Παρκάρουμε Ευρώπη

Το αμά­ξι το εί­χε φέ­ρει ο Νι­κή­τας ο Φλα­νέρ. Σας πε­ρί­με­ναν. Πολ­λοί. Αλ­λά, μα­ταί­ως. Ναι, μα­ταί­ως, ανώ­φε­λα, πά­πα­λα, αλ­λη­λού­ια, νά­δα, μη­δεν χι­λιό­με­τρα στο κο­ντέρ, πα­γω­μέ­νο το κα­ντράν, από­λυ­τη ακι­νη­το­ποί­η­ση στο χώ­ρο, τα χι­λιό­με­τρα τα κα­τα­πί­να­τε εν χρό­νω, στο οδό­στρω­μα ού­τε μέ­τρο, τι ού­τε μέ­τρο;, ού­τε πό­ντο, εκα­το­στό, χι­λιο­στό, το ᾽πα­τε και μό­νοι σας, οι ίδιοι το ᾽πα­τε, μα­ταί­ως σκε­φτή­κα­τε ότι μπο­ρεί­τε, δύ­να­στε, να κι­νη­θεί­τε, να κου­νη­θεί­τε, να με­τα­το­πι­στεί­τε, να δια­νύ­σε­τε απο­στά­σεις, να πά­τε πιο δω, να πά­τε πιο κει, να στρί­ψε­τε στη γω­νία να δεί­τε αν έρ­χε­στε. Αυ­τό το άν­θος δεν ήτα­νε για σας. Εν προ­κει­μέ­νω το αμά­ξι αυ­τό δεν ήτα­νε για σας. Τε­τρά­θυ­ρο, άνε­το, ευά­ε­ρο, ευ­ή­λιο, δια­μπε­ρές, φου­λα­ρι­σμέ­νο, εξο­πλι­σμέ­νο με σπέ­σιαλ στε­ρε­ο­φω­νι­κό, μέ­γκλα, με­γα­λείο. Μα­ταί­ως.

Μα­ταί­ως σας περί­με­ναν. Οι νε­ο­ρε­α­λι­στές στο Βε­ρο­λί­νο. Οι υπο­ρε­α­λι­στές στη Ζυ­ρί­χη. Οι ηλε­κτρο­λετ­τρι­στές στην Κο­πεγ­χά­γη. Οι υπε­ρυ­παρ­ξι­στές στο Άμ­στερ­νταμ. Οι δια­γουα­λα­σι­κοί στη Ρώ­μη. Οι πυν­τσο­νο­λά­τρες στο Εδιμ­βούρ­γο. Οι μπο­λα­νιο­μα­νείς στη Βαρ­κε­λώ­νη. Τζά­μπα, επί μα­ταίω, ανώ­φε­λα, τό­σες και τό­σες συ­νεν­νο­ή­σεις του Υδρο­βιο­λό­γου Καλ­τσά μέ­σω skype, και μέ­σω mail, και μέ­σω messenger, κι ό,τι βά­λει ο νους του με­τα­βιο­μη­χα­νι­κού ημι­κα­λω­διω­μέ­νου αβαν­γκαρ­ντί­στα. Αυ­τό το άν­θος δεν ήτα­νε, όχι, αυ­τό το αμά­ξι, δεν ήτα­νε για σας.

Το αμά­ξι το εί­χε φέ­ρει ο Νι­κή­τας ο Φλα­νέρ. Του θεί­ου του ήταν, ενός λα­μπρού ερα­σι­τέ­χνη ακουα­ρε­λί­στα ο οποί­ος φο­ρού­σε μο­νί­μως κί­τρι­νο πα­πι­γιόν και κί­τρι­νες κάλ­τσες ως φό­ρο τι­μής στον Τζέιμς Τζόις και μο­νόκλ σαν του Τρι­στάν Τζα­ρά, και ο οποί­ος έπι­νε τζιν με μια φέ­τα λε­μό­νι και άκου­γε μό­νο, επί δε­κα­ε­τί­ες και κα­θη­με­ρι­νώς, το Κον­σέρ­το της Κο­λω­νί­ας του Κιθ Τζά­ρετ, ενώ πα­ρέ­με­νε πει­σμα­τι­κά ερ­γέ­νης και πα­ρα­χω­ρού­σε γεν­ναιό­ψυ­χα ό,τι εί­χε και δεν εί­χε στον Νι­κή­τα τον Φλα­νέρ και σ᾽ εσάς, τα στοι­χειά και τα αε­ρι­κά της Κυ­ψέ­λης, πι­στεύ­ο­ντας εάν όχι ότι συμ­βάλ­λει στην ανα­νέ­ω­ση της τέ­χνης μέ­σω υμών του­λά­χι­στον ότι προ­σφέ­ρει στον υπερ­τα­λα­ντού­χο ανι­ψιό του και σε έναν εσμό εκ­προ­σώ­πων του Αλ­λό­κο­του Ελ­λη­νι­σμού κά­ποια βοη­θή­μα­τα για να συ­νε­χί­σουν το θε­ά­ρε­στο πρό­γραμ­μά τους.

Μα­ταί­ως σας περί­με­ναν. Για συ­νε­στιά­σεις, για συ­μπό­σια, για συ­γκλή­σεις, για συ­νέ­δρια, για συν­δια­σκέ­ψεις, για συ­ντο­νι­σμούς, για συ­νο­δοι­πο­ρί­ες. Για την έκ­δο­ση του διε­θνούς πε­ριο­δι­κού The Tunnel, για την ίδρυ­ση του ρα­διο­φω­νι­κού σταθ­μού Infinite Jest, για την έναρ­ξη των ερ­γα­σιών του εκ­δο­τι­κού οί­κου Logos Spermatikos, για το στή­σι­μο δι­κτύ­ου επα­φών με τους ομοιο­πα­θείς ομοϊ­δε­ά­τες στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες.

Το αμά­ξι το εί­χε φέ­ρει ο Νι­κή­τας ο Φλα­νέρ. Φου­λα­ρι­σμέ­νο, κο­μπλέ, άψο­γο. Μα­ταί­ως. Την πρώ­τη φο­ρά, εί­χα­τε ετοι­μα­στεί δε­ό­ντως, σά­κοι, μια βα­λί­τσα, ση­μειω­μα­τά­ρια, στυ­λο­γρά­φοι, χα­ρα­κά­κια, μα­γνη­το­φω­νά­κια, όλα τα λα­λά­κια σας, τα­κτο­ποι­η­μέ­να, πα­κε­τα­ρι­σμέ­να, κι εσείς κα­τε­βή­κα­τε τους δύο ορό­φους, μπή­κα­τε στο αμά­ξι, βά­ζει το κλει­δί στη μί­ζα ο Νι­κή­τας ο Φλα­νέρ, ακού­γε­ται ο Τζά­ρετ στα ηχεία, πιά­νε­τε την κου­βέ­ντα (ή, μάλ­λον, για να εί­στε ακρι­βείς οφεί­λε­τε να πεί­τε ότι συ­νε­χί­σα­τε την κου­βέ­ντα που εί­χα­τε αρ­χί­σει στο εν­διαί­τη­μα του Οδυσ­σέα Γε­ωρ­γί­ου), κυ­λά­νε τα δευ­τε­ρό­λε­πτα και τα λε­πτά και οι ώρες, ανά­βει και κο­ρώ­νει η κου­βέ­ντα, πιά­νει φω­τιά η συ­ζή­τη­ση, πυ­ρα­κτώ­νε­ται η αντι­πα­ρά­θε­ση, ξη­με­ρώ­νει στην Κυ­ψέ­λη, μαί­νε­ται ο φι­λι­κός κα­βγάς, σα­ΐ­τες πια τα επι­χει­ρή­μα­τα, σου­γιά­δες οι αντιρ­ρή­σεις, ξη­με­ρώ­νει στην Κυ­ψέ­λη, ξη­με­ρώ­νει στην Κυ­ψέ­λη, δεν σας φταί­νε σε τί­πο­τα οι τρεις άξο­νες της ιλιγ­γιώ­δους πια αντι­μα­χί­ας (οι Πύν­τσον, Ντε­Λίλ­λο, και Γουά­λας), οι οποί­οι τρεις άξο­νες γί­νο­νται κά­ποια τα­ραγ­μέ­νη στιγ­μή πέ­ντε (προ­στί­θε­νται οι Λά­σλο Κρασ­να­χορ­κάι και Γουί­λιαμ Χ. Γκας), για να φτά­σουν στους έξι όταν έξαλ­λος ο Γε­ωρ­γί­ου εξα­νί­στα­ται και πιά­νει να πα­ρα­λη­ρεί υπέρ του Ντέι­βιντ Μάρκ­σον, πέ­φτει η μπα­τα­ρία του αυ­το­κι­νή­του ύστε­ρα από τό­σες ώρες ακι­νη­σία και Τζά­ρετ στο στε­ρε­ο­φω­νι­κό, αδειά­ζουν και τα φλα­σκιά σας (τα ενη­με­ρω­μέ­να με βό­κτα, ουί­σκι, και ρού­μι για το τα­ξί­δι), ξε­μέ­νε­τε κι από τσι­γά­ρα, και παίρ­νε­τε τα πα­ρα­φερ­νά­λιά σας και τα λα­λά­κια σας όλα, κι ανε­βαί­νε­τε ξα­νά στου Γε­ωρ­γί­ου το εν­διαί­τη­μα για να συ­νε­χί­σε­τε, με μά­τια κόκ­κι­να και πολ­λα­πλές ρή­ξεις των τρι­χοει­δών, τον φι­λι­κό (ας το επα­να­λά­βε­τε) κα­βγά, ενώ ξη­μέ­ρω­σε από ώρα στην Κυ­ψέ­λη, ξη­μέ­ρω­σε στην Κυ­ψέ­λη, ξη­μέ­ρω­σε στην Κυ­ψέ­λη.

Μα­ταί­ως σας περί­με­ναν. Η Ελ­φρί­ντε στη Βιέν­νη, η Ρέι­τσελ στο Μάν­τσε­στερ, η Αλις στη Λυών, η Μι­λέ­να στην Πρά­γα, η Λου­τσία στην Τριέ­στη. Την δεύ­τε­ρη, την τρί­τη, και την τέ­ταρ­τη φο­ρά, δεν ξε­μυ­τή­σα­τε καν από του Γε­ωρ­γί­ου το Άλα­μουτ, οι σά­κοι σας έμει­ναν στο χολ, οι μου­σι­κές και οι συ­ζη­τή­σεις σας πή­ραν ό,τι εί­χε απο­μεί­νει από το ελ­βε­τι­κό τυ­ρί που λέ­γα­τε μυα­λό, διά­τρη­τοι εγκέ­φα­λοι, «κρύο κρέ­ας του κρα­νί­ου», που έλε­γε κι ο Κά­ρο­λος Με­λε­τό­που­λος ένα βρά­δυ, ξα­νά και ξα­νά, στην Πα­ρα­λία Αμπε­λο­κή­πων δέ­κα χρό­νια προ­τού πά­ει με τους πολ­λούς ο Κορ­νή­λιος Κα­στο­ριά­δης. Δεν το κου­νή­σα­τε ού­τε ρού­πι απ᾽ την Κυ­ψέ­λη, τη δεύ­τε­ρη, την τρί­τη, την τέ­ταρ­τη φο­ρά, δεν φτά­σα­τε όχι στο αμά­ξι, όχι στην εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας όπου εί­χε στή­σει το στρα­τη­γείο του ο Γε­ωρ­γί­ου, αλ­λά ού­τε καν στο Ασαν­σέρ Άτο­μα Δύο, κα­θό­τι του Ρα­σκόλ­νι­κοφ το φά­ντα­σμα τρι­γυ­ρί­ζει τις νύ­χτες στη Φω­κί­ω­νος Νέ­γρη και στην Αγί­ου Με­λε­τί­ου, και στην Ζα­κύν­θου, και στη Σι­κί­νου, και στην Ιθά­κης, και στη Νά­ξου, και στην Κυ­κλά­δων, αγκα­λιά με τον Δε­νέ­γρη και τον Κου­τρου­μπού­ση και λέ­νε, εν χο­ρώ, κι οι τρεις μα­ζί (Ρα­σκόλ­νι­κοφ και Τά­σος και Πητ): Η Κυ­ψέ­λη Εί­ναι Ερ­γα­λειο­θή­κη! Η Κυ­ψέ­λη Εί­ναι Δι­σκο­θή­κη! Η Κυ­ψέ­λη Εί­ναι Απο­θή­κη! Η Κυ­ψέ­λη Εί­ναι Μυ­χιο­θή­κη! Η Κυ­ψέ­λη Εί­ναι Δια­θή­κη!


[Συ­νε­χί­ζε­ται εις το Επό­με­νο]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: