Ο Γιώργος Βέης, στην ποίησή του, συντονίζεται με την ολότητα του κόσμου. Εδώ η λέξη «ολότητα» διατηρεί μία ειδική σημασία, αναφέρεται δηλαδή στην ιδιότητα ενός συστήματος να εμφανίζει συμπεριφορά διαφορετική από αυτή των στοιχείων τα οποία το απαρτίζουν. Έτσι, στη συλλογή Βράχια η πραγματικότητα αποκτά μία καινοφανή μορφή, χάρη στο γεγονός ότι αποδίδεται ως μία ορισμένη ενότητα και όχι ως αμάλγαμα από ετερόκλιτα στοιχεία. Η συγκεκριμένη ενότητα αποτελεί μία προσωπική σύλληψη. Είναι η αρμονική συμπεριφορά του κόσμου όπως την προσλαμβάνει αποκλειστικά ο ποιητής της συλλογής, μεταστοιχειώνοντας το αβυσσαλέο άπειρο σε μία οικεία απεραντοσύνη. Πρόκειται για μία αρμονία, όπου τα όρια της ανθρώπινης ταυτότητας υπερβαίνονται από κάθε λογής εκδηλώσεις της Φύσης: Αγρός, όπως άνθρωπος («Απάνεμο»): Η παρομοίωση συνιστά, πλέον, κυριολεξία, τα πράγματα ανταποκρίνονται ενσυναισθητικά. Μεριμνούν σαν άνθρωποι, άρα μεριμνούν για τον άνθρωπο. Πρόκειται, επιπλέον, για μία αρμονία, όπου ο χρόνος επανευρίσκει την κυκλικότητά του, μέχρι που συσπειρώνεται σε ένα μοναδικό σημείο, μέσα από το οποίο εκβάλλει στην αιωνιότητα: καθώς ξεδιπλώνεται τώρα ο ουρανός / μαζί με την ιστορία εκείνου του θέρους («Καρλόβασι Σάμου»): Ο χρόνος γίνεται συσσωρευτικά πληθυντικός, ώσπου καταργείται από την ίδια του την πληθυντικότητα. Πρόκειται, τέλος, για ένα είδος αρμονίας, όπου οι λέξεις αποδεικνύονται συμβατές με τα πράγματα:
Βράχια
Γιώργος Βέης, «Βράχια», Ύψιλον/βιβλία 2020
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Διαβάζοντας προσεκτικά λιβάδι, μαθαίνω
ότι τελικά είναι να ’ρθεις αυτές τις μέρες
σημάδια αλάνθαστα στο βάθος του τοπίου
οι θημωνιές, οι συλλαβές των μυστικών μας.
Σε μία ποιητική τέχνη οντολογικής κατεύθυνσης, όπως εδώ, οι λέξεις δεν αντιμετωπίζονται μόνο οντολογικά αλλά και οντικά. Δεν αποβλέπουν, απλώς, σε αυτό το οποίο όντως υπάρχει, αλλά ανάγονται οι ίδιες σε όντα. Χαρακτηρίζονται από αυτονομία, ώστε τα ποιήματα γράφονται με μία χαλαρή σύνταξη. Χρησιμοποιούνται με τον τρόπο των προσωκρατικών ή με τον αντίστοιχο του Μάρτιν Χάϊντεγγερ: Η κάθε μία τους αποκτά το κρίσιμο περιεχόμενο, το οποίο της είναι αναγκαίο για να αποκαταστήσει τη χαμένη πρόσβαση στην αυθεντικότητα του κόσμου. Συνεπώς, ως βασική τεχνική της συλλογής αναδεικνύεται η δημιουργία ρωγμών, οι οποίες επιτρέπουν το πέρασμα σε μία στιγμή πληρότητας. Οι ρωγμές ξεκινούν από μία λέξη ή μία φράση ισοδύναμη με την αφοσιωμένη εστίαση στο αντικείμενο της προσοχής –ένα πτηνό, κάποιο φυτό, κάποιο συνηθισμένο φαινόμενο– και μεγαλώνουν μέχρι τα όρια του συντελεσμένου ποιήματος. Στη συνέχεια και παρόμοια με τα χαϊκού και με τα αρχαία ελληνικά επιγράμματα, αναπαράγεται διαρκώς, εντός των ποιηματικών ορίων, η στιγμή κατά την οποία, μέσα από το συγκεκριμένο αντικείμενο, συμβαίνει η επαφή με μία ιδανική κατάσταση του συνόλου της πραγματικότητας.
Πίσω, λοιπόν, από τη συλλογή διακρίνεται μία ποιητική τέχνη η οποία δεν ανήκει, βέβαια, ούτε στον μοντερνισμό ούτε στο μεταμοντέρνο. Αντίκειται και στα δύο, επειδή δεν εξαρτάται από το ιστορικό και το κοινωνικό πλαίσιο αλλά πριμοδοτεί τη μετάβαση σε ένα υπερχρονικό πεδίο, όπου η περιγραφή του κόσμου ξαναγίνεται συνεκτική και ανθρωποκεντρική. Η πραγματικότητα προσεγγίζεται ως αλληγορικό κείμενο, το οποίο παραπέμπει σε μία ανόθευτη εκδοχή του Είναι. Συνακόλουθα, τα σχήματα λόγου αναβαθμίζονται σε οντολογικά εργαλεία. Η μεταφορά συνιστά το μέσο σύγκλισης και συζυγίας των προσώπων, των πραγμάτων και των χρονικών περιόδων. Τη μετωνυμία αντιπροσωπεύει το ίδιο το ποίημα, αφού αυτό αποτελεί μέρος, απόσπασμα, μίας ολότητας. Η ενδεχόμενη δυσκολία του, εξαιτίας της αποσπασματικότητάς του, αίρεται, μόλις κατανοείται ότι ο λόγος, εδώ, πέρα από αναφορικός, είναι και τελεστικός. Δηλαδή το κάθε ποίημα λειτουργεί ως τελετουργία μύησης, ως πράξη ανοίγματος μίας εισόδου προς τη μεταφυσική εμπειρία. Εμπειρία παράλληλη με την κάθοδο στο βάθος του καλοκαιριού.
Στα Βράχια εκτυλίσσεται η αναμέτρηση της ανθρώπινης θνητότητας με την αφθαρσία, πρώτιστα, της Φύσης και, δευτερευόντως, των τόπων και των κειμηλίων –των κοσμημάτων, των παραδοσιακών φορεσιών. Η φθορά του ανθρώπου υπενθυμίζεται διαρκώς, μέσα από εγκατεσπαρμένες παντού νύξεις, αποτυπώνεται, ειδικότερα, σε χαρακτηριστικά πορτρέτα αρρώστων, γηρασμένων και περιθωριακών. Όμως κατά την αναμέτρησή της με τους παράγοντες της αφθαρσίας αναστέλλεται ή ακυρώνεται. Στα περισσότερα ποιήματα εγγράφεται η ακύρωσή της, σε αρκετά η αναστολή, στα λιγότερα η κατίσχυσή της. Η ποιητική εποπτεία της φθοράς συνιστά μία επιπλέον πρακτική κατάργησής της. Όμως μία πιο σημαντική ανάλογη πρακτική αντιπροσωπεύει το μοτίβο της προσδοκίας της έλευσης: ότι τελικά είναι να ’ρθεις («Αναγνωστικό Δημοτικού»), έρχεσαι; («Aιάντειο Σαλαμίνας»), μακάρι να ήσουν εδώ («Εκκρεμότητες θνητών»). Σε στίχους, όπως οι προηγούμενοι, υπογραμμίζεται η απάλειψη των ορίων, ακόμη και του ορίου που θέτει στον άνθρωπο ο θάνατος, χάρη στην προσμονή για έναν ερχομό, ο οποίος σημαίνει τη αέναη συνέχεια, γιατί ταυτίζεται με την επιφάνεια, την εμφάνιση δηλαδή στη γήινη σφαίρα, του επέκεινα.
ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ
[…]
ένα ακόμα οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας
κακοφορμισμένο απόγευμα
κεφάλι που έγινε μπάλα στα πόδια της Κυριακής
διαστημόπλοιο χωρίς καύσιμα
οι αστροναύτες δεν έχουν πια γη να βλέπουν
αλλά σπασμένα αγγεία των θεών από κομήτες
ξεχασμένοι, γεμάτοι σκουπίδια του νου αυτοί
που ήμασταν κάποτε
κι αυτό το υπέροχο γράμμα Α
ο αριθμός 2017 μπαμπάκι που ήδη μούσκεψε
[…]
Βασική όσο και απροσδόκητη, σε μία τόσο λυρική και απογειωμένη ποίηση, είναι η ενσωμάτωση της διάστασης του κακού και του άσχημου. Η ύπαρξη, ακριβώς, αυτής της διάστασης, όμως, εξηγεί την αντιδιαστολή της συλλογής προς τον αποκλειστικά κοινωνικό και ιστορικό καθορισμό του ανθρώπου. Αναλυτικότερα, διακρίνεται μία φιλοσοφική αντίληψη, η οποία μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής: Όταν ο άνθρωπος περιορίζεται στη συμμετοχή του σε μία δεδομένη κοινωνία και στον εντοπισμό του σε μία, επίσης, δεδομένη ιστορική φάση, τότε υπόκειται στην εξουσία του κακού και του άσχημου. Χρειάζεται, λοιπόν, μία υπέρβαση, η οποία συνοψίζεται στη μετάβαση σε ένα υπερχρονικό και χωρίς κοινωνικό στίγμα επίπεδο ηθικής και αισθητικής ποιότητας. Γιατί ο Γιώργος Βέης, ο οποίος τοποθετείται έτσι σε μία σειρά μαζί με τους Πυθαγορείους, τον Πλάτωνα και με μεταγενέστερους, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς και ο Οδυσσέας Ελύτης, θεωρεί ότι το αγαθό εξομοιώνεται με την αισθητική.
Τα Βράχια περιλαμβάνουν ποιήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από έναν ιδιαίτερο τύπο αμεσότητας, τη συγκλονιστική δύναμη. Αναφέρονται, για παράδειγμα, το «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών», «Οι παρηχήσεις τώρα», όπου η διάλυση της σύνταξης, υπαγορευόμενη εν μέρει από τη δομή του σονέτου εν μέρει από τη διάθεση, πριμοδοτεί τη φωνητική επενέργεια των μεμονωμένων λέξεων και φράσεων, και, προπάντων, «Η μαρμαρυγή». Η συλλογή φθάνει σε έναν υψηλό αναβαθμό αξίας, χάρη στον διαυγή εσωτερισμό των ποιημάτων και σε κάτι ακόμη: στο βάρος που ρίχνει στη θεραπευτική ιδιότητα της ποίησης. Εάν για τον Κωνσταντίνο Καβάφη η τέχνη του αντιπροσώπευε το προσωρινό φάρμακο για το γήρας, για τον Γιώργο Βέη είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για την εξάλειψη του φόβου της αταξίας και του κακού, που είναι το ισοδύναμό της. Η ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα απέχει από τη συμπαντική τάξη. Ενέχει και αυξάνει την αταξία. Τα ποιήματα, όμως, συνιστούν μικρογραφίες του αρμονικού συστήματος της Φύσης. Σε αυτά αναζητείται και ανακτάται η ικανότητα τόσο της μετατροπής του χάους σε οργανωμένο σύνολο όσο και της νοηματοδότησης της τυχαιότητας.
Η συγκεκριμένη θεραπευτική ιδιότητα της ποίησης αποκτά, μάλιστα, έναν επίκαιρο ρόλο, επειδή, σήμερα, η αταξία εκδηλώνεται σε μία νέα και διογκωμένη εκδοχή: σε μία κατάσταση εξαίρεσης, όπως θα έλεγε ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, και έξαρσης του φόβου, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Συνεπώς, η μεγαλύτερη επιτυχία της πιο πρόσφατης συλλογής του Γιώργου Βέη έγκειται, ίσως, στο γεγονός ότι, ενώ ρυθμίζεται από μία ποιητική η οποία ευνοεί την αποσιώπηση του συγκείμενου, των πραγματολογικών, δηλαδή, παραμέτρων, ανταποκρίνεται άμεσα στη σύγχρονη συγκυρία, αποτελώντας έναν λόγο ενάντιο στον φόβο και, κυρίως, στη ρητορική που διαχέει τον τρόμο.