Τέσσερα ποιήματα

Λεπτομέρεια τοιχογραφίας άγνωστου ζωγράφου, του λεγόμενου Maestro di Tolentino στη βασιλική του Αγίου Νικολάου στο Toλεντίνο της Ιταλίας (περ. 1315)
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας άγνωστου ζωγράφου, του λεγόμενου Maestro di Tolentino στη βασιλική του Αγίου Νικολάου στο Toλεντίνο της Ιταλίας (περ. 1315)

Μικροσεκόντ Ι

Από χρό­νο άλ­λο τί­πο­τα

Στα με­ση­με­ρια­νά τρα­πέ­ζια με την μη­τέ­ρα μου,
νιώ­θω σαν να δια­κυ­βεύ­ε­ται αν στην τα­φό­πλα­κά μου
θα ση­μειω­θεί με τικ

            → τον ξό­δε­ψε
                            → δεν τον ξό­δε­ψε

    Στις γυ­ναί­κες, λέ­ει ο Τσιώ­λης, δια στό­μα­τος Θε­ο­φά­νη,
    πρέ­πει να δί­νεις το πέ­ντε και να κρα­τάς
    το ενε­νη­ντα­πέ­ντε.

    Από την άλ­λη ο George Best εί­χε δη­λώ­σει πως το
    ενε­νή­ντα τοις εκα­τό των χρη­μά­των του το ξό­δε­ψε
    στις γυ­ναί­κες και στο αλ­κο­όλ
    τα υπό­λοι­πα τα σπα­τά­λη­σε

    [κι άλ­λα τέ­τοια δια­κει­με­νι­κά και επί­γεια]

    Μα δεν το βλέ­πεις πως τε­λεί­ω­σαν οι πα­ρο­μοιώ­σεις
    με λευ­κές πα­ρα­λί­ες
    πως άκα­φτοι θα πά­με
    πως κουρ­δι­σμέ­νοι
    σε δυ­τι­κές κλί­μα­κες θα λέ­με
    «σ’α­γα­πώ τό­σο που θέ­λω να
    πά­ρου­με μα­ζί στε­γα­στι­κό δά­νειο»;

    Μικροσεκόντ ΙΙ

    Εκεί­νο το ξη­μέ­ρω­μα στη Σκου­φά,
    πί­στε­ψα πως θα μπο­ρού­σα
    να σ’α­γα­πή­σω με πα­ρο­μοιώ­σεις
    (χώ­μα/νε­ρό Οδυσ­σέ­ας/Ιθά­κη )
    κι ας μέ­ναν άμε­τρες γραμ­μέ­νες στα σε­ντό­νια σου

    Μα εί­μα­στε λέ­ει νευ­ρο­λο­γι­κά προ­ο­ρι­σμέ­νοι
    να μην εί­μα­στε ευ­τυ­χείς
    για­τί αλ­λιώς κιν­δυ­νεύ­ου­με
    και το ση­μείο του εγκε­φά­λου
    που ανά­βου­νε λα­μπιό­νια όταν
    μας λέ­νε «ναι»
    εί­ναι ίδιο με εκεί­νο που ξυ­πό­λη­το
    χο­ρεύ­ει με ση­μαία του μια φού­στα
    όταν μας λέ­νε «όχι»

    Κι εγώ δεν εί­μαι νευ­ρο­λό­γος,
    ού­τε –κα­τά με­γά­λη μου έκ­πλη­ξη–
    άν­θρω­πος της Τέ­χνης
    για να σου σκη­νο­θε­τή­σω θύ­ελ­λες
    Βλέ­πω ted talks,
    σκαρ­φί­ζο­μαι ευ­φά­ντα­στους τί­τλους
    κοι­τά­ζω το κε­νό και κα­πνί­ζω
    σκε­πτό­με­νη τι δου­λειά έχει το instagram
    στα έμ­με­τρα γρα­πτά μας

    Και κυ­ρί­ως       θέ­λω                
                                σε    
    να σου ξο­δέ­ψω τον χρό­νο μου

    Λείπω

    Στις μέ­ρες που περ­νούν ερή­μην μου
    στα ημε­ρο­λό­για
    στις αε­ρο­πο­ρι­κές εται­ρί­ες
    στα άδεια πο­τή­ρια
    και στα άδεια ξυ­πνή­μα­τα

    Μπο­ρεί με τη σει­ρά μου να λεί­ψω για λί­γο
    για να εφεύ­ρω μια και­νού­ρια
    μο­νά­δα μέ­τρη­σης του χρό­νου
    για να με­τράω το χρό­νο
    που εί­σαι μα­κριά μου

    Eσένα

    Θέ­λω
    να μου πε­ρι­γρά­ψεις
    το πρωί της ημέ­ρας που
    απο­φά­σι­σες

    πως η μα­μά σου δεν εί­ναι
    ο αγα­πη­μέ­νος σου άν­θρω­πος στη γη

    Θέ­λω να μά­θω αν φο­βά­σαι,
    πως όταν
    με­θάς και ψευ­δί­ζεις,

    λι­γά­κι,
    στα­μα­τάς να εί­σαι εντυ­πω­σια­κή

    Θέ­λω να με μά­θεις να ερ­μη­νεύω την στιγ­μιαία αμη­χα­νία σου όταν με βλέ­πεις

    Θέ­λω να μου δι­η­γη­θείς τη μέ­ρα σου, ξε­κου­μπώ­νο­ντας τα κου­μπιά
    εκεί­νου του
    πρά­σι­νου-πε­τρόλ
    που­κα­μί­σου,
    που τό­σο σου πά­ει

    Θέ­λω την πρώ­τη σου σκέ­ψη όταν ξυ­πνάς,
    τα κυ­ρια­κά­τι­κα με­ση­μέ­ρια σου,
    τα πρω­ι­νά που ξυ­πνάς με χαν­γκό­βερ

    [Θέ­λω να θέ­λεις την πρώ­τη μου σκέ­ψη όταν ξυ­πνάω,
    τα κυ­ρια­κά­τι­κα με­ση­μέ­ρια μου,
    τα πρω­ι­νά που ξυ­πνάω με χαν­γκό­βερ]

    Θέ­λω να σου αφιε­ρώ­σω όλο τον με­γά­λο ερω­τι­κό

    Θέ­λω να μά­θω
    ποιο εί­ναι το αγα­πη­μέ­νο σου ση­μείο να σε χαϊ­δεύ­ουν στην πλά­τη
    και αν
    όταν τε­λειώ­νεις
    θέ­λεις
    να σε κοι­τά­ζω
    στα μά­τια.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: