Τρία ποιήματα

Λονδίνο, καλοκαίρι 1930. O Γέητς με τη σύζυγό του Georgie Hyde-Lees και φίλους. (Φωτ. Ο. Μοrell· Λονδίνο, National Portrait Gallery)
Λονδίνο, καλοκαίρι 1930. O Γέητς με τη σύζυγό του Georgie Hyde-Lees και φίλους. (Φωτ. Ο. Μοrell· Λονδίνο, National Portrait Gallery)

1. Η Κατάρα του Αδάμ

Κα­λο­και­ριού ξε­ψύ­χι­σμα, κα­θό­μα­σταν αντά­μα
Εσύ, εγώ και η πα­νέ­μορ­φη φι­λε­νά­δα – ένα θαύ­μα
Τό­σο απα­λή: Για την Ποί­η­ση μι­λού­σα­με.
Εί­πα: «Κά­πο­τε ο στί­χος, ώρες παίρ­νει, που πο­θού­σα­με
Όμως, όταν δεν έχει λάμ­ψη και του νου μας άστραμ­μα
Μη­δε­νι­κό έχει γί­νει όλο το ρά­ψι­μο, το ξή­λω­μα.
Χί­λιες φο­ρές κα­λύ­τε­ρα, γο­να­τι­στός ως το με­δού­λι
Να σφουγ­γα­ρί­ζεις πά­τω­μα κου­ζί­νας, με­ρο­δού­λι
Πέ­τρες κα­λύ­τε­ρα να σπας, γέ­ρο­ντας και φτω­χός
Χει­μώ­να, Κα­λο­καί­ρι, με κρύο με ζέ­στη, δύ­στυ­χος –
Αλ­λά ν’ αρ­μό­ζεις ήχους και φω­νές σιω­πής γλυ­κειές
Εί­ναι δου­λειά τυ­ραν­νι­κή, πιό­τε­ρο απ’ όλες τις δου­λειές
Άσε ότι τε­μπέ­λη, χα­σο­μέ­ρη σε φω­νά­ζει με βουή ο εσμός
Πα­πά­δες, Τρα­πε­ζί­τες, Δά­σκα­λοι – ένας σει­σμός
Από του κό­σμου –όπως τους λέ­νε–  τ’ αγκω­νά­ρια».

                                          *

                                                                      Τό­τε κα­θά­ρια
Η ωραία Εκεί­νη, η απα­λή γυ­ναί­κα – για το δι­κό της το χα­τή­ρι
Πολ­λών θα σπά­σει ο πό­νος την καρ­διά σαν γυά­λι­νο πο­τή­ρι
Απά­ντη­σε: « Γυ­ναί­κα αν γεν­νή­θη­κες, γνω­ρί­ζεις από χέ­ρι
Όσα δεν σου ‘δει­ξαν σε τά­ξεις, στων σχο­λεί­ων τα μέ­ρη
Την ομορ­φιά δε βρί­σκεις, δί­χως να μα­τώ­σεις».
Κι απά­ντη­σα: «Τί­πο­τε πιο ακρι­βό δεν έχει για να πά­ρεις και να δώ­σεις
Απ’ όταν έπε­σε ο Αδάμ, δί­χως στην άσκη­ση να λυώ­σεις.
Αγά­πη­σαν πολ­λοί, θαρ­ρέ­ψα­νε πως εί­ν’ η αγά­πη
Μείγ­μα από ευ­γέ­νειες και αβρό­τη­τες – κα­λοί τρό­ποι,
Βα­ρυα­να­στέ­να­ζαν και με το μά­τι πλα­νταγ­μέ­νο
Ανα­μα­σού­σα­νε πα­λαιών βι­βλί­ων πε­ρι­στα­τι­κά, χρυ­σο­δε­μέ­νων
Μα στον και­ρό μας τού­τα μοιά­ζου­νε μά­ταια και πε­ζά».

                                                        *

Σιω­πή­σα­με ήσυ­χα στ’ όνο­μα της Αγά­πης.
Βλέ­πα­με της ημέ­ρας η αν­θρα­κιά να ‘χει κλα­πεί
Στον ρι­γη­λό αρ­γο­σβή­νο­ντας, κυα­νο­πρά­σι­νο ου­ρα­νό,
Του φεγ­γα­ριού το σι­γη­λό κο­χύ­λι το φθαρ­μέ­νο
Φρε­σκο­πλυ­μέ­νο από του Χρό­νου τα ύδα­τα
Να ανα­τέλ­λει υπο­μο­νε­τι­κά, σι­γό­πε­φτε με­τά
Μέ­σα στα πλή­θη των αστέ­ρων τα αιώ­νια
Κα­θώς σκορ­πί­ζο­νταν σε μέ­ρες και σε χρό­νια.

                                                  *

Εί­χα ένα λο­γι­σμό, για σέ­να μο­να­χά, ν’ ακού­σεις, μιαν υπό­νοια:
Πό­σο όμορ­φη εί­σουν κά­πο­τε, πό­σο ο δό­λιος πά­σχι­ζα
Με της Αγά­πης τους πα­νάρ­χαιους, υψη­λούς τρό­πους άρ­χι­ζα
Να σ’ αγα­πώ: Ήταν η ευ­τυ­χία, μα με­γά­λω­ναν τα βά­ρη,
Με τις καρ­διές μας κου­ρα­σμέ­νες, όπως το κού­φιο, φθαρ­μέ­νο φεγ­γά­ρι.

2. Ο Σολομώντας στη Βασίλισσα του Σαβά

Ο Σο­λο­μών τρα­γού­δα­γε στην Βα­σι­λί­δα του Σα­βά
Και κα­τα­σπά­ζο­νταν το με­λαμ­ψό το πρό­σω­πό της,
« Όλη την μέ­ρα γύ­ρω από το πυ­ρω­μέ­νο με­ση­μέ­ρι, ίδιον χα­βά
Μι­λά­με και ξα­να­μι­λά­με, τό­πος μας ειν ΄η ωραιό­της
Ολη­με­ρίς ως να στραγ­γί­ξει ασκί­α­στο το με­ση­μέ­ρι
Και στε­νευό­μα­στε στο σφα­λι­στό κε­φά­λαιο το άβο­λο
Στο μυ­στι­κό κε­φά­λαιο, στης αγά­πης το δί­κο­πο μα­χαί­ρι
Όπως το γέ­ρι­κο άλο­γο, να τρι­γυρ­νού­με μέ­σα στον πε­ρί­βο­λο».

                                                                      *

Στον Βα­σι­λέα Σο­λο­μώ­ντα, τρα­γού­δα­γε η Βα­σί­λισ­σα
Στα γό­να­τά του, ελiά κα­τά­καρ­πη και γλυ­κο­φυ­τε­μέ­νη:
« Αν έθι­γες τού­το το φλο­γε­ρό το ζή­τη­μα
Έτσι ώστε να χα­ρούν σπου­δαί­οι και δια­βα­σμέ­νοι
Προ­τού ν΄ αρ­χί­σει του ήλιου το ανε­λέ­η­το το χτύ­πη­μα
Των ίσκιων μας την ζω­γρα­φιά στο χώ­μα να ’χει χα­ραγ­μέ­νη
Θα κα­τα­λά­βαι­νες: με λο­γι­σμό βα­θύ σου μί­λη­σα
Κι εί­ναι ο πε­ρί­βο­λος, η αυ­λή, ολο­τρι­γύ­ρω μα­ντρω­μέ­νη».

                                                          *

Και στην Αφέ­ντρα του Σα­βά, απα­ντά ο Σο­λο­μώ­ντας
Πνί­γο­ντας στα φι­λιά τα βε­λου­δέ­νια μά­τια της τ’ αρά­βι­κα.
«Κα­νέ­νας άντρας για γυ­ναί­κα, στην υπ’ ου­ρα­νόν ζώ­ντας
Δεν απο­τόλ­μη­σε, στους δυό μας, να πα­ρα­βγεί σε γνώ­ση. Τε­λι­κά,
Σ’ ολό­κλη­ρη μια μέ­ρα μες στο θάμ­βος, το βρή­κα­με –
Μό­νον η αγά­πη ετού­τη –τί­πο­τ’ άλ­λο– που ως τον θά­να­το γευ­τή­κα­με
Κά­νει τον κό­σμο σύ­μπα­ντα, πε­ρί­βο­λο κι αυ­λή με μυ­στι­κά.

3. Mύγα με τα μακρυά της πόδια

Ίσως να μην βου­λιά­ξει ο πο­λι­τι­σμός,
Έχει όμως χά­σει την με­γά­λη μά­χη,
Ήσυ­χο το σκυ­λί και το που­λά­ρι στα δε­σμά
Σε στύ­λο μα­κρυ­νό στην ρά­χη.
Ο Αφέ­ντης μας ο Καί­σα­ρας εί­ναι μες στην σκη­νή
Μπρο­στά του οι χάρ­τες απλω­μέ­νοι,
Τα μά­τια του βό­σκουν στο που­θε­νά, απλα­νή,
Το χέ­ρι του κά­τω από το κε­φά­λι μέ­νει.

Σαν μύ­γα μα­κρυ­πό­δα­ρη πά­νω από ρε­μα­τιά
Πά­νω από την σιω­πή κρέ­με­ται ο νους του κι η μα­τιά.

                                              *

Οι πύρ­γοι οι ξε­σκέ­πα­στοι, να, θα πυρ­πο­λη­θούν
Κι οι άν­θρω­ποι θ’ ανα­κα­λού­νε την μορ­φή εκεί­νη,
Πά­ντα απα­λά με προ­σο­χή, τα πό­δια σου αν κι­νη­θούν
Στον τό­πο ετού­το που άδειο φά­ντα­σμα έχει μεί­νει.
Σκέ­φτε­ται λί­γο σαν γυ­ναί­κα, μα πιό­τε­ρο σαν το παι­δί
Ότι κα­νέ­νας δεν κοι­τά. Σέρ­νει το πό­δι
Σε παι­χνι­διά­ρι­κο χο­ρό- τον προ­τι­μά απ’ την δη­μο­σιά.

Σαν μύ­γα μα­κρυ­πό­δα­ρη πά­νω aπό ρε­μα­τιά
Πά­νω από την σιω­πή κρέ­με­ται ο νους του κι η μα­τιά.

                                            *

Μπο­ρεί να βρού­νε τα έφη­βα κο­ρί­τσια τα χλω­ρά
Τον πρώ­το Αδάμ, πριν απ’ την πτώ­ση του, στον λο­γι­σμό τους.
Την πόρ­τα κλεί­νου­νε στου Πά­πα το ναό για το κα­λό τους
Έξω κρα­τά­νε τα παι­διά, μα­κρυά απ’ την συμ­φο­ρά.
Εκεί ψη­λά στις σκα­λω­σιές εκεί­νες, στα ικριώ­μα­τα
Γερ­τός πλα­γιά­ζει ο Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λος, μες στα χρώ­μα­τα
Με θό­ρυ­βο όχι πιο πο­λύ, απ’ όσο ένα πο­ντί­κι,
Το χέ­ρι του σ’ ατέρ­μο­νο σύ­ρε κι έλα, στην δι­κή του κα­τα­δί­κη

Σαν μύ­γα μα­κρυ­πό­δα­ρη πά­νω aπό ρε­μα­τιά
Πά­νω από την σιω­πή κρέ­με­ται ο νους του κι η μα­τιά.


Augustus John Omμ Ο Γέητς (1907). Λονδίνο, Γκαλερί Tέητ
Augustus John Omμ Ο Γέητς (1907). Λονδίνο, Γκαλερί Tέητ

Επίμετρο

«Ο με­γα­λύ­τε­ρος ποι­η­τής της επο­χής μας– αναμ­φί­βο­λα ο με­γα­λύ­τε­ρος, απ’ όσους έγρα­ψαν στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα» : Αυ­τή εί­ναι η γνώ­μη του Έλιοτ για τον Γέ­ητς.

Δεν μπο­ρείς να προ­σεγ­γί­σεις ένα έρ­γο, δί­χως να σε­βα­στείς τα κρι­τή­ρια που το ίδιο και ο δη­μιουρ­γός του ορί­ζουν. Δεν μπο­ρείς να μπεις στον ποι­η­τι­κό κό­σμο του Γέ­ητς, δί­χως να προ­σλά­βεις τα κρι­τή­ρια που το έρ­γο του ad hoc θέ­τει. Μά­λι­στα ένα τέ­τοιο έρ­γο, το οποίο εκτεί­νε­ται από την Ιρ­λαν­δι­κή κα­τα­βο­λή και τον συ­νε­πα­κό­λου­θο συ­νε­παρ­μό του ποι­η­τή από τα προ­τάγ­μα­τα του αγώ­να για την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας, μέ­χρι την ανα­ζή­τη­ση του άξο­να της ζω­ής. Ένας συ­νε­παρ­μός που τρο­φο­δο­τή­θη­κε από την λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, τους θρύ­λους, τα πα­ρα­μύ­θια και –κυ­ρί­ως– από την Κέλ­τι­κη μυ­στι­κή χρι­στια­νι­κή εμπει­ρία.
Εί­ναι εύ­κο­λο και ανώ­δυ­νο, αλ­λά συ­νά­μα κου­ρα­στι­κά επι­δερ­μι­κό, να γνω­μο­δο­τείς δί­κην αυ­θε­ντί­ας, ότι, λό­γου χά­ριν, ο Γέ­ητς υπήρ­ξε ένας ευ­δαι­μο­νι­στής σαρ­κο­λά­τρης, στην ερω­τι­κή πτυ­χή της ποι­ή­σε­ώς του. Και βο­λεύ­ει να τον πε­ρι­στέλ­λεις στην προ­κρού­στεια «άνε­ση» του ση­με­ρι­νού μη­δε­νι­σμού. Έτσι όμως, δεν δια­βά­ζε­ται η ποί­η­ση του Γέ­ητς, αλ­λά τα­κτο­ποιού­νται αλ­λό­τριες προ­σω­πι­κές ιδε­ο­λη­ψί­ες και απω­θη­μέ­να.
Ο Γέ­ητς αυ­το­σαρ­κά­ζε­ται και σαρ­κά­ζει την αν­θρώ­πι­νη αδυ­να­μία, ως προς την διάρ­κεια των αι­σθη­μά­των, την πά­λη με το γή­ρας και την φθο­ρά σω­μά­των και ψυ­χών- την πά­λη, εν τέ­λει, με τον ίδιο τον θά­να­το και τον αγώ­να για την νοη­μα­το­δό­τη­σή του, έξω από την με­τα­φυ­σι­κή του μη­δε­νός, την οποία θε­σμο­θε­τεί η αυ­τάρ­κεια της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, αυ­τάρ­κεια που αντι­πά­λε­ψε η λα­μπρή ποι­η­τι­κή του συ­νεί­δη­ση. Στα ερω­τι­κά του ποι­ή­μα­τα ανα­με­τρά­ται με τις μα­ταιώ­σεις με το κτή­νος και το θη­ρίο, που βου­λι­μι­κό εμ­φω­λεύ­ει στην αν­θρώ­πι­νη ψυ­χή και στο αν­θρώ­πι­νο κορ­μί. Όπου χρειά­ζε­ται θε­ο­λο­γεί, με το στό­μα και τα λό­για κα­τα­φρο­νε­μέ­νων λαϊ­κών τύ­πων, αντρών και γυ­ναι­κών. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα η «ελα­φρών ηθών» Μουρ­λο-Τζέ­νη, η οποία πολ­λά­κις κά­νει μά­θη­μα, στον άγο­νο ευ­σε­βι­σμό ιε­ρέ­ων και επι­σκό­πων. Ο Γέ­ητς ζεi μέ­σα από τα πρό­σω­πα των ποι­η­μά­των του. Προ­σοι­κειώ­νε­ται την φω­νή και το ήθος τους, την αν­θρω­πιά και την αδυ­να­μία τους. Μό­νο ένας Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης, ένας Πα­λα­μάς ή ένας Ρί­τσος, στα κα­θ’ ημάς, ταυ­τί­στη­καν τό­σο ορ­γα­νι­κά με τους ήρω­ες και τις ηρω­ί­δες τους, τις με­ταρ­σιώ­σεις, τα πά­θη και τα πέν­θη τους.

Άλ­λο­τε εξο­μο­λο­γη­τι­κός για την με­γά­λη αγά­πη και τον ορ­μη­τι­κό έρω­τά του για την γυ­ναί­κα που αγά­πη­σε, άλ­λο­τε τσα­κι­σμέ­νος από τη υπο­νό­μευ­ση της αγά­πης από την αδυ­να­μία και τον εγω­ι­σμό. Και μα­ζί του, άντρες αλ­λά και γυ­ναί­κες από τα χα­μη­λά, τα πε­ρι­φρο­νη­μέ­να κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα. Γί­νε­ται το σκεύ­ος εκλο­γής για την ποι­η­τι­κή δια­χεί­ρι­ση της αν­θρώ­πι­νής τους πε­ρι­πέ­τειας, αλ­λά και της με­ταρ­σί­ω­σής τους. Και –όπως κά­θε με­γά­λος ποι­η­τής– από το ει­δι­κό και το προ­σω­πι­κό κα­τα­λή­γει στο συλ­λο­γι­κό και στο κα­θο­λι­κό. Πο­τα­μι­κός ο Ιρ­λαν­δός. Λυ­ρι­κός, δει­νός εντε­ταλ­μέ­νος ενός αρ­χέ­γο­νου ρυθ­μού, γύ­ρε­ψε να σμί­ξει τα ορα­τά με τα αό­ρα­τα, τα κα­τ’ άν­θρω­πον δυ­να­τά με τα αδύ­να­τα και να εναρ­μο­νί­σει τα αντί­θε­τα μέ­σα στην με­τα­μόρ­φω­ση την οποία χα­ρί­ζει η υπερ­βα­τι­κή αί­σθη­ση του χρό­νου και των αν­θρω­πί­νων πραγ­μά­των. Συ­νά­μα κο­λυ­μπώ­ντας στις θά­λασ­σες της Ιστο­ρί­ας, ο Γέ­ητς επι­τυγ­χά­νει κρου­στές και ολό­τμη­τες μορ­φές ποι­η­μά­των, που λει­τουρ­γούν το κα­θέ­να τους με την κρυ­φή αρ­μο­νία ενός εντε­λούς κό­σμου.
Οι ανα­λο­γί­ες με­τα­ξύ του βιώ­μα­τος και τον μορ­φι­κών του εκ­φρά­σε­ων εί­ναι τό­σο ισορ­ρο­πη­μέ­νες, ώστε μέ­σα από την φαι­νο­με­νι­κή αφή­γη­ση μιας ερω­τι­κής πε­ρι­πέ­τειας να ανα­βρύ­ζουν τα ύδα­τα της απε­ριό­ρι­στης αλ­λά και θα­να­τε­ρής τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές στην δια­χεί­ρι­σή της, αν­θρώ­πι­νης ελευ­θε­ρί­ας. Ο Γέ­ητς δο­ξο­λο­γεί τον έρω­τα ως θείο δώ­ρο στην αν­θρώ­πι­νη θνη­τό­τη­τα. Αλ­λά συ­νά­μα, διε­ρευ­νά την πε­ρα­τό­τη­τά του και το σπέρ­μα της μα­ταί­ω­σης και του θα­νά­του, το οποίο –δυ­νά­μει– η ερω­τι­κή συν­θή­κη κου­βα­λά, όταν ο έρω­τας δεν γο­νι­μο­ποιεί­ται από την αγά­πη που μπο­ρεί να νι­κή­σει την θνη­σι­γέ­νεια της πρώ­της ορ­μής του και να τον με­τα­μορ­φώ­σει σε αλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ρού­με­νη ζω­ο­ποιό σχέ­ση. Ο έρω­τας που δεν εί­ναι δό­σι­μο, άνευ ορί­ων και όρων, μπο­ρεί να γί­νει δαι­μο­νι­σμός και κα­τά­ρα. Κα­τά τού­το, ο ερω­τι­κός Γέ­ητς γί­νε­ται ως αυ­θε­ντι­κός φο­ρέ­ας ενός ζεί­δω­ρου και πρω­τεϊ­κού λυ­ρι­σμού ο ποι­η­τής μιας μυ­θι­στο­ρί­ας: της ερω­τι­κής οντο­λο­γί­ας.

Ο Γέ­ητς ανή­κει στην κα­τη­γο­ρία των ποι­η­τών που έλα­βαν την σφρα­γί­δα της δω­ρε­άς: Να εναρ­μο­νί­σουν το συλ­λο­γι­κό με το προ­σω­πι­κό, στον με­γα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό βαθ­μό της αλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ρή­σε­ως. Στο κορ­μί και στην συ­νεί­δη­σή του γρά­φτη­κε με κά­θε στί­χο του το βα­θύ­τε­ρο σκίρ­τη­μα της Ιρ­λαν­δι­κής ετε­ρό­τη­τας και ιδιο­συ­στα­σί­ας. Δι­καί­ως, έγι­νε η ποι­η­τι­κή συ­νεί­δη­ση ενός ολό­κλη­ρου κό­σμου, του Ιρ­λαν­δι­κού, και στο πο­τά­μι της ποι­η­τι­κής του, σε όλη την έκτα­σή της, προ­σέ­λα­βε τα νε­ρά της Ιρ­λαν­δι­κής και Κέλ­τι­κης μυ­στι­κής εμπει­ρί­ας. Στο γύ­ρι­σμα από το τέ­λος του 19ου αιώ­να προς τον 20ό, μέ­χρι και τον Β' Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο, αντι­στά­θη­κε στις δια­λυ­τι­κές και απο­συν­θε­τι­κές εκ­φάν­σεις του μη­δε­νι­σμού στην τέ­χνη και στην αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση, οι οποί­ες θε­ω­ρού­νταν μέ­σα στην ντε­τερ­μι­νι­στι­κή μέ­θη του ερ­γα­λεια­κού ορ­θο­λο­γι­σμού, ως πρω­το­πο­ρία. Και απέ­δει­ξε με τις ποι­η­τι­κές του πραγ­μα­τώ­σεις, ότι το υπέρ­λο­γο, ο μύ­θος και η συλ­λο­γι­κή πνευ­μα­τι­κή εμπει­ρία, δί­νουν άλ­λο –το αλη­θι­νό– εύ­ρος στην αν­θρώ­πι­νη ζωή και άλ­λο νό­η­μα στην αντί­στα­ση και τους εθνι­κούς και κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες.
Κα­τά τον τρό­πο που ο Ρί­τσος, ο Σε­φέ­ρης, ο Ελύ­της φα­νε­ρώ­νουν την ζω­ο­γό­νο επί­δρα­ση που εί­χαν στην ποι­η­τι­κή τους δια­μόρ­φω­ση, ο Σο­λω­μός ο Πα­λα­μάς και ο Σι­κε­λια­νός, – κα­τά τον ίδιο τρό­πο, κα­τα­λα­βαί­νου­με το βά­θος και την σπου­δαιό­τη­τα της το­πο­θέ­τη­σης του Έλιοτ για τον Ιρ­λαν­δό Λυ­ρι­κό. Για τους με­γά­λους του μο­ντέρ­νου ποι­η­τι­κού λό­γου, η ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση της λυ­ρι­κής τέ­χνης εί­ναι ενιαία. Στοι­χείο κρα­ταιό της ενό­τη­τάς της εί­ναι ακρι­βώς η πολ­λα­πλό­τη­τα των εκ­φρά­σε­ών της, σε και­ρό και σε τό­πο.
Τα υπό­λοι­πα εί­ναι ιδε­ο­λη­ψί­ες και άρ­ρι­ζα φλη­να­φή­μα­τα, αντί­στοι­χα με την ελα­φρά­δα της επα­νά­παυ­σης σε «δή­θεν» πρω­το­πό­ρα εκ­φρα­στι­κά σχή­μα­τα, θνη­σι­γε­νή όπως δεί­χνει η ιστο­ρία, ήδη από τις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες του 20ού αιώ­να. 

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ουί­λιαμ Μπά­τλερ Γέ­ητς ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: