απώ­λειας των αν­θρώ­πων μί­ας ολό­κλη­ρης γε­νιάς:

Όταν άν­θη εδέ­να­τε στα τε­φρά μαλ­λιά σας,
και μες στην καρ­διά σας
αντη­χού­σαν σάλ­πιγ­γες, κι ήρ­θα­τε σε χώ­ρα
πιο με­γά­λη τώ­ρα —
οι άν­θρω­ποι με τα έξαλ­λα πρό­σω­πα, τα ρί­γη,
εί­χαν όλοι φύ­γει.

Όταν άλ­λο επή­ρα­τε πρό­σταγ­μα, άλ­λο δρό­μο,
σκύ­βο­ντας τον ώμο,
τη βα­θιάν ακού­γο­ντας σιω­πή, τους γρύ­λους,
στην άκρη του χεί­λους
ένα στά­χυ βά­ζο­ντας με πι­κρία τό­ση –
εί­χε πια νυ­χτώ­σει.

Κι όταν εκι­νή­σα­τε λυ­τρω­μέ­να χέ­ρια
πά­νω από τ’ αστέ­ρια,
κι όταν στο κρυ­στάλ­λι­νο βλέμ­μα, που ανε­στρά­φη,
ο ου­ρα­νός εγρά­φη,
κι όταν εφο­ρέ­σα­τε το λα­μπρό στε­φά­νι –
εί­χα­τε πε­θά­νει
.[7]

Στο ποί­η­μά του ο Κα­ρυω­τά­κης ισορ­ρο­πεί αρι­στο­τε­χνι­κά τον βα­σι­σμέ­νο στη νε­ο­συμ­βο­λι­στι­κή τε­χνο­τρο­πία ελε­γεια­κό τό­νο με υπαι­νι­κτι­κά στοι­χεία ιστο­ρι­κού ρε­α­λι­σμού.

Περ­νώ­ντας στο πο­λύ εν­δια­φέ­ρον πε­δίο των ποι­η­μά­των που θε­μα­το­ποιούν την εμπει­ρία της προ­σφυ­γι­κής κρί­σης στο εσω­τε­ρι­κό της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, ξε­χω­ρί­ζω το τολ­μη­ρό ποί­η­μα του Ελ­λα­δί­τη Ρώ­μου Φι­λύ­ρα, «Ο θρή­νος των προ­σφύ­γων», πε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νο στη συλ­λο­γή του Θυ­σία (1923) – ο Φι­λύ­ρας ήταν 34 ετών το 1922. Το δια­βά­ζω και στη συ­νέ­χεια θα το σχο­λιά­σω συ­νο­πτι­κά:

Στο λευ­κό βρά­δυ της Αθή­νας έρ­χο­νται
οι πρό­σφυ­γες, οι αιχ­μά­λω­τοι κι οι σκλά­βοι,
σκλά­βοι Τουρ­κιάς αι­μό­δι­ψης και ρί­χνου­νε,
στην πί­κρα μας, λά­δι να την ανά­βει.

Το βρά­δυ, ενώ η Χα­ρά πά­ει στο περ­πά­τη­μα
κι η Αθη­ναία προ­βαί­νει να ξε­σκά­σει
στον Κή­πο και στο Ζάπ­πειο και στο Σύ­νταγ­μα
κι ανά­πνοια κά­ρω­σης τι­νά­ζει όλη την Πλά­ση,

πα­σπα­τευ­τά προ­βάλ­λουν απ’ τα πέ­ριο­ρα,
τις συ­νοι­κί­ες τις ευ­τυ­χι­σμέ­νες
αλ­λο­τι­νά και πά­ντα και το χέ­ρι τους
απλώ­νου­νε, ζη­τιά­νοι, στις παρ­θέ­νες.

Δεν εί­ν’ οι χθε­σι­νοί, δεν εί­ν’ οι από­κλη­ροι,
κα­θη­μερ­νά ναυά­για της Αθή­νας,
δεν εί­ναι μιας πρω­τεύ­ου­σας ξα­στό­χη­μα,
γέ­ροι αφη­μέ­νοι, σκέ­λε­θρα της πεί­νας.

Δεν εί­ν’ απο­μει­νά­ρια ξαφ­νορ­φά­νευ­της
γε­νιάς και ξε­κλη­ρί­σμα­τα φα­μί­λιας,
δεν εί­ν’ ατυ­χι­σμέ­να γυ­ναι­κό­παι­δα
μά­νας, που κύ­λη­σε σα­ρά­κι ζή­λιας.

Εί­ν’ οι αδελ­φοί μας της Ασί­ας, στο χά­λα­σμα
που ρή­μα­ξε απ’ το ντρό­πια­σμα τη Σμύρ­νη,
που φύ­γαν ξάφ­νου, στη φο­βέ­ρα του άνο­μου,
ενώ ως τα χθες εζή­σαν σ’ ευ­φρο­σύ­νη.

Να τοι! περ­νούν και μας ζη­τούν πε­ρί­κλαυ­τοι 
βο­ή­θεια στην τρα­νή τους δυ­στυ­χία,
εί­ναι πολ­λοί, κου­ρε­λια­σμέ­νοι κι άμοι­ροι
κι εμάς η μπό­ρε­σή μας για έναν, μία.

Α! πί­κρα, αλόη και το πο­τό να γί­νε­ται
στα χεί­λη μας, σαν ’γ­γί­ξουν το πο­τή­ρι,
αχ! δά­κρυα στε­ρε­μέ­να που δε χύ­νε­στε 
πλημ­μύ­ρα, στης ζω­ής το πα­νη­γύ­ρι.

Δά­κρυα κλα­μέ­να κι άκλαυ­τα, μα αιώ­νια,
πιο δυ­να­τά τ’ άχυ­τα απ’ τα χυ­μέ­να,
να σπαρ­τα­ρά­τε στις αδέ­νες, στα με­λίγ­για μας,
για όλους πλού­σια κι ού­τε για τον ένα.
[8]

Η αντι­πα­ρά­θε­ση, το­πο­θε­τη­μέ­νη στον δη­μό­σιο χώ­ρο της κο­σμι­κής Αθή­νας, ανά­με­σα στην ευ­κα­τά­στα­τη αθη­ναϊ­κή κοι­νω­νία, από τη μια με­ριά, και τους αξιο­λύ­πη­τους Μι­κρα­σιά­τες πρό­σφυ­γες, από την άλ­λη, τους «αδελ­φούς μας της Ασί­ας», κα­τα­λή­γει στην πι­κρή δια­πί­στω­ση ότι η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φί­μω­ση και η κοι­νω­νι­κή υπο­κρι­σία μάς κά­νουν να χύ­νου­με δά­κρυα για όλους αδια­κρί­τως αλ­λά δεν μας αφή­νουν εντέ­λει να νιώ­θου­με οί­κτο και να συ­μπα­ρα­στε­κό­μα­στε στον κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά. Έτσι, αυ­τό το απλό ποί­η­μα-αθη­ναιο­γρά­φη­μα μί­ας πο­λύ αλ­γει­νής κοι­νω­νι­κής δο­κι­μα­σί­ας απο­κτά δια­χρο­νι­κή αξία, κα­θώς αντα­να­κλά­ται στη σύγ­χρο­νη προ­σφυ­γι­κή κρί­ση και γί­νε­ται και ο δι­κός μας σκλη­ρός κα­θρέ­φτης.

Με­τά τη συ­ντρι­βή της Με­γά­λης Ιδέ­ας, τον τερ­μα­τι­σμό του μο­ντέ­λου του εθνι­κού ποι­η­τή και τα συλ­λο­γι­κά δει­νά που ακο­λού­θη­σαν στον ιστο­ρι­κό χρό­νο (Δεύ­τε­ρος Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος, Κα­το­χή, Εμ­φύ­λιος, δι­κτα­το­ρία των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών) η έντα­ση της μνή­μης του τραύ­μα­τος της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής ελατ­τώ­θη­κε, με απο­τέ­λε­σμα τα ποι­ή­μα­τα που την εξέ­φρα­ζαν, στη με­τα­πο­λε­μι­κή και τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή επο­χή, να εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρα σε σύ­γκρι­ση με τα ύστε­ρα από το 1922 με­σο­πο­λε­μι­κά χρό­νια. Ανα­φέ­ρω, εν­δει­κτι­κά, με βά­ση το υλι­κό της αν­θο­λο­γί­ας Μαγ­γα­νά­ρη, ποι­ή­μα­τα των Γιώρ­γου Γε­ρα­λή, Νί­κου Γρη­γο­ριά­δη, Άρη Δι­κταί­ου και Γιώρ­γου Θέ­με­λη. Σε αυ­τή πλέ­ον την επο­χή το τραύ­μα της μνή­μης, που στο βά­θος του μέ­νει ακό­μα ανοι­χτό, φιλ­τρά­ρε­ται συ­νά­μα μέ­σα από την ει­ρω­νεία για την αλ­λα­γή των επο­χών –ο ιστο­ρι­κός χρό­νος, έστω ψευ­δαι­σθη­τι­κά, προ­χω­ρά. Επέ­λε­ξα ως πα­ρά­δειγ­μα το ποί­η­μα του Γιώρ­γου Γε­ρα­λή «Ανα­ζη­τή­σεις μέ­σω του Ελ­λη­νι­κού Ερυ­θρού Σταυ­ρού», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1966 στη συλ­λο­γή του Κλει­στός κή­πος:

Όταν κα­τα­σι­γά­ζει ο αλα­λαγ­μός
από το πρώ­το ημί­χρο­νο,
κι ενώ προ­βάλ­λει το ενα­γώ­νιο ερώ­τη­μα
αν ως το τέ­λος θα προη­γεί­ται ο Άρης,
συ­νή­θως με­τα­δί­δο­νται οι «Ανα­ζη­τή­σεις
μέ­σω του Ελ­λη­νι­κού Ερυ­θρού Σταυ­ρού».
Σχε­δόν πα­νο­μοιό­τυ­πα: Η Αγ­γε­λι­κή
ανα­ζη­τεί τον σύ­ζυ­γόν της Γα­βρι­ήλ Γα­βρι­ή­λο­γλου
εκ Πι­σι­δί­ας. Εξη­φα­νί­στη
κα­τά την Μι­κρα­σια­τι­κήν κα­τα­στρο­φήν
εν έτει 1922. Έκτο­τε
η Αγ­γε­λι­κή στε­ρεί­ται ει­δή­σε­ών του…» Το πα­ρά­δο­ξο
δεν εί­ναι, βέ­βαια, η ανα­μο­νή
σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρα χρό­νια, όταν σκε­φτεί κα­νείς
εκεί­νους που έζη­σαν δια­στή­μα­τα τρο­μα­χτι­κά
χω­ρίς να πε­ρι­μέ­νουν τί­πο­τα (κι ας αφή­σου­με πια,
για­τί πα­ρά­γι­νε, των αγαλ­μά­των τη μοί­ρα).
Το πα­ρά­δο­ξο
εί­ναι η σιω­πή του Γα­βρι­ήλ, που αγνο­ώ­ντας
τις τό­σες δυ­να­τό­τη­τες επι­στρο­φής
–ή έστω μιας κά­ποιας επι­κοι­νω­νί­ας–
τα ου­ρά­νια φέγ­γη χαί­ρε­ται και στων αγ­γέ­λων
το ου­δέ­τε­ρο κάλ­λος εντρυ­φά, κι ασυλ­λό­γι­στα
από την υπερ­γή­ι­νη μου­σι­κή με­θυ­σμέ­νος,
της συ­ζύ­γου τη θα­λε­ρήν αγκά­λη ελη­σμό­νη­σε.

Κι εκεί­νη
μέ­σω του Ελ­λη­νι­κού Ερυ­θρού Σταυ­ρού
επί­μο­να εκ­πέ­μπει
το ρα­διο­φω­νι­κό της άγ­γελ­μα
ανά­με­σα σε δύο ημί­χρο­να. Πι­στή
σε όσα από τους πα­τέ­ρες δι­δά­χτη­κε,
το χρέ­ος της εκτε­λεί, το μή­νυ­μά της ακού­ει
και ήσυ­χη πια, μπο­ρεί να πα­ρα­κο­λου­θή­σει,
–ίσως με έγνοια για τη δό­ξα του εγ­γο­νού–
αν ως το τέ­λος θα προη­γεί­ται ο Άρης.
[9]

Στο ποί­η­μα του Γε­ρα­λή αξιο­ποιεί­ται ένα προ­φα­νώς πραγ­μα­τι­κό κοι­νω­νι­κό συμ­βάν, οι ανα­κοι­νώ­σεις μέ­σω ρα­διο­φώ­νου του Ελ­λη­νι­κού Ερυ­θρού Σταυ­ρού, ενώ με­τα­δί­δο­νται πο­δο­σφαι­ρι­κοί αγώ­νες. Η τρα­γι­κό­τη­τα η πρό­σφυ­γας και σύ­ζυ­γος να μην απο­δέ­χε­ται, ύστε­ρα από 44 χρό­νια, ότι εί­ναι πλέ­ον χή­ρα και να συ­νε­χί­ζει να ανα­ζη­τεί τον αγνο­ού­με­νο Μι­κρα­σιά­τη σύ­ζυ­γό της σχο­λιά­ζε­ται από τον αφη­γη­τή του ποι­ή­μα­τος με πι­κρή ει­ρω­νεία: οι και­ροί έχουν αλ­λά­ξει, το οδυ­νη­ρό ιστο­ρι­κό γε­γο­νός απο­μα­κρύ­νε­ται στο πα­ρελ­θόν, ο νε­κρός δεν πρό­κει­ται να επι­στρέ­ψει, η πρό­σφυ­γας ως για­γιά πια οφεί­λει να νοια­στεί για τη δό­ξα του φί­λα­θλου ή και πο­δο­σφαι­ρι­στή εγ­γο­νού της· συ­νά­μα, όμως, οι πα­ρα­δό­σεις τη­ρού­νται, η αφο­σί­ω­ση στον νε­κρό πα­ρα­μέ­νει, η μνή­μη ως χρέ­ος δεν δια­γρά­φε­ται. Έτσι το ποί­η­μα, πα­ρά τον μέ­σω της ει­ρω­νεί­ας σκε­πτι­κι­στι­κό τό­νο του, υπε­ρα­σπί­ζε­ται την αξία τού «δεν ξε­χνώ», αι­τή­μα­τος που θα ανα­τρο­φο­δο­τη­θεί, επί­σης τρα­γι­κά, με­ρι­κά χρό­νια ύστε­ρα από τη γρα­φή του ποι­ή­μα­τος, όταν θα συμ­βεί η τουρ­κι­κή ει­σβο­λή στην Κύ­προ και θα ακο­λου­θή­σει η κυ­πρια­κή τρα­γω­δία.

Θε­ω­ρώ­ντας συ­νο­λι­κά, εν κα­τα­κλεί­δι, τα ανα­φε­ρό­με­να στη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή και στο προ­σφυ­γι­κό ζή­τη­μα ποι­ή­μα­τα, η γε­νι­κή δια­πί­στω­ση εί­ναι ότι η οδύ­νη για την απώ­λεια της πα­τρί­δας και το συ­νε­πα­κό­λου­θο τραύ­μα της έντα­ξης των προ­σφύ­γων στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία πα­ρέ­μει­ναν ζω­ντα­νά για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, λει­τουρ­γώ­ντας συ­νά­μα ως πη­γή γό­νι­μης τρο­φο­δο­σί­ας για την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση του 20ού αιώ­να, συ­γκε­κρι­μέ­να για τον επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της ταυ­τό­τη­τάς της ως προς την έν­νοια της πα­τρί­δας. Υπό αυ­τή την έν­νοια, ένα μέ­ρος αυ­τών των ποι­η­μά­των συ­νέ­βα­λε στη δια­τή­ρη­ση της κλη­ρο­δο­τη­μέ­νης από το πα­ρελ­θόν έκ­φρα­σης της βα­θιάς αγά­πης για την πα­τρί­δα και τη συλ­λο­γι­κή ιδέα. Από την άλ­λη πλευ­ρά, ένα έτε­ρο μέ­ρος των σχε­τι­κών με το θέ­μα μας ποι­η­μά­των εντά­χθη­κε και τρο­φο­δό­τη­σε την ισχυ­ρή ύστε­ρα από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή τά­ση της ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης να θε­μα­το­ποιεί την πα­τρί­δα ως πλη­γή και την εθνι­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα ως χα­μέ­νη ιδέα ή ως ενα­γώ­νιο ζη­τού­με­νο.
Πώς η μνή­μη του τραύ­μα­τος, εν προ­κει­μέ­νω της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής, εκ­βάλ­λει, μέ­σα από το σκο­τει­νό πο­τά­μι της ιστο­ρί­ας, στο πα­ρόν μας; Νο­μί­ζω ότι ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος που έχω για να σχο­λιά­σω αυ­τό το ερώ­τη­μα εί­ναι να πα­ρα­θέ­σω το τέ­λος της ημε­ρο­λο­για­κής εγ­γρα­φής του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη με την οποία ξε­κί­νη­σα αυ­τό το κεί­με­νο:
Το λυ­κό­φως απλώ­νει στον ου­ρα­νό και στη θά­λασ­σα το χρώ­μα μιας ανε­ξά­ντλη­της αγά­πης. Και ντρέ­πε­σαι που έχεις όρε­ξη να ουρ­λιά­ξεις πως εί­ναι ένα υπέ­ρο­γκο ψέ­μα. Για­τί το ξέ­ρεις πως ο κύ­κλος δεν έκλει­σε· πως οι Ερι­νύ­ες που εξα­πο­λύ­θη­καν σε τού­τον εδώ τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο και από­μα­κρο τό­πο για τους με­γά­λους και τους μι­κρούς της γης, δεν κοι­μού­νται, και δε θα τις δεις, μή­τε συ μή­τε τα παι­διά σου, «γας υπό κεύ­θος».[10]

Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε σε προγενέστερη μορφή του στην ημερίδα «ὦ γῆ, 1922-2022, Αφιέρωμα του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» (28 Μαΐου 2022) που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη.


Νοσοκομείο προσφύγων στη Χίο
Νοσοκομείο προσφύγων στη Χίο
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: