Βιβλιοθήκη Πιερ Μενάρ

Χαρτογράφηση μιας εναλλακτικής ιστορίας της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

El propósito que lo guiaba no era imposible, aunque sí sobrenatural. Quería soñar un hombre: quería soñarlo con integridad minuciosa e imponerlo a la realidad

Jorge Luis Borges, «Las ruinas circulares» (1941)

Μη­νιαία στή­λη αφιε­ρω­μέ­νη σε άγνω­στους και αδο­ξο­λό­γη­τους συγ­γρα­φείς, στους αφα­νείς, ανύ­παρ­κτους, για κά­ποιους, και εκτο­πλα­σμα­τι­κούς ήρω­ες των γραμ­μά­των, τους ξε­χα­σμέ­νους στις ελ­λη­νι­κές και ξέ­νες γραμ­μα­το­λο­γί­ες, το ορα­τό –και κυ­ρί­ως το αό­ρα­το– έρ­γο των οποί­ων, αν εί­χε προ­σε­χτεί στην επο­χή του, θα μπο­ρού­σε να αλ­λά­ξει τον ρου της πα­γκό­σμιας και ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.

Μανιφέστο των «Φίλων του Πιερ Μενάρ»

Cómo puede haber verdad sin mentira
Santiago de Alvarado, Nuevo mundo caduco y alegrías de la mocedad en los años de 1781 hasta 1792.
La propriété, c'est le vol
Pierre-Joseph Proudhon, 1840

Ένα φά­ντα­σμα πλα­νιέ­ται εδώ και 80 χρό­νια πά­νω από τις γη­ρα­σμέ­νες λο­γο­τε­χνί­ες της υφη­λί­ου: το φά­ντα­σμα του Πιερ Με­νάρ. Όλες οι δυ­νά­μεις της αντί­δρα­σης, δογ­μα­τι­κοί κα­θη­γη­τές και άκαμ­πτοι ακα­δη­μαϊ­κοί, πα­ρα­δό­πι­στοι εκ­δό­τες και τυ­πο­λά­τρες επι­με­λη­τές, μί­σθαρ­νοι βι­βλιο­κρι­τι­κοί και ερι­στι­κοί επι­φυλ­λι­δο­γρά­φοι, φα­να­τι­κοί λο­γο­κρι­τές και μί­ζε­ροι δι­κη­γο­ρί­σκοι, όλοι εμ­μα­νείς υπέρ­μα­χοι της απο­κα­λού­με­νης «πνευ­μα­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας» και των υπο­τι­θέ­με­νων «πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των», ενώ­θη­καν σε μιαν ανί­ε­ρη συμ­μα­χία για να κα­τα­διώ­ξουν αυ­τό το φά­ντα­σμα.

Ποιο σο­βα­ρό, ποιο αξιο­πρό­σε­κτο κεί­με­νο δεν έχει κα­τη­γο­ρη­θεί από τους αντι­πά­λους του για προ­σχώ­ρη­ση στην «αί­ρε­ση» του με­να­ρι­σμού; Ποιος συγ­γρα­φέ­ας δεν κα­τα­λό­γι­σε με­να­ρι­σμό στους προ­ο­δευ­τι­κό­τε­ρους ή τους αντι­δρα­στι­κό­τε­ρους αντι­πά­λους του; Μή­πως δεν ήταν οι μο­ντερ­νι­στές που χα­ρα­κτή­ρι­σαν τον Πιερ Με­νάρ «πρό­δρο­μο» του με­τα­μο­ντέρ­νου και οι με­τα­μο­ντερ­νι­στές «dernier cri» (John Barth) του μο­ντερ­νι­σμού;

Ένα συ­μπέ­ρα­σμα συ­νά­γε­ται από τα αναμ­φι­σβή­τη­τα αυ­τά γε­γο­νό­τα: ο Πιερ Με­νάρ ανα­γνω­ρί­ζε­ται πλέ­ον από όλους τους εμπλε­κο­μέ­νους στην πα­ρα­γω­γή και την κα­τα­νά­λω­ση της λο­γο­τε­χνί­ας ως ήρε­μη δύ­να­μη. Εί­ναι και­ρός, λοι­πόν, οι αυ­θε­ντι­κοί «Φί­λοι του Πιερ Με­νάρ» να εκ­θέ­σουν ανοι­χτά μπρο­στά σε όλο τον κό­σμο τις αντι­λή­ψεις τους, τους σκο­πούς και τις επι­διώ­ξεις τους, και να αντι­πα­ρα­θέ­σουν στο πα­ρα­μύ­θι του φα­ντά­σμα­τός του ένα πραγ­μα­τι­κό Μα­νι­φέ­στο.

Αγρυ­πνή­σα­με όλη τη νύ­χτα υπό το φως λα­μπά­δων του ιε­ρού τε­μέ­νους, με τους θό­λους από διά­τρη­το ορεί­χαλ­κο γε­μά­τους αστέ­ρια ν’ ακτι­νο­βο­λούν όπως και οι ψυ­χές μας από τη νε­φε­λώ­δη λάμ­ψη μιας ηλε­κτρι­κής καρ­διάς. Ώρες πολ­λές πε­ρι­φέ­ρα­με την ατα­βι­στι­κή μας οκνη­ρία πά­νω σε πλού­σια ανα­το­λί­τι­κα χα­λιά και μουν­τζου­ρώ­σα­με άφθο­νο χαρ­τί με πα­λίμ­ψη­στες γρα­φές, επι­χει­ρώ­ντας να δια­τυ­πώ­σου­με λε­πτό­τα­τους συλ­λο­γι­σμούς και ν’ απο­δε­χθού­με ή ν’ απορ­ρί­ψου­με φα­ντα­στι­κές αι­ρέ­σεις, από εκεί­νες που φυ­τρώ­νουν στις ρωγ­μές του λό­γου…

Ξαφ­νι­κά, μια απέ­ρα­ντη υπε­ρη­φά­νεια φού­σκω­σε τα στή­θη μας, για­τί την ώρα εκεί­νη αι­σθα­νό­μα­σταν μό­νοι, ξύ­πνιοι και όρ­θιοι σαν φά­ροι υπέ­ρο­χοι ή σαν προ­ε­λαύ­νου­σα φρου­ρά μπρο­στά στον στρα­τό των εχθρι­κών άστρων που πα­ρα­φύ­λα­γαν από τα ου­ρά­νια στρα­τό­πε­δά τους. Μό­νοι με τους ξα­ναμ­μέ­νους θερ­μα­στές που ξε­νυ­χτούν μπρο­στά στους κα­τα­χθό­νιους φούρ­νους αλ­χη­μι­στι­κών ερ­γα­στη­ρί­ων, μό­νοι με τα μαύ­ρα φα­ντά­σμα­τα που τρι­γυρ­νούν μέ­σα στους δαι­δα­λώ­δεις δια­δρό­μους πα­λιών μο­να­στη­ρια­κών βι­βλιο­θη­κών, μό­νοι με τους τυ­φλούς βι­βλιο­θη­κά­ριους που ψη­λα­φούν, μ’ ένα αβέ­βαιο φτε­ρο­κό­πη­μα, τους υγρούς τοί­χους της Βι­βλιο­θή­κης

Τό­τε, με το πρό­σω­πο βου­τηγ­μέ­νο σε κι­τρι­νι­σμέ­να χει­ρό­γρα­φα –ανα­κα­τω­μέ­νες ανή­λια­γες και μου­χλια­σμέ­νες σε­λί­δες, μά­ταιος ιδρώ­τας και γα­λά­ζια αι­θά­λη–, εξου­θε­νω­μέ­νοι με τις πέ­νες στα χέ­ρια, αλ­λά ατρό­μη­τοι, κη­ρύσ­σου­με τις πρώ­τες μας θε­λή­σεις σε όλους τους ζω­ντα­νούς αν­θρώ­πους της Γης:

Εμείς, οι αυ­το­α­πο­κα­λού­με­νοι «Φί­λοι του Πιερ Με­νάρ», φα­να­τι­κοί οπα­δοί του Γάλ­λου δαν­δή συμ­βο­λι­στή, συ­νο­δοι­πό­ρου του Μα­λαρ­μέ και του Βα­λε­ρί, συ­νερ­γά­τη στα πιο έγκυ­ρα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά της γαλ­λι­κής ελίτ, προ­σώ­που κα­τ’ άλ­λους πλα­σμα­τι­κού αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλη­θο­φα­νούς έως την εξα­πά­τη­ση και του πιο υπο­ψια­σμέ­νου ανα­γνώ­στη και, φυ­σι­κά, πραγ­μα­τι­κού συγ­γρα­φέα του Δον Κι­χώ­τη, πι­στεύ­ου­με με­τά βε­βαιό­τη­τος ότι η λο­γο­τε­χνία ήταν, εί­ναι και θα εί­ναι μι­μη­τι­κή ή δεν θα εί­ναι λο­γο­τε­χνία…

Η λο­γο­τε­χνία εί­ναι ένας λα­βύ­ριν­θος (για την ακρί­βεια, Ο λα­βύ­ριν­θος) που επι­νο­ή­θη­κε από αν­θρώ­πους και προ­ο­ρί­ζε­ται να απο­κρυ­πτο­γρα­φη­θεί απο­κλει­στι­κά από αυ­τούς. Μο­να­δι­κό εφό­διο σ’ αυ­τό το ατέρ­μο­νο τα­ξί­δι στο κέ­ντρο του σύ­μπα­ντος που άλ­λοι ονο­μά­ζουν Βι­βλιο­θή­κη, μο­να­δι­κός μί­τος, εί­ναι η ίδια η Λο­γο­τε­χνία, δη­λα­δή η γρα­φή ως επα­νεγ­γρα­φή, η ανά­γνω­ση ως πα­ρα­νά­γνω­ση, η με­τά­φρα­ση ως πα­ρά­φρα­ση κ.λπ. κ.λπ.

Επει­δή πι­στεύ­ου­με ότι το να γρά­φεις εί­ναι σή­με­ρα η εσχά­τη, η πλέ­ον ηρω­ι­κή, η μό­νη δυ­να­τή πρά­ξη ανα­γνώ­σε­ως, θε­ω­ρού­με τη λο­γο­κλο­πία ανυ­πό­στα­τη.

Κα­τά συ­νέ­πεια, το 9ο κε­φά­λαιο, το 38ο και το από­σπα­σμα από το 22ο του Πρώ­του Μέ­ρους του Δον Κι­χώ­τη που συ­να­πο­τε­λούν το κο­ρυ­φαίο, πλην αό­ρα­το, έρ­γο του συμ­βο­λι­στή από τη Νιμ –αφο­σιω­μέ­νου οπα­δού του Πό­ου, ο οποί­ος εγέν­νη­σε Μπο­ντλέρ, ο οποί­ος εγέν­νη­σε Μα­λαρ­μέ, ο οποί­ος εγέν­νη­σε Βα­λε­ρί, ο οποί­ος εγέν­νη­σε Εδμόν­δο Τεστ–, δεν απο­τε­λούν σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση απο­τέ­λε­σμα μη­χα­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής του ισπα­νι­κού πρω­το­τύ­που ή προ­ϊ­όν λο­γο­κλο­πής, ικα­νό να επι­φέ­ρει τις προ­βλε­πό­με­νες κυ­ρώ­σεις του Νό­μου πε­ρί Προ­στα­σί­ας της Πνευ­μα­τι­κής Ιδιο­κτη­σί­ας και Συγ­γε­νι­κών Δι­καιω­μά­των, αλ­λά απο­τέ­λε­σμα σπιν­θη­ρο­βό­λου έμπνευ­σης και προ­ϊ­όν εκτυ­φλω­τι­κής πρω­το­τυ­πί­ας, απεί­ρως δε πλου­σιό­τε­ρο σε ση­μα­σί­ες από το υπο­τι­θέ­με­νο πρό­τυ­πό του!

Επει­δή πι­στεύ­ου­με ότι κά­θε συγ­γρα­φέ­ας δη­μιουρ­γεί τους προ­δρό­μους του, θε­ω­ρού­με άχρη­στη, εν εσχά­τη ανα­λύ­σει, κά­θε πνευ­μα­τι­κή άσκη­ση ανα­ζή­τη­σης πι­θα­νών «επι­δρά­σε­ων» ή «δα­νεί­ων». Αντί­θε­τα, θε­ω­ρού­με ότι οι ρι­ζο­σπα­στι­κές τε­χνι­κές του «εκού­σιου δη­μιουρ­γι­κού ανα­χρο­νι­σμού» και των «εσφαλ­μέ­νων απο­δό­σε­ων» εμπλου­τί­ζουν, επι­τέ­λους, τη στοι­χειώ­δη και στε­ρε­ό­τυ­πη τέ­χνη της ανά­γνω­σης.

Απο­δί­δο­ντας δύο φαι­νο­με­νι­κώς δια­φο­ρε­τι­κά έρ­γα (φέ­ρ’ ει­πείν, το Τάο Τε Κινγκ και το Χί­λιες και μία νύ­χτες) στον ίδιο συγ­γρα­φέα και ανα­λύ­ο­ντας ύστε­ρα την ψυ­χο­λο­γία αυ­τού του εν­δια­φέ­ρο­ντος homme des lettres, ή δια­βά­ζο­ντας την Οδύσ­σεια σαν να ήταν με­τα­γε­νέ­στε­ρη της Αι­νειά­δας και τη Φό­νισ­σα του Πα­πα­δια­μά­ντη ως «documentary fiction» γραμ­μέ­νη από τον Τρού­μαν Κα­πό­τε (όπως προ­τά­θη­κε πρό­σφα­τα), δεν κά­νεις μια ένε­ση φρε­σκά­δας στις χλο­μές, αγκι­στρω­μέ­νες στην επο­χή τους, επι­φα­νεια­κές ανα­γνώ­σεις αυ­τών των κει­μέ­νων;

Επει­δή θε­ω­ρού­με κο­πιώ­δη και εκ­φυ­λι­στι­κή τη μα­νία σύν­θε­σης ενός τε­ρά­στιου βι­βλί­ου για την ανά­πτυ­ξη μιας ιδέ­ας, η τέ­λεια προ­φο­ρι­κή έκ­θε­ση της οποί­ας δεν θα έπαιρ­νε πα­ρα­πά­νω από λί­γα λε­πτά, κρί­νου­με προ­τι­μό­τε­ρο να φα­ντά­ζε­ται κα­νείς πως αυ­τά τα βι­βλία ήδη υπάρ­χουν, και να προ­σφέ­ρει μια πε­ρί­λη­ψή τους, ένα σχό­λιο ή απλώς και μό­νον τον τί­τλο τους…

Συ­νε­πώς, η βι­βλιο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή του ακά­μα­του Φραν­σουά Ρα­μπε­λαί, Catalogue de la bibliothèque de labbaye de Saint-Victor (1533), ή ο Catalogus librorum aulicorum incomparabilium et non vendibilium (1605-10) του Τζον Νταν και το Musaeum Clausum, or Bibliotheca Abscondita (1684) του σερ Τό­μας Μπρά­ουν συ­νι­στούν για κά­θε σκε­πτό­με­νο ανα­γνώ­στη κα­τά πο­λύ χρη­σι­μό­τε­ρα ερ­γα­λεία έρευ­νας από τον πλή­ρη κα­τά­λο­γο της Βι­βλιο­θή­κης του Κο­γκρέ­σου ή τον πλή­ρη (λα­θών) κα­τά­λο­γο της Εθνι­κής Βι­βλιο­θή­κης της Ελ­λά­δος.

Για τους λόγους αυτούς και για άλλους πολλούς, στρατευόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις:

Ενά­ντια στις ασύγ­γνω­στες πα­ρα­λεί­ψεις ή και συ­μπε­ρι­λή­ψεις κά­θε ιστο­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας, που οι συ­ντά­κτες και οι εκ­δό­τες έχουν την ασέ­βεια ή και το θρά­σος να επι­δι­κά­ζουν στους ανα­γνώ­στες τους.

Ενά­ντια στους πα­ρα­πει­στι­κούς κα­τα­λό­γους του Λο­γο­τε­χνι­κού Κα­νό­να, αλ­λά και στην αυ­θαι­ρε­σία κά­θε κα­νό­να.

Ενά­ντια στην κα­τα­δυ­να­στευ­τι­κή αυ­θε­ντία του Πα­νε­πι­στη­μί­ου και στη σο­βα­ρο­φά­νεια του κα­θη­γη­τι­κού κα­τε­στη­μέ­νου.

Ενά­ντια στον επαρ­χιω­τι­σμό των συγ­χρο­νι­κών κρι­τι­κών μας.

Ενά­ντια σε κά­θε αδι­κία, αλ­λά, κυ­ρί­ως, στη λο­γο­τε­χνι­κή αδι­κία.

Ενά­ντια σε κά­θε τυ­πι­κή λο­γι­κή που δια­χω­ρί­ζει, αυ­θαι­ρε­τώ­ντας, αί­τιο και απο­τέ­λε­σμα.

Ενά­ντια στη συμ­βα­τι­κή διαί­ρε­ση και στον κα­τα­κερ­μα­τι­σμό του χρό­νου που δή­θεν εκλο­γι­κεύ­ει τη ζωή και τα­ξι­νο­μεί το υπο­τι­θέ­με­νο χά­ος.

Ενά­ντια, τέ­λος, στην κα­τα­δυ­νά­στευ­ση της Πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Και διακηρύσσουμε:

την άμε­τρη πί­στη μας στη μι­μη­τι­κή ικα­νό­τη­τα των αν­θρώ­πων,

στη δύ­να­μη της αλη­θι­νής φα­ντα­σί­ας

και στην πραγ­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της μυ­θο­πλα­σί­ας…

Εν ολί­γοις, εμείς, οι «Φί­λοι του Πιερ Με­νάρ», υπο­στη­ρί­ζου­με κά­θε κί­νη­ση ενά­ντια στη θλι­βε­ρή κα­τά­στα­ση της λο­γο­τε­χνί­ας αλ­λά και της φι­λο­λο­γι­κής κρι­τι­κής της σή­με­ρον και, τέ­λος, ερ­γα­ζό­μα­στε για τη σύν­δε­ση και τον συ­ντο­νι­σμό των Φί­λων του Πιερ Με­νάρ σε όλο τον κό­σμο.

Εν ονό­μα­τι, λοι­πόν, όλων όσοι απο­φά­σι­σαν να προ­σπε­ρά­σουν τη μα­ταιο­δο­ξία που στε­φα­νώ­νει τους μό­χθους των αν­θρώ­πων, και κα­τα­πιά­στη­καν μ’ ένα καλ­λι­τε­χνι­κό εγ­χεί­ρη­μα τό­σο πε­ρί­πλο­κο και εξ αρ­χής τό­σο μά­ταιο όσο το έρ­γο του Πιερ Με­νάρ, θε­ω­ρού­με ελά­χι­στο χρέ­ος μας την πα­ντί τρό­πω προ­βο­λή εκεί­νης της λο­γο­τε­χνί­ας στην οποία κα­νείς δεν πο­ντά­ρι­σε την επο­χή που έπρε­πε, και την ανά­δει­ξη εκεί­νων των συγ­γρα­φέ­ων και καλ­λι­τε­χνών οι οποί­οι κα­τα­δι­κά­στη­καν αδί­κως σε λη­ξιαρ­χι­κή ανυ­παρ­ξία και πε­ριέ­πε­σαν, έτι αδι­κώ­τε­ρον, στη λή­θη…

Αλ­λη­λέγ­γυοι ως προς όλα τα ση­μεία με τον Πιερ Με­νάρ και απο­φα­σι­σμέ­νοι να θέ­σου­με επί πα­χέ­ος τά­πη­τος τα συ­μπε­ρά­σμα­τα που επι­βάλ­λει η ανά­γνω­ση του δι­η­γή­μα­τος του Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες, οι υπο­γρά­φο­ντες, αν και δεν τρέ­φου­με κα­μία ψευ­δαί­σθη­ση για τη σο­βα­ρό­τη­τα των «καλ­λι­τε­χνι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών» εκ­δό­σε­ων, πό­σο μάλ­λον για το κύ­ρος των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, ιδιαί­τε­ρα αυ­τών που τι­τλο­φο­ρού­νται λό­γου και τέ­χνης, συ­νο­μο­λο­γή­σα­με, πα­ρ’ όλα αυ­τά, να επέμ­βου­με στα «πνευ­μα­τι­κά» πράγ­μα­τα του τό­που μας.

Έτσι, όχι μό­νο θα μπο­ρέ­σου­με ν’ αντι­στα­θού­με με τρό­πο σύγ­χρο­νο και δρα­στι­κό στον συρ­φε­τό που στο­χά­ζε­ται κα­τ’ επάγ­γελ­μα, αλ­λά και θα προ­ε­τοι­μά­σου­με την ορι­στι­κή με­ταλ­λα­γή των ζω­ντα­νών ακό­μα πνευ­μα­τι­κών δυ­νά­με­ων προς όφε­λος του οι­κου­με­νι­κού μυ­θο­πλα­στι­κού πε­πρω­μέ­νου.

Εμείς, οι Φί­λοι του Πιερ Με­νάρ, θε­ω­ρού­με πλέ­ον ανά­ξιό μας να κρύ­βου­με τις θέ­σεις και τις προ­θέ­σεις μας. Δη­λώ­νου­με ανοι­χτά ότι οι στό­χοι μας μπο­ρούν να επι­τευ­χθούν μό­νον με τη βί­αιη ανα­τρο­πή του ση­με­ρι­νού λο­γο­τε­χνι­κού κα­θε­στώ­τος. Ας τρέ­μουν οι κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις του λο­γο­τε­χνι­κού κα­τε­στη­μέ­νου. Οι «Φί­λοι του ΠΙΕΡ ΜΕ­ΝΑΡ» δεν έχουν τί­πο­τα να χά­σουν. Αντί­θε­τα, έχουν να κερ­δί­σουν τον κό­σμο ολό­κλη­ρο.

ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΠΙΕΡ ΜΕΝΑΡ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ!

Βιβλιοθήκη Πιερ Μενάρ

Οι αυθεντικοί «Φίλοι του ΠΙΕΡ ΜΕΝΑΡ»

Jusep Torres Campalans, «Los amigos auténticos de Menard alrededor d’ una tabla».
Jusep Torres Campalans, «Los amigos auténticos de Menard alrededor d’ una tabla».

Στο επό­με­νο: Ο Πιερ Με­νάρ και οι βιο­γρά­φοι του

Ο Πιερ Με­νάρ, γνω­στός μέ­χρι πρό­τι­νος από τη «νε­κρο­λο­γία» που συ­νέ­τα­ξε προς τι­μήν του ο Μπόρ­χες, απέ­κτη­σε πρό­σφα­τα όχι έναν αλ­λά δύο βιο­γρά­φους: τον Μι­σέλ Λα­φόν εκ Μον­πε­λιέ, κα­θη­γη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Γκρε­νόμπλ, με ει­δι­κό­τη­τα στην ισπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνία, και τον Ρε­νέ Βα­ντι­ρά, αρ­χι­τέ­κτο­να εκ και εν Νιμ. Εβδο­μή­ντα χρό­νια με­τά τη δη­μο­σί­ευ­ση του κει­μέ­νου του Μπόρ­χες, οι Μι­σέλ Λα­φόν και Ρε­νέ Βα­ντι­ρά κα­τα­θέ­τουν, με από­στα­ση λί­γων μη­νών, ο πρώ­τος Μια βιο­γρα­φία του Πιερ Με­νάρ (Οκτώ­βριος 2008) και ο δεύ­τε­ρος Την αλη­θι­νή ζωή του Πιερ Με­νάρ, φί­λου του Μπόρ­χες (Ια­νουά­ριος 2009). Μέ­νει να δού­με αν οι εν λό­γω βιο­γρά­φοι απο­δο­κι­μά­ζουν την επι­λο­γή του Μπόρ­χες να εντά­ξει τη «νε­κρο­λο­γία» του Πιερ Με­νάρ στη συλ­λο­γή κει­μέ­νων του υπό τον εύ­γλωτ­το τί­τλο «Μυ­θο­πλα­σί­ες» ή αν ευ­σχή­μως την προ­συ­πο­γρά­φουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: