Χάρτης θαλάσσης

Χάρτης θαλάσσης

Πλη­ρο­φο­ρώ το πλή­θος των ανα­γνω­στών αυ­τών των σε­λί­δων ότι η δί­μη­νη απου­σία μου οφεί­λε­ται στον χει­μώ­να που με αιφ­νι­δί­α­σε στη Νό­τιο Αμε­ρι­κή και με ανά­γκα­σε να φύ­γω άρον άρον για το ελ­λη­νι­κό κα­λο­καί­ρι.
Ήθε­λα να συ­νε­χί­σω τον πε­ρί­πλου προς Πα­τα­γο­νία και Γη του Πυ­ρός, αλ­λά πια θα μπο­ρού­σα να το κά­νω μό­νο διά της αε­ρο­πλο­ΐ­ας, πράγ­μα που δε συ­νά­δει με τον Χάρ­τη θα­λάσ­σης.
Από την άλ­λη με­ριά, ο Αρ­γε­ντι­νός ποι­η­τής που σας πα­ρου­σί­α­σα τον Ιού­λιο, ήταν αφο­πλι­στι­κός: «Τι θες να πα­ρα­στή­σεις, τη… Μαγ­γε­λά­να;» μου εί­πε επι­μέ­νο­ντας. «Μεί­νε στο Μπου­έ­νος Άι­ρες ως τον Οκτώ­βρη, που αρ­χί­ζει η άνοι­ξη, και με­τά κα­τη­φο­ρί­ζεις σι­γά σι­γά».
Εί­πα­με, ανη­φό­ρι­σα στην Ελ­λά­δα, μα επι­στρέ­φο­ντας στην πρω­τεύ­ου­σα της Αρ­γε­ντι­νής για την κα­τάλ­λη­λη προ­ε­τοι­μα­σία, με πε­ρί­με­νε μια «ενέ­δρα» που μου εί­χε στή­σει ο Οσβάλ­δο Τε­δέ­σκο: Αφού με ξε­νά­γη­σε στον πε­ρί­φη­μο Κα­μι­νί­το, με «πα­ρέ­συ­ρε», πα­ρα­δί­πλα στην οδό Μα­γα­γιά­νες, στο κα­φέ Κουλ­του­ράλ Άλεφ.
Με οδή­γη­σε, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με άφη­σε κι έφυ­γε για κά­τι επεί­γον, μπρο­στά σ’ ένα με­γά­λο τρα­πέ­ζι που γύ­ρω του κά­θο­νταν σαν κου­ρα­σμέ­νοι χο­ρευ­τές χα­μο­γε­λώ­ντας χα­λα­ρά δύο ζευ­γά­ρια: ένα ηλι­κιω­μέ­νο κι ένα νε­ό­τε­ρο.
Χαι­ρέ­τη­σα πρώ­τα την ηλι­κιω­μέ­νη κυ­ρία. «Διά­να Μπε­γιέ­σι» μου συ­στή­θη­κε και πή­γε να ση­κω­θεί. «Πα­ρα­κα­λώ, μη ση­κώ­νε­στε» την πρό­λα­βα. Έπει­τα χαι­ρέ­τη­σα τον ηλι­κιω­μέ­νο κύ­ριο. «Αρ­τού­ρο Καρ­ρέ­ρα» μου συ­στή­θη­κε μι­σο­ση­κω­μέ­νος και στη­ρί­ζο­ντας το αρι­στε­ρό του χέ­ρι στο τρα­πέ­ζι. Στη συ­νέ­χεια χαι­ρε­τή­θη­κα με τη νε­ό­τε­ρη κυ­ρία. «Αλ­μπι­μπούρ» μου συ­στή­θη­κε, όρ­θια ήδη. «Κι εγώ εί­μαι ο Χουάν Πά­μπλο Αμπρα­άμ» μου συ­στή­θη­κε ο νε­ό­τε­ρος, όρ­θιος από ώρα, πα­ρα­χω­ρώ­ντας μου τη θέ­ση του.
Και οι τέσ­σε­ρις ποι­η­τές, οι οποί­οι, εκτός από την Αλ­μπι­μπούρ, εί­χαν έρ­θει από την εν­δο­χώ­ρα γι’ αυ­τή τη «συ­νά­θροι­ση» προς τι­μήν μου. «Κά­να­τε για μέ­να τό­σο κό­πο;» ρώ­τη­σα απο­ρώ­ντας τη Διά­να Μπε­γιέ­σι. «Μου εί­πε ο Οσβάλ­δο ότι γρά­φε­τε στί­χους για τρα­γού­δια κι αυ­τό μου προ­ξέ­νη­σε την πε­ριέρ­γεια να σας γνω­ρί­σω» μου απά­ντη­σε εκεί­νη. Κι εγώ, ξε­περ­νώ­ντας την αμη­χα­νία μου, τη ρώ­τη­σα αν γρά­φει και η ίδια στί­χους για τρα­γού­δια. «Α, η στι­χουρ­γι­κή εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λη!» με ξάφ­νια­σε. «Πρέ­πει να μά­θεις ν’ ακούς τους τό­νους. Άμα μά­θεις ν’ ακούς τους τό­νους, βά­ζεις στί­χο σε ό,τι θέ­λεις, δε χρειά­ζε­ται καν να εί­ναι μέ­σα στην πα­ρα­δο­σια­κή στι­χο­ποι­ία, για­τί το ροκ, ας πού­με, εί­ναι τε­λεί­ως έξω απ’ αυ­τήν. Στην αρ­χή πα­ρα­το­νί­ζα­νε όλοι, γι’ αυ­τό δεν κα­τα­λα­βαί­νεις τί­πο­τα από τα πρώ­τα χρό­νια του δι­κού μας ροκ. Έπει­τα άρ­χι­σαν να μα­θαί­νουν σι­γά σι­γά». «Συγ­γνώ­μη, αυ­τά τα πράγ­μα­τα εγώ τα δι­δά­σκω σε σε­μι­νά­ρια. Εσείς;» τη ρώ­τη­σα. «Εγώ έμα­θα πολ­λά πα­ρα­δί­δο­ντας μα­θή­μα­τα στην Εται­ρεία Στι­χουρ­γών και Συν­θε­τών Αρ­γε­ντι­νής, για­τί, κα­θώς δί­δα­σκα μου­σι­κούς και στι­χουρ­γούς, έπρε­πε να κα­τα­λα­βαί­νω πώς πά­ει ο το­νι­σμός. Κι ήταν κά­τι που το έκα­να για πολ­λά χρό­νια. Ακό­μα έρ­χο­νται οι πα­λιοί μα­θη­τές μου και μου ζη­τά­νε συμ­βου­λές».
«Να σας πω την αλή­θεια», πή­ρε τον λό­γο ο Αρ­τού­ρο Καρ­ρέ­ρα, «πρέ­πει κι εμέ­να να με βο­ή­θη­σαν στην αί­σθη­ση του ρυθ­μού εκεί­να τα πα­λιά σι­σι­λιά­νι­κα τρα­γού­δια που μου έλε­γε η για­γιά μου. Επί­σης, μι­κρός έπαι­ζα κου­κλο­θέ­α­τρο και, μια φο­ρά που ήρ­θε στο χω­ριό ένας διά­ση­μος μα­ριο­νε­τί­στας, με συμ­βού­λε­ψε να βά­ζω στην αρ­χή λί­γη μου­σι­κή για να δη­μιουρ­γώ ατμό­σφαι­ρα». «Τις μα­ριο­νέ­τες τις φτιά­χνα­τε μό­νος σας;» τον ρώ­τη­σε η Αλ­μπι­μπούρ. «Ναι, βέ­βαια, τα πά­ντα μό­νος μου». «Άρα, συν­δυά­ζα­τε μου­σι­κή και κά­τι σαν γλυ­πτι­κή, ας πού­με. Ξέ­ρε­τε», συ­νέ­χι­σε η Αλ­μπι­μπούρ, «έχω με­λε­τή­σει, έχω σπου­δά­σει τους τρό­πους καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης και ει­δι­κό­τε­ρα τη σχέ­ση μου­σι­κής και γλυ­πτι­κής».
«Μα, εσείς δε διορ­γα­νώ­σα­τε πρό­σφα­τα την έκ­θε­ση Ένα, στο Μπου­έ­νος Άι­ρες;» ρώ­τη­σε την Αλ­μπι­μπούρ ο Χουάν Πά­μπλο Αμπρα­άμ. «Ακρι­βώς», απά­ντη­σε εκεί­νη. «Ένα σχέ­διο/ένα ποί­η­μα». «Anch’io sono pittore!» ανα­φώ­νη­σε ο Καρ­ρέ­ρα κι όλοι γέ­λα­σαν φω­νά­ζο­ντας «μπρά­βο!», για­τί όλοι εί­χαν δια­βά­σει το ομό­τι­τλο βι­βλίο του όπου κά­θε ποί­η­μα ή δο­κί­μιο συ­νο­δευό­ταν κι από μια ζω­γρα­φιά.
«Αρ­τού­ρο, πό­τε ξε­κί­νη­σες να γρά­φεις;» ρώ­τη­σε τον Καρ­ρέ­ρα η Μπε­γιέ­σι. «Νο­μί­ζω πως η κλί­ση μου στην ποί­η­ση έχει ως αφε­τη­ρία τον θά­να­το της μη­τέ­ρας μου, πα­ρ’ό­λο που ήμουν πο­λύ μι­κρός. Άρ­χι­σα να γρά­φω, και μά­λι­στα πιο σο­βα­ρά απ’ όσο θα ήθε­λα, στην εφη­βεία μου, με­τά τον θά­να­το του πα­τέ­ρα μου». «Κλα­σι­κό πα­ρά­δειγ­μα για μας τους ψυ­χα­να­λυ­τές» πα­ρε­νέ­βη η Αλ­μπι­μπούρ. «Στο τέ­λος κά­ποιου ποι­ή­μα­τός σας», πή­ρε τον λό­γο ο Αμπρα­άμ απευ­θυ­νό­με­νος επί­σης στον Καρ­ρέ­ρα, «εμ­φα­νί­ζε­ται μια φω­νή σε ει­σα­γω­γι­κά που δη­λώ­νει: ‘Η αθω­ό­τη­τα / εί­ναι το όπλο που μας απο­μέ­νει’. Τι εν­νο­εί­τε μ’ αυ­τό;». «Εί­ναι μια φρά­ση του Σαί­ρεν Κίρ­γκε­γκωρ. Εν­νο­εί την αθω­ό­τη­τα ως ευ­τυ­χία, ευ­τυ­χία να μη θέ­λεις ή να μην μπο­ρείς να κά­νεις το κα­κό. Αθω­ό­τη­τα ση­μαί­νει να μη βλά­πτεις κα­νέ­ναν, έτσι δεν εί­ναι; Πι­στεύω πο­λύ στην ευ­τυ­χία μέ­σα στην ποί­η­ση ή, όπως λέ­ει ο Υβ Μπον­φουά, στη δου­λειά ελ­πί­δας που εί­ναι η ποί­η­ση. Εγώ πι­στεύω ότι η ποί­η­ση μπο­ρεί να σώ­σει τον κό­σμο, αφού στην αμε­σό­τη­τα κά­ποιων ποι­η­μά­των βρί­σκει κα­νείς ένα φως».
«Κυ­ρία Μπε­γιέ­σι», ξα­να­πή­ρε τον λό­γο η Αλ­μπι­μπούρ, «σ’ ένα ντο­κι­μα­ντέρ λέ­τε ότι θα θέ­λα­τε να γρά­ψε­τε ένα βι­βλίο αθώο. Πώς σκέ­φτε­στε την αθω­ό­τη­τα στη συγ­γρα­φή; Εί­ναι στη μα­τιά, στην πρό­θε­ση;». «Δεν τη σκέ­φτο­μαι. Βρί­σκε­ται σ’ αυ­τό που κά­νεις όταν γρά­φεις. Υπάρ­χει κά­τι με τον ρυθ­μό, με την ει­κό­να. Κά­τι που εί­ναι έτσι, αίφ­νης, πο­λύ αθώο. Αλ­λά… Δεν ξέ­ρω αν εί­ναι κι αθώο. Εγώ εν­νοώ την αθω­ό­τη­τα όπως την εν­νο­εί η Και­νή Δια­θή­κη, η αθω­ό­τη­τα που σε βά­ζει δί­πλα στον Χρι­στό, σαν τα προ­βα­τά­κια, ή σαν οποιο­δή­πο­τε ζω­ύ­φιο, βα­τρα­χά­κι, φρύ­νο. Δεν εί­μαι κα­θο­λι­κή, αλ­λά έχω δια­βά­σει πο­λύ τη Βί­βλο. Έχω δια­βά­σει και το Άσμα Ασμά­των, εί­ναι ανα­γνώ­σμα­τα που μπαί­νουν μέ­σα στην καρ­διά σου, για­τί εί­ναι θαυ­μά­σια».
«Εσείς, οι νε­ό­τε­ροι ποι­η­τές» πή­ρα το θάρ­ρος και ρώ­τη­σα, «πώς εν­νο­εί­τε την αθω­ό­τη­τα στην ποί­η­ση;». «Συγ­γνώ­μη» απο­λο­γή­θη­κε ο Αμπρα­άμ, «εμείς εί­μα­στε εδώ για ν’ ακού­σου­με τους με­γα­λύ­τε­ρους, όχι για να μι­λή­σου­με». «Συμ­φω­νώ» απο­κρί­θη­κε η Αλ­μπι­μπούρ. «Αυ­τή την αθω­ό­τη­τα, αυ­τό το ‘μα­λά­κω­μα’ το βλέ­πω πο­λύ συ­χνά στους νέ­ους ποι­η­τές και το χαί­ρο­μαι» πρό­σθε­σε η Μπε­γιέ­σι.
Εκεί­νη τη στιγ­μή πλη­σί­α­σαν δύο σερ­βι­τό­ρες κρα­τώ­ντας από έναν δί­σκο: «Συγ­γνώ­μη που σας δια­κό­πτου­με, αυ­τά εί­ναι για σας. Τα πα­ράγ­γει­λε ο κύ­ριος που έφυ­γε». Και πριν προ­λά­βου­με να ρω­τή­σου­με οτι­δή­πο­τε, ακού­μπη­σαν στο τρα­πέ­ζι μια κα­νά­τα με δυ­να­τό αρ­γε­ντί­νι­κο κα­φέ και τα ανά­λο­γα σερ­βί­τσια και μια τούρ­τα κρεμ κα­ρα­με­λέ, το πα­ρα­δο­σια­κό γλυ­κό της Αρ­γε­ντι­νής, με όλες τις πι­θα­νές γαρ­νι­τού­ρες: σα­ντι­γί, πρα­λί­να και πα­χύ σι­ρό­πι σο­κο­λά­τας. Τις γευ­τή­κα­με όλες, απο­λαύ­σα­με το γλυ­κό κι έπει­τα, με τον κα­φέ, οι τέσ­σε­ρις ποι­η­τές άρ­χι­σαν να δια­βά­ζουν τα ποι­ή­μα­τά τους με φθί­νου­σα σει­ρά ηλι­κί­ας κι εγώ να κρα­τάω ση­μειώ­σεις για τις με­τα­φρά­σεις που ακο­λου­θούν.

Χάρτης θαλάσσης

Διάνα Μπεγιέσι

Diana Bellesi. Γεννήθηκε στη Σαβάλα της Σάντα Φε το 1946. Αργεντινή ποιήτρια, σπούδασε φιλοσοφία και σε νεαρή ηλικία διέτρεξε όλη την Αμερική με τα πόδια. Έχει δημοσιεύσει περί τα 25 βιβλία ποίησης, αλλά και ποιητικές ανθολογίες και μεταφράσεις. Έχει αποσπάσει τις υποτροφίες Γκούγκενχαϊμ (1993) και Ιδρύματος Αντόρτσας (1996), έχει τιμηθεί με το Βραβείο Κόνεξ Ποίησης (2004) και (2014), καθώς και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2011).

Είναι πριν η Νύχτα η Σκοτεινή;…

Και προχωράμε μες στην ομορφιά σου…
Άγιος Ιωάννης του Σταυρού

Είναι πριν η Νύχτα η Σκοτεινή; Θα έρθει
την αυγή εκεί που κατοικεί η πηγή;
Ή πριν θ’ απομείνει, καθαρή σκιά
αν το λέπι του φωτός αφήσει; Είναι χάρη
πάνω στις μορφές το βλέμμα, είναι ουσία
το τυχαίο, βαθυπράσινο
της δρυός που οι Λάρητες την κάνουν
να πάλλει και τη φυλάν. Δεν είναι μαγικό, δεν είναι
κάτι το κενό, είναι, πληρότητα του πνεύματος
η δική της ύλη που υψώνεται μες στη μορφή.
Κοπαδάκι σύννεφων περνάει κι όλα
αγκαλιάζονται: το αντίο της μέρας, η αφιχθείσα
νύχτα. Πέπλο κόκκινου μες στη σκιά
ενωμένο το διττό, σαΐτα, τόξο, στήθος
Ελευθερωμένο σε άλλο θα είναι, δοξασμένο
να ’ναι, από την ύπαρξή του και από την έννοια όπου
ο Θεός παρατηρείται. Να τον αγαπώ στη φευγαλέα
λεπτομέρεια είν’ αστοχία; Μήπως
να τον αγαπώ λιγότερο; Δεμένη να επιμείνω
μπρος στον καθρέφτη; Βαθιά νερά
που η σκιά παρασέρνει, αέρας, ασημένιο ξέφτι
που μ’ αυτό θέλει τον κόσμο να σύρει.
Πιο βαθιά; Τραγούδι από χαμηλά η μπαγουάλα
στου κουτιού το χτύπημα που σε καπνό
ή σε σκόνη μεταβάλλεται. Κοπαδάκι
σύννεφων που προσπερνά και τάπητας, τέμπλο
όπου το μικρό το φως ενώνεται
Κοιτάζω μέσα σου, φωνούλες μιας φωνής
που η πίστη μετατρέπει σε χάρη, ή μήπως η χάρη
σε πίστη; Τέλεια μες στο κενό τρεμοπαίζει
το φως των λεπιών σου, κόσμε, ψάρι.


Έφτιαξα έναν κήπο

Έφτιαξα έναν κήπο με τον τρόπο αυτού που κάνει
τις σωστές κινήσεις μα σε λάθος τόπο.
Λάθος όχι απ’ το λαθεύω αλλά απ’ τον άλλο τόπο,
σαν να κουβεντιάζεις με το είδωλο σ’ έναν καθρέφτη
κι όχι με εκείνον που κοιτάζεται σ’ αυτόν.
Έφτιαξα έναν κήπο για να διαλέγομαι εκεί,
πλάι πλάι μες στην ομορφιά, με τον βουβό
πάντα μα δραστήριο θάνατο δουλεύοντας την καρδιά.
Άσε τις αποσκευές επαναλάμβανε, τώρα που το σώμα σου
ατενίζει τις δυο όχθες, δεν υπάρχει τίποτα, μόνο
οι ακριβείς κινήσεις –ν’ αφεθείς να πας– για να τον φροντίσεις
και να είσαι, ο κήπος.
Φύλαξε ό,τι χάνεις, έλεγε, αυτός ο θάνατος
καστιλιάνικα μιλώντας τέλεια και αποστασιοποιημένα.
Ό,τι χάνεις, όσο έχεις, είν’ η μόνη συντροφιά
που σε συνοδεύει, στη μακρινή όχθη του θανάτου.

Τώρα η γλώσσα λύνεται για να μιλήσει.
Αυτή που δεν μπόρεσε ποτέ της φρίκης το χειρουργικό σκαρπέλο
μ’ εργαλεία εφοδιασμένη για να κάνει, θαυμαστό
το απεχθές. Είν’ εύπεπτος ο τρόμος για το μάτι μόνο
αν η ομορφιά το υποστηρίζει. Κοίτα την τυφλή οπή:
οι κινήσεις ακριβείς κι ερωτικές χωρίς ν’ αντανακλώνται
στον καθρέπτη που μπροστά του, η χειρουργική δεν έχει νόημα.

Το να έχεις έναν κήπο, σημαίνει να κρατιέσαι απ’ αυτόν
κι από την παντοτινή του κίνηση φυγής. Λουλούδια, σπόροι
και φυτά πεθαίνουνε για πάντα ή ανανεώνονται. Υπάρχει
κλάδεμα κι είναι στιγμές, σ’ ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα
του καλοκαιριού, για να τον δεις να επεκτείνεται από μόνος του,
ενώ η σκιά της πτώσης του αναγγέλλει
μες στη συμπαγή λάμψη του Μάρτη, ή στον ύπνο
δίχως όνειρα εκείνου που πεθαίνει, ενώ
το είδος που τον περιέχει δε σταματάει να σμιλεύεται.
Απαιτεί ο κήπος, απ’ την κηπουρό του να τον βλέπει να πεθαίνει.
Της ζητάει να περικόψει με το χέρι της, ν’ αλλάξει
τη γυμνή επιφάνεια, περιφερόμενη μες στα παρτέρια
μες στην παγωμένη νύχτα. Ο κήπος σκοτώνει
και ζητάει να ’ναι νεκρός για να ’ναι κήπος. Αλλά το να κάνεις
τις σωστές κινήσεις σ’ έναν λάθος τόπο,
επιλύει την εξίσωση, ανακαλύπτει ξέφωτο.
Έρωτα ζητούμενε αλλιώς ως ουρανός
σκουρογάλανος κατά της λύπης. Στάλα
σπάνια της καταιγίδας που στην αγκαλιά της φτάνεις
στην πιο μακρινή ακτή. I wish you
were here αγάπη μου, μα είσαι, μία κηπουρός και όχι
κήπος. Την καρδιά μου την ξερίζωσες απ’ το παρτέρι σου.

Χάρτης θαλάσσης

Αρτούρο Καρρέρα

Arturo Carrera. Γεννήθηκε στο Πρίνχλες του Μπουένος Άιρες το 1948. Έχει δημοσιεύσει περί τα 30 βιβλία ποίησης, αλλά και δοκίμια, μεταφράσεις και ποιητικές ανθολογίες. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει αποσπάσει τις υποτροφίες Ιδρύματος Αντόρτσας (1990) και Γκούγκενχαϊμ (1995), έχει τιμηθεί με το με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1985), το Βραβείο Ποίησης της Πόλης του Μπουένος Άιρες (1998), το Βραβείο Κόνεξ (2004), το Βραβείο Ισπανοαμερικανικής Ποίησης (Εκουαδόρ, 2009), το δεύτερο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2011), με το Βραβείο Κόνεξ Ποίησης (2014), καθώς και με το Βραβείο Πολιτισμού «400 χρόνια» του Πανεπιστημίου της Κόρδοβα.

/Carpe noctem/

Σ’ ένα ψευτοπροχώρημα της αίσθησης –όλης–
η σκοτεινή η νύχτα της ψυχής τον τρόπο της οξύνει το θέρος.
Και φτάνει πλήρη μια εγγύτητα που μοιάζει στη φωνή
«ενός μεγέθους». Όλοι μας μπορούμε να τη συμπληρώσουμε
μ’ ένα δεξιοτεχνικό μουρμουρητό ανάμεσα στα όνειρά μας.
Όλοι μπορούμε να εκπέμψουμε το νέο κομμάτι σπαζοκεφαλιάς αληθινής.
Όλοι μπορούμε να εκλάβουμε ως νύχτα την αδιαφορία
της μοίρας μας.

Δεν ξέρω τι είν’ η νύχτα,
αλλ’ όμως όλα όσα κέρδισα ονειρευόμενος θέλουν να γυρνάν
ακόμα στον τετράγωνο τροχό της Τύχης.
Μοιάζουν χρυσοί καρποί και τροπισμοί ομόφωνα
ενός αδιάκριτου σκληρού καλοκαιριού, αλλά καλοκαιριού.
Δεν ξέρω τι είν’ το καλοκαίρι αλλά φυλάει στη γλύκα του
«πράγματα» -στο κουκούτσι του το μαύρο μέλι μοιάζει με
μελάνι, φόντο μιας γραμμής όπου ένα προσωπείο αμμώδες
κουνιέται ή τουρτουρίζει…

«χάος»

Κι αν κάτω από το προσωπείο ή τη γραμμή δεν υπήρχαν παρά μόνο
τα μακρινά επίμονα ερωτήματα;:

Η νύχτα πώς θα είναι;
Τι τέλος θα ’χει η νύχτα αυτή;
Αίσιο ή αντίξοο;


Ορατό, αόρατο

Ας κρατήσει αυτό το πνεύμα,
να μιμούνται τα πουλιά
την κραυγή των μοσχαριών
όταν σουρουπώνει.

Η γάτα λουφαγμένη στον ατμό από τις καληνύχτες.
Και μίγματα, αποχρώσεις,
αλλά όπως αναμιγνύονται δυο σύννεφα
και όπως μπαίνει στο λιβάνι ο λόξιγκας του λιβανιού
κάνοντάς μας να αισθανθούμε το ξεμπούκωμά του,
των ψεύτικων αισθήσεών του την αποβολή.

Κι έτσι καθώς η νύχτα μπαίνει στο βραδάκι
υπό τη μοναξιά την ηχηρή των γρύλλων
– έχει σωπάσει η μουσική τσιγγούνων νυχτερίδων.

Κι ας ενωθούν και πάλι αυτές οι ριπές ήχου
με τη μοναδική φωνή όπου μαζί ταλαντευόμαστε.
Ήχοι όπου δε γνώριζαν να είναι ίδιοι,
σχεδόν ίδιοι: ασκήσεις μυστικές χαράς

όπως ο κατασκοπευμένος ορατής,
σαν ομιλία ορατού μες στο αόρατο,

η λίμνη.


ΙΙ

Η γαλιάντρα που είδαμε με τον Μαουρίσιο
τραγουδάει ακόμα και στον σαματά που κάνουνε οι πάπιες.

Την κοιτάμε και τη φανταζόμαστε ονειρεμένη,
όψη άλλων νομισμάτων:

πρώτα μες στο σπίτι
(όπως ήτανε, αόρατη,
όπως είναι τώρα, ορατή).

Έπειτα μες στους ανθρώπους,
αψηλάφητη έτσι όπως μοιάζει
τώρα

–θόρυβος–,
στην τηλεόραση.

Όμως ορατοί και αόρατοι «Κόσμοι»
αν η ποίηση τους άγγιζε,
«φύσεις» αν με την πολυλογία της δε γνώριζε
την αδέκαστη δύναμη του ύφους της.

«Αστραπή»
θ’ ανακοίνωνε.

«Βροντή» αν η μουσική υποστήριζε στον ψίθυρό της
την αναμενόμενη ατονικότητα.

Μα δεν είμαστε το σπίτι, ούτε η εστία,
ή το δέντρο, ή ο δρόμος.

Μόνο οι ζωγραφιές τους ή χρωματιστές μακέτες
σε μια επιφάνεια μικρή όπου χιονίζει κι έχει ριτορνέλο
από μουσικό κουτί,

τυλιγμένα με το αρμυρό μας τραύλισμα

πόσες φορές χρειάζεται να μας το πουν
πως η ομορφιά είναι η κινούμενη άμμος
της βεβαιότητας;

Χάρτης θαλάσσης

Αλμπιμπούρ

Albibur. Γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1979. Σπούδασε ψυχολογία και από το 2015 ερευνά την ινδοαμερικανική παραδοσιακή ιατρική. Έχει παρακολουθήσει σπουδές σχετικές με τις καλλιτεχνικές εκφράσεις και από το 2013 εστιάζει στη συγγραφή. Το πρώτο της βιβλίο ποίησης κυκλοφόρησε το 2019 με τίτλο Entre dos aguas [Αναποφάσιστη].

Επιστροφή

Άντρες που μόλις αντιληφθούν την παρουσία μου
τα χαρακτηριστικά τους εντείνονται,
οι τρίχες στον αυχένα τους σηκώνονται.
Προσπαθούν να με κυκλώσουν, καθένας με τον τρόπο του,
σ’ αυτό τον χορό κυνηγιού
που τόσο καλά τους βγαίνει.

Τους μυρίζομαι αμέσως.
Τις στρατηγικές κινήσεις τους,
τις αλλαγές θερμοκρασίας του σώματος,
τα αντιλαμβάνομαι όλα, ακόμα και πριν απ’ αυτούς.
Κάποτε κι εγώ υπήρξα λύκαινα.

Κενή από φερομόνες, το προβάδισμα αυτό
με βοηθάει να ξεφύγω με τη φορά του ανέμου
πλάι σ’ ένα ποτάμι ή ανάμεσα σε πέτρες
με το καταφύγιό μου της μοναξιάς στην πλάτη.


Μεταμόρφωση

Κάποιος φίλος μου προφήτεψε:
Θ’ αναγκαστείς να μεταμορφωθείς ολόκληρη
μετά απ’ αυτό.

Και τελικά συνέβη,
έγινα από λύκαινα ελάφι.

Αρχίζω να χοροπηδώ
δυνατή και ευάλωτη
πάνω στις λέξεις.
Τώρα ξέρω πως το αληθινό
είν’ άλλο πράγμα.


Προς όποιον αφορά

Σήμερα θα δοκιμάσω να φτιάξω
κέικ μανταρίνι,
συνηθίζω να λέω πως δε μαγειρεύω
μα είναι ψέμα.
Η αλήθεια είναι ότι το κάνω
όποτε ερωτεύομαι,
δεν είναι πάντα έρωτας κεραυνοβόλος,
μου ’χει συμβεί με πίκρες,
κι επίσης όταν διαισθάνομαι
πως όπου να ’ναι έρχεται.
Αναρωτιέμαι ποιο ήταν πρώτο
η διαίσθηση ή το μαγείρεμα.
Δεν είναι και τόσο τρελή η ιδέα
ότι το άρωμα
μανταρινιών στον φούρνο
βγαίνει απ’ το παράθυρο του καθιστικού,
το αρπάζει ένας άνεμος,
από κείνους που μεταφέρουν προθέσεις
και εναποθέτει τη μυρωδιά
στο ενδεδειγμένο σημείο
ή, με αντίθετη φορά,
ο ίδιος άνεμος, προξενητής,
μου φέρνει τις φερομόνες
του προαναφερθέντος που είν’ έτοιμος
να εμφανιστεί.
Ό,τι και να σκεφτώ,
ο μηχανισμός δεν ξεκαθαρίζει.
Ξαφνικά, όμως, ενεργοποιείται
ένα έξτρα χάρισμα
που συνήθως δεν το υπολογίζω,
σαν να προσπαθούσα
μέσ’ απ’ αυτό το μίγμα
από αλεύρι και φρούτα
να του χαϊδέψω τα χείλη.
Ούτε καν θα το δοκιμάσει,
τουλάχιστον όχι τώρα,
αλλά εγώ τον φαντάζομαι εδώ,
καθισμένον στην αυλή,
ένα μήλο δαγκωμένο απ’ τη μια πλευρά,
να βολεύει τις γεύσεις
στη γλώσσα του
και να μ’ αγκαλιάζει.


Ιεροσυλία*

Όταν τα όνειρά σου
μετατράπηκαν σε φυλακή
οι άγιοι εξοργίστηκαν.

Τις περισσότερες μέρες
η χαρά σου φώτιζε ηλιοτρόπια,
για μερικές στιγμές
όλα άλλαζαν.
Έβγαιναν ψάρια νεκρά
από τους πόρους σου,
ο λαιμός σου
δεχόταν εισβολή από πιράνχας
κατάφερναν μέχρι κι η σιωπή σου να κρύβεται.

Πόση αποφασιστικότητα μπροστά στον φόβο
μόλις τεσσάρων χρονών.
Ο αδερφός σου ήταν δύο όταν προμάντευε:
Τον μπαμπά μου τον πάτησε ένα φορτηγό.

Οι άγιοι ήταν σύμφωνοι
μα βρήκαν την ποινή ελαφριά.


*Γράφτηκε για την Παγκόσμια Ημέρα για την Πρόληψη του Παιδικού Βιασμού.

Χάρτης θαλάσσης

Χουάν Πάμπλο Αμπραάμ

Juan Pablo Abraham. Γεν­νή­θη­κε στο Νο­ε­τιν­χέρ της Κόρ­δο­βα (Αρ­γε­ντι­νή) το 1980. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γία στο πα­νε­πι­στή­μιο της Βί­για Μα­ρία όπου και ερ­γά­στη­κε για οκτώ χρό­νια στο Κέ­ντρο Κλα­σι­κής και Σύγ­χρο­νης Φι­λο­λο­γί­ας. Το 2013 απέ­σπα­σε υπο­τρο­φία της Γερ­μα­νι­κής Υπη­ρε­σί­ας Ακα­δη­μαϊ­κών Ανταλ­λα­γών (DAAD). Το πρώ­το του βι­βλίο ποί­η­σης κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2019 με τί­τλο La soledad del pan [Η μο­να­ξιά του ψω­μιού].

Θάνατος του οργανοποιού

Αν έβλεπες τις φτηνές σανίδες του φέρετρου,
θα πήγαινες να πεθάνεις αλλού.
Εσύ που αγαπούσες
το εύηχο ξύλο του κυπαρισσιού
και του ’δινες με τα χέρια σου
το σωστό μέτρο της θερμότητάς σου
αν έβλεπες, αν έβλεπες…

Μα τώρα πια τι σημασία έχει,
συνέχισα έτσι, μην ξοδεύεσαι.

Τέλος πάντων,
έχουν πια απομακρυνθεί τα χέρια σου
από την τελική συγχορδία κι από το τίποτα
της αβύσσου που τέντωσε τις χορδές σου
τις πιο ζωτικές,
τούτες τις μέρες που τίποτα δεν ηχεί.

Συνέχισα έτσι, μην κοιτάζεσαι
στις φτηνές σανίδες αυτών που πεθαίνουν.


Κοίταξα του παρελθόντος

Κοίταξα του παρελθόντος στεγανές μορφές της μνήμης,
σταθερά σημάδια οικουμενικά, μες στο κεφάλι μου αφίσες.
Κοίταξα του παρελθόντος τις νεκρές μορφές, τόσο άλλες σ’ αυτή την πόλη
που διασκεδάζει σκοτώνοντας μυρμήγκια με τσιμεντόβεργες.
Κι απλώς χρειαζόταν να φέρω τ’ αργασμένα χέρια του πατέρα μου,
τόσο αργασμένα από τούτη τη γη και τούτες τις ερημιές,
η αλυσίδα να τσιρίζει στη στέρνα και τα χείλη ν’ ανοίγουν στο νερό
έχοντας φάει το φρεσκοκομμένο φρούτο.
Η δουλειά μας, αν υπάρχει κάποια που ν’ αξίζει τον κόπο,
είναι να κάνουμε το ανέφικτο πάνω στο ευαίσθητο δέρμα του παρόντος.


Ζωή

Μας σταματάει στη γωνία
μια μακριά ουρά αυτοκινήτων,
το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο.
Αλλά την ίδια στιγμή ανοίγουμε το βήμα
ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι,
και με το που ανάβουμε το φως
υπάρχει άλλος ένας λόγος για να ζήσουμε.


Αισθητική

Την ώρα της σιέστας
με μια βέργα
κυνηγούσαμε πεταλούδες.
Αν έπεφτε καμιά ατραυμάτιστη
σκορπάγαμε στον αέρα
την κιτρινωπή σκόνη
των χεριών. Κι ήταν αυτός
ο στοιχειώδης τρόπος μας
για ένωσή μας με την ομορφιά.

Χάρτης θαλάσσης
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: