Δεκαπέντε ποιήματα

Ο ποιητής σχεδιασμένος από τον πατέρα του Τζον Μπάτλερ Γέητς
Ο ποιητής σχεδιασμένος από τον πατέρα του Τζον Μπάτλερ Γέητς

Κορυφαίος δάσκαλος του στίχου και του μέτρου, ο W. B. Yeats (1865-1939), ανανεώνει στην εποχή του την ευρωπαϊκή λυρική παράδοση, περνώντας μέσω του ρομαντισμού και του συμβολισμού και φθάνοντας στην μορφική ενσάρκωση μιας ποιητικής βαθιά ενοραματικής και αποκαλυπτικής. Η ποιητική του πορεία, υπακούει εξαρχής –και με τις διακυμάνσεις της ωρίμανσης– σ’ ένα όραμα για τον κόσμο, στους αντίποδες της ντετερμινιστικής λαίλαπας του θετικισμού και της αποθέωσης της επιστήμης – στοιχεία που κυριαρχούσαν στην εποχή του. Το ποιητικό όραμα του Γέητς έχει από την αρχή του σχεδόν, καθολικά χαρακτηριστικά: «Πραγματική» πραγματικότητα, για τον ποιητή, δεν είναι η φαινομενικότητα. Και η ζωή είναι γι’ αυτόν μυστήριο το οποίο δεν μπορεί να εξαντλείται στην βιολογία.
Το έργο του, –ποιητικό, δοκιμιακό, κριτικό, θεατρικό– έργο όπου η ενόραση εκβάλλει στην μορφική πλαστικότητα, καταρδεύεται από την μυθολογική και την θρυλική παράδοση της Ιρλανδικής του ρίζας και από την πεποίθησή του ότι η Ευρώπη οφείλει να επανασυνδεθεί με την μεταφυσική της παράδοση εναντίον του υλισμού που μαραίνει την ζωή.
Η ποίηση του Γέητς είναι ολότμητη μέσα στην ανέλιξη της. Δεν μπορεί να επιμεριστεί. Η μετρική της ευλυγισία είναι ένα σώμα με την οραματική διάσταση. Ο άρτιος στίχος του δεν προσφέρεται για περισπούδαστες μιμήσεις (νέο) φορμαλιστικού τύπου και αντίστοιχες προσεγγίσεις. Αυτές αποβαίνουν θλιβερή γραφικότητα. Μ’ άλλα λόγια, η ποίηση του Γέητς, επιβεβαιώνει την εμμονή του Μπωντλαίρ στην θεμελιώδη για την ποίηση αξία της ρυθμικής αγωγής του στίχου και τη δραματική επισήμανση του Έλιοτ, ήδη από το 1913, πως «ελεύθερος στίχος στην ουσία δεν υπάρχει». Ο λυρισμός του Γέητς, θα μπορούσε να συγκριθεί, τηρουμένων των γλωσσικών αναλογιών, με την λυρική υψιπέτεια του Αγγελου Σικελιανού.
 ——— ΔΚ

[ Βλ. την υποδειγματική ψηφιακή ξενάγηση στον κόσμο του Γέητς εδώ ]

Δεκαπέντε ποιήματα

Στο νησί των υδάτων

Ταπεινή και ντροπαλή
της καρδιάς μου ντροπαλή,
σε φωτιάς αναλαμπή
κρυσταλλένια μακρινή.

Φέρνει μέσα πιατικά
και τα βάζει στην σειρά.
Σε νησί μες στα νερά
μαζί της, άχ, να πήγαινα.

Μπαίνει φως στην κάμαρα
φέρνει μέσα τα κεριά
στο κατώφλι ντροπαλένια
στο σκοτάδι κρυσταλλένια.

Ντροπαλή όπως κουνελάκι
δοτική με συστολή.
Σ’ένα υδάτινο νησί
ας πετούσαμε λιγάκι.

Νησί της Λίμνης Ινισφρί

Εγείρομαι να φύγω τώρα, στο Ινισφρί να πάω
μικρό καλύβι πήλινο με καλαμιές να χτίσω
εννιά βραγιές με φασολιές, κυψέλες θα γεμίσω
μονάχος μες των μελισσιών τον βόμβο νά περνάω.

Να βρω γαλήνη μια σταλιά, γιατί η γαληνή πέφτει
κεριού σταγόνα απ’ της αυγής το βέλο ως τους λυγμούς των γρύλλων.
Τα μεσανύχτια τρεμολάμπουνε, τα μεσημέρια πορφυρός καθρέπτης,
η εσπέρα σπαρταράει εκεί με τις φτερούγες σπίνων.

Θα σηκωθώ να φύγω, γιατί νύχτα-μέρα
ακούω της λίμνης τα νερά πως την όχθη τυλίγουν.
Στο γκρίζο καθώς στέκομαι το πεζοδρόμιο πέρα
ακούω της λίμνης τις φωνές, τα φυλλοκάρδια μου να σμίγουν.

Δεκαπέντε ποιήματα

Ο βιολιστής του Ντούνυ

Όταν αρ­χί­ζω στο Ντού­νυ το βιο­λί
oι χω­ρι­κοί χο­ρεύ­ου­νε σαν κύ­μα της θα­λάσ­σης.
Έχω στο Κλί­βαρ­νετ πα­πά έναν ξα­δερ­φού­λη
κι ο αδερ­φός μου στο Μο­κρά­μπ­γου­έι έχει βά­ση.

Αδέρ­φι μου και ξά­δερ­φο ξε­πέ­ρα­σα:
Αυ­τοί δια­βά­ζου­νε βι­βλία προ­σευ­χών.
μα ’γώ δια­βά­ζω το βι­βλίο των τρα­γου­διών,
στου Σλί­γκο το πα­νη­γυ­ρά­κι το αγό­ρα­σα.

Όταν θα σβή­σει το κα­ντή­λι των και­ρών
ο Άγιος Πέ­τρος που κρα­τά­ει τα κλει­διά
μ’ ένα χα­μό­γε­λο θα δει τρεις πα­λαιούς των ημε­ρών
αλ­λά πρώ­τον εμέ­να­νε θα πά­ρει απ’ τα παι­διά.

Για­τί οι χα­ρού­με­νοι εί­ναι πά­ντο­τε κα­λοί
εξόν κι αν σπά­σει ο διά­ο­λος το πο­δά­ρι
αχ, οι χα­ρού­με­νοι χο­ρεύ­ου­νε πο­λύ
κι αγα­πού­νε το βιο­λί και το δο­ξά­ρι.

Και σαν κι εκεί μ’ ανα­κα­λύ­ψει ο κο­σμά­κης
με μια κραυ­γή σ' εμέ­να­νε θα τρέ­ξει:
«–Εδώ ’ναι ο βιο­λι­στής του Ντού­νυ», θα φω­νά­ξει.
Κι όπως το κύ­μα της θα­λάσ­σης θα χο­ρέ­ψει, θα χο­ρέ­ψει.

Οι Μάγοι

Τώ­ρα όπως πα­ντο­τει­νά, τους βλέ­πω με τα μά­τια της ψυ­χής
χλω­μούς κι αλύ­γι­στους –ρού­χα πο­λύ­χρω­μα– καί εί­ναι δι­ψα­σμέ­νοι.
Μια φαί­νο­νται, μία χά­νο­νται. Σ’έ­να βα­θύ ου­ρα­νό χα­μέ­νοι.
Με αρ­χαία πρό­σω­πα. Πέ­τρες που σμί­λε­ψε η βρο­χή.
Κι εί­ναι αση­μέ­νιες οι κα­λύ­πτρες τους. Ισο­ζυ­γιά­ζο­νται σι­μά-σι­μά
με βλέμ­μα­τα προ­ση­λω­μέ­να, για να ξα­να­βρούν οι αλ­λο­παρ­μέ­νοι,
υπάρ­ξεις ανι­κα­νο­ποί­η­τες στου Γολ­γο­θά την τα­ρα­χή και τ’ά­στραμ­μα,
το υπέρ­λο­γο μυ­στή­ριο στο θη­ριώ­δες δά­πε­δο καρ­φω­μέ­νοι.

O Γέητς του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ (1908 – MoMa))
O Γέητς του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ (1908 – MoMa))

Μήτηρ Θεού

Τρί­πτυ­χος της αγά­πης τρό­μος: Φεγ­γο­βο­λή
μέ­σα στου αυ­τιού το σπή­λαιο στρο­βι­λι­σμέ­νη,
κι αό­ρα­τα φτε­ρά σκιρ­τούν σε κά­μα­ρη απα­λή.
Τρό­μος απ’ό­λους πιο φρι­χτός, να ’μαι Προ­ο­ρι­σμέ­νη
Για­τί εφυ­τεύ­θης στην κοι­λία μου, Ου­ρα­νός, Εσύ.

Τά­χα δεν φτά­ναν οι μι­κρο­χα­ρές λοι­πόν
να μου δρο­σί­ζουν την ζωή, κα­θώς των άλ­λων γυ­ναι­κών
η εστία της φω­τιάς, στον κή­πο βόλ­τες τρυ­φε­ρές
ή εκεί στην στέρ­να της πη­γής, η λά­τρα, το κα­κό
με σμή­νος από τις φω­νές, που­λά­δες ζω­η­ρές;

Ποια σάρ­κα εντός μου, λάμ­ψη υφαί­νε­ται στον πό­νο
ποιο άστρο πε­σμέ­νο μέ­σα μου, το γά­λα μου το κρυ­σταλ­λώ­νει,
τι να ’ναι τού­τη η αγά­πη, κό­βει το αί­μα μου και λιώ­νω,
ποιο ρί­γος στα­λαγ­μός τα κόκ­κα­λά μου τα πα­γώ­νει
και ανα­τρι­χί­λα ως τα μαλ­λιά με πε­ρι­ζώ­νει;

Τα φαντάσματα

Εφό­σον με τον χλευα­σμό πα­ρέ­χε­ται ασφά­λεια,
μί­λη­σα και του λό­γου μου για κά­ποια εμ­φά­νεια.
Διό­λου δεν δυ­σκο­λεύ­τη­κα να γί­νω από τους πει­στι­κούς
και να δει­χτώ αλη­θο­φα­νής στους τά­χα λο­γι­κούς
εκ φύ­σε­ως κα­χύ­πο­πτος μπρο­στά στο βλέμ­μα της συ­νή­θειας
μα και μπρο­στά στων θαρ­ρα­λέ­ων το μά­τι ή και το δο­λε­ρό της αή­θειας.

Φα­ντά­σμα­τα έχω δει ίσα­με τώ­ρα δε­κα­πέ­ντε – όχι σ’ όνει­ρο
κι απ’ όλα το χει­ρό­τε­ρο: ένα πα­νω­φό­ρι κρε­μα­σμέ­νο στον κα­λό­γε­ρο.

Τί­πο­τα μι­σε­ρό δεν βρή­κα τό­σον ωραίο
όσο την σχε­δια­σμέ­νη από και­ρό, μι­σε­ρή μου μο­να­ξιά,
μέ­σα της μέ­νω ξά­γρυ­πνος μι­σή νυ­χτιά
με κά­ποιο φί­λο πνευ­μα­τώ­δη και γεν­ναίο
με την θω­ριά πο­τέ να μην μου το δη­λώ­νει
οσά­κις η πε­ρί­στα­ση δυσ­νό­η­το με φα­νε­ρώ­νει.

Φα­ντά­σμα­τα έχω δει ίσα­με τώ­ρα δε­κα­πέ­ντε – όχι σ’ όνει­ρο
Μα το χει­ρό­τε­ρο: το άδειο πα­νω­φό­ρι στον κα­λό­γε­ρο.

Του γέ­ρο­ντα του αν­θρώ­που η λι­γο­στή χα­ρά
γί­νε­ται πιο βα­θειά μέ­ρα τη μέ­ρα που περ­νά
κι η αδεια­νή καρ­διά του ξε­χει­λί­ζει σαν πο­τή­ρια
όμως πο­θεί η ρώ­μη της να μην τε­λειώ­νει
για­τί νυ­χτε­ρι­νό σκο­τά­δι την κυ­κλώ­νει
κα­θώς ανοί­γε­ται στου τρό­μου τα μυ­στή­ρια.

Φα­ντά­σμα­τα έχω δει ίσα­με τώ­ρα δε­κα­πέ­ντε – όχι σ’ όνει­ρο
μα πά­νω απ’ όλα το χει­ρό­τε­ρο: το πα­νω­φό­ρι στον κα­λό­γε­ρο.

Η Δευτέρα Παρουσία

Στων κύ­κλων τα γυ­ρί­σμα­τα, στων γύ­ρων τους την δί­νη
ο γέ­ρα­κας πια δεν μπο­ρεί ν’α­κού­ει τον γε­ρα­κά­ρη.
Τα πράγ­μα­τα στην διά­λυ­ση σκορ­πί­ζο­νται. Το κέ­ντρο φθί­νει.
Μο­νά­χα αναρ­χία στυ­γνή απλώ­νε­ται στην οι­κου­μέ­νη.
Ξε­σπά­ει η αχα­λί­νω­τη των πο­τα­μών ορ­μή, θο­λή καί μα­τω­μέ­νη
κι ιδού, η ιε­ρή τε­λε­τουρ­γία των αθώ­ων μέ­σα της πνιγ­μέ­νη.
Στράγ­γι­ξ’ η πί­στη των κα­λών, τα κα­τα­κά­θια τα ’χει πά­ρει
Φουρ­τού­να ο πυ­ρε­τός που τ’ άγριο πά­θος δί­νει.
Εί­ναι βέ­βαιο: η Απο­κά­λυ­ψη εγ­γύς.

Ναι εί­ναι βέ­βαιο: η Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία εγ­γύς.
Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία! Με­τά βί­ας ξε­στο­μί­ζο­νται τού­τες οι λέ­ξεις.
Κι από το Spiritus Mundi μια αχα­νής ει­κό­να ευ­θύς
την όρα­σή μου βα­σα­νί­ζει: εκεί από της απε­ρα­ντο­σύ­νης τις ελεύ­σεις
–καλ­πά­ζει κύ­μα κύ­μα με τον άμ­μο της ερή­μου τον τρα­χύ–
Ξα­νοί­γε­ται μορ­φή με λιο­ντα­ριού κορ­μί κι αν­θρώ­πι­νο κε­φά­λι
Κε­νό ένα βλέμ­μα όπως ανε­λέ­η­τος ήλιος
κι αρ­γο­σα­λεύ­ει τους μη­ρούς αλ­λά τρι­γύ­ρω πά­λι
γλι­στρούν και στρο­βι­λί­ζο­νται απαυ­δι­σμέ­νοι ίσκιοι που­λιών.
Ξα­νά πέ­φτει σκο­τά­δι, μα τώ­ρα κα­λά το έχω μά­θει
ότι εί­κο­σι αιώ­νες ύπνου πε­τρω­μέ­νου
λύσ­σα­ξαν με το βλά­στη­μα εφιάλ­τη πε­πρω­μέ­νου.
Μα ποιο θε­ριό ανή­με­ρο, τώ­ρα που η ώρα του έχει ’ρ­θει
Βα­ριε­στη­μέ­να σέρ­νε­ται προς την Βη­θλε­έμ να γεν­νη­θεί;

Ο τροχός

Μες στου χει­μώ­να την καρ­διά άνοι­ξη λα­χτα­ρού­με
και στην χα­ρά της Άνοι­ξης πο­θού­με κα­λο­καί­ρι.
Κι όταν στους φρά­χτες τα πλεγ­μέ­να άν­θη θα δού­με
δη­λώ­νου­με πως ο χει­μώ­νας την γα­λή­νη θα μας φέ­ρει.
Κι ύστε­ρα πά­λι όλα άνο­στα μας μοιά­ζουν.
Για­τί δεν ήρ­θε η Άνοι­ξη που όλα της ται­ριά­ζουν.
Κά­νου­με πως δεν ξέ­ρου­με: ό,τι μας καί­ει το αί­μα
ει­ν’ η λα­χτά­ρα για τον τά­φο. Τ’ άλ­λα ψέμ­μα.

Ταλάντευση

Κι ας είχα ήδη περάσει τα πενήντα
κι ας καθόμουν άντρας μονάχος
σε μαγαζί με πλήθος, στα Λονδίνα
–μονάχος καθόμουν εκεί στο βάθος–
μ’άδειο φλυτζάνι κι ανοιχτό βιβλίο
του τραπεζιού το μάρμαρο το κρύο.
Κι όπως το μαγαζί χάζευα ή τον δρόμο
εξαίφνης άναψε όλο φλόγα το κορμί μου.
Είκοσι, το πολύ, λεπτά έπλευσα μόνο
μέσα στην λάμψη της χαράς και την πυγμή μου
ευλογημένος να ευλογώ της αυγής τον χρόνο.

Μίμησις Ιαπωνική

Βλέπω και καταπλήτομαι
να, στα εβδομήντα κείτομαι.

(Της Άνοιξης χαιρέτωσαν τά άνθη
γιατί και φέτος είναι να ’ρθει).

Χρόνια σωστά εβδομήντα εδώ
ράκη ζητιάνου δεν φορώ
σωστά εβδομήντα στην ζωή
συνάμα άντρας και παιδί–
δε χόρεψα χαράς χορό.

Χωράφι με χορτάρι

Μοιάζει βιβλίου ζωγραφιά
χτήμα με πράσινο χορτάρι
δεν έχω το κορμί δοξάρι,
γι’ αθλοπαιδιές δεν είμαι πια,
μεσάνυχτα, γέρικο σπίτι
κρυφά σαλεύει ένα ποντίκι

ο σιγανός μου πειρασμός
εδώ στης ζήσης μου το γέρμα
ούτε ο λυμένος λογισμός
ούτε του νου το λίγο έρμα,
μύλοι την σάρκα τους που αλέθουν
μπορούν αλήθεια να μου γνέθουν.

Φέρτε μου γέρου αλλοφροσύνη,
την ύπαρξή μου να αναπλάσω
του Τίμωνα, του Ληρ εξαλλοσύνη
ή στον Ουίλλιαμ Μπλέικ ας μοιάσω
που βάραγε στον τοίχο το κεφάλι
ώσπου να του υπακούσει η αλήθεια πάλι

Πλημμύρα πνεύματος του Μιχαήλ Αγγέλου
τα νέφη έσκιζε και διαπερνούσε,
φλόγα εμπνευσμένη του τρελού
νεκρούς στα σάβανα ανακινούσε.
Απ’ των ανθρώπων τη γενιά λησμονημένο,
αέτιο πνεύμα, γέροντα, σε προσμένω.

Η γάτα κι η Σελήνη

28Yeats Item1 Superjumbo

Η γά­τα πή­γ᾽ε­δώ και πή­γ᾽ε­κεί.
Και η σε­λή­νη στρο­βι­λί­στη­κε σα σβού­ρα
και της σε­λή­νης η πιο συγ­γε­νής φι­γού­ρα
γλί­στρη­σε, κοί­τα­ξε ψη­λά, η γά­τα, αναρ­ρι­χη­τι­κή.

Η Μαύ­ρη Μι­να­λού κάρ­φω­νε μά­τια στην σε­λή­νη.
Για­τί, κα­θώς πε­ρι­πλα­νιό­ταν και θρη­νού­σε
το κα­θα­ρό και κρύο φως στον ου­ρα­νό περ­νού­σε
και τα­ρα­χή στ’ άγριο αί­μα της εγί­νη.

Κυ­λιέ­ται η Μι­να­λού στα λα­μπε­ρά χορ­τά­ρια
και αλα­φρο­πα­τά με τα βε­λού­δι­να πο­δά­ρια.
Χο­ρεύ­εις; Πες μου Μι­να­λού, χο­ρεύ­εις;
Όταν δυο συγ­γε­νείς βρε­θούν εξ αί­μα­τος
αγάλ­λο­νται σ’ έναν χο­ρό, χα­ρά γε­μά­το.
Μα κι η Σε­λή­νη, ίσως εί­ναι πια και­ρός

Από τους κα­θώς πρέ­πει τρό­πους κου­ρα­σμέ­νη
να μά­θει αλ­λιώ­τι­κο χο­ρό.
Γλι­στρά­ει στην αση­μέ­νια χλόη η Μι­να­λού
κι από ένα σε­λη­νό­φως σε φεγ­γα­ρό­φω­το αλ­λού
γυ­ρί­ζει μα­γε­μέ­νη.

Κι η ιε­ρή Σε­λή­νη τ’ ου­ρα­νού
σ’ άλ­λη και­νούρ­για φά­ση εί­ναι δο­σμέ­νη.
Άρα­γε ξέ­ρει η Μι­να­λού πως των μα­τιών της οι κό­ρες
θα πέ­φτουν απ’ την μια αλ­λα­γή στην άλ­λη
πρώ­τα παν­σέ­λη­νες με­τά ημι­σέ­λη­νες
ολό­γιο­μες και ημι­σέ­λη­νες και πά­λι;

Σο­φή, σπου­δαία και μο­νά­χη
τα πρό­σω­πα που η Σε­λή­νη αλ­λά­ζει
στα μά­τια της τα κα­θρε­φτί­ζει, όπως κοι­τά­ζει.

Ο Άγιος κι ο Καμπούρης

Κα­μπού­ρης: Ορ­θώ­σου, ύψω­σε χέ­ρι ευ­λο­γί­ας
στον άν­θρω­πο πού βρή­κε την με­γά­λη πί­κρα.
Με νού γε­μά­το από χα­μέ­νη ευ­τυ­χία
Καί­σαρ Ρω­μαί­ος πά­λαι πο­τέ, δό­ξες και νε­κρά
κλέη, λιώ­νουν μέ­σα στην κα­μπού­ρα μου.

Άγιος: Μ’ άλ­λο για τον κα­θέ­να σχέ­διο
μας δο­κι­μά­ζει ο Θε­ός.
Δεν στα­μα­τώ να ευ­λο­γώ τον αί­τιο
κα­θώς παι­δεύ­ο­μαι, ημέ­ρας και νυ­χτός
και πε­λε­κάω το κορ­μί για­τί πο­θώ
να ξερ­ρι­ζώ­σω από το χώ­μα της σαρ­κός
Με­γά­λο Αλέ­ξαν­δρο, Αύ­γου­στο Καί­σα­ρα – κι αν αξιω­θώ

το μέ­γα πε­ρι­κά­θαρ­μα ονό­μα­τι Αλ­κι­βιά­δης
να τό­νε σβή­σω, – την πα­λιο­σα­βού­ρα μου.

Κα­μπού­ρης: Για όλους που βό­σκη­σαν κι ευ­λό­γη­σαν την σάρ­κα σου
πολ­λές οφεί­λω χά­ρι­τες, με­γά­λη ευ­γνω­μο­σύ­νη.
Μ’ ετί­μη­σαν κα­θείς κα­τά την μάρ­κα του
μα ο Αλ­κι­βιά­δης με με­γα­λο­σύ­νη.

Από τα «Υπερφυσικά τραγούδια»

ΙΙΙ - Η έκσταση του Ριβ

Τι κι αν δεν πή­ρα­τε χα­μπά­ρι μή­τε λέ­ξη.
Αναμ­φι­βό­λως εί­πα και τρα­γού­δη­σα με την φω­νή
σπα­σμέ­νη, όσα μου πλή­γω­σαν την ακοή. Στην ψυ­χή μου εί­χε φα­νεί
όλη η ευ­τυ­χία της χα­ράς, την ρί­ζα και το χώ­μα της να βρέ­ξει.
Σ’έ­ναν σπα­σμό ερω­τι­κό με την Θε­ό­τη­τα, η κα­τά χά­ριν Θε­ό­της
γέν­νη­σε Θε­ό­τη­τα. Μα έπε­σε σκιά. Λη­σμό­νη­σε η ψυ­χή
του έρω­τα τους στε­ναγ­μούς, στα χεί­λη της δο­σμέ­νους από την σι­γή
κι οφεί­λει πια να ξα­ναρ­χί­σει το κοι­νό, ημε­ρή­σιο με­ρο­κά­μα­τό της.

ΙΧ – Οι τέσσερις εποχές του ανθρώπου

Ένας σήκωσε αμάχη με το σώμα.
Το σώμα νίκησε. Περπατάει ακόμα.

Έπειτα πάλεψε σκληρά με την καρδιά
γαλήνη κι αθωότητα, πέταξαν μακρυά.

Κατόπιν πάλεψε και με τον νου.
Και την περήφανη καρδιά πέταξε αλλού.

Τώρα τον πόλεμο με τον Θεό αρχινά.
Χτυπήσανε μεσάνυχτα ο Θεός νικά.

————————————————
Άλ­λες ανα­φο­ρές στον Γέ­ητς: του Δ. Κο­σμό­που­λου, του Θ. Χα­τζό­που­λου

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ουί­λιαμ Μπά­τλερ Γέ­ητς ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: