Παίζουμε ένα ποίημα;

Μαρουσώ Αθανασίου: Ασύχαστο


ο λύκος της μνήμης
διαβάζει τις στιγμές στα σκοτάδια
λιθοβολεί την έχθρα γελώντας
με ψυχραιμία στα νύχια κι ακίνητο μάτι

κουνάω το κεφάλι όταν τον πιστεύω

είμαστε εδώ νεκροί της ώρας μου λέει
και χάνεται μπροστά

δεν άφησα νεκρό για νεκρό
που να μην ρώτησα
αν λέει αλήθεια

(από την υπό έκδοση συλλογή Μερικές φορές η λύκαινα)

Παίζουμε ένα ποίημα;

Ποιά εί­ναι η ώρα του λύ­κου της μνή­μης και ποιός ξέ­ρει αν ο λύ­κος λέ­ει αλή­θεια, ρω­τά­ει αυ­τό το ποί­η­μα. Για να απα­ντή­σου­με, μπο­ρού­με να φέ­ρου­με το ποί­η­μα σε διά­λο­γο με διά­φο­ρα έρ­γα.

Ας ξε­κι­νή­σου­με από τον Μα­γι­κό αυ­λό (1791) του Μό­τσαρτ. Προς το τέ­λος της 1ης πρά­ξης ο πρί­γκη­πας Τα­μί­νο ανα­ρω­τιέ­ται αν η αγα­πη­μέ­νη του πρι­γκί­πισ­σα Τα­μί­να ζει, και ανα­ζη­τώ­ντας την χτυ­πά την πύ­λη του Να­ού της Σο­φί­ας. Από εκεί βγαί­νει ένας ηλι­κιω­μέ­νος ιε­ρέ­ας που του μι­λά με γρί­φους, του εξη­γεί πως έχει τον έχουν μα­γέ­ψει και επι­στρέ­φει στο ναό. Μό­νος του ο Τα­μί­νο ανα­ρω­τιέ­ται: «Ω ατέ­λειω­τη νύ­χτα, πό­τε θα τε­λειώ­σεις; Πό­τε το φως της ημέ­ρας θα φτά­σει στα μά­τια μου;» Όταν ρω­τά αν ζει η Τα­μί­να και φω­νές πί­σω από τη πύ­λη του απα­ντούν θε­τι­κά, γε­μά­τος χα­ρά παί­ζει τον αυ­λό του και εξη­με­ρώ­νει γύ­ρω του ζώα και που­λιά.

Πα­ρό­μοια πράγ­μα­τα συμ­βαί­νουν σε μιαν άλ­λη πα­ρα­μυ­θέ­νια ιστο­ρία, «Το χρυ­σό δο­χείο» (1814) του συγ­γρα­φέα, συν­θέ­τη και μου­σι­κο­κρι­τι­κού Ε. Τ. Α. Χόφ­μαν. Εδώ ένας άλ­λος μα­θη­τευό­με­νος καλ­λι­τέ­χνης και επί­δο­ξος ποι­η­τής, ο Αν­σέλ­μος, περ­νά κι αυ­τός μια πύ­λη, την Μαύ­ρη Πύ­λη της Δρέσ­δης, ερω­τεύ­ε­ται την Σερ­πε­ντί­να και το βρά­δυ της φθι­νο­πω­ρι­νής ιση­με­ρί­ας προ­σπα­θεί να κα­τα­λά­βει αν αυ­τή εί­ναι υπαρ­κτό πρό­σω­πο. Κα­θώς ο νέ­ος περ­νά διά­φο­ρες δο­κι­μα­σί­ες, ένα ιε­ρό πρό­σω­πο, ο μά­γος Λί­ντ­χορστ, του δί­νει να ερ­μη­νεύ­σει γρί­φους αλ­λά και του ανοί­γει τα μά­τια σε μά­για που του έχουν κά­νει.
Πρό­σω­πα και σύμ­βο­λα των δύο προη­γου­μέ­νων έρ­γων επι­στρέ­φουν στην ται­νία του Ίν­γκ­μαρ Μπέρ­γκ­μαν Η ώρα του λύ­κου (1968). Ο ζω­γρά­φος Γιό­χαν Μποργκ περ­νά μια σο­βα­ρή καλ­λι­τε­χνι­κή κρί­ση και ξα­γρυ­πνά από τρό­μο για την «ώρα του λύ­κου», την ώρα ανά­με­σα σε νύ­χτα και μέ­ρα που έρ­χο­νται στον ύπνο εφιάλ­τες και κα­νί­βα­λοι. Περ­νά την πύ­λη ενός πύρ­γου (που λει­τουρ­γεί σαν να­ός μιας δαι­μο­νι­κής θρη­σκευ­τι­κής ομά­δας) και προ­σπα­θεί να μά­θει αν η πρώ­ην ερω­μέ­νη του Βε­ρό­νι­κα ζει. Ο μά­γος αρ­χειο­φύ­λαξ Λί­ντ­χαρς παί­ζει σε ένα κου­κλο­θέ­α­τρο την σκη­νή με τον Τα­μί­νο που εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, μι­λώ­ντας για την «πιο όμορ­φη και συ­ντα­ρα­κτι­κή μου­σι­κή που γρά­φτη­κε πο­τέ». Ο Γιό­χαν περ­νά­ει μυ­η­τι­κές δο­κι­μα­σί­ες, σαν εκεί­νες τις οποί­ες πέ­ρα­σαν ο Τα­μί­νο και ο Αν­σέλ­μος. Τε­λι­κά υπο­βάλ­λε­ται σε μια πα­ρεν­δυ­τι­κή με­ταμ­φί­ε­ση, όπως εκεί­νη του Πεν­θέα στις Βάκ­χες, κα­τα­διώ­κε­ται από άγρια ζώα και όρ­νεα, όπως αυ­τά που εξη­μέ­ρω­σε ο Τα­μί­νο, και ίσως κα­τα­σπα­ράσ­σε­ται σε έναν Κι­θαι­ρώ­να.

Τα τρία έρ­γα που εί­δα­με ώς τώ­ρα έχουν πολ­λά άλ­λα κοι­νά στοι­χεία που ο χώ­ρος δεν μου επι­τρέ­πει να συ­ζη­τή­σω. Π. χ. ο εκ­κε­ντρι­κός μου­σι­κός Γιό­χαν Κράι­σλερ (συ­νο­νό­μα­τος και δυ­νά­μει σω­σί­ας του ζω­γρά­φου Μποργκ), που κα­τα­τρύ­χε­ται από εφιάλ­τες και συν­θέ­τει μό­νο για τη γυ­ναί­κα των ονεί­ρων του, εί­ναι επι­νό­η­ση του Χόφ­μαν που επα­νέρ­χε­ται στον Μπέρ­γκ­μαν, ο οποί­ος με­τά από λί­γα χρό­νια θα έκα­νε ται­νία τον αγα­πη­μέ­νο του Μα­γι­κό αυ­λό σκη­νο­θε­τη­μέ­νο σε κου­κλο­θέ­α­τρο. Γιό­χαν εί­ναι επί­σης το όνο­μα από το οποίο βγαί­νει το Χάν­σελ που έγι­νε στα λα­τι­νι­κά Αν­σέλ­μος. Οι τρεις κυ­ρί­ες του πύρ­γου της ται­νί­ας μπο­ρεί να αντι­στοι­χούν στις τρεις ακο­λού­θους της Βα­σί­λισ­σας της Νύ­χτας.

Papageno Zauberflote Magic Flute Cc0839 Mozart Postcard R56Eccd27287247B196Af3F0A0841E876 Vgbaq 8Byvr 699

Στα τρία έρ­γα θα μπο­ρού­σε να προ­στε­θεί το πα­ρα­μυ­θέ­νιο μυ­θι­στό­ρη­μα Ο λύ­κος της στέ­πας (1927) του Χέρ­μαν Χέσ­σε, όπου ο δια­νο­ού­με­νος πρω­τα­γω­νι­στής περ­νά­ει με­γά­λη κρί­ση όντας δι­χα­σμέ­νος ανά­με­σα στην υψη­λή πνευ­μα­τι­κή και την εν­στι­κτώ­δη ζω­ώ­δη φύ­ση του. Στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή με­τα­φο­ρά του έρ­γου τον ήρωα έπαι­ξε ο Μαξ φον Σύ­ντο­ου, ο πρω­τα­γω­νι­στής της Ώρας του Λύ­κου. Θα μπο­ρού­σε ακό­μα να προ­στε­θεί το εκτε­νές ποί­η­μα Ο νοη­τός λύ­κος (2010) του Μά­νου Ελευ­θε­ρί­ου, μια νυ­χτε­ρι­νή νέ­κυια όπου ο ομι­λών ποι­η­τής που βα­σα­νί­ζε­ται από δαι­μό­νους (σ. 10), «τρό­μους και φα­ντα­σιώ­σεις» (σ. 44) περ­νά από δο­κι­μα­σί­ες για να υπε­ρα­σπι­στεί την τέ­χνη του και να κα­τα­λή­ξει:

«Του λύ­κου η ώρα τώ­ρα στη ζωή μας» (46).

Σε μια πα­ρό­μοια ώρα του λύ­κου και στο ανή­συ­χο ποί­η­μα «Ασύ­χα­στο» της Μα­ρου­σώς Αθα­να­σί­ου, το οποίο μας εν­δια­φέ­ρει εδώ, έχου­με μια νύ­χτα κρί­σης, μαγ­γα­νεί­ας, τρό­μου, δο­κι­μα­σί­ας και ανα­ζή­τη­σης αλη­θι­νής ταυ­τό­τη­τας. Βρι­σκό­μα­στε δη­λα­δή απο­λύ­τως μέ­σα στο κλί­μα της όπε­ρας, του δι­η­γή­μα­τος και της ται­νί­ας που προη­γή­θη­καν. Αυ­τό που αλ­λά­ζει εί­ναι πως η ταυ­τό­τη­τα του ομι­λη­τή εί­ναι ακα­θό­ρι­στη και πως λεί­πει η ερω­τι­κή ανα­ζή­τη­ση, κα­θώς και κά­θε άλ­λος άν­θρω­πος, και μό­νος συ­μπρω­τα­γω­νι­στής του ομι­λη­τή εί­ναι ο ίδιος ο λύ­κος, που εδώ κά­νει την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση.
Με βά­ση την εξέ­λι­ξη του ίδιου αφη­γη­μα­τι­κού πυ­ρή­να από εί­δος σε εί­δος (όπε­ρα, δι­ή­γη­μα, ται­νία, ποί­η­μα) μπο­ρού­με να ισχυ­ρι­σθού­με πως και στο ποί­η­μα μι­λά­ει ο σύγ­χρο­νος «κα­τα­ρα­μέ­νος» καλ­λι­τέ­χνης (Τα­μί­νο/Αν­σέλ­μος/Γιό­χαν) ο οποί­ος περ­νά­ει μια ακό­μα μεί­ζο­να κρί­ση αυ­το­γνω­σί­ας και αυ­το­πε­ποί­θη­σης, και του εί­ναι αδύ­να­τον να ησυ­χά­σει κα­θώς αυ­τή τη φο­ρά έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με τον ίδιο τον λύ­κο, τον ζω­ώ­δη σω­σία του, ο οποί­ος μι­λά με γρί­φους και ελ­λο­χεύ­ει όχι σε ναό ή κά­στρο αλ­λά στη μνή­μη του καλ­λι­τέ­χνη. Αυ­τή θα ήταν μια απο­λύ­τως νό­μι­μη ερ­μη­νεία του ποι­ή­μα­τος.
Θα προ­τι­μού­σα όμως να προ­τεί­νω πως ομι­λη­τής στο ποί­η­μα εί­ναι η δι­φυ­ής γυ­ναί­κα που ταυ­τό­χρο­να ανα­ζη­τά και φο­βά­ται ο καλ­λι­τέ­χνης των προη­γου­μέ­νων έρ­γων – η Αγαύη, η μη­τέ­ρα/μαι­νά­δα του Πεν­θέα/Γιό­χαν (η Τα­μί­να/Βα­σί­λισ­σα της Nύ­χτας [του λύ­κου], η Βε­ρό­νι­κα/Σερ­πε­ντί­να και η Άλ­μα/Βε­ρό­νι­κα) η οποία αμ­φι­σβη­τεί ό,τι λέ­γε­ται γι' αυ­τήν, κα­θώς και τον αν­δρο­κε­ντρι­σμό της ιδέ­ας του λυ­κάν­θρω­που. Δεν εί­ναι αρ­ρώ­στια του αν­θρώ­που ο λύ­κος (που κρύ­βει μέ­σα του) αλ­λά «αρ­ρώ­στια λύ­κου ο άν­θρω­πος» (όπως λέ­ει το ποί­η­μα «Με­ρι­κές φο­ρές η λύ­και­να» που δί­νει τον τί­τλο του στη συλ­λο­γή της Αθα­να­σί­ου).
Φτά­νει η ώρα της λύ­και­νας. Η δια­κει­με­νι­κή έρευ­να που επι­χει­ρώ εδώ δεν χαρ­το­γρα­φεί επι­δρά­σεις. Πα­ρά­γει ανοι­χτά πε­δία όπου καλ­λι­τε­χνι­κά έρ­γα δια­φό­ρων ει­δών μπο­ρούν να το­πο­θε­τη­θούν πει­ρα­μα­τι­κά σε δο­κι­μα­στι­κές σχέ­σεις έλ­ξης-απώ­θη­σης, κα­τα­γω­γής-πα­ρα­γω­γής, σύ­γκλι­σης/από­κλι­σης κλπ. Ένα έρ­γο, λο­γο­τε­χνι­κό ή άλ­λο, δεν εί­ναι αυ­το­τε­λές αλ­λά επι­ζη­τεί διά­φο­ρα πε­δία πο­λι­τι­στι­κής μνή­μης όπου μπο­ρεί να απο­κτή­σει νό­η­μα. Το ποί­η­μα ρω­τά τους νε­κρούς της ιστο­ρί­ας «αν λέ­ει αλή­θεια» και υπό ποί­ες συν­θή­κες.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: