Παίζουμε ένα ποίημα;

Συγ­γρα­φείς, ανα­γνώ­στες και κρι­τι­κοί μπο­ρούν να παί­ξουν, μα­ζί ή μό­νοι, ένα ποί­η­μα με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους, σαν παι­χνί­δι, όρ­γα­νο, θέ­α­τρο, στοί­χη­μα, παρ­τι­τού­ρα. Η τα­κτι­κή αυ­τή στή­λη παί­ζει κά­θε φο­ρά ένα πρό­σφα­το ελ­λη­νό­γλωσ­σο ποί­η­μα, για να θέ­σει ένα γε­νι­κό ποι­η­τι­κό, αι­σθη­τι­κό ή άλ­λο πα­ρεμ­φε­ρές θέ­μα.

Παίζουμε ένα ποίημα;

Ένο Αγκόλλι: Θερμοπύλες

Παρανοήσατε,
δε σας έφερα εδώ για να σας πω για ηρωισμούς
ποιητικούς μοραλισμούς, καβαφικούς
για σύγχρονες ή αρχαίες Θερμοπύλες, αλλά
για την οδό Θερμοπυλών όπου έδωσα το πρώτο μου φιλί στο στόμα
όπου με ρώτησε τι ψάχνω πρώτα σ’ έναν ξένο, και του
είπα ηρωικά, μα και αβρά:

Ψάχνω πληγές.

Ωστόσο, τώρα πια μεγάλωσα
λιγάκι
ήρθα ξανά σ’ αυτόν δρόμο για κέικ αμυγδάλου
με χρώμα στους κροτάφους μου,
κουζίνες ξωτικές, μπαχαρικές στο σώμα φυτεμένες
ερωτιδείς αξέχαστους στα παντελόνια
και μες στο νου ποιητές χιλιάδες αγγλοσάξωνες, φρουτώδεις, αλλά και
άλλα τέτοια που με ωρίμασαν
ώς το προστάδιο της σήψης. Δεν είμαι ήρωας εγώ, θέλω να πω
είμαι κακός, αν με ρωτούσες πάλι απόψε θα έλεγα:

Ψάχνω κάποιο σημείο μαλακό
για να το πλήξω.
               

 (πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση, από την επι­κεί­με­νη συλ­λο­γή με το δο­κι­μα­στι­κό τί­τλο Τρανς Πο­λι­τεία)

Το ποί­η­μα αυ­τό εί­ναι ένας δρα­μα­τι­κός μο­νό­λο­γος. Ο ομι­λη­τής θέ­λει από την πρώ­τη στιγ­μή να ξε­κα­θα­ρί­σει μια πα­ρα­νό­η­ση, την πα­ρα­νό­η­ση του τί­τλου από τον ανα­γνώ­στη. Ο ομι­λη­τής εί­ναι βέ­βαιος πως, μό­λις δια­βά­ζει ο ανα­γνώ­στης τον τί­τλο του ποι­ή­μα­τος, τον πα­ρερ­μη­νεύ­ει. Και ποια εί­ναι η πα­ρερ­μη­νεία που δια­πράτ­τει ανα­πό­φευ­κτα ο ανα­γνώ­στης και για την οποία εί­ναι τό­σο σί­γου­ρος ο ομι­λη­τής; Δια­βά­ζο­ντας τον τί­τλο «Θερ­μο­πύ­λες», ο ανα­γνώ­στης σκέ­φτε­ται αυ­τό­μα­τα το ομό­τι­τλο ποί­η­μα του Κα­βά­φη. Στον νου του δεν υπερ­τε­ρούν άλ­λες Θερ­μο­πύ­λες. Ο τί­τλος πα­ρα­πέ­μπει ανα­γκα­στι­κά στην ποι­η­τι­κή ηθι­κο­λο­γία των αρ­χαί­ων ή συγ­χρό­νων Θερ­μο­πυ­λών του Αλε­ξαν­δρι­νού. Κα­κώς!    

«Πα­ρα­νο­ή­σα­τε», σπεύ­δει να διορ­θώ­σει εξ αρ­χής ο ομι­λη­τής. Τι Κα­βά­φης και «τι Λι­βά­νιος! και τι βι­βλία!» (όπως ανα­φω­νεί ο ανώ­νυ­μος ομι­λη­τής στο «Συ­με­ών» του Κα­βά­φη), εδώ πρό­κει­ται «για την οδό Θερ­μο­πυ­λών όπου έδω­σα το πρώ­το μου φι­λί στο στό­μα». Ο λό­γος που ο ομι­λη­τής έφε­ρε τον ανα­γνώ­στη του ποι­ή­μα­τος «εδώ» στο ποί­η­μα των δι­κών του Θερ­μο­πυ­λών, στην ιδιω­τι­κή οδό Θερ­μο­πυ­λών εκεί­νου του πρώ­του φι­λιού, εί­ναι επει­δή ήρ­θε ξα­νά στην ίδια οδό, τώ­ρα πιο με­γά­λος, πιο ώρι­μος, πιο πε­πει­ρα­μέ­νος, πιο δια­βα­σμέ­νος.

Τι άλ­λα­ξε από τό­τε; Πα­λιά, στην ερώ­τη­ση τι ψά­χνεις πρώ­τα; ο ομι­λη­τής θα απα­ντού­σε ηρω­ι­κά κι αβρά, ενώ τώ­ρα, αντί­θε­τα, χω­ρίς ηρω­ι­σμό και με κα­κία. Τό­τε θα έψα­χνε για τραύ­μα­τα που εί­χαν κά­νει άλ­λοι, ενώ τώ­ρα θα έψα­χνε να προ­κα­λέ­σει τραύ­μα­τα ο ίδιος. Όμως με­σο­λά­βη­σε και κά­τι άλ­λο: τώ­ρα, με «ποι­η­τές χι­λιά­δες αγ­γλο­σά­ξο­νες, φρου­τώ­δεις» μες στον νου του ομι­λη­τή, ο Κα­βά­φης δεν εί­ναι λο­γο­τε­χνι­κό πρό­τυ­πο αλ­λά ποι­η­τι­κό ιδί­ω­μα. Ο ομι­λη­τής δεν κα­βα­φί­ζει πη­γαί­νο­ντας στην οδό Θερ­μο­πυ­λών και ανα­κα­λώ­ντας μια ομο­ε­ρω­τι­κή εμπει­ρία, αλ­λά ενερ­γο­ποιεί έναν ποι­η­τι­κό κα­βα­φι­σμό.

Προ­τεί­νω να δού­με αυ­τό το εξαι­ρε­τι­κό ποί­η­μα σαν αλ­λη­γο­ρία της στά­σης της και­νούρ­γιας ποί­η­σης απέ­να­ντι στην ελ­λη­νι­κή ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Οι ποι­η­τές αυ­τής της τρέ­χου­σας τά­σης, που τους έχω απο­κα­λέ­σει «κλη­ρο­νό­μους του Κα­βά­φη», με­γά­λω­σαν με­τά την ήτ­τα των Ελ­λή­νων στις Θερ­μο­πύ­λες τη δε­κα­ε­τία του 2000, φι­λώ­ντας ηρω­ι­κά αγνώ­στους και ψά­χνο­ντας τις πλη­γές των αγνώ­στων ηρώ­ων από τον χα­μέ­νο αγώ­να. Τώ­ρα που απέ­κτη­σαν ωρι­μό­τη­τα και πεί­ρα (με χρώ­μα στους κρο­τά­φους, κου­ζί­νες στην κοι­λιά, ερω­τι­δείς στα σκέ­λια και ποι­η­τές στον νου), χω­ρίς οι ίδιοι να πο­λε­μή­σουν, αντι­λαμ­βά­νο­νται πως εί­ναι με­λαγ­χο­λι­κοί πρω­τα­γω­νι­στές σε έναν κα­βα­φι­κό μο­νό­λο­γο στον δρό­μο με τα κέικ και το γνω­στό λο­γο­τε­χνι­κό όνο­μα.

Βρί­σκο­νται, λοι­πόν, με­τέ­ω­ροι οι συγ­γρα­φείς της νέ­ας ποί­η­σης στην κό­ψη της «επι­στρο­φής» του Νί­τσε και της «επα­νά­λη­ψης» του Ντε­λέζ, σ’ εκεί­νο το ακρο­σφα­λές «πά­λι» της προ­τε­λευ­ταί­ας πρό­τα­σης του ποι­ή­μα­τος. Να μπει το κόμ­μα με­τά το «πά­λι» («αν με ρω­τού­σες πά­λι,» δη­λα­δή όπως με ρώ­τη­σε τό­τε ο ξέ­νος) ή να μπει πριν το «πά­λι» («αν με ρω­τού­σες, πά­λι από­ψε θα έλε­γα» αυ­τό που εί­πα την πρώ­τη φο­ρά, πως «ψά­χνω [να κά­νω] πλη­γές»); Όπως γρά­φει στο «Che fece ... il gran rifiuto» ο Κα­βά­φης: «Ο αρ­νη­θείς δεν με­τα­νοιώ­νει. Αν ρω­τιού­νταν πά­λι,/ όχι θα ξα­να­έ­λε­γε». Όμως ο ομι­λη­τής του Αγκόλ­λι, που δεν δια­βά­ζει Κα­βά­φη όπως ο Κα­βά­φης διά­βα­ζε Δά­ντη, δεν εί­ναι σί­γου­ρος τι θα ξα­να­έ­λε­γε, κι έτσι δε βά­ζει κόμ­μα δί­πλα στο δι­κό του «πά­λι».

Η χρή­ση κα­βα­φι­σμών σε αυ­τό το ποί­η­μα δεί­χνει πως πα­ρα­δο­σια­κές μέ­θο­δοι ανί­χνευ­σης επι­δρά­σε­ων, από τη μί­μη­ση έως η «αγω­νία της επί­δρα­σης», δεν επαρ­κούν για να δια­βά­σου­με την και­νούρ­για ποί­η­ση, επει­δή, αν ο Κα­βά­φης απο­τε­λού­σε συ­νο­μι­λη­τή για τον Σε­φέ­ρη, τον Ανα­γνω­στά­κη, τον Λε­ο­ντά­ρη και τον Κα­ψά­λη (για να πά­ρου­με τέσ­σε­ρις δια­δο­χι­κές γε­νιές), αυ­τό δεν ισχύ­ει για τον Αγκόλ­λι, ο οποί­ος δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται τον κα­νό­να με βά­ση κο­ρυ­φαί­ους δη­μιουρ­γούς (όπως ο Κα­βά­φης).

Ο κα­νό­νας των κο­ρυ­φαί­ων (της αν­θο­λο­γί­ας, της συ­ναυ­λί­ας, του μου­σεί­ου) ξε­πε­ρά­στη­κε προ πολ­λού. Σή­με­ρα, ο μου­σι­κο­λό­γος ανα­λύ­ει τε­χνι­κές σύν­θε­σης, ο ιστο­ρι­κός τέ­χνης τε­χνο­τρο­πί­ες και ο κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνι­κούς κώ­δι­κες. Πρό­κει­ται για με­γά­λη γκά­μα ρε­περ­το­ρί­ων που πε­ρι­λαμ­βά­νει λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, δε­ξιό­τη­τες, νόρ­μες, μέ­τρο, προ­σω­δία, ανά­γνω­ση, απαγ­γε­λία και άλ­λες τε­χνι­κές στι­χο­πλο­κί­ας. Οι τε­χνι­κές αυ­τές δεν απο­τε­λούν μέ­σον έκ­φρα­σης αλ­λά συ­στη­μα­τι­κή έμπρα­κτη σκέ­ψη που δεν ση­μαί­νει αλ­λά επι­τε­λεί. Η πρα­κτι­κή της ποί­η­σης αντλεί από τα ρε­περ­τό­ρια ποι­η­τι­κών τε­χνι­κών τα οποία δια­θέ­τουν και κι­νη­το­ποιούν και ο συγ­γρα­φέ­ας και ο ανα­γνώ­στης. Το ποί­η­μα του Αγκόλ­λι δια­θέ­τει και προ­σκα­λεί τον δε­ξιο­τε­χνι­κό χει­ρι­σμό τέ­τοιων τε­χνι­κών στη λυ­ρι­κή ποί­η­ση για τις οποί­ες υπάρ­χει πλου­σιό­τα­τη συ­ζή­τη­ση στη ση­με­ρι­νή αγ­γλό­φω­νη φι­λο­λο­γία από σκο­πιά ιστο­ρι­κή (Yopie Prins), ση­μειω­τι­κή (Simon Jarvis), αποι­κιο­κρα­τι­κή (Jahan Ramazani), μου­σι­κο­λο­γι­κή (Nancy Perloff), εθνο­γρα­φι­κή (Haun Saussy), προ­σω­δια­κή (Meredith Martin), ρυθ­μι­κή (Derek Attridge), προ­φο­ρι­κή (Craig Dworkin), λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους (Jonathan Culler) και άλ­λες.

Ευ­χα­ρι­στώ τον (προ­σω­πι­κά άγνω­στό μου) συγ­γρα­φέα που αντα­πο­κρί­θη­κε στην πρό­σκλη­σή μου και μου έστει­λε ανέκ­δο­τη ερ­γα­σία του. Πριν δέ­κα χρό­νια εί­χα πει σε μια συ­νέ­ντευ­ξη: «Ο Έλ­λη­νας ποι­η­τής μου ει­́ναι ο Dionisio conte Salamon, νό­θος γιος, γεν­νη­μέ­νος Γά­λλος πο­λι­́της, εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής, που έζ­ησε σ’ ένα βρε­τα­νι­κό προ­τε­κτο­ρα­́το μι­λω­́ντας ιτα­λι­κά και δεν πη­́γε στην ελευ­́θ­ερη Ελ­λα­́δα αφού τη βρη­́κε σε Γερ­μα­νούς συγ­γρα­φείς». Θέ­λη­σα, λοι­πόν, να αρ­χί­σω αυ­τήν εδώ τη στή­λη με τον Eno Agolli, δια­σπο­ρι­κό και πο­λύ­γλωσ­σο συγ­γρα­φέα, που γεν­νή­θη­κε το 1994 Αλ­βα­νός πο­λί­της, απέ­κτη­σε ελ­λη­νι­κή υπη­κο­ό­τη­τα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, με­λε­τά ανα­λυ­τι­κή φι­λο­σο­φία στην Αμε­ρι­κή, δη­μο­σιεύ­ει ποί­η­ση στα ελ­λη­νι­κά και δεν σπου­δά­ζει Γερ­μα­νι­κό Ιδε­α­λι­σμό επει­δή τον δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται στη λο­γο­τε­χνία. Αυ­τά τα στοι­χεία δεν έχουν βιο­γρα­φι­κή αξία αλ­λά φι­λο­λο­γι­κή λει­τουρ­γία. Όπως υπέ­δει­ξε ο Φου­κώ, βοη­θούν να προσ­διο­ρί­σου­με την πο­λι­τι­στι­κή θέ­ση ενός συγ­γρα­φι­κού ρό­λου και να στο­χα­στού­με ποιος εί­ναι ο Έλ­λη­νας ποι­η­τής του 21ου αιώ­να και τι κά­νει στις Θερ­μο­πύ­λες όταν αυ­τές δεν εί­ναι μά­χη αλ­λά πλη­γή/πη­γή.

Labropoulos
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: