Η μέρα της μοδίστρας

Η μέρα της μοδίστρας


Για τη Δέ­σποι­να

Εί­χα δυο θεί­ες, πρώ­τες ξα­δέλ­φες της μα­μάς μου, και τις δυο τις λέ­γα­νε Υβόν­νες· ήταν πρω­τό­το­κες κό­ρες των δυο γιων της προ­για­γιάς μου. Την προ­για­γιά μου τη λέ­γα­νε Στέλ­λα και πί­σω από την πλά­τη της τη φώ­να­ζαν Κο­ντο­στέλ­λα, αλ­λά μπρο­στά κα­νέ­νας δεν τολ­μού­σε να την πει έτσι. Πα­ρ’ ότι ήταν κο­ντού­λα αλ­λά πο­λύ δυ­να­μι­κή γυ­ναί­κα όλοι από σε­βα­σμό τη φώ­να­ζαν κό­να-Στέλ­λια, πέ­θα­νε πλή­ρης ημε­ρών όταν ήμουν επτά ετών, εί­χε μά­λι­στα απο­κτή­σει και τρι­σέγ­γο­νη. Ωστό­σο κα­μία από τις εγ­γο­νές της δεν την εί­πα­νε Στέλ­λα, όπως το θέ­λει η πα­ρά­δο­ση, αλ­λά Υβόν­νη.
Η οι­κο­γε­νεια­κή μυ­θο­λο­γία έχει ως εξής: Όταν πα­ντρεύ­τη­κε ο πρώ­τος γιος τη θεία Κων­στα­ντί­να, την Μπου­τζα­λιά (έτσι την απο­κα­λού­σαν στην οι­κο­γέ­νεια για­τί ήταν από τον Μπου­τζά της Σμύρ­νης), απέ­κτη­σαν ένα κο­ρι­τσά­κι, ήταν το πρώ­το εγ­γο­νά­κι της, το ονό­μα­σαν Στέλ­λα, αλ­λά πέ­θα­νε σε βρε­φι­κή ηλι­κία. Το επό­με­νο κο­ρι­τσά­κι που γεν­νή­θη­κε πή­γαν και αυ­τό να το ονο­μά­σουν Στέλ­λα, αλ­λά η προ­για­γιά μου πά­τη­σε κά­τω το πό­δι της και τους το απα­γό­ρευ­σε, τους εί­πε ότι το όνο­μα μάλ­λον θα εί­ναι γρου­σού­ζι­κο και τους εί­πε ότι θα τους κα­τα­ρα­στεί και να δώ­σουν στο παι­δί άλ­λο όνο­μα, αλ­λά από σε­βα­σμό σε αυ­τήν της εί­παν εκεί­νη να δια­λέ­ξει ένα όνο­μα και εκεί­νη διά­λε­ξε το όνο­μα της αγα­πη­μέ­νης της ηθο­ποιού που την έλε­γαν Υβόν­νη. Όταν και ο μι­κρό­τε­ρος γιος της απέ­κτη­σε και αυ­τός μια κό­ρη την ονό­μα­σε κι αυ­τή Υβόν­νη αντί για Στέλ­λα.
Αυ­τές ήταν οι δυο Υβόν­νες της οι­κο­γέ­νειας. Για να τις ξε­χω­ρί­ζου­με τις λέ­γα­με η Υβόν­νη της Αιό­λου και η Υβόν­νη του Πο­δο­νί­φτη, από τις πε­ριο­χές που έμε­ναν στην Αθή­να. Και οι δυο προ­σπα­θού­σαν να κρύ­ψουν τα χρό­νια τους, αλ­λά τους πρό­δι­δε ότι εί­χαν γεν­νη­θεί στη Σμύρ­νη και μι­κρές προ­σφυ­γο­πού­λες εί­χαν έρ­θει στην Ελ­λά­δα, και τέ­τοιες ημε­ρο­μη­νί­ες δεν κρύ­βο­νται. Η Υβόν­νη της Αιό­λου ήταν έμπο­ρος, εί­χε κλη­ρο­νο­μή­σει από τον πα­τέ­ρα της ένα εμπο­ρι­κό κα­τά­στη­μα στην οδό Αιό­λου και το διεύ­θυ­νε με τα αδέλ­φια της. Η Υβόν­νη του Πο­δο­νί­φτη ήταν μο­δί­στρα. Δεν εί­χε το δι­κό της ατε­λιέ ού­τε έπαιρ­νε δου­λειά στο σπί­τι της, αλ­λά πή­γαι­νε σε σπί­τια και έρα­βε.
Εκεί­νη την επο­χή, να πού­με μέ­χρι τη δε­κα­ε­τία του 1960, ίσως και του 1970, σε επαρ­χια­κές πό­λεις μπο­ρεί και αρ­γό­τε­ρα, ήταν πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο κά­ποιος να έρ­χε­ται σπί­τι και να ρά­βει τα νέα ρού­χα για τις γυ­ναί­κες του σπι­τιού, και υπήρ­χε νο­μί­ζω αρ­κε­τή δου­λειά. Ει­δι­κά όταν άρ­χι­ζε ο χει­μώ­νας ή το κα­λο­καί­ρι που νέα ρού­χα έπρε­πε να ρα­φτούν και οι κυ­ρί­ες να εί­ναι ραμ­μέ­νες με τη νέα μό­δα, με­ρι­κά ρα­ντε­βού κλεί­νο­νταν και από τον προη­γού­με­νο χρό­νο. Όταν ήταν η μέ­ρα να «έχου­με μο­δί­στρα» στο σπί­τι γί­νο­νταν ένα πα­νη­γύ­ρι· γεν­νιό­ταν η ελ­πί­δα του νέ­ου ρού­χου ή έστω η με­τα­ποί­η­ση ενός πα­λαιό­τε­ρου αλ­λά με το νέο σχέ­διο της επο­χής. Το φα­γη­τό εκεί­νης της μέ­ρας ήταν ξε­χω­ρι­στό, υπήρ­χε μια ανα­στά­τω­ση στο σπί­τι, μύ­ρι­ζε φρε­σκο­κομ­μέ­νο ύφα­σμα, βε­λό­νες, καρ­φί­τσες, κλω­στές, κου­μπιά, ρέ­λια, βά­τες, φό­δρες, εξ­τρα­φόρ, ξη­λώ­μα­τα γέ­μι­ζαν το σπί­τι και γρου γρου ακού­γο­νταν η ρα­πτο­μη­χα­νή να ρά­βει. Τρε­χά­μα­τα για να αγο­ρα­στεί κλω­στή σε σω­στό χρώ­μα, να έρ­θουν πί­σω τα ντυ­μέ­να κου­μπιά, να βρε­θεί το σω­στό μή­κος του φερ­μουάρ. Πρό­βες και πό­ζες μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη. Τί ωραί­ες ανα­στα­τώ­σεις και μι­κρές κρί­σεις ήταν αυ­τές. Αχ, να ’ταν η ζωή μας τέ­τοια!
Κα­μιά φο­ρά το πα­νη­γύ­ρι συ­νε­χι­ζό­ταν και την επό­με­νη μέ­ρα, αν υπήρ­χαν πολ­λές γυ­ναί­κες στο σπί­τι, μα­μά, κό­ρες, για­γιά, θεί­ες. Το κυ­ριό­τε­ρο ήταν οι άντρες του σπι­τιού να απου­σιά­ζουν, να μην τους έχουν οι γυ­ναί­κες μέ­σα στα πό­δια τους, ώστε να μπο­ρούν να κά­νουν τις πρό­βες με την ησυ­χία τους και κυ­ρί­ως να μη δουν όλα τα και­νούρ­για ρού­χα που ρά­βο­νταν· έφτα­νε να άφη­ναν τα λε­φτά. Κι όταν με­τά ακού­γο­νταν καυ­γά­δες για τα λε­φτά που εί­χαν ξο­δευ­τεί στα λού­σα, η στα­θε­ρή δι­καιο­λο­γία ήταν: Έλα, κα­λέ, πώς κά­νεις έτσι; ένα τσι­τά­κι έρα­ψα για το κα­λο­καί­ρι και όλα τα άλ­λα ήταν με­τα­ποι­ή­σεις. Μό­νο μια μι­κρή μάλ­λι­νη ζα­κε­τού­λα έρα­ψα για να μην κρυώ­νω και την έκα­να τα­γιέρ με την προ­πέρ­σι­νη φού­στα. Κι ένα μι­κρό, μαύ­ρο μάλ­λι­νο φου­στά­νι έρα­ψα, για­τί έχου­με και πέν­θος, μην κά­νεις έτσι για δυο τρία κου­ρέ­λια. Για να ρά­ψει κά­τι για το προ­σω­πι­κό την έφε­ρα, σι­γά που αυ­τή θα έρα­βε κά­τι για μέ­να. Επ’ ευ­και­ρία που μά­κρυ­νε και κά­τι φου­στά­νια. Εί­μα­στε κα­λε­σμέ­νοι σε γά­μο/βα­φτί­σια, σαν κα­τσι­βέ­λα θα εμ­φα­νι­στώ; Τι θα πει ο κό­σμος;

Κά­τι τέ­τοιες δι­καιο­λο­γί­ες μας δι­η­γού­νταν η Υβόν­νη του Πο­δο­νί­φτη, όταν τε­λεί­ω­νε το με­ρο­κά­μα­τό της σε κά­ποιο σπί­τι κά­ποιας με­γά­λης οι­κο­γέ­νειας που έμε­νε στο Κο­λω­νά­κι κι εμείς εκεί. Μας έλε­γε ότι σε με­ρι­κά σπί­τια έπρε­πε να μπαί­νει από την πόρ­τα της υπη­ρε­σί­ας, προ­σπα­θού­σαν να κρύ­ψουν την πα­ρου­σία της, δεν έτρω­γε μα­ζί τους στο τρα­πέ­ζι και άκου­γε και γαλ­λι­κά ενώ ο κύ­ριος δεν ήξε­ρε γρι να τα μι­λά­ει. Η θεία Υβόν­νη ερ­χό­ταν λί­γο να ξε­σκά­σει από την έντα­ση της μέ­ρας αλ­λά κυ­ρί­ως να συμ­βου­λευ­τεί τη μα­μά μου για τα νέα σχέ­δια και τη νέα τά­ση της μό­δας. Η μα­μά μου για τις ανά­γκες του μα­γα­ζιού πή­γαι­νε δυο φο­ρές τον χρό­νο στο Πα­ρί­σι για να φέ­ρει τα νέα σχέ­δια της μό­δας, νέα υλι­κά, νέ­ες ιδέ­ες και ενώ το μα­γα­ζί ήταν της για­γιάς μου, κα­πε­λού κλά­σης, η για­γιά μου εί­χε με­γα­λώ­σει πια και εί­χε στα­μα­τή­σει τα πα­ρό­μοια τα­ξί­δια, αλ­λά εί­χε κρα­τή­σει την πα­λιά πι­στή της πε­λα­τεία, που με­ρι­κές πε­λά­τισ­σες τις εί­χε και από τη Σμύρ­νη. Το βά­ρος έπε­φτε στη μα­μά μου και έκα­νε τα τα­ξί­δια και εξυ­πη­ρε­τού­σε τα γού­στα και τις ανά­γκες της πε­λα­τεί­ας της νέ­ας γε­νιάς. Πά­ντα η μα­μά μου μα­ζί με τα ζουρ­νάλ της μό­δας έφερ­νε και με­ρι­κά κρο­κί ει­δι­κά για την ξα­δέλ­φη της και της εξη­γού­σε τις νέ­ες τά­σεις της μό­δας, τα χρώ­μα­τα που επι­κρα­τού­σαν, νέ­ες υφάν­σεις και υφά­σμα­τα, κυ­ρί­ως το ύψος στον πο­δό­γυ­ρο, λί­γο πά­νω, λί­γο κά­τω, για­τί η μό­δα άλ­λα­ζε δυο φο­ρές τον χρό­νο, μία τον χει­μώ­να και μία το κα­λο­καί­ρι, έτσι οι πε­λά­τισ­σες της ξα­δέλ­φης της να εί­ναι πά­ντα μέ­σα στη μό­δα. Για­τί δεν εί­ναι και τό­σο εύ­κο­λο πράγ­μα, να κά­νεις το στυλ Α του Ντιόρ ή τον σά­κο και το τρα­πέζ του Υβ Σαιν Λο­ράν χω­ρίς κά­ποιο πα­τρόν. Όλα αυ­τά βέ­βαια τε­λεί­ω­σαν με τα prêt á porter, τις boutiques και τα ετοι­μα­τζί­δι­κα ρού­χα.

Αυ­τή η θεία Υβόν­νη του Πο­δο­νί­φτη δε με χώ­νευε και πο­λύ πο­λύ, για­τί όταν η μα­μά μου πα­ντρεύ­τη­κε για δεύ­τε­ρη φο­ρά τον πα­τριό μου, εγώ δεν ήμουν προ­σκε­κλη­μέ­νη στο γά­μο και με άφη­σαν πί­σω στην Αθή­να. Ήταν αδια­νό­η­το να εμ­φα­νι­στεί και η κό­ρη της νύ­φης στη Ρου­με­λιώ­τι­κη πα­τριαρ­χι­κή μι­κρή επαρ­χια­κή κω­μό­πο­λη που σχε­δόν όλη ήταν προ­σκε­κλη­μέ­νη στον γά­μο. Εγώ βέ­βαια βοη­θού­σα να γί­νουν οι μπο­μπο­νιέ­ρες, έπρε­πε να με­τρώ σω­στά τα κου­φέ­τα, ώστε όλες να έχουν 17, για­τί αν σε κά­ποια βρί­σκο­νταν λι­γό­τε­ρα ίσως να δη­μιουρ­γού­νταν θέ­μα. Η θεία Υβόν­νη και οι άλ­λες ξα­δέλ­φες της μα­μάς βοη­θού­σαν να δε­θούν ωραία οι φιό­γκοι. Κα­μιά από τις ξα­δέλ­φες δεν εί­χε πα­ντρευ­τεί, μό­νο η μα­μά μου τα εί­χε κα­τα­φέ­ρει και δεύ­τε­ρη φο­ρά και μά­λι­στα με για­τρό. Οι δυο Υβόν­νες εί­χαν αρ­ρα­βω­νια­στεί κι αυ­τές με για­τρούς, αλ­λά για διά­φο­ρους λό­γους οι αρ­ρα­βώ­νες δια­λύ­θη­καν και γά­μοι δεν έγι­ναν. Ο μπα­μπάς της θεί­ας Υβόν­νης του Πο­δο­νί­φτη θα πα­ρέ­δι­δε τη μα­μά μου στον γα­μπρό, για­τί ήταν ο μό­νος άρ­ρην επι­ζών στην οι­κο­γέ­νεια. Έτσι η θεία Υβόν­νη έμει­νε πί­σω στην Αθή­να για να με φυ­λά­ει και έχα­σε τον πα­ρα­δο­σια­κό Ρου­με­λιώ­τι­κο γά­μο. Μό­νο η μα­μά μου έγρα­ψε στο γο­βά­κι της το όνο­μά της, αλ­λά έσβη­σε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Αυ­τό η θεία μου δεν μου το συγ­χώ­ρε­σε πο­τέ, σαν να έφται­γα εγώ που δεν πή­γε στον γά­μο.

Με την άλ­λη θεία Υβόν­νη, της Αιό­λου, πα­ρα­δό­ξως τα πή­γαι­να πο­λύ κα­λά και όλο κο­νο­μού­σα ωραία δω­ρά­κια. Ήταν πο­λύ κο­κέ­τα και έπρε­πε να ντύ­νε­ται σω­στά και δυ­να­μι­κά, για­τί γυ­ναί­κα κου­μα­ντά­ρι­ζε ολό­κλη­ρη επι­χεί­ρη­ση. Όποιο ρού­χο το βα­ριό­ταν μας το χά­ρι­ζε και εμείς λέ­γα­με ότι το πή­ρα­με από «το φτη­νό το μα­γα­ζί». Στον γά­μο μου, μού χά­ρι­σε κά­τι υπέ­ρο­χες ζε­στές μάλ­λι­νες κου­βέρ­τες, που τις τα­ξί­δε­ψα όπου κι αν πή­γα­με και μας ζέ­σται­ναν, αλ­λά το κα­λύ­τε­ρο δώ­ρο που μου έκα­νε, όταν έμα­θε ότι θα πή­γαι­να στον Κα­να­δά, ήταν που άνοι­ξε «το φτη­νό το μα­γα­ζί», δη­λα­δή τη ντου­λά­πα της, και μου χά­ρι­σε ένα πα­λιό μαύ­ρο παλ­τό της με έναν ωραίο γού­νι­νο για­κά. Δεν της το εί­χε ρά­ψει η ξα­δέλ­φη της αλ­λά το εί­χε αγο­ρά­σει από ένα από τα κα­λά ατε­λιέ της Αθή­νας, της κυ­ρί­ας Αρ­γυ­ρά­κη. Πραγ­μα­τι­κά με έσω­σε στην εγκυ­μο­σύ­νη και κυ­κλο­φο­ρού­σα κά­πως αξιο­πρε­πώς αλ­λά στο τέ­λος ανα­κά­λυ­ψα ότι κα­θώς με­γά­λω­νε η κοι­λιά μου από μπρο­στά άνοι­γε από πί­σω το κό­ψι­μο και κρύ­ω­να, έτσι αγό­ρα­σα κι εγώ έναν άκομ­ψο «πάρ­κα» όπως όλοι. Κρέ­μα­σα το παλ­τό στην ντου­λά­πα και το κα­μά­ρω­να, αλ­λά δυ­στυ­χώς έπα­ψε να μου χω­ρά και έγι­να κι εγώ «το φτη­νό το μα­γα­ζί» και το χά­ρι­σα κά­που.

Αλ­λά για­τί μου ήρ­θε στο μυα­λό αυ­τές τις μέ­ρες να θυ­μά­μαι τη θεία μου Υβόν­νη του Πο­δο­νί­φτη; Για­τί μια από τις δια­ση­μό­τε­ρές της πε­λά­τισ­σες, ήταν η κομ­ψό­τα­τη σύ­ζυ­γος με­γί­στου Έλ­λη­να πο­λι­τι­κού, η οποία πέ­θα­νε πρό­σφα­τα. Πά­ντα όταν μας επι­σκε­πτό­ταν η θεία Υβόν­νη στή­να­με αυ­τί για­τί μας έλε­γε τι έβλε­πε και τι άκου­γε στα σπί­τια διά­ση­μων πε­λα­τισ­σών της, ηθο­ποιών, βιο­μη­χά­νων, πο­λι­τι­κών. Ωραί­ες πι­πε­ρά­τες ιστο­ρί­ες, ποιοι πλή­ρω­ναν τον λο­γα­ρια­σμό και πώς. Ιστο­ρί­ες που έμε­ναν στους τέσ­σε­ρις τοί­χους του δω­μα­τί­ου, τις θυ­μό­μα­στε αλ­λά δεν τις ανα­με­τα­δί­δα­με και σι­γά, σι­γά τις έχου­με ξε­χά­σει. Αλ­λά το πιο κα­λο­στη­μέ­νο αυ­τί το βά­ζα­με, όταν επέ­στρε­φε από το σπί­τι του πο­λι­τι­κού. Έμπαι­νε στο σπί­τι μας και έλε­γε: Κά­νε μου ένα κα­φέ να έρ­θει η ψυ­χή μου στην θέ­ση της, για­τί δεν αντέ­χω την συ­μπε­ρι­φο­ρά του σε μια τέ­τοια κυ­ρία. Βλά­χος και άξε­στος μέ­χρι το με­δού­λι κι εκεί­νη μια τέ­τοια κυ­ρία, μια τέ­τοια κυ­ρία. Αυ­τή η έκ­φρα­ση «μια τέ­τοια κυ­ρία» μού εί­χε μεί­νει απο­τυ­πω­μέ­νη. Μια τέ­τοια κυ­ρία! Να σας ανα­με­τα­δώ­σω τις ιστο­ρί­ες μι­κρό­τη­τας δεν αξί­ζουν τον κό­πο. Μό­νο η θεία της η Έτα όταν τις άκου­γε της ση­κώ­νο­νταν οι τρί­χες της και έλε­γε: Κα­λά κά­νω εγώ και δεν ψη­φί­ζω αυ­τόν τον μπουρ­τζό­βλα­χο. Όχι, δη­λα­δή, ότι πο­τέ τής πε­ρά­σει από τον νου της να ψη­φί­σει ή να επαι­νέ­σει κά­ποιον πο­λι­τι­κό από τη Δε­ξιά, πά­ντα υπο­στή­ρι­ζε ό,τι εί­χε μυ­ρω­διά ή εί­χε απο­μεί­νει από τη μυ­ρω­διά του βε­νι­ζε­λι­σμού, όσο ξε­θυ­μα­σμέ­νη κι αν ήταν αυ­τή· ήταν και μέ­χρι το με­δού­λι αντι­βα­σι­λι­κή. Ακούς εκεί να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται και μι­λά έτσι σε μια τέ­τοια κυ­ρία, επα­να­λάμ­βα­νε και μουρ­μού­ρι­ζε και στα κρυ­φά του έρι­χνε και μια μούν­τζα κα­τά το μέ­ρος που πί­στευε ότι βρι­σκό­ταν.

Τε­λι­κά κα­μιά από τις θεί­ες Υβόν­νες δεν πα­ντρεύ­τη­κε τον αρ­ρα­βω­νια­στι­κό για­τρό. Για την Υβόν­νη της Αιό­λου που με συ­μπα­θού­σε κά­τι ακού­στη­κε ότι η οι­κο­γέ­νεια του για­τρού, που ήταν μια από τις πιο γνω­στές ια­τρι­κές οι­κο­γέ­νειες της Αθή­νας, έφε­ρε αντιρ­ρή­σεις πώς θα πα­ντρευ­τεί μια εμπό­ρισ­σα της Αιό­λου και εκεί­νη αρ­νή­θη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει την επι­χεί­ρη­ση και την ανε­ξαρ­τη­σία της. Πα­ντρεύ­τη­κε αρ­γό­τε­ρα, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, έναν μι­κρό­τε­ρό της άντρα, αλ­λά δυ­στυ­χώς ο γά­μος δεν κρά­τη­σε πο­λύ και χή­ρε­ψε λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Το τι ακού­στη­κε για τη χη­ρεία της δεν λέ­γε­ται· μη σας πιά­σει στο στό­μα σμυρ­ναί­ι­κο στό­μα. Η άλ­λη, ενώ ο αρ­ρα­βω­νια­στι­κός εί­χε πε­ρά­σει σχε­δόν όλη τη φοι­τη­τι­κή του ζωή της ια­τρι­κής και την ει­δι­κό­τη­τά του στο φι­λό­ξε­νο σπί­τι της αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς, όταν ήρ­θε η ώρα του γά­μου ζή­τη­σε μια εξω­φρε­νι­κή προί­κα, που δυ­στυ­χώς πια ο θεί­ος Γιώρ­γος δεν μπο­ρού­σε να τη δώ­σει και ο αρ­ρα­βώ­νας δια­λύ­θη­κε, έτσι η θεία Υβόν­νη έμει­νε με ραϊ­σμέ­νη καρ­διά. Συμ­πτω­μα­τι­κά ο πρώ­ην αρ­ρα­βω­νια­στι­κός υπη­ρε­τού­σε στο ίδιο νο­σο­κο­μείο με τον πα­τριό μου τον λέ­γα­με «ο πα­ρα­λί­γο ξά­δελ­φος», αλ­λά πο­τέ δεν τον συμ­βου­λευ­τή­κα­με ια­τρι­κά, έτσι από πεί­σμα και οι­κο­γε­νεια­κή αλ­λη­λεγ­γύη. Βρή­κε τη με­γά­λη προί­κα που ήθε­λε και απέ­κτη­σε και δύο αγο­ρά­κια, αλ­λά δυ­στυ­χώς και τα δύο υπέ­φε­ραν από σύν­δρο­μο Down και η εξή­γη­ση ήταν: έπια­σε η κα­τά­ρα της Μπου­τζα­λιάς. Κι εκεί­νη η Υβόν­νη πα­ντρεύ­τη­κε αλ­λά πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, έναν άντρα με­γα­λύ­τε­ρό της, υιο­θέ­τη­σαν ένα αγο­ρά­κι που το ονό­μα­σαν Γιώρ­γο. Δεν ξέ­ρω για­τί πο­τέ δεν την επι­σκε­φτή­κα­με στο σπί­τι της, ού­τε μας εί­χε κα­λέ­σει στον γά­μο της ή να γνω­ρί­σου­με το αγο­ρά­κι της, αν και μέ­να­με τό­τε πο­λύ κο­ντά στην ίδια γει­το­νία. Έτσι δυ­στυ­χώς ού­τε το όνο­μα της προ­για­γιάς μου έμει­νε στην οι­κο­γέ­νεια ού­τε το όνο­μα της αγα­πη­μέ­νης ηθο­ποιού που εί­χε δώ­σει στις εγ­γο­νές της.

Αυ­τό που μας έμει­νε ήταν η έκ­φρα­ση «μια τέ­τοια κυ­ρία, μα μια τέ­τοια κυ­ρία» και οι πρό­σφα­τες νε­κρο­λο­γί­ες της με­γά­λης αυ­τής κυ­ρί­ας συμ­φω­νούν: ήταν μια με­γά­λη κυ­ρία.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: